ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ: «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» (1962) - ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ




ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ:



«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»



Ένας επικός θρήνος, μια λυρική ελεγεία, μία ανείπωτη πραγματεία για τη ζωή των Ελλήνων Μικρασιατών και την καταστροφή της Σμύρνης. Για να θυμόμαστε αυτά, που ενδεχομένως να ζήσουμε! <<Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια>>; Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή. Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή. Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915. Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922. Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε: <<Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις>>. Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί: <<Θηρίο είν' ο άνθρωπος>>! Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας έγινε bestseller της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα τα <<Ματωμένα Χώματα>> έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετονικά. Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση.



ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ







ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
(1962)


Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που ο μικρασιατικός ελληνισμός ξεριζώθηκε από τις προγονικές εστίες του. Και είναι τούτος ο ξεριζωμός ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της νεότερης ιστορίας μας. Κείνοι που έζησαν μέσα στη θύελλα φεύγουν ένας ένας κι η ζωντανή μαρτυρία τους χάνεται. Χάνονται οι λαϊκοί θησαυροί ή μπλαλσαμώνονται στα ιστορικά αρχεία. <<Απ' του πεθαμένου το μάτι, μην περιμένεις δάκρυ>> λέει μια μικρασιατική παροιμία. Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αφτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμησες, όπως το κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα. Κάτω απ' το Μανώλη Αξιώτη, τον κεντρικό αφηγητή του βιβλίου, υπάρχει ο μικρασιάτης αγρότης, που έζησε τ' Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, που φόρεσε αργότερα τη στολή του Έλληνα φαντάρου, που είδε την καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας, έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας Αντίστασης. Ήρθε και με βρήκε και μου έδωσε ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του. Συνταξιούχος, κάθισε με υπομονή και κοπίασε να γράψει με τα λίγα γράμματάκια του, τα όσα είδαν τα μάτια του εξήντα τόσα χρόνια. Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα' να μην ξεχνούν οι παλιοί' να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.


Δ.Σ.




«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»




Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 237-241.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ



Από τη μέρα αυτήν άρχισε η φιλία μου με το Νικήτα Δροσάκη και σφραγίστηκε σε στιγμές δραματικές. Η αλήθεια είναι πως τον ψαχούλευα πάντα με υποψία και δυσκολεύτηκα να τον καταλάβω. Ο λοχίας μας, ένα στουρνάρι, που τον φωνάζαμε «Γκραβαρίτη», μόλις έμαθε πως ο Δροσάκης είναι φοιτητής και μάλιστα Κρητικός, του ΄στησε άγριο πόλεμο. Τον έλεγε «σπουδαγμένου άντερου» και τον τρέλαινε στις αγγαρείες. 


Ο Δροσάκης δε θύμωνε, διασκέδαζε. Ωστόσο στις βαρειές αγγαρείες, όπως στο σπάσιμο των ξύλων, δεν τα 'βγαζε πέρα και του 'δινα κανένα χέρι. -Αχ, μωρέ Αξιώτη, μου 'πε μια μέρα, όταν η κοινωνία θα καταφέρει να φκιάσει ανθρώπους που να ναι κάτι ανάμεσα σε σένα και σε μένα, τότες θ' αξίζει να ζει κανείς. Τώρα, εσένα σε θέλουνε μονάχα χέρι και μένα με θέλουνε μονάχα μυαλό. Μου πήρε πίσω το τσεκούρι και προσπάθησε ν' αποτελειώσει το κόψιμο του κούτσουρου. -Μη με πάρεις και για σκέτο χαμούρι, μου 'κανε. 


Έχω το νεύρο της δουλειάς. Με χόρεψε καλά η ζωή. Ο πατέρας μου, φουκαράς δάσκαλος σε χωριό της Κρήτης, δε μου 'στελνε, όπως καταλαβαίνεις, ψιλά για να σπουδάζω. Έτυχε να κάνω το γκαρσόνι, τον τυπογράφο, το διορθωτή∙ πούλησα και λεμόνια για να ζήσω... Οι συνάδερφοι αργήσανε να συμπαθήσουνε το Δροσάκη, ήτανε πολύ ίσιος και μονόχνωτος. Μερικοί νομίσανε πως μπορούσανε να τον κάνουνε τζοτζέ, για να γελούνε.


Ο Μικρομανωλάτσης, ένας πατριώτης του λυράρης, τόνε βάφτισε: «Καπέλο του Ορλάνδο». Έτυχε, λέει, να τον ακούσει καμπόσες φορές να κουβεντιάζει με τον άλλο κουζουλό, το Λευτέρη Κανάκη και να του λέει για ένα καπέλο καποιανού Ορλάνδο που τάχατες αυτός φταίει για όσα τραβούμε σήμερα στη Μικρασία. «Ε, ρε κακομοίρη Ορλάνδο. Τί το θελες που το παιρνες κείνο το καπελάκι σου και μου σεκλέτισες τον Ουίλσων και τήνε πλερώνουμε τώρα δα εμείς τη νύφη...». Αυτοδά έλεγε. -Τι στο καλό ναι ο κυρ Ορλάνδος και το καπέλο του; ρώτησα μια μέρα το Δροσάκη και του είπα το παρατσούκλι που του κόλλησε ο Μικρομανωλάτσης.


Γέλασε με την καρδιά το. -Θα τον έχεις ακουστά, μωρέ Αξιώτη, το Βίκτωρα Ορλάνδο, δεν γίνεται, κοτζάμ πρωθυπουργός της Ιταλίας! Ωστόσο η ιστορία του καπέλου του είναι αληθινή: Ο σενιόρ Ορλάντο, σαν τελείωσε ο παγκόσμιος πόλεμος και το Συμβούλιο της Ειρήνης καταπιάστηκε με τις μοιρασιές, γύρευε μεγάλο μερτικό στην Ανατολή. Παραμπήκε στη μύτη του Αμερικάνου πρόεδρου και κείνος τσαντίστηκε και του τα δωκε στο χέρι. Τότες ο σενιόρ Ορλάντο πήρε το καπελάκι του και αποχώρησε.


Σα μάθανε οι Αγγλογάλλοι κ' οι Αμερικάνοι πως ο ιταλικός στόλος βολτάριζε στα μικρασιατικά παράλια, φοβηθήκανε μην τους τήνε σκάσουνε οι Ταλιάνοι και κάνουνε καμιάν απόβαση στη Σμύρνη. Φωνάξανε, λοιπόν, το Βενιζέλο και του είπανε: «Τί λες, βαστούν τα κότσια της Ελλάδας ν' αναλάβει την εντολή στη Μικρασία;». Είχαν ανάγκη βλέπεις κείνη τη στιγμή, είχαν ανάγκη οι μπαγάσηδες να τους καλύψει ο ελληνικός στρατός. Ο Βενιζέλος παραφουσκωμένος με μεγαλοϊδεάτικα όνειρα, μας ξαμόλυσε στη Μικρασία και τρώμε το κεφάλι μας!


Αγρίεψα. Πήδησα ολόρθος. -Τι 'θελες, μωρέ, να κάνει ο Βενιζέλος; Ε; Τι 'θελες; φώναξα κ' ήμουνα έτοιμος να χυμήσω πάνω του να τον πνίξω. Να 'ναι νικήτρια η Ελλάδα και λείψανο η Τουρκιά και να μην αρπάξει την περίσταση; Να μην έρθει να μας λευτερώσει, όπου αιώνες στενάζαμε στη σκλαβιά; Όπου τούτα τα εδάφη κρατούνε το ψωμί και το μεγαλείο της φυλής κ' ήτανε δικά μας, κατά δικά μας από τα πανάρχαια τα χρόνια; Ο Δροσάκης χαμογέλασε. -Να σας λευτερώσει, Μανωλάκη μου, να σας λευτερώσει, όχι όμως και να σας καταστρέψει!


Έφυγα αποφασισμένος να μην τόνε ζυγώσω ποτέ. Όμως μια μέρα ο συνταγματάρχης διάλεξε το Δροσάκη, εμένα και οχτώ άλλους και μας έστειλε σε μιαν επικίνδυνη αναγνωριστική περιπολία. Γύρω μας είχαν αρχίσει μάχες πεισματικές. Η γη έτρεμε λες και τήνε βρήκε ασταμάτητος σεισμός∙ άστραφτε, βρόνταγε, έπεφτε καφτό μολύβι. Λακκούβες ανοίγανε και κοτρώνες και χώματα πηδούσανε κι ανοίγανε στον αέρα ριπιδωτά.


Είμαστε αποκομένοι από το σύνταγμά μας και κινδυνέψαμε να πιαστούμε αιχμάλωτοι. Ο Μικρομανωλάτσης, το παλικαρόπουλο που μας διασκέδαζε με τις αυτοσχέδιες μαντινάδες του, είχε πληγωθεί βαριά και κανείς μας δεν μπορούσε να του δώσει βοήθεια. Είχαμε πέσει όλοι τα μπρούμυτα, κολλήσαμε τα κορμιά τσιρώτο στο χώμα, σφαλήξαμε τα μάτια, λες κ' έτσι θα την σκαπουλέρναμε. Ο ίδιος ο Γκραβαρίτης, ο λοχίας μας, που παράσταινε τον παλικαρά, έχωσε μέσα σε μια γούβα την τζαμουζίσια μουράκλα του κι ανάσαινε λαχανιαστά.


Ο μόνος που κράτησε την ψυχραιμία του ήτανε ο Δροσάκης. Σα φίδι σύρθηκε σε κάποιο κοντινό λόφο κι από κει παρακολούθησε τις κινήσεις του εχθρού. Ύστερα κατηφόρισε και μας είπε: -Πάρτε τον τραυματία και πάμε, βρήκα δρόμο. Πάμε, θα μας τσακώσουν όπου να ναι. Κανείς δεν κουνήθηκε, κανείς δεν αποκρίθηκε. Γαντζωθήκαμε πιο πολύ στο χώμα. Μας μίλησε και δεύτερη και τρίτη φορά. Όταν είδε την κατάντια μας αμολυέται κι αρχίζει να πηδάει σα λαγός, όπου δεν έβρεχε μολύβι, ζαλώνεται το Μικρομανωλάκη και δρόμο. Κείνη τη στιγμή τόνε νιώσαμε αρχηγό.


Πρώτος εγώ έτρεξα πίσω του και μετά οι άλλοι. Ο Γκραβαρίτης, άμα ξεφύγαμε τον κίνδυνο, άρχισε το συνηθισμένο νταηλίδικο βρισίδι του. -Προχωράτε, ρε διαόλοι! Τ' αποθαμένα σας, κιοτήδες! Λίγο έλειψε να πιαστούμε... Από κείνη τη μέρα, όχι μόνο φιλιώθηκα με το Δροσάκη, μα και τον έβλεπα πολλά μπόγια πιο ψηλά από μας. Του το είπα, μα δεν το δέχτηκε. -Άιντε δα καημένε Μανωλάτση, λόγια παχειά να λέμε; Η ανάγκη να σωθείς σου δίνει κουράγιο. Αφού ο λοχίας τα γέμισε, κάποιος έπρεπε να μπει μπροστά, γκεσέμι. -Αυτό λέω κ' εγώ, κι αυτό θαυμάζω.


-Τι θαυμάζεις, καψοχωριατάτσι τσι κουτσουλιές τσ' αντρείας; Άλλοι ναι οι λεβέντες. Από δω αρχίσαμε την κουβεντούλα κι ανοιχτήκαμε. Πρώτη φορά στη ζωή μου άκουγα τέτοια λόγια. Ο Δροσάτης μου ξομολογήθηκε, πως δικό του μεράκι είναι ο άνθρωπος και η μοίρα του. Μου μίλησε για έναν «κουμπάρο», τον Προμηθέα, που σε τούτες δω, λέει, τις γειτονιές μαρτύρησε, γιατί θέλησε να φέρει το φως στους ανθρώπους.



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 237-241.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF