ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 6 Απριλίου 2024

ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ: «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» (1962) - ΕΙΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

 



ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ:



«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»



Ένας επικός θρήνος, μια λυρική ελεγεία, μία ανείπωτη πραγματεία για τη ζωή των Ελλήνων Μικρασιατών και την καταστροφή της Σμύρνης. Για να θυμόμαστε αυτά, που ενδεχομένως να ζήσουμε! <<Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια>>; Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή. Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή. Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915. Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922. Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε: <<Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις>>. Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί: <<Θηρίο είν' ο άνθρωπος>>! Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας έγινε bestseller της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα τα <<Ματωμένα Χώματα>> έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετονικά. Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση.



ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ







ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
(1962)


Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που ο μικρασιατικός ελληνισμός ξεριζώθηκε από τις προγονικές εστίες του. Και είναι τούτος ο ξεριζωμός ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της νεότερης ιστορίας μας. Κείνοι που έζησαν μέσα στη θύελλα φεύγουν ένας ένας κι η ζωντανή μαρτυρία τους χάνεται. Χάνονται οι λαϊκοί θησαυροί ή μπλαλσαμώνονται στα ιστορικά αρχεία. <<Απ' του πεθαμένου το μάτι, μην περιμένεις δάκρυ>> λέει μια μικρασιατική παροιμία. Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αφτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμησες, όπως το κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα. Κάτω απ' το Μανώλη Αξιώτη, τον κεντρικό αφηγητή του βιβλίου, υπάρχει ο μικρασιάτης αγρότης, που έζησε τ' Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, που φόρεσε αργότερα τη στολή του Έλληνα φαντάρου, που είδε την καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας, έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας Αντίστασης. Ήρθε και με βρήκε και μου έδωσε ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του. Συνταξιούχος, κάθισε με υπομονή και κοπίασε να γράψει με τα λίγα γράμματάκια του, τα όσα είδαν τα μάτια του εξήντα τόσα χρόνια. Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα' να μην ξεχνούν οι παλιοί' να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.


Δ.Σ.




«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»




Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 261-266.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


Είχε μόλις μπει η άνοιξη του 1922. Το τάγμα μας στρατοπέδεψε σ' ένα οροπέδιο κοντά στο Αφιόν Καραχισάρ. Η φανταρία σκόρπισε∙ είχαμε ένα δυο ώρες καιρό για ξεκούραση, ώρες δίχως την υποψία του κινδύνου. Όλα ήτανε τόσο ήρεμα που είχες διάθεση να ξεχάσεις τον πόλεμο. Αιώνια, μακάρια βουνά απλώνανε με σιγουριά τον όγκο τους. Δάση ατέλειωτα, πυκνά, εδώ κ' εκεί άλυωτο το χιόνι∙ στα ξέφωτα, στις βουνοπλαγιές και στα ριζά, ξεχασμένα, μικρά χωριουδάκια πλάγιαζαν ήσυχα σαν σκόρπιες προβατίνες, με τα λιγοστά σπαρτά τους, λες απλωμένα κιλίμια.


Άκουγες το βουητό του νερού, μέσα στις ντερεδιές. Εκατομμύρια κρινάκια ξεφυτρώνανε απ' το λυωμένο χιόνι. Τα δέντρα μόλις μπουμπουκιάζανε. Έντομα, ερπετά, πετεινά τ' ουρανού, τετράποδα, κινούσανε από παντού για έρωτα. Και μοναχά εμείς μοιάζαμε το πιο στερημένο και καταφρονεμένο ζωντανό της πλάσης. Περπατήσαμε λίγο με το Δροσάκη, να χαρούμε τη λιακάδα. Ξετρυπώσαμε μια γωνιά μ' αφράτο γρασίδι και ξαπλώσαμε. Ο Δροσάκης είχε πέσει ανάσκελα, έτριβε με μακαριότητα την πλάτη του, χούφτιαζε το χορτάρι, τό 'φερνε στη μύτη να ρουφήξει τ' άρωμά του τ' αψύ.


-Όμορφη που ναι πανάθεμά την η ζωή! έκανε κι άνοιξε τα χέρια του σα νά 'θελε να την αγκαλιάσει. Καμιά φορά, τα χάνεις, ξαναγίνεσαι παιδί. -Τι παιδί, συνάδερφε! Εσύ έτσι που κυλιέσαι μου θύμισες το γαϊδούρι μας, τον Όνιο. Έτσι κυλιότανε και κείνος μόλις έπαιρνε η άνοιξη. Δεν ξέρεις, μωρέ Νικήτα, τι ξύπνιο ζωντανό ήτανε! Όλη μέρα αλώνιζε και μόλις μυριζότανε καπίστρι και φορτίο, γινόταν άφαντος. Μπρε Όνιος εδώ, μπρε Όνιος εκεί! Τον τσακώναμε καμιά φορά∙ έξυνε την κεφάλα του στο χέρι μας, μας ψευτοδάγκωνε και χαϊδευόντανε σαν άνθρωπος.


Η θύμηση του Όνιου με γέμισε τρυφεράδα. Ήθελα να μιλήσω γι' αυτόν και δεν πρόσεξα πως το μυαλό του Δροσάκη αρμένιζε αλλού. -Θα γελάσεις με την καρδιά σου, του είπα, άμα σου διηγηθώ γιατί τον βγάλαμε Όνιο. Κάποτες -εγώ ήμουνα παιδί- ήρθε στον καφενέ ένας ξένος, απ' αυτούς που πηγαίνανε στ' αρχαία, θαρρώ πως τόνε βλέπω ακόμα μπροστά μου, ψηλός, ξερακιανός, με κάτι γατήσια γαλανά μάτια και κάτι αραιοδοντάρες. Ο λόγος του κατρακυλούσε στο λαρύγγι του και ματαγύριζε σαν αναγούλα. Οι χωριανοί προσπαθούσανε να καταλάβουνε τι έλεγε. -Μπρε σεις, κάνανε, τι ζητάει ο Ιγγλέζος;


Κάτι μας ζητάει... -Όνον! έκανε κείνος, όνον! -Τι πάει να πει όνον, μπρε; Για φωνάχτε κανέναν που να ξέρει. -Εγώ, ξέρω, πετάχτηκε ο καπτά Νικόλας ο καϊκτσής, που ήτανε φερμένος απ' το Κουσάντασι για δουλειά. Κρασί ζητάει. Όνον λένε στ' αρχαία ελληνικά το κρασί. -Μπα! κάνανε οι χωριανοί όλο θαυμασμό και πιάσανε απευθείας γιοματάρι απ' το βαρέλι για να ευχαριστήσουνε μαθές τον ξένο. -Νο! Νο! διαμαρτυρότανε κείνος. Όκι όινον! Όνον! Όνον! Έτυχε να περνάει κείνη την ώρα ο γιατρός μας ο Χαϊλαρίδης και τον φωνάξανε.-Ξέρετε τι ζητάει ο χριστιανός; είπε ο γιατρός. Γάιδαρο, με το συμπάθειο!


Του κυρ Δημητρού τον όνον ζητάει, το γαϊδούρι παναπεί... Ο Νικήτας γέλασε μα ήθελε και να με πειράξει και να μιλήσει για κείνο που τον έκαιγε: -Για βάστα, μωρέ Αξιώτη, μόνο το γάιδαρο σου θύμισε το γρασίδι; Τίποτ' άλλο; Δε σού 'λαχε, να πούμε, να κυλιστείς με το κορίτσι σου πάνω σε χορτάρι; Να θαμπωθείς, να γεμίσει αντροσύνη το κορμί σου... Ο χωριάτης δύσκολα ανοίγει τη καρδιά του και μάλιστα πάνω σε τέτοια θέματα. Τη θύμηση της Κατίνας, που βασάνιζε ακόμα τις νύχτες μου, την είχα σαν κάτι ιερό, που δεν το πετάς σε φανταρίστικες κουβέντες.


Ούτε κι ο Δροσάκης είχε μιλήσει ποτές για την κοπέλα του κι ας της έγραφε με κάθε ευκαιρία κατεβατά. Είχαμε σιχαθεί ν' ακούμε τη φανταρία να μιλά συνέχεια για γυναίκες. Όμως μια και μού 'θιξε το φιλότιμο, κάθησα και του ιστόρησα κάτι άκρες μέσες για την Ενταβιέ. -Δηλαδή σα να λέμε, αν αξιωθούμε και μπούμε στην Άγκυρα, μπορεί να βρεις εκεί κανένα μεμετάκι. Αντίς να ξαλαφρώσω που μίλησα για την Ενταβιέ μ' έπιασε στενοχώρια, αναψοκοκκίνισα. Έτριβα τη χούφτα στα φουντωμένα γένια μου. Έλειπε πολύν καιρό η γυναίκα απ' τη ζωή μου. Αυτό ήτανε.


Ο Δροσάκης πιπιλούσε ένα χορτάρι και το στριφογύριζε σαν τσιγάρο στα χείλη του. Είχε πέσει σε βαθειά συλλογή, ως φαίνεται, απ' την ίδια αιτία. -Άιντε, μας τήνε μουφλουζέψανε τη ζωή, είπα. Τήνε κουτσουρεύουνε από δω, τήνε στενεύουνε από κει. Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια; Νά 'βγαζε καμιά καλή μέρα και για μας! Δεν απόσωσα την κουβέντα μου και πεταχτήκαμε κ' οι δυο ορθοί, λες και μας δάγκωσε σκορπιός. Στ' αντικρυνό ύψωμα, πίσω απ' το φυλάκιο, ανεβαίνανε μπουσουλώντας τσέτες.


Ήταν έτοιμοι να ριχτούνε πισώπλατα στον Κιρμιζίδη, που φύλαγε σκοπός. -Κιρμιζίδη! Τσέτες! ξεφώνισα μ' όλη τη δύναμη μου. Πήδησα πίσω από να γκρεμισμένο φράχτη, με το χέρι στη σκανδάλη. Τ' όπλο μου δεν τ' αποχωριζόμουνα ούτε στον ύπνο μου. Ο Δροσάκης σύρθηκε με την κοιλιά να πιάσει το δικό του, που τό 'χε παρατημένο κάπου κει. Οι τσέτες με το που ακούσανε τη φωνή αρχίσανε το τουφεκίδι και μας πετάξανε κανά δυο χειροβομβίδες. Με τη σιγουριά που είχα πάντα στη σκόπευση πρόκανα κι άδειασα τις μπαταριές μου πάνω τους. Ο Νικήτας βρήκε καιρό να ταμπουρωθεί.


Είδαμε τον Κιρμιζίδη να λυγίζει και να πέφτει στην πλαγιά του λόφου. Την ίδια στιγμή, κει κοντά μας, στους θάμνους, ακούστηκε ένας κουφός κρότος. Συγκρατούσαμε την ανάσα μας. Φύγανε ή κρύβονται και θα μας την ανάψουνε; Ακούς να επιτεθούνε μέρα μεσημέρι. Κακό σημάδι! Κ' οι δικοί μας; Τι κάνουνε και δε φανήκανε ακόμα; Το μάτι έπαιζε δω και κει. Όξω από τους θάμνους ξεχωρίσαμε δυο αρβύλες, δυο ακίνητες αρβύλες που μας δείχνανε τα καρφιά τους. Αυτός που τις φορούσε θά 'πρεπε να ταν ξαπλωμένος ανάσκελα. Το βλέμμα μας έμεινε καρφωμένο στ' ακίνητα ποδάρια. Περιμέναμε. Συρθήκαμε λίγο πιο αριστερά ν' αντιληφτούμε. Ήταν ένας φαντάρος νεκρός!


Αντίς να βρουν εμάς οι χειροβομβίδες, βρήκαν αυτόν. Ο Νικήτας προχώρησε να δει μήπως κρύβονται κει γύρω τσέτες. Εγώ πλησίασα το νεκρό να του κλείσω τα μάτια. Μια δυνατή κραυγή μου ξέφυγε: -Ο Σίμος! Ήρθε κι ο Δροσάκης κ' έμεινε να τον κοιτάζει∙ στην αρχή μ ' έκπληξη, ύστερα με περιφρόνηση και οργή. -Σπιούνε! έκανε. Κ' εδώ ακόμα μας κατασκόπευες; Το πρόσωπο του Σίμου ήτανε παραμορφωμένο. Φοβήθηκα μήπως κάνουμε λάθος. Ακόμα δυσκολευόμουνα να πιστέψω την κατρακύλα του. Κοίταζα τα σγουρά μαλλιά του, τη μεγάλη μύτη με την ελιά. Ναι, ήτανε δικά του.


Τα μάτια όμως; Τα μάτια ήτανε χυμένα και στη θέση των σαρκωμένων χειλιών του ήτανε μια τρύπα! Γλώσσα, δόντια, όλα είχανε γίνει μια λάσπη. Ο Νικήτας με τράβηξε να φύγουμε. Δεν τον ακολούθησα. Μου ήρθε η σκέψη να ψάξω την τσέπη του νεκρού, να βρω κανένα γράμμα, κάτι που να βεβαιώνει πως είναι αυτός και δεν πέσαμε όξω. Το κοκκαλιασμένο χέρι του ήτανε στη δεξιά τσέπη. Στην ίδια τσέπη βρήκα ένα δέμα χαρτιά καλοδιπλωμένα. Τα γνώρισα αμέσως. Ήτανε χειρόγραφα του Δροσάκη. Ήξερα τόσο καλά τα στρογγυλά του τύπου γράμματά του και το ροζ τσιγαρόχαρτο που τού 'χε δωρήσει ο Λευτέρης. Μαζί ήτανε καρφωμένο ένα σημείωμα του Σίμου. Μ' έπιασε ταραχή.



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοσηΑθήνα 1986, σελ. 261-266.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF