ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 21 Απριλίου 2024

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ

 



Κάθε ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, ἐκεῖνο ποὺ πιστεύει καὶ αἰσθάνεται, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κρύψῃ· νιώθει ἀνάγκη νὰ τὸ ἐκφράσῃ. Καὶ τὸ ἐκφράζει μὲ διαφόρους τρόπους· μὲ τὴ λάμ­ψι ἢ τὴ θλῖψι τοῦ προσώπου του, μὲ τὶς κινή­­σεις καὶ τοὺς μορφασμούς του, μὲ τὴν εὐγένεια, τὸ ὕφος καὶ τοὺς τρόπους του, πιὸ καθαρὰ μὲ τὴ γλῶσσα καὶ τὸν προφορικὸ λόγο του, καὶ πιὸ στα­θερὰ μὲ τὸν γραπτὸ λόγο, τὰ κείμενά του.


Αὐτὸ ὅμως ποὺ αἰσθάνεται κανεὶς τὸ ἐκ­φράζει καὶ μὲ τὸ τραγούδι του. Τὸ τραγούδι εἶ­νε ἔκφρασις τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου μας. Πές μου τί τραγουδᾷς, νὰ σοῦ πῶ ποιός εἶσαι. Σήμερα δυστυχῶς ἐπικρατοῦν τραγούδια ποὺ δὲν ἐξυψώνουν ἀλλὰ μᾶλλον ταπεινώνουν κ᾽ ἐξευτελίζουν τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἱστορι­κὸς τοῦ μέλλοντος θὰ διαπιστώσῃ, ὅτι τὰ σημερινὰ τραγούδια, κατὰ 99%, εἶνε τραγούδια αἰσχροῦ ἔρωτα, καὶ θὰ ἀποφανθῇ ὅτι ἡ γενεά μας ὑπῆρξε πανσεξουαλική.


πῆρξε ὅμως κάποτε ἐποχή, ποὺ μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων ἔκαιγε μιὰ φλόγα ὄχι φυσικὴ καὶ γήινη, ἀλλὰ οὐράνια. Ἦταν ἡ φωτιὰ τοῦ θεϊκοῦ ἔρωτος. Καὶ ἐκδήλωσις ἀκρι­βῶς αὐτοῦ τοῦ ἔρωτος πρὸς τὸν Θεὸ εἶνε τὰ ποιήματα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Σήμερα δὲν μποροῦμε νὰ γράψουμε τέτοια ποιήματα καὶ τέτοια τραγούδια. Ὄχι για­τὶ δὲν ὑπάρχει μέλος, ἀλλὰ γιατὶ δὲν ὑπάρχει καρδιά· καρδιά, ποὺ ν᾿ ἀγαπάῃ τὸ Θεό, νὰ τὸν ἀγαπάῃ μὲ τόση ἔντασι ὅση τὸν ἀγάπησαν οἱ πρόγονοί μας.


να ἀπὸ τὰ πιὸ ἐμπνευσμένα τραγούδια τῆς Ἐκκλησίας μας εἶνε ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος. Ἔχει ἰδέες ὑψηλές, οὐρανογείτονες, οἱ ὁποῖ­ες ντύνονται μὲ ἔκφρασι καὶ ὕφος ἀπαράμιλλο. Εἶνε ἰδέες, ποὺ ἀγγίζουν τὰ ἄστρα τ᾽ οὐ­ρανοῦ καὶ ἐκφράζονται μὲ τὴν πιὸ εὐγενικὴ γλῶσσα τοῦ κόσμου, τὴν Ἑλληνική, τὴ μόνη ἱκανὴ ν᾽ ἀ­ποδώσῃ καὶ τὴν τελευταία ἀπόχρωσι τῆς σκέ­ψεως καὶ τοῦ αἰσθήματος. Νά τί εἶ­νε ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος· ἕνα ἀνυπέρβλητο ποί­ημα ποὺ θαυμάζουν οἱ αἰῶνες. Κάθε ποίημα, ποὺ ἔχει δημιουργηθῆ καὶ τὸ διαβάζουμε, προῆλθε ἀπὸ κάποια αἰτία. Τὸ ποί­ημα λοιπὸν αὐτό, ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, πῶς δη­μιουργήθηκε; Ἡ ἱστορία μᾶς γυρίζει πίσω, στὶς συνθῆκες ὑπὸ τὶς ὁποῖες πρωτοακούστηκε.


Μὲ τὰ φτερὰ τὶς φαντασίας μας, ἀδελφοί μου, ἂς διασχίσουμε νοερὰ τὸν πέπλο τῶν αἰ­ώνων καὶ ἂς βρεθοῦμε στὸ ἔτος 626 μ.Χ. στὴν πόλι τῶν ὀνείρων μας, τὴν Κωνσταντινούπολι. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὸ θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἦ­­ταν ἕνας ἀπὸ τοὺς γενναίους καὶ εὐσεβεῖς αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου, ὁ Ἡράκλειος. Ἐπὶ κεφαλῆς τῶν στρατευμά­των του εἶχε φύγει ἀπὸ τὴ Βασιλεύουσα καὶ βρισκόταν μακριά, στὰ ἀνατολικὰ σύνορα, γιὰ ν᾿ ἀποκρού­σῃ ἕνα προαιώνιο κίνδυνο ποὺ διέτρεχε τότε ἡ Βυζαν­τινὴ αὐτοκρατορία, τοὺς Πέρσες.


Διεξῆγε μάχες στὰ πεδία τῆς Μικρᾶς Ἀ­σί­ας καὶ τῆς Ἀρμενίας. Νικοῦσε, θριάμβευε καὶ ἀνανέωνε τὰ τρόπαια τῶν προγόνων μας. Ἡ πορεία τοῦ Ἡρακλείου ἦταν πορεία σχεδὸν στὰ ἴχνη τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Ὁ βασιλιᾶς τῆς Περσίας Χοσρόης κλονι­ζόταν. Πονηρὸς ὅμως καὶ πολυμήχανος, γιὰ νὰ φέρῃ ἀντιπερισπασμὸ στὸν Ἡράκλειο, ἔστειλε μιὰ στρατιά, ἡ ὁποία ἔφτασε στὰ πρόθυρα τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Συγχρόνως συν­εννοήθηκε μὲ τὸ βασιλιᾶ τῶν Ἀβάρων, μία βάρβαρη φυλὴ ποὺ κατέβηκε στὸν Δούναβι ποταμό· καὶ οἱ Ἄβαροι, ἔχοντας μαζί τους καὶ τοὺς Σλάβους, κατέβηκαν σὰν χιονοστιβάδα καὶ ἔφτασαν ἔξω ἀπὸ τὴν Πόλι.


Κωνσταντινούπολις τώρα κινδυνεύει. Πο­λιορκεῖται ἀπὸ παντοῦ, καὶ ὁ στρατὸς λείπει. Μόνο μιὰ μικρὴ φρουρὰ τὴν ὑπερασπίζεται. Ὁ λαὸς προβάλλει ἀντίστασι μὲ ἡγέτας δύο σπουδαίους ἄνδρες – εὐτυχὴς μία πόλι ποὺ ἔχει στοὺς κόλπους της ἄνδρες ὑπερόχους. Ὁ ἕνας ἦταν ὁ στρατηγὸς Βῶνος, καὶ ὁ ἄλλος ὁ ἐπίσκοπός της, ὁ πατριάρχης Κωνσταν­τινουπόλεως Σέργιος. Ὁ ἕνας πολεμοῦσε πάνω στὰ τείχη, στὶς ἐπάλξεις τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κι ὁ ἄλλος ἐμψύχωνε τὸ λαὸ καὶ μὲ τὸν ἱερὸ κλῆρο ἀνέπεμπε στοὺς ναούς, μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, θερμὲς δεήσεις στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο.


Θέλοντας νὰ ἐπιτύχουν κάποια χαλάρωσι στὴν σκληρὴ πολιορκία τῆς Πόλεως, οἱ δύο ἄνδρες ἔκριναν καλὸ νὰ στείλουν πρεσβεία στὸν χαγᾶνο (=τὸν ἡγεμόνα) τῶν Ἀβάρων. Αὐ­τὸς καθισμένος σὲ χρυσοστόλιστο θρόνο τοὺς δέ­χθηκε ἀγέρωχος καὶ τοὺς κράτησε ὄρθιους.
–Τί θέλετε; τοὺς ρώτησε. –Εἴμαστε Χριστιανοί, τοῦ εἶπαν, ἀγαποῦμε τὴν εἰρήνη. Σὲ παρακαλοῦμε νὰ λυπηθῇς τὴν Πόλι καὶ νὰ λύσῃς τὴν πο­λιορκία.


Γέλασε ὁ χαγᾶνος καὶ ἀποκρίθηκε· –Μέσα σὲ εἰκοσιτέσσερις ὧρες νὰ ἐγκαταλείψετε τὴν πόλι ὅλοι σας. Καὶ ἐκτὸς ἀπ᾽ τὸ πουκάμισο ποὺ φορᾶτε δὲν θὰ πάρετε τίποτε μαζί σας· ὅ,τι ἔχει ἡ Πόλι, εἶνε δικά μου. Συγχρόνως τοὺς ἀπείλησε προσθέτοντας· –Δὲν ὑπάρχει περίπτωσι νὰ σωθῆτε. Ὁ βασιλιᾶς σας μὲ τὸ στρατὸ βρίσκεται μακριὰ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σᾶς ὑπερασπιστῇ. Μόνο ἂν γίνετε ψάρια καὶ κολυμπήσετε ἢ πουλιὰ καὶ πετάξετε, τότε μόνο θὰ σωθῆτε.


φυγαν περίλυποι οἱ πρέσβεις τοῦ Βυζαν­τίου. Ἐπέστρεψαν στὴν Πόλι καὶ πῆραν ἀπόφασι νὰ ἀγωνισθοῦν μέχρι ἐσχάτων· οἱ ἄν­τρες στὰ τείχη μὲ τὰ ὅπλα, καὶ τὰ γυναικόπαι­δα στοὺς ναοὺς μὲ τὴν προσευχή. Ὁ χαγᾶνος, βέβαιος γιὰ τὴ νίκη, πίστευε ὅ­τι σὲ λίγο θὰ μπῇ στὴν Πόλι, θὰ τὴν κυριεύ­σῃ. Ἀλλὰ στὴν ἱστορία τῶν λαῶν συμβαίνουν ὡρισμένα γεγονότα ποὺ δὲν ἑρμηνεύον­ται φυσι­κῶς καὶ ἀνθρωπίνως· γεγονότα ποὺ δείχνουν, ὅτι ὑπάρχουν ἀστάθμητοι παράγοντες οἱ ὁ­ποῖοι κατευθύνουν τὴν ἱστορία, δείχνουν ὅτι ὑπάρχει θεία πρόνοια, ὑπάρχει Θεός!


νῷ ὁ χαγᾶνος περίμενε νὰ μπῇ στὴν Πόλι, τὴ νύχτα φύσηξε δυνατὸς ἄνεμος, ξέσπασε θύ­­ελ­λα, ποὺ σάρωσε ὅλο τὸν Βόσπορο. Τὰ 2 – 3 χιλιά­δες πλοιάρια τῶν Ἀβάρων καὶ τῶν Περσῶν συγ­κρούστηκαν μεταξύ τους, τσακίστη­καν, δια­λύθηκαν, ἔμειναν ξύλα ποὺ ἐπέπλεαν. Ὁ χαγᾶ­νος ἔντρομος, λέει κάποιος ἱστορικός –ἂς μὴν τὸ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς τὸ πιστεύουμε–, εἶ­δε στὰ τείχη μιὰ γυναῖκα μαυροφό­ρα νὰ προστατεύῃ ὁλόκληρη τὴν Πόλι. Ὁ στρατός τους πανικοβλήθηκε, καὶ τὸ πρωὶ ὁ πρὶν ἀγέρωχος χαγᾶνος περίφοβος τώρα ἔλυσε τὴν πολιορκία. Τότε ὁ πατριάρχης Σέργιος κάλεσε ὅλους, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, νὰ μαζευτοῦν στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν. Ἐκεῖ, ὄρθιοι ὅλη τὴ νύχτα, ἀ­νέπεμψαν στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο τὸν Ἀκάθι­­στο ὕμνο καὶ ἔψαλαν γιὰ πρώτη φορὰ τὸ κον­τά­κιο «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…».


πὸ τότε, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τὸ 626 μ.Χ., ἔ­χουν περάσει 1400 περίπου χρόνια. «Τὰ πάν­τα ῥεῖ», λέει ὁ ἀρχαῖος φιλόσοφος (Ἡράκλειτος παρὰ Μιχ. Ἰατροῦ Ε97 σ. 191, Π405 σ. 365), τὰ πάντα μεταβάλλονται. Ἀλ­λὰ μέσα στὴν διαρκῆ ῥοή, μεταβολὴ καὶ φθορά, τὸ τραγούδι αὐτὸ μένει ἀλώβητο ἀπὸ τὸ χρόνο κ᾽ ἐξακολουθεῖ ν᾽ ἀναπέμπεται μὲ τὴν ἴδια πνοή. Τὰ τραγούδια, ποὺ ἔκαναν ἐν τῷ μεταξὺ οἱ ἄν­θρωποι, λησμονήθηκαν· ἀλλὰ τὸ τραγούδι αὐ­τὸ τῆς Παναγίας μένει ἀλησμόνητο καὶ συγ­κι­­νεῖ κάθε ὀρθόδοξη καρδιὰ παντοῦ στὴ γῆ.


χει μεταφρασθῆ σὲ 25 μὲ 30 γλῶσσες, ἀ­πέ­κτησε μιὰ παγκοσμιότητα ποὺ δονεῖ ὅλη τὴν Ὀρθοδοξία. Ἑνώνει σὰν ἁλυσίδα ὅλους τοὺς ὀρ­θοδόξους, Ἕλληνες-Βουλγάρους-῾Ρουμάνους-῾Ρώσσους-Σέρβους, ἀκόμη κι ὅταν βρίσκονται κάτω ἀπὸ ἄθεα τυραννικὰ καθεστῶτα. Ὁ παν­ορθόδοξος αὐτὸς ὕμνος ἑνώνει ὅλη τὴν Ὀρ­θο­δοξία, καὶ εἶνε τὸ καύχημα τοῦ Ἑλληνισμοῦ.


λλ᾽ ἐνῷ στοὺς ναοὺς ἀναπέμπεται ὕμνος στὴν Παν­αγία κι ἀκούγεται πρὸς αὐ­τὴν τὸ «Χαῖ­ρε», ὅ­ταν βγαίνουμε ἔξω, δὲν ἀκοῦμε «Χαῖ­ρε»· ἀντιθέτως, πολὺ συχνά, ἀκούγονται φοβε­ρὲς βλασφημίες τοῦ ὀνόματός της. Ἀντὶ ὕμνου ὕ­βρεις λοιπόν; Πρέπει ν᾿ ἀνοίξῃ ἡ γῆ νὰ μᾶς κα­τα­πιῇ. Καμμιά γυναίκα, καὶ ἡ πιὸ διεφθαρμένη, δὲν ὑ­βρίζεται ἔτσι. Νὰ κλάψουμε γι᾽ αὐτό. Νεαρὸς εἰσπράκτορας λεωφορείου μοῦ ἔλεγ­ε· Θὰ φύγω ἀπ᾽ τὴ δουλειά, δὲν ὑποφέρω τὶς βλασφημίες τῶν θείων… Εἴμαστε ἔθνος χριστι­ανικό; Πότε θὰ γίνουμε κράτος ὀρθόδοξο;


Ξέρετε τί λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἀδελφοί μου; Ἀκοῦς κάποιον νὰ βλαστημάῃ; συμ­βούλεψέ τον μία, δύο, τρεῖς φορές. Δὲν σ᾽ ἀ­κούει; χτύπα τον, ν᾽ ἁγιάσῃ τὸ χέρι σου. Μὴν ἐπιτρέπετε σὲ κανένα νὰ βλαστημᾷ τὴν Παναγία, ποὺ εἶνε ἡ προστάτις τοῦ ἔθνους, ἡ μητέρα τῶν ὀρθοδόξων, τὸ καταφύγιο παν­τὸς θλιβομένου· σὲ κάθε δύσκολη στιγμὴ ἀ­κούγεται «Παναγία, σῶσε μας!». Ὁ τόπος αὐ­τὸς νὰ μείνῃ καθαρὸς ἀπὸ τὸ μίασμα αὐτό.


ς ἀγωνισθοῦμε. Ἂν θέλουμε νὰ ζήσουμε, ἂν θέλουμε νὰ ἔχουμε τὴ χάρι καὶ τὴν προστασία τῆς Θεοτόκου, πρέπει νὰ σβήσουμε τὴ βλασφημία ἀπὸ τὸ σπίτι μας, ἀπὸ τὴ γειτονιά μας, ἀπὸ τὸν τόπο μας.



(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης (τὸν παλαιό) τὴν 8-3-1968 βράδυ. *Εκ του ιστολογίου «augoustinos-kantiotis.gr» της 15.3.2019. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF