ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 23 Ιουλίου 2024

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ



Ο θάνατος του πατέρα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Κωνσταντή



Στις 19 Ιουλίου 1780, η ζωή του 10χρονου ακόμα τότε Θεόδωρου Κολοκοτρώνη , του μετέπειτα οπλαρχηγού και ηγέτη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, θα αλλάξει δραματικά. Τη νύχτα εκείνη σκοτώνεται ο πατέρας του, φημισμένος κλέφτης της εποχής, φόβος και τρόμος των Οθωμανών, ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης.


Έχει προηγηθεί πολυήμερη πολιορκία από τους Τούρκους στον πύργο στον οποίο είχε βρει καταφύγιο η οικογένεια των Κολοκοτρονέων, στην Καστανιά της μεσσηνιακής Μάνης. Στις 19 Ιουλίου οι πολιορκημένοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, πραγματοποιούν ηρωική έξοδο κατά την οποία, θα χάσουν τη ζωή τους αρκετά μέλη της σπουδαίας οικογένειας. Το 1930, το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» δημοσιεύει σε συνέχειες το εμβληματικό έργο του Σπύρου Μέλα, «Ο Γέρος του Μοριά» από το οποίο αντλεί κανείς λεπτομερή αφήγηση για τα πρώτα χρόνια της ζωής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καθώς και για τα όσα συνέβησαν τη μοιραία εκείνη νύχτα.



H ζωή των κλεφτών



Oι πρώτες εικόνες και τα ακούσματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ως παιδί, είναι από εκείνο τον μανιάτικο πύργο – καταφύγιο της οικογένειάς του. «Κλειστός και σκοτεινός ήταν ο μανιάτικος πύργος με τους παχείς τοίχους, όπου πέρασε ο Κολοκοτρώνης τα τρυφέρα χρόνια. Μέσ’ από της πολεμίστρες πρωτοείδε τον κάμπο και τον ουρανό. (…) Κι η βαρειά πόρτα δεν άνοιγε παρά για να μπουν εικόνες και διηγήσεις για διωγμούς και σφαγές, κρότοι αρμάτων εκδικητικών, αντίλαλοι πολέμων και ρίγη θανάτων, πούτρεφαν το αδιάκοπο μοιρολόϊ των γυναικών»



Οι κλέφτικες αφηγήσεις



Ο πατέρας του, Κωνσταντής, περισσότερο καιρό ζούσε μακριά από την οικογένειά του ως κλέφτης, παρά μαζί τους. «Ο πατέρας έλειπε μακρυά. Είχε ντουφέκι, εδώ κι εκεί με τους Αρβανιτάδες. Αφού πνίγηκε το κίνημα του Ορλώφ κρατημούς πια δεν είχανε. Γινήκανε οργή Θεού για τους Αρβανιτάδες (…) Ο πατέρας του Κολοκοτρώνη γύριζε, χτυπώντας εδώ κι εκεί, αυτά τ’ αγρίμια.


»Όταν ο μικρός Θόδωρος άρχισε να νοιώθη καλά τη μητρική ομιλία, του διηγότανε η καπετάνισσα πώς ο πατέρας του χτύπησε πέρα στα Καλάβρυτα, στης Κατσάνες, το γιοφύρι του Μπίμπαγα, το φοβερό Αρβανίταρο Μπεκιάρη και τον ξέκαμε.


»Ο μικρός άκουγε με προσήλωσι. Κοκκίνιζε ως τ’ αυτιά. Η εικόνα του πατέρα μεγάλωνε στη φαντασία του. Τον έβλεπε αρηά και πού. (…) Η βαρειά πόρτα του πύργου έτριζε τη νύχτα. Ο καπετάνιος έφτανε, αγκαλικές, δακρυσμένα φιλιά, τα παιδιά ξύπναγαν, έβγαζε τ’ άρματά του, καθόταν στην φωτιά να πυρωθή. Ο Θοδωράκης έτρεχε στην αγκαλιά του. Τον θαύμαζε αμίλητος. Του φαινόταν γίγαντας. Πασπάτευε το γιαταγάνι του, πάσχιζε να σηκώση της βαρειές πιστόλες του (…) Πότε θα μεγάλωνε κι αυτός, να ζώση το σπαθί, να πάη κοντά του, στα ψηλά βουνά! Έτρεμε κι όλας, κάθε φορά το φυλοκάρδι τους μην τύχη και δεν τον ξαναϊδούνε πια».



Η μοιραία νύχτα



Όσο όμως μεγάλωνε η φήμη του και αυξάνονταν τα κατορθώματα του Κωνστανή Κολοκοτρώνη, τόσο μεγάλωνε και το μένος των οθωμανικών αρχών εναντίον του. «Το κεφάλι του πατέρα του Κολοκοτρώνη δεν αποφασίστηκε μόνο για την αλύγιστη περηφάνεια που δειξε στον Τσεζαερλή. Δεν άρεσε στον πασά, για το μέλλον της ίδιας της Τουρκιάς, να υπάρχη τόση δύναμι αρμάτων στα χέρια των ραγιάδων και με τέτοιους αρχηγούς. – Να μη γλυτώσω απ’ το σπαθί του Κολοκοτρώνη! Έγινε ο συνειθισμένος όρκος των Αρβανιτάδων. Κι οι Τούρκοι, το ίδιο, έτρεμαν.»


Αργά ή γρήγορα, το κακό θα γινόταν. «Ήταν Ιούνιος μήνας του 1780. Ο πατέρας του Κολοκοτρώνη κι ο Παναγιώταρος, ο δυνατός φίλος του, ήταν ήσυχοι και ξένγοιαστοι, όταν άξαφνα, οι δικοί τους έφεραν το μαντάτο, πώς, από στεργιά κι από θάλασσα, Τουρκιά πολλή έρχεται να τους χτυπήση. (…)


Ο Κολοκοτρώνης και ο Παναγιώταρος έστειλαν ανθρώπους τους να ζητήσουν ενισχύσεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα. »Οι δυο καπετάνιοι απόμειναν αβοήθητοι. Κλείστηκαν στους πύργους με τα λίγα παλληκάρια τους. Οι Τούρκοι φθάσανε, στήσανε κανόνια κι ολμοβόλα γύρω τους. Το μέρος βούιζε από το πλήθος του στρατού. (…)


»Είκοσι χιλιάδες ντουφέκια ρίχνανε πυρωμένο χαλάζι. Από της πολεμίστρες τα παλληκάρια θέριζαν την Τουρκιά. Η καπετάνισσα, η άλλες γυναίκες, τα παιδιά, ο μικρός Θόδωρος, του βοήθαγαν. Τους έδιναν νερό να πιουν, του κουβάλαγαν χαρούτσα. Τα κανόνια όμως άρχισαν να γκρεμίζουν τους τοίχους»



Η έξοδος



Οι πολιορκημένοι ήταν αναγκασμένοι να προχωρήσουν σε έξοδο. – Θα βγούμε απόψε με τα σπαθιά. Το φεγγάρι θα γείρη μετά τα μεσάνυχτα. Οι γυναίκες και τα παιδιά θα μπουν στη μέση, θα πάρουμε τα βουνά. Και ο Θεός βοηθός.


Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, παιδί ακόμα, βρίσκεται στο κέντρο μιας ομάδας ανθρώπων που με τα όπλα στα χέρια ορμάει κατά μέτωπο των πολιορκητών τους. «Τα μεσάνυχτα, πούγειρε το φεγγάρι και σκοτείνιασε ο ουρανός, άνοιξαν της πόρτες κι ώρμησαν με τα σπαθιά. Τέτοιο σάστισμα πάθανε οι Τούρκοι, μέσα στον ύπνο τους, που δε μπόρεσαν να σκοτώσουν παρά μόνο τρεις.


»Ένα δύο-παιδιά ξεφώνισαν απάνω στις ντουφεκιές, τα ζύγωσαν οι Τούρκοί, τα σκλάβωσαν. Ο μικρος Θόδωρος, κρατώντας από το χέρι τη μάννα του, ακολουθούσε γοργά, σιωπηλά στο σκοτάδι. Άστραψαν πλάι τους τουρκικά σπαθιά. Ο πατέρας του λαβώθηκε, βόγγησε, πάσχισε να περπατήση, δε μπορούσε.


Τραβάτε σεις, είπε στην καπετάνισσα, εγώ θα κρυφτώ στο λόγγο. Καλές αντάμωσες αν βρεθούμε με τους ζωντανούς. Πνιγμένα κλάματα στο σκοτάδι. Σιγανές, βραχνές φωνές ύστερα της μάννας, πούκραζε τ’ άλλα της παιδιά. Τίποτα καμμιάν απόκρισι. Είχανε πέση στα χέρια των Τούρκων» Εκεί, σε αυτήν τη δραματική νύχτα, ο μικρός Θόδωρος συνεχίζει να περπατά μέσα στο σκοτάδι με τη μητέρα του, τη Ζαμπία Κωτσάκη, έχοντας δει τους Τούρκους να λαβώνουν τον πατέρα του και να αρπάζουν αδέρφια και ξαδέρφια του.



Ο θάνατος του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη



«Οι μπαρμπάδες του Κολοκοτρώνη Γιωργάκης και Γιαννάκης σκοτώθηκαν κει μέσα. Ο Αποστόλης Κολοκοτρώνης, λαβωμένος, τίναξε τα μυαλά του στον αέρα με την πιστόλα του για να μην τον πιάσουν. »Ο πατέρας του Θόδωρου γύριζε στο λόγγο. Η λαβωματιά, το αίμα πούτρεχε, τούφεραν αβάσταγη δίψα. Έψαχνε για νερό. Έπεσε απάνω σ’ επτά Τούρκους. Με το γιαταγάνι στο χέρι τους φώναξε: – Μεριάστε! Ειδεμή κι εγώ θα χαθώ μα κι από σας θα φάω όσους μπορώ.


»Οι Τούρκοι, Μπαρδουνιώτες τον ήξεραν. Έβαλαν κάτω τα όπλα κι ωρκίστηκαν μ’ όλους τους όρκους της θρησκείας τους, να μην τον βλάψουν. »Τότε τους γύρεψε νερό. Έκαναν δυό – τρεις πως πάνε να του φέρουν, τον χτύπησαν από πίσω, τον χάλασαν, τον έψαξαν, του πήραν τα λεπτά του, τ’ άρματά του και για να μη τους τα γυρέψη ο σερασκέρης (σ.σ. τίτλος οθωμανού αξιωματούχο) , τούκοψαν το κεφάλι και το πέταξαν σ’ ένα γκρεμό» Ο Θόδωρος, η μητέρα του και ο θείος του, Αναγνώστης, κατάφεραν να διαφύγουν και κρύφτηκαν στο χωριό Μηλιά. «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ», 6.10.1930, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»



Η επανένωση των Κολοκοτρωναίων



«Πρώτη δουλειά τους ήταν να γυρέψουν τ’ άλλα τα μικρά. Κατάφεραν να μάθουν που βρισκόταν ένα – ένα. Το Γιάννη τον είχε κάποιος Τούρκος στο Λιοντάρι. Έστειλαν και τον αγόρασαν. Ο Χρήστος, ύστερ’ από ένα μυθιστόρημα, βρέθηκε στην Ύδρα. Έστειλαν και τον πήραν. »Ο Νικόλας είχε σωθή από ένα Έλληνα ναύτη του τουρκικού στόλου, που βρέθηκε στην αναμπουμπούλα. Άμα του είπε πως είνε Κολοκοτρώνης τον πήρε στο καράβι του και τον ασφάλισε.


»Απ’ τα ξαδέρφια λίγοι απόμειναν. Οι άνδρες έλειψαν. Το Κολοκοτρωναίικο ήτανε τώρα ορφανοτροφείο με πλήθος ανήλικα ορφανά. (…) Άνδρας γίνηκε η καπετάνισσα για να θρέψη τα παιδιά της. »Μα δεν μπορούσαν να ζουν στο έλεος των χριστιανών της Μηλιάς. Όταν ησύχασαν τα πράγματα έφυγαν από τον ξένον τόπο κι ανέβηκαν στα μέρη τους. Αγωνιζόντουσαν όλοι για να βγάλουν το ψωμί».



Παλεύοντας για την επιβίωση



Η μητέρα του Θόδωρου ήταν υφάντρα και έκοβε και ξύλα που πουλούσε ο ίδιος, μεταφέροντάς τα με γάιδαρο, στην Τριπολιτσά. Μια από τις επισκέψεις του στη μεγάλη πόλη της Αρκαδίας, θα τον σημάδευε για πάντα. «Ήταν δεκατριώ χρονών παιδί , όταν, μια μέρα, πούχε βρέξη πολύ, έμπαινε με το γαϊδουράκι φορτωμένο ξύλα στην Τριπολιτσά.


»Το ζώο γλύστρησε στο καλντερίμι, παραπάτησε σε μια λούμπα βρωμόνερα, τινάχτηκαν στα ρούχα κάτι Τούρκων που περνούσαν. Ένας απ’ αυτούς, αγριεμένος τον μπάτσισε δυό φορές. »Ο Κολοκοτρώνης τον κύτταξε με βουρκωμένα μάτια. Ωρκίστηκε μέσα του να το γυρίση πίσω αυτό το χαστούκι. Και το γύρισε με τον τόκο και με το χέρι του και με το χέρι όλων των Ελλήνων στο πρόσωπο του Σουλτάνου και της αυτοκρατορίας του.


»Από την ημέρα πούφαγε τον μπάτσο δεν ξαναπήγε στην Τριπολιτσά για να μπη, το εικοσιένα, στρατηγός των Ελλήνων, πορθητής κι εκδικητής» Μοναδικός στόχος του νεαρού Θεόδωρου ,που έμπαινε πλέον στην εφηβεία, ήταν να πάρει τ’ άρματα.


«Η ανηπομονησία του να βγη στο βουνό λες κι αύξαινε πρόωρα το κορμί του. Πολύ συχνά χανότανε στους λόγγους. Σε μια κουφάλα είχε κρεμάση άρματα, πολέμαγε να μάθη να ρίχνη στο σημάδι και γύμναζε το μπράτσο του στο σπαθί. »Ωστόσο η μιζέρια τους αύξαινε. Από το φόβο των Τούρκων κανένας δεν τους βοηθούσε. Και ζούσανε, μέρα με την ημέρα, με τη λαχτάρα να μην προδοθούν. Ακόμα κι οι φίλοι του πατέρα τούς είχαν αφήση» Πλησίαζε όμως η ώρα που ο Κολοκοτρώνης αναλάμβανε δράση.


«Σε δυό χρόνια βγήκε στο βουνό. Κι όχι απλός κλέφτης, καπετάνιος, αμούστακο καπετανάκι, ‘χατηρικός’ αρχηγός, όπως λέει ο ίδιος , παλληκαράκι δεκαπέντε – δεκάξη χρονών. Αλλά δεν ήταν μονάχα το όνομα του πατέρα του που τον επέβαλε στους συντρόφους. Σοβαρός, λιγόλογος, έξυπνος, γενναίος όσο και φρόνιμος πήρε την αρχηγία κι από την αξία του: ‘Γέρο’ τον είπαν αμέσως, μ’ αγάπη και με καμάρι και τού 'μεινε». *Εκ της ηλεκτρονικής ισοσελίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 19.7.2024. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF