Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἤδη ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, χίλια χρόνια πρὶν τὸν Χριστό, ὁ Προφήτης Δαβὶδ ἔψαλλε: «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλλατωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ». Τὸ ἴδιο μποροῦμε καὶ ἐμεῖς νὰ ψάλλουμε μετὰ βεβαιότητος, παίρνοντας ὡς ἀφορμὴ τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα.
Ὁ Χριστός, μόνος μὲ τοὺς Μαθητές Του σὲ ἔρημο τόπο, εἶδε πολὺ κόσμο νὰ ἔρχεται πρὸς Αὐτόν· (κὶ ὅμως, ἀγαπητοί, ἐκείνη τὴν ἐποχή, δίχως τὰ ὀχήματα ποὺ ἐξυπηρετοῦν ὅλους ἐμᾶς σήμερα, χιλιάδες ἄνθρωποι μὲ πολλὴ δίψα γιὰ τὸν Θεῖο Λόγο, διένυαν δεκάδες χιλιόμετρα γιὰ νὰ ἀκούσουν τὸν Κύριό μας, νὰ λάβουν ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματά τους καὶ νὰ Τοῦ παρουσιάσουν τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν γιὰ νὰ τοὺς θεραπεύσει. Σήμερα, μὲ ὅλα τὰ ὀχήματα, μὲ ὅλη τὴν πρόοδο τῆς τεχνολογίας, ἀντὶ ἡ ἀνθρωπότητα νὰ τρέχει μὲ ὁρμὴ πρὸς τὸν Θεό, διακρίνουμε, δυστυχῶς, τὸ ἄκρως ἀντίθετο.
Πολλοί, μάλιστα, ἐκ τῶν Χριστιανῶν θεωροῦν ὅτι μὲ μόνο τὸν ἐκκλησιασμὸ τῆς Κυριακῆς ἐκπληρώνουν τὰ καθήκοντά τους πρὸς τὸν Θεὸ καὶ δὲν ἔχουν ἄλλη ἐπαφὴ μαζί Του). Βλέποντας, λοιπόν, ὁ Κύριος τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων, τοὺς σπλαχνίσθηκε καὶ παρ’ ὅλη τὴν κόπωση, θεράπευσε τοὺς ἀρρώστους καὶ ξεκίνησε τὴν διδασκαλία. Καίτοι χιλιάδες οἱ ἄνθρωποι, Τὸν ἄκουγαν ὅλοι μὲ εὐλαβικὴ σιωπή. Ἡ ἡμέρα πέρασε καὶ ὁ ἥλιος ἔφθασε στὴ δύση του. Οἱ Ἀπόστολοι ἀνήσυχοι πλησίασαν τὸν Ἰησοῦ καὶ Τὸν παρακάλεσαν νὰ ἀπολύσει τοὺς ὄχλους γιὰ νὰ καταφύγουν στὶς πόλεις καὶ νὰ ἀγοράσουν τροφές, διότι ἦταν ὅλοι πολλὲς ὥρες νηστικοί.
Μήπως ὁ Χριστὸς δὲν ἤξερε ὅτι τὰ πλήθη ἄρχισαν νὰ πεινοῦν καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ πάνε ἐγκαίρως νὰ ἀγοράσουν τροφές; Σίγουρα γνώριζε. Εἶχε, ὅμως, τὸ σχέδιό Του, μέσῳ τοῦ ὁποίου θὰ ὠφελοῦσε καὶ τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων.
Μήπως, πάλι, περίμενε τοὺς Ἀποστόλους νὰ Τοῦ ποῦν γιὰ τὴν τροφή; Πράγματι, ἴσως καὶ νὰ τοὺς περίμενε μέχρι νὰ ἐπιδείξουν οἱ ἴδιοι τὸ ἀπαραίτητο ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς συνανθρώπους τους, ὅπως ἐπιβάλλεται νὰ κάνουμε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί. Ζοῦμε, ξέρετε, ὄχι μόνο γιὰ νὰ παίρνουμε, ἀλλὰ καὶ νὰ δίνουμε. Καί, μάλιστα, μὲ τὸ νὰ δίνουμε, ἀποταμιεύουμε μεγαλύτερο θησαυρὸ τόσο στὴ γῆ ὅσο καὶ στὸν οὐρανό.
Λέει, λοιπόν, ὁ Κύριος στοὺς Ἀποστόλους: «δὲν χρειάζεται νὰ φύγει ὁ κόσμος. Φέρτε ἐσεῖς σὲ αὐτοὺς νὰ φᾶνε». Οἱ Ἀπόστολοι ἀπαντοῦν: «Κύριε, ἔχουμε ἐδὼ μόνο πέντε ἄρτους καὶ δύο ψάρια, ἀλλὰ αὐτὰ εἶναι πολὺ λίγα γιὰ τόσο κόσμο». «Φέρτε τὰ σὲ ἐμένα», τοὺς λέει Ἐκεῖνος. Παρουσίασαν, τότε, οἱ Μαθητὲς τὶς τροφές, ὁ Κύριος ἔστρεψε τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό, εὐλόγησε, ἔκοψε τοὺς ἄρτους καὶ τὰ ψάρια καὶ διέταξε τοὺς Ἀποστόλους νὰ μοιράσουν τὰ κομμάτια στοὺς ἀνθρώπους.
Τί συνέβη στὴ συνέχεια; Ὄχι μόνο ἔφαγαν καὶ οἱ πέντε χιλιάδες ἄνδρες μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, ἀλλὰ καὶ χόρτασαν καὶ γέμισαν μὲ τὰ περισσεύματα δώδεκα γεμάτα κωφίνια, εἰς δόξαν τοῦ Μεγάλου Θεοῦ μας. Νὰ σημειωθεῖ στὸ σημεῖο αὐτὸ ὅτι τὰ δώδεκα κωφίνια ἀντιστοιχοῦν στοὺς Δώδεκα Ἀποστόλους. Ἕκαστος ἔλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο τὴν ἐντολὴ νὰ μεριμνᾶ τόσο γιὰ τὶς ψυχὲς ὅσο καὶ γιὰ τὰ σώματα τοῦ ποιμνίου, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας νὰ εἶναι πολλὲς φορὲς ἀνώτερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐπιτελεῖ ἡ κοσμικὴ ἐξουσία.
Πρὶν λίγες ἑβδομάδες, εἴχαμε ἀκούσει τὸν Χριστὸ νὰ λέει: «ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα (τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ) προστεθήσεται ὑμῖν». Αὐτὰ τὰ λόγια ἐπιβεβαιώνονται μὲ τὸ σημερινὸ θαῦμα τοῦ Κυρίου.
Ὅσο παράξενο καὶ ἄν φαίνεται, εἶναι γεγονός, ἀδελφοί, ὅτι ἄν ἔχουμε ὡς προτεραιότητα στὴ ζωή μας τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἂν ἐπιμένουμε μὲ εὐλάβεια στὸν τακτικὸ ἐκκλησιασμό, ἂν θυσιάζουμε, ἂν ὄχι ὅλο τὸν ἑαυτό μας, ἔστω ἕνα κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ μας γιὰ τὸν Θεό, πάντοτε θὰ φροντίζει καὶ γιὰ τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ σῶμα μας. Μπορεῖ ὁ ἑνωμένος μὲ τὸν Θεὸ ἄνθρωπος νὰ μὴν ἔχει τὰ ἀκριβὰ σπίτια ἢ τὰ πολυτελῆ φαγητά, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα αἰσθάνεται ὅτι ἔχει τὰ πάντα καὶ δὲν τοῦ λείπει τίποτα, καθὼς πιστεύει σὲ
Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι «ὁ θησαυρὸς τῶν (πνευματικῶν καὶ ὑλικῶν) ἀγαθῶν». Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ εἴμαστε, ὅπως λέει ὀ Ἀπόστολος Παῦλος, «μηδὲν ἔχοντες καὶ τὰ πάντα κατέχοντες». Μπορεῖ οἱ πλούσιοι τῆς γῆς νὰ φτάσουν στὸ σημεῖο νὰ πεινάσουν, ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, ποὺ ἔχει Θεὸ μέσα του, ἔχει ὅλη τὴν εὐλογία, ὑλικὴ καὶ πνευματική.
Πρὸς ἐνίσχυση ὅλων τῶν ἀνωτέρω, βλέπουμε σήμερα, σὲ δυσχερεῖς οἰκονομικὰ συνθῆκες νὰ χτίζονται ἀπὸ τὸ τίποτα Ναοί, Μοναστήρια, εὐαγῆ ἱδρύματα καὶ ἄλλα κοινωνικὰ ἔργα μὲ μόνη τὴν πίστη κάποιων ἀνθρώπων καὶ τὴν δυσερμήνευτη εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι, ἄλλωστε, γραμμένο ὅτι «ὅπου γὰρ βούλεται Θεός, νικᾶται φύσεως τάξις».
Αὐτὸς ὁ Θεὸς διαχρονικὰ μᾶς προτρέπει: «αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται». Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα οἱ Ἀπόστολοι δὲν ζήτησαν τροφὴ ἀπὸ τὸν Χριστό. Τοῦ ζήτησαν ἁπλῶς νὰ ἀπολύσει τοὺς ὄχλους. Παρὰ ταῦτα, Ἐκεῖνος ἔκανε μεγαλύτερη ἀγαθοεργία μέσα ἀπὸ τὸ θαῦμα. Ἂν δίχως νὰ Τοῦ ζητηθεῖ, χόρτασε πάνω ἀπὸ πέντε χιλάδες ἀνθρώπους, πόσο μάλλον θὰ μᾶς προσφέρει τὰ ἀγαθά Του, ἂν μὲ πίστη Τοῦ τὸ ζητήσουμε;
Πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἂν ζοῦμε γιὰ τὸν Θεό, τίποτα δὲν θὰ μᾶς λείψει, ὥστε μὲ περισσότερη προθυμία νὰ συνεχίσουμε τοὺς πνευματικούς μας ἀγῶνες. Βεβαίως, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι θὰ τὰ περιμένουμε ὅλα ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐγωκεντρικά. Ἔχουμε καθῆκον νὰ κουνήσουμε καὶ ἐμεῖς τὴν χεῖρα μὲ τὴν τίμια ἐργασία μας. Τονίζω αὐτὸ τὸ «τίμια ἐργασία», διότι μόνο αὐτὴ εἶναι ἀρεστὴ στὸν Θεό. Ἡ ἄτιμη καὶ παράνομη ἐργασία, ὅσα πλούτη καὶ ἂν ἀποφέρει, ὅλα εἶναι ἐκτεθειμένα στὸν ἄνεμο. Δὲν ἔχουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνὰ πάσα ὥρα καὶ στιγμὴ δύνανται νὰ γίνουν καπνός.
Ὡς Χριστιανοὶ δὲν ἔχουμε σχέση μὲ αὐτά. Ἐργαζόμαστε τίμια καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα ἀποβλέπουμε στὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ μας. Τὸ σημερινὸ θαῦμα μᾶς γεμίζει μὲ θάρρος καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Θεὸς ποὺ πιστεύουμε δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει, ἀρκεῖ κὶ ἐμεῖς νὰ μὴν Τὸν ἐγκαταλείψουμε. Εἴμαστε κοντά Του; Εἶναι καὶ Ἐκεῖνος. Φροντίζουμε τὸ σπίτι Του ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Θὰ φροντίσει τὸ σπίτι μας. Ἀκοῦμε τὸν λόγο Του; Θὰ ἀκούσει τὰ αἰτήματά μας. Εἴμαστε φίλοι Του; Εἶναι δικός μας. Τί περισσότερο μπορεῖ νὰ θέλει κανείς;
Μετ’ εὐχῶν,
ὁ Ἐπίσκοπός σας,
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος
Ιερά Μητρόπολη Αττικής και Βοιωτίας
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου