ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΚΑΝΑΝ ΣΥΝΘΗΜΑ ΤΟ ΦΑΓΩΜΕΝ ΚΑΙ ΠΙΩΜΕΝ,ΑΥΡΙΟΝ ΓΑΡ ΑΠΟΘΝΗΣΚΟΜΕΝ


 

 


Χθές, σήμερα, αὔριο. Σ’ αὐτὰ τὰ τρία διακρίνεται, ἀγαπητοί μου, ὁ χρόνος. Καὶ πόσο γρήγορα φεύγει ὁ χρόνος! Τὸ σήμερα γίνεται χθὲς καὶ τὸ αὔριο γίνεται σήμερα. Ὁ χρόνος μοιάζει σὰν τὸν ποταμό, ποὺ μέρα – νύχτα τρέχει. Τρέχει ὅλο τὸ χρόνο. Ἀλλὰ τὸ νερό του δὲν εἶνε τὸ διο. Ἐὰν κανεὶς μπῇ στὸ ποτάμι καὶ σταματήσῃ κάπου, τὸ νερό, ποὺ λούζει τὸ κορμί του, δὲν εἶνε τὸ διο. Τὸ νερὸ μιὰ στιγμὴ τὸν ἀγγίζει καὶ ἀμέσως φεύγει καὶ ἔρχεται ἄλλο νερό, καὶ αὐτὸ φεύγει καὶ ἔρχεται ἄλλο, καὶ οὕτω καθεξῆς. Καὶ ἔτσι, ἂν μείνῃ μιὰ ὥρα μέσα στὸ νερό, χιλιάδες φορὲς θὰ ἔχῃ ἀλλάξει τὸ νερό, ἐνῷ ὁ ποταμὸς φαίνεται ὅτι εἶνε ὁ διος. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὸ χρόνο. Σὰν ἕνα ποτάμι τρέχει διαρκῶς. Τὸ ἕνα λεπτὸ διαδέχεται τὸ ἄλλο, ἡ ὥρα τὴν ὥρα, ἡ ἑβδομάδα τὴν ἑβδομάδα, ὁ μήνας τὸ μῆνα, τὸ ἔτος τὸ ἔτος· καὶ ἔτσι περνοῦν τὰ χρόνια, καὶ τὸ νήπιο γίνεται παιδί, τὸ παιδὶ νέος, ὁ νέος ἄντρας, ὁ ἄντρας γέρος ἀσπρομάλλης. Καὶ ἐνῷ ὅλα φεύγουν καὶ ἀλλάζουν, ὁ χρόνος συνεχίζει τὸ δρόμο του. Μέχρι πότε; Ὁ Θεὸς ξέρει. Χθές, σήμερα, αὔριο! Τὸ χθὲς εἶνε τὸ παρελθόν, τὰ περασμένα χρόνια. Εἶνε τὸ ἔτος ποὺ πρὶν ἕνα μῆνα μᾶς ἀποχαιρέτισε. Χθὲς εἶνε τὸ περσινό, τὸ προπέρσινο ἔτος… Καὶ συνεχῶς πηγαίνοντας πρὸς τὰ πίσω φθάνουμε σὲ διάφορες χρονολογίες, ποὺ μερικὲς ἀπ᾿ αὐτὲς ἄφησαν στὴν καρδιά μας ζωηρὲς ἀναμνήσεις, εὐχάριστες ἢ δυσάρεστες. Ἔτσι φθάνουμε στὸ δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, σὲ μία ἱστορικὴ ἡμερομηνία, τὴν 28η Ὀκτωβρίου 1940, ὅταν ἡ μικρά μας πατρίδα εἶπε τὸ «ὄχι» καὶ ἀγωνίστηκε στὴ Βόρειο Ἤπειρο γιὰ τὴν ἐλευθερία. Προχωρώντας ἀκόμη φθάνουμε στὸ 1914, στὸν πρῶτο παγκόσμιο πόλεμο. Κατόπιν στὸ 1912, ὅταν οἱ ὀρθόδοξοι λαοὶ τῶν Βαλκανίων ἑνωμένοι νίκησαν τοὺς ὀθωμανοὺς καὶ ἐλευθέρωσαν τὰ μέρη τους ἀπὸ τὴ σκλαβιά. Ἐὰν προχωρήσουμε ἀκόμη πρὸς τὰ πίσω, θὰ βρεθοῦμε μπροστὰ σὲ ἄλλα γεγονότα, ὅπως εἶνε ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασι τοῦ 1821, ἡ ἐμφάνισι τοῦ Ναπολέοντος, ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάστασι, ἡ ἀνεξαρτησία τῆς Ἀμερικῆς, ἡ ἅλωσι τῆς Κωσταντινουπόλεως καὶ τόσα ἄλλα, ποὺ ἀναφέρει ἡ ἱστορία. Πηγαίνοντας συνεχῶς πρὸς τὰ πίσω θὰ φθάσουμε στὸ 1 μετὰ Χριστόν. Στὸ χρόνο δηλαδὴ πού, μέσα στὸ βαθὺ σκοτάδι τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ἀνέτειλε τὸ ἄστρο τῆς Βηθλεέμ, γεννήθηκε ὁ Χριστός, ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου. Καὶ ἂν θελήσουμε νὰ συνεχίσουμε τὴν πορεία στὰ χρόνια πρὸ Χριστοῦ, θὰ συναντήσουμε ἄλλα γεγονότα καὶ πρόσωπα· θὰ δοῦμε ὅτι τριακόσια καὶ περισσότερα χρόνια μιὰ σημαία κυμάτιζε σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο, ἡ σημαία τῆς Ῥωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Θὰ δοῦμε ὅτι, πρὸ τῆς Ῥωμαϊκῆς, ἄλλη σημαία κυμάτιζε· ἡ σημαία τῆς αὐτοκρατορίας ποὺ ἵδρυσε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδών. Πρὸ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου θὰ δοῦμε τὶς βασιλεῖες τῶν Περσῶν, τῶν Βαβυλωνίων, τῶν Αἰγυπτίων. Κι ὅσο πᾶμε πρὸς τὰ πίσω, θὰ συναντήσουμε τοὺς πιὸ ἀρχαίους λαοὺς τοῦ κόσμου. Θὰ συναντήσουμε τὸν πρῶτο ἄνθρωπο, τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα. Σταματᾷ ἐκεῖ ὁ χρόνος; Ὄχι. Πρὸ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας ἔγιναν ἄλλα γεγονότα, ὅπως εἶνε ἡ δημιουργία τῶν πλανητῶν, τοῦ ἡλίου, τῆς σελήνης καὶ τῶν δισεκατομμυρίων ἀστέρων. Μέσα στὸ χρόνο ἔγιναν ὅλα αὐτά. Πότε ἀκριβῶς δὲν ξέρουμε. Ἡ ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ νὰ καθορίσῃ ἀκριβῶς τὴ χρονολογία. Ὅλα δὲ αὐτά, ποὺ συνέβησαν ἀπὸ τὸν περασμένο χρόνο μέχρι τὸν πιὸ ἀπομακρυσμένο ἀπὸ μᾶς χρόνο, ἀποτελοῦν τὸ χθές. Μὲ τὸ χθὲς ἀσχολεῖται ἡ ἱστορία.Ἀλλὰ δὲν εἶνε μόνο τὸ χθές. Εἶνε καὶ τὸ σήμερα. Τὸ τί συμβαίνει σήμερα τὸ μαθαίνει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὶς ἐφημερίδες, τὰ ῥαδιόφωνα καὶ τὶς τηλεοράσεις. Μὲ τί δίψα οἱ ἄνθρωποι παρακολουθοῦν αὐτὰ ποὺ γίνονται σήμερα! Τὸ χθές, τὰ περασμένα, δὲν τοὺς ἐνδιαφέρουν. Ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶνε βέβαιοι, ὅτι κ᾿ ἐκείνους ποὺ θὰ ζήσουν ὕστερα ἀπὸ 100 – 200 χρόνια δὲν θὰ τοὺς ἐνδιαφέρει τί κάνουν αὐτοὶ σήμερα. Λίγοι εἶνε αὐτοὶ ποὺ δὲν ἀπορροφῶνται ἀπὸ τὸ σήμερα, ἀλλὰ στρέφουν τὸ βλέμμα τους πρὸς τὸ παρελθὸν κι ἀνοίγουν τὴν ἱστορία καὶ διαβάζουν τί ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι στὰ περασμένα χρόνια. Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τὸ μυαλό τους τὸ ἔχουν στὸ σήμερα. Σήμερα τί θὰ φᾶνε, τί θὰ πιοῦνε. Σήμερα τί θὰ δοῦνε στὸν κινηματογράφο καὶ στὴν τηλεόρασι. Σήμερα… Ὅλο τὸ σήμερα. Τὸ χθὲς τὸ ἔχουν ξεχάσει. Ἔχουν ξεχάσει οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ καὶ τὸν πατέρα ἢ τὴ μητέρα τους, ποὺ χθὲς μόλις πέθαναν. Δὲν πᾶνε ποτέ στὸν τάφο τους νὰ κάνουν ἕνα τρισάγιο, ν᾿ ἀφήσουν λίγα λουλούδια. Οἱ πεθαμένοι, λένε, μὲ τοὺς πεθαμένους καὶ οἱ ζωντανοὶ μὲ τοὺς ζωντανούς. Τὸ σήμερα τοὺς ἐνδιαφέρει. Οὔτε ἀπὸ ποῦ ἔρχονται οὔτε ποῦ πηγαίνουν ἐξετάζουν.Οἱ πιὸ πολλοὶ ζοῦν τὸ σήμερα. Ὄχι σὰν πνευματικοὶ ἄνθρωποι, ἀλλὰ σὰν ὑλισταὶ μὲ σύνθημα· «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α΄ Κορ. 15,32).Χθές, σήμερα, αὔριο! Ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ποὺ ἀφήνουν τὸ παρελθὸν καὶ τὸ παρόν, τὸ χθὲς καὶ τὸ σήμερα, καὶ στρέφονται μὲ ἀγωνία πρὸς τὸ αὔριο. Τί θὰ γίνῃ; Θὰ ἔχουμε εἰρήνη ἢ πόλεμο; Θὰ εμαστε καλὰ ἢ θὰ πέσουμε βαρειὰ ἄρρωστοι; Θὰ ζήσουμε μὲ εὐτυχία ἢ μὲ δυστυχία; Τί θὰ γίνουν τὰ παιδιά μας; … Ὅλο ἀνησυχίες εἶνε. Τὸ μέλλον τοὺς ἀπασχολεῖ. Καὶ ἔτσι βρίσκουν κατάλληλη τὴ στιγμὴ οἱ μάγοι καὶ οἱ μάγισσες, οἱ ἀστρολόγοι καὶ τώρα τελευταῖα τὰ μέντιουμ, γιὰ νὰ ποῦν στοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς τί θὰ συμβῇ στὸ μέλλον.Ἀλλὰ γιατί τὰ λέμε ὅλα αὐτά; Γιατί κάνουμε λόγο γιὰ τὰ περασμένα; Γιατί μιλᾶμε γιὰ τὸ σήμερα καὶ γιὰ τὸ αὔριο; Γιατί, ὅπως επαμε, μᾶς δίνει ἀφορμὴ ὁ ἀπόστολος ποὺ διαβάζεται σήμερα, ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Ὁ ἀπόστολος μᾶς μιλάει γιὰ ΕΝΑΝ, ποὺ καὶ χθὲς ὑπῆρχε, καὶ σήμερα ὑπάρχει, καὶ αὔριο θὰ ὑπάρχῃ, καὶ θὰ ὑπάρχῃ αἰώνια. Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, τὰ δισεκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων, ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς ἔζησαν χθές, δηλαδὴ στὸ παρελθόν. Μερικοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς δοξάστηκαν, ἀλλὰ ἔπειτα κι αὐτοὶ ἔσβησαν, πέθαναν, λησμονήθηκαν. Ἄλλοι πάλι ζοῦμε σήμερα, ἀλλὰ αὔριο δὲν θὰ ζοῦμε. Ἕνας τάφος μᾶς περιμένει. Ἄλλοι τέλος εἶνε ἀκόμη ἀγέννητοι. Θὰ γεννηθοῦν αὔριο, δηλαδὴ στὸ μέλλον, καὶ θὰ ζήσουν ὡρισμένα χρόνια, γιὰ νὰ πεθάνουν κι αὐτοὶ καὶ νὰ γίνουν χθές.Ὦ ἀδελφοί μου! Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀδιάκοπο ῥεῦμα τοῦ χρόνου, ποὺ κυλάει καὶ παρασύρει τοὺς ἀνθρώπους σὰν τὰ κιτρινισμένα φύλλα ποὺ πέφτουν τὸ φθινόπωρο ἀπὸ τὰ δέντρα, μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ κανάλι τοῦ χρόνου, ΕΝΑΣ παραμένει. Μένει σὰν τὸ βράχο ποὺ χτυπιέται ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριές, ἀπ᾿ ὅλα τὰ κύματα, ἀλλ᾿ αὐτὸς μένει ἀκλόνητος αἰῶνες αἰώνων. Ὁ χρόνος, ποὺ οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας τὸν ὠνόμασαν πανδαμάτορα, γιατὶ τὰ πάντα νικᾷ καὶ καταστρέφει, ὁ χρόνος δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ τίποτα σ᾿ αὐτόν. Χθὲς καὶ σήμερα καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας εἶνε ὁ διος. Καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Ἰησοῦς Χριστός.Ἄνθρωποι, πέσετε καὶ προσκυνῆστε τον! Εἶνε ὁ Θεός μας. Στὸ Χριστὸ πίστευαν οἱ πατέρες μας. Στὸ Χριστὸ πίστευαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, οἱ μεγάλοι αὐτοὶ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τοὺς ὁποίους τιμοῦμε σήμερα, καὶ τὸ Χριστὸ κήρυξαν μὲ ὅλη τὴ δύναμί τους καὶ ἔφεραν στὴ θεογνωσία τὸν κόσμο. Καὶ σήμερα, ποὺ εἶνε ἡ ἑορτή τους, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι μᾶς φωνάζουν· Πιστεύετε στὸ Χριστό!Στὸ Χριστὸ πιστεύουμε κ᾿ ἐμεῖς σήμερα. Στὸ Χριστὸ θὰ πιστέψουν αὔριο καὶ οἱ νέες γενεὲς ποὺ θ᾿ ἀκολουθήσουν.Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ βράχος τῶν αἰώνων. Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ μὲ ὅλη του τὴν καρδιά, εἶνε σὰ᾿ νὰ ἔχῃ τὸ σπίτι του χτισμένο πάνω στὸ βράχο. Ἂς πέσουν πάνω του ὅλα τὰ ποτάμια. Ἂς ὁρμήσουν πάνω του ὅλα τὰ κύματα. Ἂς τὸν πολεμήσουν ὅλοι οἱ δαίμονες. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει στὸ Χριστὸ εἶνε ἀσφαλής. Ὁ Χριστὸς «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας.



Μακαριστός Επίσκοπος π. Αυγουστίνος Καντιώτης


Πηγή: ''Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης''

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF