ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

Η ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΚΗ ΑΝΑΠΑΥΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΟΡΤΑΙΤΙΣΣΑΣ


 

Ἡ θαυματουργὴ Πορταΐτισσα, ἡ ἐξέχουσα μεταξύ τῶν θεομητορικῶν εἰκόνων τοῦ Ἄθω, ἦταν ἀρχικὰ φυλαγμένη,
 καθώς διασώζει ἡ παράδοση, στὴ μικρασιατικὴ Νίκαια.
 Μιὰ εὐσεβής γυναίκα μέ τὸν μοναχογιό της τὴν εἶχαν τοποθετήσει μέσα στὴν ἰδιόκτητη ἐκκλησία τους καὶ τὴν τιμοῦσαν.
Στὰ χρόνια τῆς δεύτερης εἰκονομαχίας βασιλικοὶ κατάσκοποι ἀνακάλυψαν τὴν εἰκόνα καὶ ἀπείλησαν τὴ γυναίκα 
πὼς θὰ τὴν σκοτώσουν ἂν δὲν τοὺς δωροδοκήσει. 
Ἐκείνη ὑποσχέθηκε ὅτι τὴν ἑπομένη θὰ τοὺς ἔδινε τὰ χρήματα. Καὶ τὴ νύχτα, ἀφοῦ προσευχήθηκε μπροστὰ 
στὴν εἰκόνα, τὴ σήκωσε μέ εὐλάβεια, κατέβηκε στὴν παραλία καὶ τὴν ἔριξε στὴ θάλασσα λέγοντας: – Δέσποινα Θεοτόκε,
 ἐσύ ἔχεις τὴ δύναμη κι ἐμᾶς νὰ διασώσεις ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ βασιλιᾶ, ἀλλὰ καὶ τὴν εἰκόνα σου ἀπὸ τὸν καταποντισμό.
Τότε πραγματικὰ ἔγινε κάτι θαυμαστό. Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα στάθηκε ὄρθια στὰ κύματα καὶ κατευθύνθηκε πρός τὴ δύση.





Συγκινημένη ἡ γυναίκα ἀπὸ τὸ γεγονὸς γυρίζει στὸν γιό της καὶ τοῦ λέει: –Ἐγώ, παιδί μου, γιὰ τὴν ἀγάπη τῆς Παναγίας εἶμαι ἕτοιμη νὰ πεθάνω. Ἐσύ νὰ φύγεις. Νὰ πᾶς στὴν Ἑλλάδα.Χωρὶς ἀργοπορία τὸ παιδὶ ἑτοιμάστηκε καὶ ξεκίνησε γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη, κι ἀπὸ κεῖ γιὰ τὸν Ἄθωνα, ὅπου ἐμόνασε.


Σὰν μοναχὸς ἀσκήτεψε στὸν τόπο πού ἀργότερα ἱδρύθηκε ἡ μονὴ τῶν Ἰβήρων. Αὐτὸ ἦταν οἰκονομία Θεοῦ, γιατὶ ἔτσι πληροφορήθηκαν οἱ ἄλλοι μοναχοὶ τὸ ἱστορικὸ τῆς θαυματουργῆς εἰκόνας.Πέρασε καιρός. Ὁ μοναχὸς ἀπὸ τὴ Νίκαια πέθανε, καὶ τὸ μοναστήρι τῶν Ἰβήρων ἱδρύθηκε καὶ ὁλοκληρώθηκε. Ἦταν βράδυ, ὅταν οἱ μοναχοὶ ἀντίκρυσαν ἕνα παράξενο θέαμα: Ἕνα πύρινο στῦλο πού ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴ θάλασσα κι ἔφθανε στὸν οὐρανό.Τὸ ὅραμα συνεχίστηκε ἡμέρες καὶ νύχτες.


Κατεβαίνουν οἱ ἀδελφοὶ στὴν παραλία καὶ βλέπουν μέ θαυμασμὸ στὴ βάση τοῦ πύρινου στύλου μιὰ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Ὅσο ὅμως τὴν πλησίαζαν ἐκείνη ἀπομακρυνόταν. Συγκεντρώθηκαν τότε στὴν ἐκκλησία καὶ παρακάλεσαν μέ δάκρυα τὸν Κύριο νὰ χαρίσει στὸ μοναστήρι τους τὸν ἀνεκτίμητο αὐτὸ θησαυρό. Μεταξύ τῶν μοναχῶν ὑπῆρχε ἕνας εὐλαβής ἀσκητής, πού λεγόταν Γαβριήλ.


Σ᾿ αὐτὸν παρουσιάζεται ἡ Παναγία καὶ τοῦ λέει: – Νὰ πεῖς στὸν ἡγούμενο καὶ στοὺς ἀδελφούς ὅτι θὰ σᾶς παραδώσω τὴν εἰκόνα μου, γιὰ νὰ σᾶς προστατεύει. Θὰ μπεῖς κατόπιν στὴ θάλασσα, θὰ περπατήσεις πάνω στὰ κύματα, κι ἔτσι θὰ καταλάβουν ὅλοι τὴν εὔνοιὰ μου γιὰ τὸ μοναστήρι σας. Ἔτσι κι ἔγινε. Ὁ π. Γαβριήλ περπάτησε πάνω στὴ θάλασσα σὰν σὲ στερεὰ γῆ, παρέλαβε μέ εὐλάβεια τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα καὶ ἐπέστρεψε στὴν παραλία. Ἐκεῖ συγκεντρωμένοι ὅλοι οἱ μοναχοὶ τῆς ἐπιφύλαζαν τιμητικὴ ὑποδοχή.


στερα τὴν παρέλαβαν καὶ τὴν τοποθέτησαν στὸ ἱερὸ βῆμα τοῦ καθολικοῦ.Ὅταν τὴν ἑπομένη ὁ ἐκκλησιαστικός πῆγε ν᾿ ἀνάψει τὰ καντήλια, ἡ εἰκόνα ἔλειπε. Ἐρεύνησε παντοῦ καὶ τὴν ἀνακάλυψε στὸ τεῖχος, πάνω ἀπὸ τὴν πύλη τῆς μονῆς. τὴν ἐπανέφεραν στὸ καθολικό, ἀλλὰ ἡ εἰκόνα ἔφυγε καὶ πάλι. Αὐτὸ ἐπαναλήφθηκε πολλές φορές. Τέλος ἡ Παναγία παρουσιάζεται στὸν γέροντα Γαβριήλ καὶ τοῦ λέει:– Νὰ πεῖς στοὺς ἀδελφούς νὰ μὴ μ᾿ ἐνοχλοῦν. Δέν ἦλθα ἐδῶ γιὰ νὰ φυλάγομαι ἀπὸ σᾶς, ἀλλὰ νὰ σᾶς φυλάω. Ὅσοι ζεῖτε στὸ Ὄρος τοῦτο ἐνάρετα, νὰ ἐλπίζετε στὴν εὐσπλαχνία τοῦ Υἱοῦ μου.


Γιατί, ὅσο ὑπάρχει ἡ εἰκόνα μου μέσα στὴ μονὴ σας, ἡ χάρη καὶ τὸ ἔλεός Του θὰ σᾶς ἐπισκιάζουν πάντοτε.Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὸ οἱ μοναχοὶ ἔχτισαν παρεκκλήσι κοντὰ στὴν πύλη κι ἐκεῖ τοποθέτησαν τὴν ἱερὴ εἰκόνα.Πράγματι ἡ Πορταΐτισσα, καθώς ὑποσχέθηκε, προστατεύει τὴ μονὴ καὶ οἰκονομεῖ κάθε της ἀνάγκη. Τὸ 1651 οἱ 365 Ἰβηρίτες μοναχοὶ δοκίμαζαν οἰκονομικὴ στενότητα, γι᾿ αὐτὸ ἀνέθεσαν στὴ Θεοτόκο νὰ μεριμνήσει γιὰ τὴ συντήρησή τους.


μέσως ἡ φιλόστοργη Μητέρα ἔτρεξε γιὰ ἐξεύρεση πόρων μέ τὸ ἀκόλουθο χαριτωμένο θαῦμα. Ἐκείνη τὴν περίοδο ἦταν βαριὰ ἄῤῥωστη ἡ κόρη τοῦ τσάρου τῆς Ρωσίας Ἀλεξίου Μιχαήλοβιτς. Τὰ πόδια της ἦταν παράλυτα καὶ γιὰ τοὺς γιατροὺς ἀθεράπευτα. Τὴ θλίψη τῆς πριγκίπισσας καὶ τῶν βασιλέων γονέων της ἔρχεται τώρα νὰ μεταβάλει σέ χαρὰ ἡ θαυματουργὴ Πορταΐτισσα. Παρουσιάζεται μιὰ νύχτα στὸν ὕπνο της, κι ἀφοῦ τῆς ἔδωσε θάῤῥος καὶ ὑποσχέθηκε νὰ τὴ θεραπεύσει τῆς λέει:


Νὰ πεῖς στὸν πατέρα σου νὰ φέρει ἀπὸ τὴν μονὴ τῶν Ἰβήρων τὴν εἰκόνα μου τὴν Πορταΐτισσα. Τὸ πρωὶ ἡ ἄῤῥωστη διαβίβασε τὴν ἐντολὴ κι ἀμέσως ξεκίνησε ἔκτακτη ἀποστολή, γιὰ νὰ μεταφέρει στοὺς Ἰβηρίτες μοναχούς τὴν ἐπιθυμία τοῦ τσάρου. Ἐκεῖνοι φοβήθηκαν μήπως ἡ εἰκόνα δὲν ἐπιστραφεῖ,καὶ ἀποφάσισαν,νὰ στείλουν ἕνα πιστὸ ἀντίγραφο μὲ τιμητικὴ συνοδεία τεσσάρων ἱερομονάχων. Μόλις μαθεύτηκε ὁ ἐρχομός τῆς σεπτῆς εἰκόνας στὴ Μόσχα,ἡ πόλη ἄδειασε.Ὅλοι, βασιλεῖς καὶ λαός, ἔτρεξαν νὰ τὴν προϋπαντήσουν.


Στ᾿ ἀνάκτορα ὅμως ἡ πριγκίπισσα κοιτόταν στὸ κρεβάτι, χωρίς νὰ γνωρίζει τίποτε. Κάποια στιγμὴ ζήτησε τὴ μητέρα της καὶ τότε πληροφορήθηκε τὸ μεγάλο γεγονός. – Τί; φώναξε. Ἔρχεται ἡ Παναγία, κι ἐμένα μέ ἄφησαν ἐδῶ; Πηδᾶ ἀμέσως ἀπὸ τὸ κρεβάτι, ντύνεται καὶ τρέχει νὰ ὑποδεχθεῖ κι ἐκείνη τὴν Παναγία. Ὁ κόσμος εἶδε την παράλυτη πριγκίπισσα καὶ τὰ ἔχασε. Ἡ συγκίνηση κορυφώθηκε,ὅταν ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἔφθασε ἡ ἁγία εἰκόνα κι ἔγινε ἡ τελετὴ τῆς ὑποδοχῆς καὶ τῆς προσκυνήσεως.


Μεγαλειότατε, εἶπαν οἱ ἀπεσταλμένοι, προσφέρουμε τὴ σεπτὴ αὐτὴ εἰκόνα σάν δῶρο στὸ εὐσεβές ρωσικὸ ἔθνος. – Σᾶς εὐχαριστῶ, εἶπε συγκινημένος ὁ τσάρος. Σέ ἔνδειξη τῆς εὐγνωμοσύνης μου σᾶς παραχωρῶ μία ἀπὸ τὶς καλύτερες μονές τῆς πρωτεύουσας, τὸν ἅγιο Νικόλαο. Ἐπίσης ἐτήσιο ἐπίδομα ἀπὸ 2.500 ρούβλια, ἀτέλεια σέ ὅ,τι εἰσάγετε ἀπὸ τὴν χώρα μου, καθώς καὶ δωρεάν μετακίνηση τῶν ἀπεσταλμένων σας. Τὸ μετόχι αὐτὸ παρέμεινε στὴν κυριότητα τῆς μονῆς Ἰβήρων μέχρι τὸ 1932 καὶ τῆς ἐξασφάλιζε τόσες προσόδους, ὥστε κάλυπτε ὅλες σχέδον τίς ὑλικές της ἀνάγκες.


μονὴ τῶν Ἰβήρων εἶναι πολὺ φιλόξενο μοναστήρι. Αὐτὸ ἀποδίδεται καὶ στὸ ἀκόλουθο περιστατικό: Ἕνας φτωχὸς ἐργάτης, κουρασμένος ἀπὸ τὸν δρόμο, ἔφθασε τὸ μεσημέρι πεινασμένος στὴν πύλη τῆς μονῆς. Ζητήσε μόνο λίγο ψωμὶ ἀπὸ τὸν πορτάρη, γιατὶ βιαζόταν νὰ συνεχίσει τὴν πορεία του. Ὁ πορτάρης, ἄγνωστο γιατί,δὲν τοῦ ἔδωσε, ὁπότε ὁ φτωχὸς ἀναστέναξε βαθιὰ κι ἔφυγε νηστικός.Ἀνεβαίνοντας πρός τίς Καρυές, σταμάτησε γιὰ λίγο στὴ σκιὰ ἑνός δέντρου.


Λυπημένος καὶ κουρασμένος καθώς ἦταν, ξάπλωσε καταγῆς.Ξεφνικὰ ἀκούει βήματα νὰ πλησιάζουν. Ἀνασηκώνεται καὶ βλέπει κοντά του μιὰ γυναίκα μ᾿ ἕνα βρέφος στὴν ἀγκαλιά. Μέ ὕφος συμπαθητικὸ καὶ φωνὴ γλυκειὰ τὸν ἐρωτᾶ: – Τί ἔχεις; Μήπως εἶσαι ἄῤῥωστος; – Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος, ἀλλὰ πεινῶ. Παρακάλεσα τὸν θυρωρὸ τῆς μονῆς Ἰβήρων νὰ μοῦ δώσει ψωμί, ἀλλὰ δὲν μοῦ ἔδωσε.


κου, παιδί μου. Δέν πρέπει νὰ παραπονεῖσαι γιὰ τὸν θυρωρό. Θυρωρὸς τῆς μονῆς αὐτῆς εἶμαι ἐγώ. Νὰ ἐπιστρέψεις ἀμέσως καὶ νὰ ζητήσεις ψωμὶ ἐκ μέρους μου. Κι ἂν δὲν σοῦ δώσουν, πλήρωσέ το μ᾿ αὐτὰ τὰ χρήματα. Σὲ περιμένω ἐδῶ. Λέγοντας αὐτὰ, ἔδωσε στὸν ἐργάτη τρία φλουριά.





Ἐκεῖνος, ἀνύποπτος γιὰ ὅσα ἔβλεπε καὶ ἄκουγε,ξεκίνησε γιὰ τὸ μοναστήρι. Χτύπησε τὴν πύλη καὶ κρατώντας
 ἐπιδεικτικὰ τὰ χρήματα ζήτησε καὶ πάλι ἀπὸ τὸν θυρωρὸ ψωμί, χωρὶς νὰ παραλείψει,ν᾿ ἀναφέρει τὴ συνομιλία μὲ τὴ γυναίκα.
Ὅταν ἄκουσε ὁ μοναχός γιὰ γυναίκα καὶ εἶδε τὰ σπάνια νομίσματα,κατάλαβε ὅτι πρόκειται γιὰ θαῦμα.
Χτύπησε τὴν καμπάνα, συγκεντρώθηκαν οἱ ἀδελφοὶ καὶ ἄκουσαν μέ θαυμασμὸ τὸ παράδοξο γεγονός.
Διαπίστωσαν μάλιστα ὅτι τὰ νομίσματα ἐκεῖνα ἦταν ἀφιερωμένα πρίν ἀπὸ πολλὰ χρόνια στὴ θαυματουργὴ εἰκόνα.
Βλέποντας ὅμως ἡ Παναγία τὴν ἀνάγκη τοῦ φτωχοῦ,τὰ παρέλαβε καὶ τοῦ τὰ ἔδωσε μέ μητρικὴ εὐσπλαγχνία.
Οἱ μοναχοὶ μέ φόβο καὶ εὐλάβεια τὰ ἐπανέφεραν στὴν ἁγία εἰκόνα τῆς Πορταΐτισσας, ἡ ὁποία μέ τὸ θαῦμα αὐτὸ τοὺς δίδαξε τὴ μεγάλη ἀρετὴ τῆς φιλοξενίας.




Από το βιβλίο της Ι.Μ.Παρακλήτου
''Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας''
Τίτλος, επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF