Ομιλία του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Γαρδικίου κ. Κλήμεντος με θέμα
''Το φως της Ορθοδοξίας και το σκότος του Οικουμενισμού''
Μέρος Γ΄
Τὸ Ἅγιον Φῶς, τὸ ὁποῖο ἐμφανίζεται θαυματουργικὰ στὸν Πανάγιο Τάφο καὶ ἀνάβει τὶς κανδῆλες καὶ τὶς λαμπάδες,
διαχεόμενο στὸν ἱερὸ Χῶρο τὴν μεσημβρίαν τοῦ Μεγάλου Σαββάτου ἑκάστου ἔτους, ἔχει ὁπωσδήποτε πηγὴ προελεύσεως
τὴν Ἄκτιστη Χάρι καὶ Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ· ὅμως, ὡς αἰσθητὸ καὶ κτιστὸ ἀποτέλεσμα τῆς Χάριτος δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἀποκαλέσουμε Ἄκτιστο,
ἔστω καὶ ἄν συνοδεύεται ἀπὸ θαυμαστὰ πνευματικὰ φαινόμενα (δὲν καίει τὰ πρῶτα λεπτά, δὲν προκαλεῖ πυρκαϊά, προξενεῖ ψυχικὲς ἀλλοιώσεις κλπ.).
Διότι, τὸ Ἄκτιστο Φῶς δὲν εἶναι κάτι αἰσθητὸ καὶ περιγραπτό, ἀλλὰ εἶναι νοητὸ καὶ ὑπὲρ νοῦν, δὲν ἔχει ἀρχή, τροπὴ καὶ τέλος,
καταυγάζει τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν δύναμι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος43 καὶ ὡς ἐκ τούτου ὑπέρκειται τῶν αἰσθήσεων
καὶ τῆς διανοίας, «εἶναι ἄϋλον καὶ οὐδὲν αἰσθητὸν ἔχει»44.
Ἄν ὅμως οἱ Λατῖνοι δὲν ἀξιώθηκαν, οὔτε ἀξιώνονται τοῦ θαυμαστοῦ κτιστοῦ Ἁγίου Φωτὸς τοῦ Παναγίου Τάφου,
πολὺ περισσότεροι εἶ ναι καὶ παραμένουν μὲ τὴν θέλησί τους ἀμέτοχοι τοῦ Ἀκτίστου Φω τὸς τῆς Χάριτος.
Διότι, ὁ φιλοσοφικὸς σχολαστικισμός τους δὲν συνδυάζεται οὔτε συμβιβάζεται μὲ τὴν παραδοχὴ ὡς Ἀκτίστων τῶν Θείων Ἐνεργειῶν τῆς Τρισυποστάτου Θεότητος,
οὐσιαστικὰ δὲ ἀπορ ρίπτουν τὴν δυνατότητα συνειδητῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεό45.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἔχουν διαμορφώσει διαφορετικὴ ἀντίληψι γιὰ τὸν ἔσχατο προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ τὴν ἰδέα τῆς μακαριότητός του καὶ γιὰ τὴν σωτηρία καὶ θέωσί του.
Ἄν ὁ ἄνθρωπος δὲν κοινωνεῖ πραγματικὰ μὲ τὸ αἰώνιο καὶ ὑπέρχρονο Φῶς τοῦ Θεοῦ, τὸ Ὁποῖον ἔλλαμψε
στὴν θεία Μεταμόρφωσι καὶ δωρήθηκε στὴν πυρφόρα Πεντηκοστή, τότε παραμένει ὄντως ἀλύτρωτος στὴν κτιστὴ καὶ κλειστὴ ἐνδοκοσμικὴ πραγματικότητα·
ἤ, θεωρεῖ πλανερῶς ὅτι δύναται νὰ ἴδη, ἔστω καὶ μελλοντικά, τὴν ἐντελῶς ἀπρόσιτη καὶ ἀμέθεκτη Οὐσία τοῦ Θεοῦ!
Οἱ ἀστοχίες καὶ ἑτεροδιδασκαλίες αὐτὲς συνιστοῦν βλασφημίες καὶ οἱ αἱρέσεις ἔχουν ἄμεση ἐπίπτωσι στὴν σωτηρία. Ἡ ἔκπτωσις ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστι τῆς Ἐκκλησίας, ἡ διαστρέβλωσις τῆς ἀποκαλυφθείσης Ἀληθείας, ὁδηγεῖ σὲ ἔκπτωσι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἁγιαστικὴ Θεία Χάρι46. Ὁ Παπισμὸς κατεστάθη νεκρὸν σῶμα καὶ οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων ἐγνώριζαν ἐμπειρικὰ ὅτι στοὺς ναούς του «δὲν ὑπῆρχε κάθοδος τοῦ πυρὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλαδὴ ὅτι στὴν Λατινικὴ ἐκκλησία ὁ ἄρτος δὲν μεταβαλόταν σὲ Σῶμα καὶ ὁ οἶνος σὲ Αἷμα»47 Χριστοῦ.Γιὰ νὰ γίνουμε περισσότερο πρακτικοί, ἄς ἀναφέρουμε δύο σχε τικά, σχεδὸν σύγχρονα, παραδείγματα, τὰ ὁποῖα ἀποδεικνύουν τὴν πνευματικὴ νεκρότητα τῶν Λατίνων.Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος, συνέπεσε νὰ εὑρεθοῦν σὲ μία Ἑλληνικὴ Ὀρθόδοξη Μονὴ σὲ νῆσο τῶν Κυκλάδων ὁ Ὀρθόδοξος Μητροπολίτης μαζὶ μὲ τὸν Ρωμαιοκαθολικὸ ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς. Ἐνῶ δὲ ἐκάθηντο σὲ ἕναν ἐξώστη τῆς Μονῆς, εἶδαν ἕναν Ἀδελφὸ Αὐτῆς νὰ μεταφέρη στὸν ὦμο του σάκκο μὲ κοπριὰ γιὰ τὸν κῆπο τῆς Μονῆς. Ὅταν ἔμαθε ὁ παπικὸς ἐπίσκοπος ὅτι ὁ μεταφορέας ἦταν Ἱερομόναχος τῆς Μονῆς ἐξέφρασε τὸν ἀποτροπιασμό του καὶ τὴν ἀπορία του πῶς θὰ ἦταν δυνατὸν κατόπιν αὐτῆς τῆς ρυπαρᾶς ἐργασίας ὁ Ἱερομόναχος αὐτὸς νὰ ἱερουργήση τὰ θεῖα Μυστήρια. Καὶ ἐνῶ ὁ Ὀρθόδοξος Ἀρχιερεὺς τὸν ἐβεβαίωνε ὅτι ἡ ἐργασία αὐτὴ δὲν ἐπέφερε στὸν Ἱερομόναχο κανένα ψυχικὸ ἤ σωματικὸ μολυσμό, ὁ Λατῖνος ἀντέλεγε. Τότε, ὁ Ὀρθόδοξος Ἀρχιερεὺς ἐρώτησε ἄν θὰ ἤθελε ὁ Λατῖνος νὰ δοκιμάσουν ποιός εἶναι εὐπρόσδεκτος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ ἐργαζόμενος σὲ σκληρὴ καὶ ρυπαρὴ ἐργασία Ὀρθόδοξος Ἱερομόναχος ἤ ὁ καλλωπισμένος παπικὸς ἐπίσκοπος.
Ἐκεῖνος δέχθηκε καὶ ὁ Ἀρχιερεὺς πρότεινε νὰ καλέση τὸν Ἱερομόναχο καὶ ἀφοῦ πλυθῆ καλὰ νὰ τελέση τὴν Ἀκολουθία τοῦ μικροῦ Ἁγιασμοῦ, ἐν συνεχείᾳ δὲ νὰ τελέσῃ Ἁγιασμὸ καὶ ὁ Λατῖνος καὶ νὰ φυ λαχθοῦν ἀμφότεροι σφραγισμένοι, μετὰ δὲ τὴν πάροδο ἑνὸς ἔτους νὰ ἀποσφραγισθοῦν, ὥστε νὰ φανῆ ποιὸς Ἁγιασμὸς θὰ εἶναι ὁ εὐλογηθεὶς καὶ ἄρα εὐπρόσδεκτος παρὰ Θεοῦ. Πράγματι, ἀφοῦ ἐπιτελέσθηκαν οἱ Ἁγιασμοί, οἱ φιάλες ἐτέθησαν καλὰ σφραγισμένες σὲ εἰδικὸ κιβώτιο. Μετὰ τὴν πάροδο τοῦ ἔτους, παρουσίᾳ τοῦ Ὀρθοδόξου Μητροπολίτου, τοῦ Ἡγουμένου τῆς Μονῆς μετὰ τῶν Ἀδελφῶν, ὡς καὶ τοῦ παπικοῦ ἐπισκόπου μετὰ τῆς συνοδίας του, οἱ φιάλες ἀποσφραγίσθηκαν καὶ ἀνοίχθηκαν καὶ ὅλοι ἀντίκρυσαν πασιφανῶς τὸν μὲν Ἁγιασμὸ τοῦ Ὀρθοδόξου Ἱερομονάχου καθαρώτατο καὶ εὐωδιάζοντα, τοῦ δὲ Λατίνου ἐπισκόπου θολό, μαυρισμένο καὶ μυρίζοντα σὰν λιμνάζον ὕδωρ48!...Σὲ ἄλλη περίπτωσι, ἕνας Ἱερέας ἐξήγησε μεταξὺ ἄλλων σὲ νεαρὸ ποὺ μετέβη στὸν Ἅγιο Γεράσιμο στὴν Κεφαλληνία καὶ εἶδε φοβερὰ σημεῖα μὲ δαιμονισμένους, οἱ ὁποῖοι ἀπεκάλυπταν τὰ κρυπτὰ ἁμαρ τήματα ἄλλων προσκυνητῶν, ὅτι οἱ δαιμονισμένοι δὲν δύνανται νὰ ἀποκαλύψουν τίποτε σὲ ὅποιον ἔχει μετανοήσει γιὰ τὰ ἁμαρτήματά του καὶ ἔχει ἐξομολογηθῆ μὲ εἰλικρίνεια. Ἐκεῖ «μπλοκάρονται». Ὅμως, σὲ μία περίπτωσι, συνέχισε ὁ Ἱερεύς, εἶχε γνωρίσει δύο Ἰταλοὺς Ρω μαιοκαθολικούς, οἱ ὁποῖοι ὡμολόγησαν ὅτι ὅσα εἶχαν ἐξομολογηθῆ στὸν ἰδικό τους παπικὸ ἱερέα τοὺς τὰ ἀπεκάλυψε ἕνας δαιμονισμένος στὴν Ζάκυνθο. Καὶ τοῦτο, διότι στὴν οὐσία ἦσαν ἀνεξομολόγητοι! Ὁ δαιμονισμένος ἦταν Ἕλληνας, δὲν γνώριζε ἰταλικά, ἐν τούτοις ὅμως ἀπεκάλυψε στοὺς Ἰταλοὺς τὰ δῆθεν ἐξομολογημένα ἁμαρτήματά τους σὲ ἄπταιστα ἰταλικά 49!...Θεωροῦμε, ὅτι οἱ ἀληθινὲς αὐτὲς μαρτυρίες ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἀνέκαθεν θεώρησι τῶν Ὀρθοδόξων περὶ τῆς ἐκπτώσεως τῶν Λατίνων ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ περὶ τοῦ ὅτι αὐτοὶ δὲν εἶναι καὶ δὲν ἀπο τελοῦν Ἐκκλησίαν Θεοῦ.
Ὅταν γιὰ παράδειγμα τὸν ΙΒ΄ αἰ.ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Μᾶρκος ἐρώτησε τὸν ἐπιφανῆ Κανονολόγο Θεόδωρο Βαλσαμῶνα, Πατριάρχη Ἀντιοχείας, ἄν δύναται Ὀρθόδοξος Κληρικὸς «ἀκινδύνως» «νὰ μεταδώσῃ τῶν θείων ἁγιασμάτων αὐτοῖς», δηλ. τοῖς αἱρετικοῖς, ἐκεῖνος ἀπήντησε ἀρνητικά. Εἰδικῶς δὲ περὶ τῶν Λατίνων, οἱ ὁποῖοι ἐνεφανίζοντο ὡς αἰχμάλωτοι τῶν Σαρακηνῶν σὲ Ὀρθοδόξους Ναοὺς ζητοῦντες νὰ κοινωνήσουν, ὁ Βαλσαμὼν ἐβεβαίωσε ὅτι ἡ Δυτικὴ ἐκ κλησία ἀπεσχίσθη ἀπὸ χρόνων πολλῶν ἀπὸ τὴν πνευματικὴ κοινωνία μὲ τὸ ἄθροισμα τῶν τεσσάρων λοιπῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν «καὶ ἀπεσχοινίσθη πρὸς ἔθη καὶ δόγματα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ὀρθοδόξων ἀλλότρια», γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πάπας διεγράφη ἀπὸ τὰ Δίπτυχα καὶ «οὐκ ὀφείλει γένος Λατινικὸν ἐκ χειρὸς ἱερατικῆς διὰ τῶν θείαν καὶ Ἀχράντων Μυστηρίων ἁγιάζεσθαι, εἰμὴ κατάθηται πρότερον ἀπέχεσθαι τῶν Λατινικῶν δογμάτων τε καὶ συνηθειῶν, καὶ κατὰ Κανόνας κατηχηθῇ καὶ τοῖς ὀρθοδόξοις ἐξισωθῇ»50.Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Πρωθιερέας τῆς Κροστάνδης στὴν Ρωσία ἔγραφε στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος τὰ ἑξῆς, ἐκφράζων τὴν Ὀρθόδοξη πνευ ματικὴ ἀποτίμησι τοῦ Παπισμοῦ:«Ἡ κοινωνία τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας μὲ τὴν οὐράνια Ἐκκλησία εἶναι φτωχὴ καὶ ψυχρὴ καὶ δὲν ἔχει ζωή. Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία -ἐδῶ ἡ κοινωνία εἶναι ζωντανή, σοφή, πλήρης,εἰλικρινής,μὲ εὐλάβεια. Ἐκεῖ παντοῦ εἶναι ὁ πάπας,ὅλοι τιμοῦν αὐτὸν καὶ ὄχι τοὺς ἁγίους,οἱ ἅγιοι τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσης ἐκεῖ ὑποτιμοῦνται,εἶναι κρυμμένοι,ἔχουν πέσει σὲ λήθη, τὰ λείψανά τους δείχνουν πότε πότε στοὺς πιστοὺς ἀλλὰ πιὸ πολὺ στοὺς τουρίστες... Ἐκεῖ ὁ πάπας καθορίζει τὴν τύχη καὶ τῆς ἐπίγειας καὶ τῆς οὐράνιας ἐκκλησίας, αὐτὸς διαχειρίζεται αὐθαίρετα“τὸ περίσσευμα” ἀπὸ τὰ ἔργα καὶ τὴν χάρη τῶν ἁγίων,στέλνει τοὺς ἀνθρώπους στὸ καθαρτήριο καὶ τοὺς ἀπαλλάσει ἀπ’ αὐτὸ μὲ δική του ἀπόφαση, αὐτὸς ἐκδίδει συγχωροχάρτια (ἔγγραφα μὲ τὰ ὁποῖα δίνεται ἄφεση ἁμαρτιῶν στοὺς πιστούς). Γελοῖα πράγματα, θὰ ἦταν πραγματικὰ γελοῖα ἄν δὲν ἦταν τόσο βλαβερὰ καὶ πικρά. Καὶ πῶς δὲν τὸ βλέπουν οἱ ἴδιοι οἱ πάπες,οἱ καρδινάλιοι καὶ ἄλλοι!... Ἡ πίστη τῶν καθολικῶν εἶναι ἐπιφανειακή. Ἐκεῖ ὅλα πουλιοῦνται καὶ ὅλα ἀγοράζονται, ἐκεῖ ὅλη τὴν ἐξουσία τὴν ἔχει ὁ πάπας καὶ ἡ σωτηρία τῶν καθολικῶν εἶναι στὰ χέρια του.Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ καθολικοὶ δὲν ἔχουν σήμερα πραγματικοὺς ἀναγνωρισμένους ἁγίους,ἔχουν μόνο“πλαστούς”, αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἔκανε ἁγίους ἡ αὐθαιρεσία τοῦ πάπα.
Ἐνῶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι σὰν τὸν Κῆπο τῆς Ἐδέμ, γεμάτη ἁγίους»51.Ἕτερος δὲ σεβαστὸς Κληρικός, Καθηγητὴς Ὀρθοδόξου Δογματικῆς Θεολογίας, βεβαιώνει ὅτι «ὁ Καθολικισμὸς δὲν διατήρησε πλήρως οὔτε τὴν ἀποστολικότητα οὔτε τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ ἁγιότητα»· «ἡ θεολογία τῶν Καθολικῶν θεωρεῖ τὴν Χάρι κτιστή, ὁπότε δὲν εἶναι ἐνέργεια ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸν Χριστό»· καὶ «στὸν Καθολικισμὸ δέχονται μόνον ἀσήμαντη δύναμι τῆς θείας Χάριτος...»52.Κατόπιν αὐτῶν, ἀναρωτιέται κανεὶς τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ὤθησε τοὺς ὀρθοδόξους Οἰκουμενιστὰς στὴν ἑτεροδοξία, ὄχι γιὰ νὰ τὴν ὁδηγήσουν σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφή, ἀλλὰ γιὰ νὰ τῆς ἀποδώσουν εὔσημα καὶ χάριτες, ποὺ οὔτε ἔχει, οὔτε τῆς ἀνήκουν, ἀλλὰ καὶ οὔτε δύναται νὰ διανοηθῆ καὶ νὰ ἐπιθυμήση! Γνωρίζουμε, ὅτι οἱ Οἰκουμενι σταὶ ἔχουν ἕτοιμη τὴν ἀπάντησι· ὠθοῦνται ἀπὸ ἀγάπη, γιὰ τὴν ἕνωσι τῶν Χριστιανῶν! Ὅμως, ἄν ἡ ἀγάπη χωρισθῆ ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια, ὅπως θὰ καταδείξουμε ἐν συνεχείᾳ ὅτι συμβαίνει καὶ ἐπικρατεῖ ἐξ ἀρχῆς στὸν σύγχρονο Οἰκουμενισμό, τότε εὑρισκόμεθα πρὸ μιᾶς πλάνης καὶ διαστροφῆς, ἡ ὁποία ἔχει διαδοθῆ ἐπικίνδυνα τόσο στὶς κεφαλές, ὅσο καὶ στὸ ἐν πολλοῖς ἀδιάφορο ποίμνιο τῶν χλιαρῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τὴν συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν τύποις χριστιανῶν σήμερον.Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ οἱ ψευδοποιμένες ἀποχαλινώνονται· διότι δὲν φοβοῦνται, ὅπως ἄλλοτε53, τὴν ἐξέγερσι τοῦ ὄντως Ποιμνίου, τοῦ Φύλακος τῆς Ὀρθοδοξίας!...Στὸν χῶρο τῶν στοχαστῶν τῆς Ὀρθοδοξίας διαμορφώθηκαν, ἰδίως ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ περασμένου (20οῦ) αἰῶνος, μὴ ὀρθόδοξες θεωρίες ὡς πρὸς τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἴσως ἐξ αἰτίας τῆς ποικιλίας ὡς πρὸς τὴν ἀποδοχὴ τῶν ἑτεροδόξων ποὺ οἱ τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐπεδείκνυαν, οἰκονομοῦσες τὶς περιστάσεις, πολλοὶ ἐκ τῶν ὀρθοδόξων διαμόρφωσαν τὴν σφαλερὴ ἀντίληψι, ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι ἔστω καὶ ἄν ἐκηρύχθησαν αἱρετικοὶ κατὰ τὸ παρελθὸν ὡς πρὸς τὴν Ἀποστολικὴ Πίστι καὶ τὴν Ἀποστολικὴ Παράδοσι ἀπὸ Ἱερὲς Συνόδους, Οἰκουμενικὲς ἤ Πανορθοδόξους, ἐφ’ ὅσον ἀποδεικνύεται ὅτι διατηροῦν «ἀποστολικὴ διαδοχή», δηλ. ἀδιάσπαστη συνέχεια ὡς πρὸς τὶς ἐπισκοπικὲς χειροτονίες τους, ἔχουν καὶ αὐτοὶ ἀληθινὰ καὶ ἔγκυρα Μυστήρια. Μεταξὺ τῶν Οἰκουμενιστῶν στὸν χῶρο τῆς ὀρθοδοξίας, ἄλλοι περιορίζουν τὴν ὕπαρξι Μυστηρίων μόνον στοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, ἄλλοι συμπεριλαμβάνουν κάθε ἑτερόδοξη Κοι νότητα ποὺ διατήρησε ἤ διαμόρφωσε ἐπισκοπᾶτο, καὶ τέλος ἄλλοι προεκτείνουν τὴν μυστηριακὴ ἰσχὺ σὲ κάθε χριστιανικὴ συνάθροισι ἔστω καὶ ὑποκειμενικῶς πιστευόντων.
Οἱ πρῶτοι θεωροῦν ἐν μέρει ὅτι δὲν ἐπέστη ἀκόμη καιρὸς κοινωνίας μὲ τοὺς Λατίνους γιὰ «πειθαρχικοὺς» καὶ μόνον λόγους, οἱ δεύτεροι εἶναι ἕτοιμοι γιὰ κοινωνία μὲ κάθε ἑτερόδοξη Κοινότητα ποὺ διατηρεῖ ἱεραρχία καὶ ἀναμένουν ἁπλῶς τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἔγκρισι πρὸς τοῦτο, οἱ δὲ τελευταῖοι ἀνυπομονοῦν γιὰ κοινωνία μὲ ὅλους τοὺς Χριστιανούς 54!...Ἡ οἰκουμενιστικὴ θεώρησις περὶ ὑπάρξεως ἐκκλησιαστικότητος καὶ μυστηρίων στὶς ἑτερόδοξες Κοινότητες τῶν πάσης φύσεως αἱ ρετικῶν, προγενεστέρων καὶ μεταγενεστέρων, κεῖται στὰ θεμέλια τῆς αἱρετικῆς Ἐγκυκλίου τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1920 «Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ»· ἡ Ἐγκύκλιος αὐτή, ὡς γνωστόν, ἀπετέλεσε τὸ κύριο ἔναυσμα καὶ τὴν κινητήρια δύναμι γιὰ τὴν θεσμοποίησι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέσῳ τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» καὶ γενικὰ γιὰ τὴν συμμετοχὴ τῶν ὀρθοδόξων στὶς ποικίλες ἐκφράσεις καὶ ἐκφάνσεις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.Ἐμεῖς ἐδῶ θὰ ἀναφερθοῦμε ἐντελῶς ἐνδεικτικὰ στὰ τῆς συναντήσεως τοῦ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀθηναγόρου, τοῦ ὁποίου συμπληρώνονται 40 ἔτη ἀπὸ τὸν θάνατό του († 1972), μὲ τὸν Πάπα Ρώμης Παῦλο τὸν ΣΤ΄ στὴν Ἱερουσαλὴμ τὸ 1964. Ἡ συνάντησις ἐκείνη στὴν Ἁγία Πόλι, ὅπου -καθὼς διαπιστώσαμε ἀπὸ ὅσα ἐκθέσαμε- εἶχε ἐκφρασθῆ ἡ θεία ἀποστροφὴ στοὺς αἱρετικοὺς Λατίνους, ἀπετέλεσε τὴν ἀπαρχὴ γιὰ τὴν ἐκτύλιξι θλιβερᾶς συνεχείας, μὲ τὴν ἄρσι τῶν Ἀναθεμάτων τοῦ ἑπομένου ἔτους 1965 καὶ τὴν διάνοιξι τῆς ὁδοῦ γιὰ τὸν ὀλισθηρὸ οἰκουμενιστικὸ κατήφορο ἰδίως ὅσον ἀφορᾶ τὶς σχέσεις μὲ τοὺς Λατίνους.Ἡ Ρώμη, διὰ τῆς Β΄ Βατικανῆς συνόδου, ἐξαπέλυσε ἀπὸ μέρους της τὴν «ἐπίθεσι ἀγάπης» τοῦ ἰδικοῦ της γνωστοῦ ὡς Ρωμαιοκεντρικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, προκειμένου νὰ ἐπιτύχη μία νέα ἕνωσι οὐνιτικοῦ τύπου μὲ τοὺς ὀρθοδόξους. Ἡ συνάντησις τῶν Ἱεροσολύμων τοῦ 1964 ἀποφασίσθηκε ἀπὸ πλευρᾶς Παπικῶν κατόπιν ἐπιμόνου αἰτήσεως καὶ προσπαθειῶν τοῦ οὐνίτου πατριάρχου Μαξίμου τοῦ Δ΄ 55. Πρὶν ἀπὸ τὴν συνάντησι μὲ τὸν πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὁ Πάπας Παῦλος ΣΤ΄ εἶχε συνάντησι μὲ «τοὺς Καθολικοὺς (δηλ. Οὐνίτας) πατριάρχας καὶ ἀρχιερεῖς τῶν κατ’ Ἀνατολὰς [Οὐνιτικῶν] Ἐκκλησιῶν, πρὸς τοὺς ὁποίους ἐξεφώνησε βαρυσήμαντον λόγον, καλέσας αὐτοὺς νὰ παραμείνουν πιστοὶ εἰς τὰς παλαιφάτους παραδόσεις των καὶ τὰ λειτουργικὰ τυπικά των, δι’ ὧν λαμπρύνεται ἡ καθ’ ὅλου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία»56. «Ὑπὸ τοιαύτας συνθήκας ἐνεκαινίασε τὸν διάλογον τῆς ἀγάπης τὸ Βατικανὸν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα»56! Τὰ τῆς συναντήσεως μὲ τὸν Κωνσταντινουπόλεως διεξήχθησαν ἐντὸς ἑνὸς οἰκουμενιστικοῦ πλαισίου καὶ ἐτέθησαν οἱ βάσεις καὶ οἱ ἀρχὲς γιὰ τὰ περαιτέρω.
Ὁ Πάπας Παῦλος ΣΤ΄, εἰλικρινὴς στὶς διαθέσεις του, δύο μόλις ἡμέρες μετὰ τὴν συνάντησι μὲ τὸν Ἀθηναγόρα, ὁμιλῶν Βηθλεέμ, ἐκάλεσε τοὺς «κεχωρισμένους ἀδελφούς», δηλ. τοὺς ὀρθοδόξους, νὰ ἐπανέλθουν στὴν Ρωμαιοκαθολικὴ ποίμνη 57! Ὁ Πάπας ἐμφανίσθηκε ὡς «κάτοχος καὶ ἑρμηνευτὴς τῆς κληρονομίας τοῦ Χριστοῦ», προβάλλων ὑπεράνω τῆς ἑνώσεως τὸ πρωτεῖο καὶ τὸ ἀλάθητό του 58!Πάρα ταῦτα, οἱ οἰκουμενιστικῆς κατευθύνσεως χαρακτηρίζουν τὸ γεγονὸς τῆς συναντήσεως ἐκείνης ὡς «κοσμοϊστορικό»59, ἐνῶ πολλοὶ ἐκ τῶν ἐπισήμων ὀρθοδόξων ἐξανέστησαν τότε καὶ ἐξέφρασαν ἔντονα τὴν ἀντίθεσί τους. Μία «Προκήρυξις» Ἁγιορειτῶν Ἡγουμένων καὶ Πατέρων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, γιὰ παράδειγμα, προβαίνει σὲ ἀποκήρυξι τοῦ φιλενωτισμοῦ, διακηρύσσει ἐμμονὴ στὰ παραδεδομένα καὶ ἀποκρούει τὴν οἰκουμενιστικοῦ τύπου «ἕνωσι»· καλεῖ ἐπὶ πλέον σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθοδοξία ὅσους αἱρετικοὺς τὸ ἐπιθυμοῦν καὶ περιέχει σαφῆ ἀπειλή: «Ποιοῦμεν ἔκκλησιν πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸν ἡμῶν Πατριάρχην νὰ παύσῃ ἐξακολουθῶν τὰς φιλενωτικάς του ἐνεργείας,καθόσον ἐὰν συνεχίσῃ θ’ἀποκηρύξωμεν καὶ αὐτόν»60!Τὸ Ὀρθόδοξο αἰσθητήριο ἐλειτούργησε ἐπί τινα καιρὸν καὶ ὅπως γνωρίζουμε ἀκόμη καὶ Ἀρχιερεῖς, ἐκτὸς τῶν Ἡγουμένων καὶ Μοναχῶν, εἶχαν προβῆ γιὰ κάποιο διάστημα χρόνου σὲ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου τοῦ πατριάρχου, ἀλλὰ ἐπανέκαμψαν στὴν «πειθαρχία», διότι ἐθεώρησαν, παραδόξως, ὅτι μετὰ τὸν Ἀθηναγόρα ἔπνευσε νέος ἄνεμος ὀρθοδοξίας στὴν Κωνσταντινούπολι καὶ ἐν γένει στὶς τοπικὲς ἐκκλησίες, ἄν καὶ ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπεθρασύνθη!...Ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας προτίμησε, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις, τὸ «νόμισμα τῆς ἀγάπης» καὶ ὄχι τῆς Ἀληθείας καὶ διεκήρυσσε ὅτι σκοπὸς τῶν Διαλόγων καὶ τῶν σχέσεων μὲ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἰδίως μὲ τοὺς Παπικοὺς εἶναι «νὰ προπαρασκευάσουν ψυχολογικῶς τοὺς λαούς μας ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ Ἐκκλησία καὶ μιὰ θρησκεία»61!...Τὸ ὅτι φθάσαμε τὸ 1993 στὸ Βελεμένδιο τοῦ Λιβάνου, ἐπὶ πατριάρχου πλέον Βαρθολομαίου, τοῦ πιστοῦ ἰχνηλάτου τοῦ Ἀθηναγόρου, ὅπου ἐκηρύχθη ἐπισήμως στὰ πλαίσια τοῦ Ὀρθοδοξο-Παπικοῦ Διαλόγου, ὅτι ἀναγνωρίζονται ἀμφότεροι ὡς «Ἀδελφὲς Ἐκκλησίες» μὲ τὴν πλή ρη ἔννοια τοῦ ὅρου, δὲν ἀποτελεῖ ἔκπληξι, ἀλλὰ ἦταν κάτι μᾶλλον ἀναμενόμενο. Παπικοὶ καὶ ὀρθόδοξοι Οἰκουμενισταὶ ἀναγνωρίζουν ὅτι ὁμολογία ἀποστολικῆς πίστεως, μετοχὴ στὰ αὐτὰ μυστήρια καὶ κυρίως στὴν μία ἱερωσύνη καὶ τὴν ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῶν ἐπισκόπων,«δὲν δύνανται νὰ θεωρηθοῦν ὡς ἀποκλειστικὴ ἰδιοκτησία μιᾶς τῶν ἡμετέρων Ἐκκλησιῶν. Εἶναι σαφὲς ὅτι ἐντὸς τοῦ πλαισίου τούτου ἀποκλείεται πᾶς ἀναβαπτισμός»62!...
Ἐπίσης, καταδίκη «τοῦ προσηλυτισμοῦ χριστιανῶν ἄλλων Χριστιανικῶν παραδόσεων» ἔγινε καὶ στὰ πλαίσια τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» 63, τὸ δὲ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ὑπέγραψε στὸ Φανάρι μὲ τοὺς Εὐαγγελικοὺς τῆς Γερμανίας τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 2004 τὴν ἀπόρριψι τοῦ «ἀναβαπτισμοῦ», ἐφ’ ὅσον ἐξισώνονται καὶ ἀναγνωρίζονται τὰ βαπτίσματα ἀμφοτέρων 64. Τὰ ὅσα συμβαίνουν στὸν σύγχρονο Οἰκουμενισμό, ὀλίγα ἐκ τῶν ὁποίων θὰ ἀναφέρουμε, ἀποδεικνύουν ὅτι στὴν οὐσία καταλύθηκε ἡ διάκρισις ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεως, τὰ ὅρια ἀληθείας καὶ ψεύδους, φωτὸς καὶ σκότους· ἡ δὲ πραγματικὴ ἐπιδίωξις δὲν εἶναι ἡ ἐπίτευξις τῆς ἑνώσεως, ἤ πολὺ περισσότερο ἡ δῆθεν μεταστροφὴ τῶν πλανωμένων στὴν Ὀρθοδοξία, ὅπως ὑποκριτικὰ ὑποστηρίζει ἐνίοτε ἐνώπιον «συν τηρητικῶν» ἀκροατηρίων ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, διότι οἱ Οἰκουμενισταὶ πιστεύουν, ὅτι ἡ ἕνωσις μεταξύ τους ὑφίσταται, ὅτι «τὰ διαλεγόμενα μέρη εἶναι Ἀδελφὲς Ἐκκλησίες καὶ ὅτι μὲ τὶς διάφορες οἰκουμενιστικὲς ἐκδηλώσεις ἐκφράζουν τὴν ἑνότητά τους αὐτή»65...Μόλις τὸν περασμένο μῆνα Ἰανουάριο τοῦ νέου ἔτους 2012, εἴχαμε μία ἔξαρσι τῶν οἰκουμενιστικῶν δραστηριοτήτων, ἰδίως μάλιστα στὰ πλαίσια τῆς ἑβδομάδος προσευχῆς ὑπὲρ τῆς Χριστιανικῆς Ἑνότη τος.Γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ νέου ἔτους ὠργανώθηκε οἰκουμενιστικὴ τελετὴ σὲ παπικὸ ναὸ στὴν Κολωνία τῆς Γερμανίας, μὲ συμμετοχὴ βεβαίως καὶ ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν, ἡ ὁποία εἶχε τὸ χαρακτηριστικὸ σύνθημα:«ΜΑΖΙ. Μαρτυρία Χριστοῦ»66.Στὸ Ντουμπρόβνικ τῆς Κροατίας, ὁ ἐπίσκοπος Ἐρζεγοβίνης Γρη γόριος τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας, πνευματικὸ τέκνο τοῦ ἐπισκόπου Ἀθανασίου Γιέβτιτς, ἔλαβε μέρος τὴν 17η Ἰανουαρίου σὲ οἰκουμενιστικὴ τελετὴ σὲ παπικὸ ναὸ μὲ τὸν ρωμαιοκαθολικὸ ἐπίσκοπο καὶ τὸν κλῆρο του καὶ μεταξὺ ἄλλων ἐζήτησε συγγνώμην γιὰ τὰ δεινὰ τοῦ προσφάτου πολέμου.Στὴν Σῦρο τῶν Κυκλάδων, ὁ παπικὸς ἐπίσκοπος Φραγκῖσκος Παπα μανώλης προσεφώνησε ἐντὸς τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ τὸν τοπικὸ ἐπίσκοπο τῆς Καινοτόμου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Δωρόθεο γιὰ τὰ δεκάχρονα τῆς ἀρχιερωσύνης του τὴν 19η Ἰανουαρίου, τονίζων μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «Ὁ λαὸς τῆς Σύρου σὲ ὑποδέχθηκε ἑνωμένος, χωρὶς καμιὰ διαχωριστικὴ γραμμή, ἑνωμένος μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἑνωμένος στὴ χαρά, ποὺ οἱ καμπάνες τῶν ναῶν μας, ὀρθοδόξων καὶ καθολικῶν, σὲ κοινὴ μελωδία, σκόρπιζαν στοὺς αἰθέρες ἀναγγέλοντας τὴν ἄφιξή σου...
Ἀγαπητὲ Ἀδελφέ... μποροῦμε νὰ συνεργαστοῦμε, μᾶλλον νὰ αὐξήσουμε τὴν συνεργασία μας, ἐν ἁρμονίᾳ, ἀγάπῃ καὶ εἰρήνῃ, μὲ γνώμονα τὸν ἀμοιβαῖο σεβασμό, ὄχι μόνο πρὸς τὸ πρόσωπό μας, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὶς Ἐκκλησίες μας. Ἔχουμε εὐθύνη γιὰ τὸ παρὸν καὶ γιὰ τὸ μέλλον τῶν Ἐκκλησιῶν μας. Μποροῦμε νὰ συμβάλλουμε ὥστε νὰ φθάση πιὸ γρήγορα ἡ εὐλογημένη ἡμέρα τοῦ Κοινοῦ Ποτηρίου».Στὴν Θεσσαλονίκη, τὸ Σάββατο 21 Ἰανουαρίου, διοργανώθηκε οἰ κουμενιστικὴ βραδυὰ συμπροσευχῆς στὸν παπικὸ ναὸ τῆς «Ἀσπίλου Συλλήψεως» τῆς Θεοτόκου. Συμμετεῖχαν Ρωμαιοκαθολικοί, ὀρθόδοξοι, Ἀρμένιοι, Ἀγγλικανοὶ καὶ Εὐαγγελικοὶ ἐνῶ κεντρικὸς ὁμιλητὴς ἦταν ὁ ἐπίκουρος καθηγητὴς Καινῆς Διαθήκης τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ Χαράλαμπος Ἀτματζίδης, ὁ ὁποῖος ἐδήλωσε σὲ τηλεοπτικὸ κανάλι τὰ ἑξῆς ἀποκαλυπτικὰ περὶ τῆς συναντήσεως: «Εἶναι μία συνήθεια, ἡ ὁποία γίνεται σχεδὸν κάθε χρόνο ἀπὸ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς καὶ τὶς χριστιανικὲς κοινότητες τῆς Θεσσαλονίκης. Ὅλοι οἱ χριστιανοὶ ποὺ ἔχουν ἕνα κοινὸ “πιστεύω” στὸν Ἰησοῦ Χριστό, δηλ. ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, οἱ Ἀρμένιοι, οἱ Εὐαγγελικοί, συγκεντρωνόμαστε γιὰ νὰ συμπροσευχηθοῦμε καὶ νὰ παρακαλέσουμε τὸν Θεό... Ὁ σκοπὸς αὐτῆς τῆς συμπροσευχῆς εἶναι νὰ θυμηθοῦμε τὶς ρίζες μας καὶ τὴν κοινή μας θρησκευτικὴ καταγωγή, ἡ ὁποία πολὺ παλιὰ μᾶς ἕνωνε ὅλους, ἐνῶ μετὰ ἀπὸ ἕνα χρονικὸ διάστημα μᾶς διέσπασε γιὰ λόγους, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν γνώμη μας δὲν εἶναι καὶ τόσο πολὺ δικαιολογημένοι. Αὐτή, ὅμως, ἡ προσπάθεια βασίζεται, ἐρείδεται στὴν κοινὴ θέληση τῶν ἡγητόρων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, δηλ. τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης, καθὼς ἐπίσης καὶ τῶν ἐπισκοπικῶν Ἐκκλησιῶν τῶν Εὐαγγελικῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν Ἀρμενίων, γιὰ μιὰ κοινὴ προσπάθεια νὰ βροῦμε κοινὰ σημεῖα ἐπαφῆς καὶ ἐπικοινωνίας».Οἰκουμενιστικὲς τελετές, συμπροσευχὲς καὶ δραστηριότητες ἔγιναν μεταξὺ 19 καὶ 25 Ἰανουαρίου στὴν Ρώμη τῆς Ἰταλίας ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Πάπα, στὴν Βουδαπέστη τῆς Οὑγγαρίας, στὶς Βρυξέλλες τοῦ Βελγίου, στοὺς Ἁγίους Τόπους, στὴν Μόσχα καὶ τὸ Νοβοσιμπὶσρκ τῆς Ρωσίας, στὸ Βουκουρέστι καὶ σὲ ἄλλες πόλεις τῆς Ρουμανίας καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα μέρη τοῦ κόσμου, σὲ κλῖμα καὶ πνεῦμα συγκρητισμοῦ καὶ σχετικοποιήσεως.Στὸ δὲ Τρίερ τῆς Γερμανίας ἄρχισε τὴν Δευτέρα 30 Ἰανουαρίου διεθνὲς οἰκουμενιστικὸ Φόρουμ μὲ συμπροσευχὴ καὶ ὁμιλίες γιὰ τὸν «ἄραφο Χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ».
Σὲ αὐτὸ ἔλαβαν μέρος ἀντιπρόσω ποι τῶν Παπικῶν, τῶν Εὐαγγελικῶν, τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», τῆς μητροπόλεως Γερμανίας ὑπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τῶν Μεθοδιστῶν κ.ἄ. Στὰ πλαίσια μάλιστα τοῦ Φόρουμ αὐτοῦ, ὅπως ἐγράφη χαρακτηριστικά, «οἱ συμμετέχοντες ὑφαίνουν συμβολικὰ τὸν Χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ»!...Στὴν οἰκουμενιστικὴ αὐτὴ παράκρουσι ἀξίζει νὰ ὑπογραμμίσουμε καὶ τὴν νέα «παράδοσι», τὴν ὁποίαν καθιερώνει τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, τὸ ὁποῖο ἐνθρονίζει πλέον τοὺς νέους μητροπολίτες του στὸ ἐξωτερικό, ὅπου πιθανὸν δὲν διαθέτει μεγάλο κα θεδρικὸ ναὸ τῆς δικαιοδοσίας του, ἐντὸς παπικῶν ναῶν! Αὐτὸ συνέβη πρόσφατα τόσο στὴν ἐνθρόνισι στὴν Βουδαπέστη τῆς Οὑγγαρίας τοῦ νέου ἐξάρχου Οὑγγαρίας καὶ Μεσευρώπης μητροπολίτου Αὐστρίας Ἀρσενίου, ὅσο καὶ στὴν ἐνθρόνισι στὴν Σινγκαπούρη τοῦ νέου μητρο πολίτου Σινγκαπούρης Κωνσταντίνου, στὴν ὁποίαν μάλιστα παρίσταντο καὶ ἀρχιερεῖς τῆς Καινοτόμου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.Ἐπίσης, πρέπει νὰ ἀναφερθῆ καὶ ἡ οἰκουμενιστικὴ διάστασι τῆς φιλανθρωπικῆς διακονίας τῆς ἑταιρείας «Ἀποστολὴ» τῆς Καινοτόμου ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν. Ἡ «Ἀποστολὴ» ἄρχισε νὰ συνεργάζεται ἐπί σημα πρόσφατα, γιὰ τὴν εὐώδοσι τῶν σκοπῶν της, τόσο μὲ τοὺς Ἀγ γλικανούς, ὅσο καὶ μὲ τοὺς Παπικοὺς καὶ τὴν ἀντίστοιχη ὀργάνωσί τους «Caritas».Ἐνώπιον τῆς θλιβερᾶς καὶ ἀποκαρδιωτικῆς αὐτῆς πραγματικότη τος, ἡ ὁποία διαδραματίζεται στὰ πλαίσια τῆς ἐσχατολογικῆς «ἀποστα σίας»67 γιὰ τὴν ἐπίτευξι τῆς Πανθρησκείας καὶ τὴν ἔλευσι τοῦ «ἀνόμου», ἤτοι τοῦ Ἀντιχρίστου, γιὰ τὴν τελικὴ δοκιμασία τῆς ἀνθρωπότητος, δὲν δυνάμεθα παρὰ νὰ ἐκφράσουμε τὴν λύπη καὶ τὴν ὀδύνη μας· ὄχι τόσο γιὰ τὴν δεινὴ οἰκονομικὴ κρίσι καὶ τὴν κοινωνικὴ ἐξαθλίωσι τῆς Πατρίδος μας, πράγματα ἐπίσης ἄκρως ἀνησυχητικά, ὅσο κυρίως γιὰ τὴν ἅλωσι τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ τὴν συνεχιζομένη αἰχμαλωσία τῶν ψυχῶν, ἐξ αἰτίας τῶν ὑπερμαχούντων τῆς οἰκουμενιστικῆς αἱ ρέσεως, ὅπως ἔγραφε σχετικὰ ὁ Μέγας Βασίλειος γιὰ τὰ γεγονότα τῆς ἐποχῆς του: «Οὐ γὰρ οἰκοδομημάτων γηΐνων καταστροφήν,ἀλλ’ Ἐκκλησιῶν ἅλωσιν ὀδυρόμεθα· οὐδὲ δουλείαν σωματικήν, ἀλλ’ αἰχμαλωσίαν ψυχῶν καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἐνεργουμένην παρὰ τῶν ὑπερμαχούντων τῆς αἱρέσεως καθορῶμεν»68. Θεωροῦμε, ὅτι αὐτὸ ποὺ προέχει σήμερα εἶναι ἡ διαφύλαξις, πάσῃ θυσίᾳ, τῆς Ὀρθοδόξου Ταυτότητός μας, ἡ ὁποία πλήττεται δεινῶς μέσα στὸν καταιγισμὸ τῆς συγχύσεως ποὺ μᾶς περιβάλλει, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀνάλογη εὐαισθητοποίησι μὲ κάθε τρόπο ὅσο τὸ δυνατὸν περισσοτέ ρων ἀδελφῶν μας, γιὰ νὰ πράξουν ὀρθὰ καὶ θεάρεστα.Στοὺς ἐγκλωβισμένους στὴν κατάκριτη κοινωνία μὲ τοὺς Οἰκου μενιστὰς Ἀδελφούς, ὑπάρχει πάντοτε ἡ δυνατότης ἀποτινάξεως τοῦ «ζυγοῦ», διὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας καὶ Ἀποτειχίσεως καὶ τῆς συγκαταλέξεως στὸν χῶρο τῆς Ἀληθείας, μακρυὰ ἀπὸ τὸ σκότος καὶ τὸ ψεῦδος τῆς πλάνης.
Ὅμως, ὀλίγοι βλέπουμε νὰ ἑλκύωνται ἀπὸ τὸ Φῶς τῆς Ἀληθείας· ὀλίγοι περιπατοῦν ἐν Ἀληθείᾳ, μακρυὰ ἀπὸ τὴν πονηρία τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀποστασίας. Ὅπως φαίνεται, διάφορες λανθασμένες ἐκτιμήσεις ἤ δεσμεύσεις καὶ ἐξαρτήσεις σκοτίζουν τὶς ψυχὲς καὶ ἀπωθοῦν τοὺς σωστικοὺς ἐλέγχους τῶν συνειδήσεων. Καὶ ὄχι μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ ἐπιστρατεύονται πονηρὲς προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις, προκειμένου οἱ συνειδήσεις νὰ ἐπαναπαύωνται καὶ νὰ ἀποκοιμίζωνται στὴν οὐνιτικοῦ τύπου οἰκουμενιστικὴ κοινωνία. Στοὺς συγχρόνους ὑπερασπιστὰς τῆς Καινοτομίας καὶ ὑβριστὰς τῆς Ἀληθείας καὶ Ὁμολογίας, ἁρμόζουν οἱ σκληροὶ λόγοι τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ: «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κλείετε τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· ὑμεῖς γὰρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν»69.Ὁ Μέγας Βασίλειος, γιὰ παράδειγμα, ἐπίστευε -ὅπως καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες- ὅτι ἔχει ἄμεση σωτηριολογικὴ σημασία τὸ θέμα τῆς κοινωνίας μὲ αἱρετικούς, γι’ αὐτὸ καὶ ηὔχετο νὰ μὴ ἐκπέση ἐκ τῆς κοινωνίας μὲ τὸ τμῆμα ἐκεῖνο τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο παραμένει ἐπὶ τῆς βάσεως «τῆς ὑγιοῦς καὶ ἀδιαστρόφου διδασκαλίας»70, δι ότι ἡ κοινωνία ἐν Ὀρθοδοξίᾳ κατατάσσει μὲ τὴν «μερίδα» τῶν δι καίων· ἀντίθετα, ἡ κοινωνία μὲ παραχαράκτας ἐν ὅλῳ ἤ ἐν μέρει τῆς Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας, θέτει αὐτομάτως τοὺς κοινωνούντας ἐκτὸς τῆς κοινωνίας τῆς Ἐκκλησίας71.
Γιὰ τὸν λόγο τοῦτο, ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὡς Διάκονος ἀκόμη, τὸ ἔτος 361, «ἀπετειχίσθη» ἀπὸ τὸν χειροτονήσαντα
αὐτὸν ἐπίσκοπο Καισαρείας Διάνιο, διότι ἐκεῖνος ἀπὸ ἀδυναμία χαρακτῆρος εἶχε ὑπογράψει τὴν μὴ Ὀρθόδοξη ὁμολογία πίστεως
τῆς ἡμιαρειανικῆς συνόδου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 36072. Τὸ ἐλπιδοφόρο εἶναι ὅτι ὀλίγοι εὐαίσθητοι καὶ ἐκλεκτοὶ δοῦλου τοῦ Θεοῦ,
ἀψηφοῦντες τὶς δόλιες ἀπειλές, τὴν περιθωριοποίησι καὶ τὶς μάταιες «ἀσφάλειες» τοῦ κόσμου τούτου, ἑλκύονται στὸ Φῶς τῆς Ἀληθείας ἀποτειχιζόμενοι κατὰ τὸ Πατερικὸ παράδειγμα καὶ τὴν Συνοδικὴ
καὶ Κανονικὴ προσταγὴ ἀπὸ τὶς ἐπίσημες λεγόμενες Ἐκκλησίες, καὶ ἀποφεύγοντες διὰ τοῦ τρόπου τούτου τὴν κοινωνία τῆς οἰκουμενιστικῆς αἱρέσεως.
Κάποιοι, ὅπως οἱ πνευματικοί μας πρόγονοι ἐν τῇ Πίστει, ἔπραξαν τοῦτο παλαιότερα, ἐξ αἰτίας τῆς οἰκουμενιστικῆς ἐπιβολῆς τῆς ἡμε ρολογιακῆς Καινοτομίας (1924 ἑ.)·
ἄλλοι, ὅπως οἱ πνευματικοί μας γεννήτορες ἐν Κυρίῳ, ἔπραξαν τοῦτο ἀργότερα ἐξ αἰτίας τῶν ὅλο καὶ περισσότερο τολμηρῶν οἰκουμενιστικῶν ἀνοιγμάτων καὶ ὑπερβολῶν·
ἄλλοι τὸ πράττουν σήμερον καὶ ἀρκετοὶ ἀκόμη ταλαντεύονται περὶ τοῦ σωτηρίου τούτου διαβήματος καὶ παραμένουν στὴν κατάκριτη κοινωνία μὲ τοὺς Οἰκουμενιστάς.
Ἡ ἔξαρσις πάντως τοῦ Ἀντι-οικουμενισμοῦ, ἡ ὁποία θορυβεῖ τοὺς ἐξάρχους τῆς αἱρέσεως καὶ τοὺς ποικίλους ὑπερασπιστὰς
ἤ συναδέλφους τους, εἶναι γεγονὸς παρήγορο καὶ βε βαιωτικό, ὅτι οἱ ἀγῶνες καὶ τὰ μαρτύρια ἀκόμη πολλῶν δεκαετιῶν δὲν ἔγιναν εἰς μάτην.
Εἴθε ὁ Κύριος τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐνισχύση τὸ Ὁμολογητικὸ Πλήρωμα πρὸς κατίσχυσιν τῆς θείας Ἀληθείας!
Εἴθε νὰ συγκαταλεχθοῦμε μὲ τοὺς πιστοὺς καὶ φρονίμους δούλους τοῦ Θεοῦ στὴν Βασιλεία τοῦ Φωτὸς τῆς θείας Ἀγάπης,
ἕνεκα -ἄν μή τι ἄλλο- τῆς ὑπομονῆς μας καὶ τῆς καλῆς προαιρέσεως μας γιὰ ἀγαθὰ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ.
Ἡ μεγαλειώδης ὅρασις τῆς Θείας Βασιλείας,
τὴν ὁποίαν μᾶς περιγράφει ὁ Ἅγιος Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στὴν Ἀποκάλυψι, ἄς μᾶς παρηγορεῖ στὶς ὅποιες θυσίες μας ὑπὲρ Πίστεως καὶ Ἀρετῆς:
«καὶ νὺξ οὐκ ἔσται ἐκεῖ, καὶ χρείαν οὐκ ἔχουσι (οἱ σεσωσμένοι) λύχνου καὶ φωτὸς ἡλίου, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς φωτιεῖ αὐ τούς, καὶ βασιλεύσουσιν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων»73.
Ἀμήν!
Εἰσήγησις στόν Ἑορτασμό τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας 2012 ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῶν Ἐνισταμένων στήν Ἱερά Μονή Ἁγίας Παρασκευῆς Ἀχαρνῶν Ἀττικῆς.
Τό κείμενο δημοσιεύεται στήν πληρότητά του, ἐπηυξημένο καί ὑπομνηματισμένο.
Παραπομπές:
1.Μ. Ὡρολόγιον, Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, Φωταγωγικὰ κατ’ ἦχον, ἦχος πλ. δ΄.
2.Α΄ Ἰωάν. α΄ 24.
3.Ματθ. στ΄ 24.
4.Β΄ Κορινθ. στ΄ 14.
5.Αὐτόθι.
6.PG τ. 99, στλ. 1597Β, Ἐπιστολὴ ρϞζ΄ (197): «Δωροθέῳ τέκνῳ».
7.Α΄ Πέτρ. β΄ 9.
8.Ματθ. ε΄ 14.
9.Λουκ. ιστ΄ 8, Ἰωάν. ιβ΄ 36.
10.Ἐφεσ. ε΄ 8, Α΄ Θεσ. ε΄ 5.
11.Κολασ. α΄ 12.
12.SC No 113 (Symeon le Nouveau Theologien, Catecheses 23-34, Tome III, Les Editions du Cerf, Paris, 1965), Κατήχησις ΚΗ΄, σελ. 138. Ἐπίσης, Ἅπαντα τῶν Ἁγίων Πατέρων, Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, 3, ἐκδ. «Ὠφελίμου Βιβλίου», Ἀθῆναι 1977, σελ. 284.
13.PG τ. 34, στλ. 673D, Ὁμιλίαι Πνευματικαί, ΚΕ΄, § Ι΄.
14.Νικήτα Στηθάτου, Μυστικὰ Συγγράμματα: Θεωρία καὶ Σύνοδος Ἱερὰ εἰς τὴν Οὐράνιον καὶ τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Ἱεραρχίαν, § 30, ἔκδ. Παν. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1957, σελ. 75.
15.Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2010 («Ἀνατύπωση ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ 1970»), σελ. 415-416. Βλ. ἐπίσης ἐκτενὴ καὶ ἀναλυτικὴ παρουσίασι, ἀπολύτως τεκμηριωμένη, στὴν ἐξαιρετικὴ μελέτη τοῦ Χάρη Κ. Σκαρλακίδη, Ἅγιον Φῶς-Τὸ Θαῦμα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου στὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ-Σαράντα Δύο Ἱστορικὲς Μαρτυρίες (9ος-16ος αἰ.), ἐκδ. «Ἐλαία», 2010, σελ. 107-110.
16.Πρβλ. Φιλιπ. γ΄ 18.
17.Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Πατρὸς ἡμῶν Μάρ κου Εὐγενικοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἐφέσου (Εἰς τοὺς Αἴνους,τροπάριον γ΄), ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 34.
18.Διάφοροι δυτικοὶ ἱστορικοὶ ὑποστηρίζουν τὸ ἀμάρτυρον, ὅτι ὁ Πατριάρχης Ἱερο σολύμων Συμεὼν Β΄ ἀπεβίωσε δῆθεν τὸ 1099, ὀλίγο πρὶν ἀπὸ τὴν κατάληψι τῶν
23
Ἱεροσολύμων ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους (βλ. Στῆβεν Ράνσιμαν, Δύση καὶ Ἀνατολὴ σὲ Σχίσμα, ἐκδ. «Ἐν πλῷ», Ἀθήνα 2008, σελ. 129), προκειμένου νὰ δικαιολογηθῆ ἡ ἐκλογὴ Λατίνου ψευδοπατριάρχου, ἀλλὰ τοῦτο εἶναι ἀναληθέστατο (βλ. τεκμηριω μένη ἀντίκρουσι στὸ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 417-418). Στὴν πραγματικότητα, ὁ Πατριάρχης Συμεὼν ἀπεβίωσε μόλις τὸ 1106. Τὸ ἀναφερόμενο ἐνταῦθα ἔργο τοῦ γνωστοῦ Βυζαντινολόγου Στῆβεν Ράνσιμαν, ἐκτὸς ἀπὸ κάποιες λανθασμένες ἀναφορὲς ἤ ἐκτιμήσεις ὡς πρὸς τὸ Λατινικὸ πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, ἀποτελεῖ μία διεισδυτικὴ καὶ ἐνδιαφέρουσα παρουσίασι τῶν σχέσεων Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ὅπως αὐτὲς διαμορφώθηκαν κατὰ τὴν περίοδο τῶν Σταυροφοριῶν.
19.Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 418.
20.Στῆβεν Ράνσιμαν, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 130.
21.Χάρη Κ. Σκαρλακίδη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 111-112.
22.Βλ. ἐκτενὴ ἀναφορὰ στὶς μαρτυρίες καὶ τῶν ὀκτὼ Χρονογράφων: Χάρη Κ. Σκαρ λακίδη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 112-150.
23.Χάρη Κ. Σκαρλακίδη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 129-130.
24.Χάρη Κ. Σκαρλακίδη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 131-132, Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου,
ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 426-427, Ἰωάννας Τσεκούρα, Τὸ Ἅγιον Φῶς στὰ Ἱεροσόλυμα,
Λαμία 1987, σελ. 85-86.
25.Στῆβεν Ράνσιμαν, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 152.
26.Χάρη Κ. Σκαρλακίδη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 155, Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 428-429.
27.Πρβλ. Λουκ. ιε΄ 17.
28.Ἰωάν. η΄ 12.
29.Χάρη Κ. Σκαρλακίδη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 203.
30.Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 456.
31.Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 452-453.
32.Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 458.
33.Αὐτόθι.
34.Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 483-485.
35.Ἀνδρέου Παπαμωϋσέως Ζάκου, Μέγας Ὁδηγὸς τῶν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γῇ Σεβα σμίων Προσκυνημάτων τοῦ Χριστιανισμοῦ, Ἀστρομερίτης Κύπρου 1970, σελ.
283· Ἀρχιμ. Παντελεήμονος . Πούλου, Εὐλαβικὸ Προσκύνημα στὴν Ἁγία Γῆ καὶ τὸ Θεοβάδιστο Ὄρος Σινᾶ, Ἀθῆναι 2008, σελ. 34· Ἰωάννας Τσεκούρα, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 86-87.
36.Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 598-599.
37.Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 628-630.
38.Τὸ κείμενο τοῦ «Ὅρου», τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε τὸ 1756, βλ. στὸ ἔργο τοῦ Πρ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, «Ὁμολογῶ ἕν βάπτισμα...», Ἀθήνα 1983, σελ. 79-81.
24
39.Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 695.
40.Πρβλ. Ἐφεσ. ε΄ 14.
41.Λουκ. ιε΄ 7, 10.
42.Ἁγίου Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Κατήχησις ΚΗ΄, ἔνθ’ ἀνωτ.
43.Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, «Τὸ ἅγιον Φῶς καὶ ἡ μητέρα τῶν Ἐκκλησιῶν»,ἐφημερ. «Ἐκκλησιαστικὴ Παρέμβαση», ἀριθ. 63/ Ἀπρίλιος 2001. Περὶ τῆς μὴ αἰσθητῆς φύσεως τοῦ Ἀκτίστου Φωτὸς βλ. ἐνδεικτικὰ
Ἰακώβου Ποταμιάνου, Τὸ Φῶς στὴ Βυζαντινὴ Ἐκκλησία, «University Studio Press», Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 62, 70.
Σύμφωνα μὲ τὸν Μέγα Θεολόγο τοῦ Ἀκτίστου Φωτὸς Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ὅσα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν στὰ ὄντα δὲν εἶναι τῆς φύσεως, ὄχι ἀπὸ ἔλλειψι ἀλλὰ ἀπὸ ὑπεροχή, εἶναι ὅλα πνευματικά, ἀλλὰ ὄχι ἄκτιστα: «Ἡ τοίνουν τοῦ
Κυρίου Ἀνάστασις πνευματική ἐστιν, ὡς ὁ Χρυσόστομός φησι πατήρ, ἀλλ’ οὐκ ἄκτιστος ἡ ἀνάστασίς ἐστιν οὐδ’ αὐτὸ τὸ ἀναστᾶν· τοῦ γὰρ κτιστοῦ πεσόντος, ἀνάστασίς ἐστι, ταὐτὸ δ’ εἰπεῖν ἀνάκτησίς τε καὶ ἀνάπλασις.Τοι οῦτόν ἐστι καὶ ἡ καινὴ κτίστις καὶ ὁ νέος ἄνθρωπος καὶ ἡ καινὴ καὶ καθαρὰ καρδία...». Κάθε τι «τὸ ἀπορρήτως ὑπὸ Θεοῦ τελούμενον πνευματικόν ἐστιν, ἀλλ’ οὐχὶ καὶ πᾶν ἄκτιστόν ἐστιν...». Τὰ «πνευματικὰ» ἐκδηλώνονται «αἰσθητὰ» καὶ ὑποπίπτουν στὴν «αἰσθητικὴ δύναμι», ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιληφθῆ ὄχι μόνο τὰ ὑπεράνω τοῦ νοῦ, ἀλλὰ οὔτε τὰ ὑπεράνω τῆς αἰσθήσεως, δηλ. τὰ νοητά. «Τὰ δ’
ἄκτιστα, καὶ ὑπὲρ νοῦν ἐστι καὶ οἱ τούτοις συναπτόμενοι κρείττονί τινι καὶ ὑπεραιρούσῃ τὴν τοῦ νοῦ φύσιν συνάπτονται δυνάμει, κατὰ τὸν μέγαν Διονύσιον».
(Βλ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἅπαντα τὰ Ἔργα, ΕΠΕ τ. 6: «Πρὸς Ἀκίνδυνον Λόγος Ἀντιρρητικὸς Πέμπτος», Κεφ. ΚΓ΄, §§ 87, 88, 89, σελ. 252, 254, 256, Πατερικὲς Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» Ἐλ. Μερετάκη, «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1987).
44.Vladimir Lossky, Ἡ μυστικὴ θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἔκδ. τετάρτη, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 264.
45.Βλ. ἐνδεικτικῶς: Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, «Ὀρθόδοξος Παράδοσις καὶ Παπισμός», ἐφημερ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἀριθ. 332/10.11.1978.
46.Βλ. τὴν σχετικὴ ἀνάλυσι περὶ τῆς Ἐκπτώσεως ἐκ τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας στὸ ἄρθρο «Ἡ θέσις τῶν ἀκρίτων αἱρετικῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ», στὸ περιοδ.
«Ὀρθόδοξος Ἔνστασις καὶ Μαρτυρία», Περιοδ. Β΄, ἀριθ. 1/Ἰανουάριος 2000, σελ. 26-27.
47.Ἐπισκόπου Βουδιμίου Δανιήλ, «Χωρὶς τὴν ἄρνησι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δὲν ὑπάρχει Ὀρθοδοξία...», ἐφημερ. «Ὀρθόδοξος Ἐνημέρωσις», ἀριθ. 21-22/ Ἰούλιος-Δεκέμβριος 1996, σελ. 75.
25
48.Ἀρχιμανδρίτου Γαβριὴλ Διονυσιάτου, Καθηγουμένου, Ἁγιορειτικὴ Μαρτυρία, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη, ἄ.χ., 185-186.
49.Βλ. κείμενο «Ἅγιος Γεράσιμος Κεφαλονιᾶς καὶ Δαιμονισμένοι» στὸ Ἱστο λόγιο «Ὀρθόδοξος Κόσμος» (5.4.2008), τὸ ὁποῖο δημοσιεύεται καὶ σὲ ἄλλα Ἱστο λόγια στὸ Διαδίκτυο.
50.Βλ. παράθεσι στὸ Ἀρχιμ. Ἱερωνύμου Ἰ. Κοτσώνη, Ἡ Κανονικὴ Ἄποψις περὶ τῆς Διακοινωνίας μετὰ τῶν Ἑτεροδόξων (Intercommunio),ἐκδ. «Ἡ Δαμασκός», ἐν Ἀθήναις 1957, σελ. 91-92.
51.Ἁγίου Ἰωάννου Κροστάνδης, Νουθεσίες Ἁγιοπνευματικὲς καὶ Παρακλητικὸς Κανών, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 157-158.
52.Θέσεις τοῦ Πρωτοπρ. π. Δημητρίου Στανιλοάε († 1993), στὸ Ἱερομ. Ἰωαννικίου Μπάλαν, Πνευματικοὶ Διάλογοι μὲ Ρουμάνους Πατέρες, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 205, 206, 208.
53.Εἶναι ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὸ τὸ ἑξῆς ἱστορικὸ περιστατικό: Ὅταν ἡ περὶ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανὸ Β΄ (1222-1240) Σύνοδος θέλησε πρὸς στιγμὴν νὰ φανῆ ἐπιεικὴς καὶ νὰ ἐπιτρέψη στὴν Κυπριακὴ Ἱεραρχία καὶ τὸν Κλῆρο, ποὺ διατελοῦσαν ὑπὸ στυγνὴ Λατινοκρατία, νὰ συμμορφωθῆ «κατ’ οἰκονομίαν» πρὸς προβαλλομένους ὅρους ἀπὸ τοὺς Παπικούς, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ὑποχωρητικοὶ ἔναντι ἀξιώσεων ὑπαταγῆς, προκειμένου νὰ ὑπηρετηθοῦν οἱ πιστοὶ καὶ νὰ ἀπο τραποῦν ἀπειλούμενες συμφορές, προκλήθηκε μέγας σάλος· «Μόλις ἐγνώσθη ἡ
λῆψις τῆς τοιαύτης ἀποφάσεως, ἐξωργισμένα πλήθη κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν εἰσώρμησαν εἰς τὴν αἴθουσαν τῆς συνεδριαζούσης Συνόδου καὶ ἀφοῦ ἐδήλωσαν εἰς τοὺς Συνοδικοὺς συνέδρους, ὅτι τὴν ὑποταγὴν ταύτην ἐθεώρουν πραγματικὴν ἀπάρνησιν τῆς πατροπαραδότου πίστεως, ἀπήτησαν ἀπὸ τοῦ Πατριάρχου νὰ μεταβληθῇ ἡ συνοδικὴ ἀπόφασις, ὅπερ καὶ πράγματι ἐγένετο»! (Ἀρχιμ. Ἱερωνύμου Ἰ. Κοτσώνη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 75).
54.Βλ. ἀναφορὰ στὸ πρὸ πεντηκονταετίας ἄρθρο τοῦ Σέρβου π. Δανιὴλ Κρίστιτς, ἔπειτα Ἐπισκόπου Βουδιμίου († 2002), «The Divine Fire and Man-made Steam», στὸ περιοδ. «The Faithful Steward», 14/2003, p. 8. Στὸ ἐνδιαφέρον αὐτὸ κείμενο, ὁ συγγραφεὺς ἀναφέρεται καὶ στοὺς «αὐστηροὺς παραδοσιακοὺς» Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι ταυτίζουν τὰ «ὅρια» τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὰ χαρισματικὰ ὅρια τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Δὲν ὑφίσταται Θεία Εὐχαριστία ἐκτὸς τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκ κλησίας. Οἱ Παραδοσιακοὶ διακρατοῦν δύο διαφορετικὲς πρακτικὲς στὴν ἀποδοχὴ τῶν ἑτεροδόξων. Οἱ πλέον αὐστηροί, ἀκολουθοῦντες τὸν Ἅγιο Κυπριανὸ Καρχηδόνος, βαπτίζουν τοὺς προσηλύτους (τοῦτο πράττουν κυρίως Ἕλληνες, ὅπως καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος), ἐνῶ ἄλλοι ἀρκοῦνται νὰ τοὺς χρίουν μὲ Ἅγιο Μῦρο, θεωροῦντες ὅτι δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου γίνεται ἔγκυρο καὶ ἐνεργὸ τὸ ἐκτὸς Ἐκκλησίας βάπτισμά τους (τοῦτο πράττουν κυρίως οἱ Σλάβοι).
26
Περὶ τῆς διαφορετικῆς πρακτικῆς ἀντιμετωπίσεως τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων ἀπὸ μέρους τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ἱστορικῶς, βλ. Ἀρχιμ. Ἱερωνύμου Ἰ. Κοτσώνη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 121-122.
Δηλώσεις καὶ ἐνέργειες πρωτοπόρων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὸν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ ὁποῖοι ἔθεσαν τὶς βάσεις γιὰ τὴν περαιτέρω ἀνάπτυξι τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστικῶν «θεολογιῶν», ὡς τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας» ἤ τῆς «θεολογίας τῆς διευρυμένης ἐκκλησίας», βλ. στὴν ἐφημερ. «Ὀρθόδοξος Ἐνημέρωσις», ἀριθ. 26/Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 1997, σελ. 103-104.
55.Ἀρχιμ. Σπυρίδωνος Μπιλάλη, Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, τ. Β΄, ἐκδ. «Ὀρθο δόξου Τύπου», Ἀθῆναι 1969, σελ. 343.
56.Αὐτόθι, σελ. 344.
57.Αὐτόθι, σελ. 345.
58.Αὐτόθι, σελ. 346.
59.Βλ. λῆμμα «Ἀθηναγόρας Α΄, Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης», στὴν «Μεγάλη Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία», τ. Α΄, «Στρατηγικὲς Ἐκδόσεις», Ἀθήνα, ἄ.χ. (2010), σελ. 388.
60.Ἀρχιμανδρίτου Γαβριὴλ Διονυσιάτου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 161.
61.Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἰ. Βασιλοπούλου, Ἀπὸ τὴν πορείαν τῆς ἀγάπης...,Ἀθῆναι 1968, σελ. 53α.
62.Ἐφημερ. «Καθολική», ἀριθ. 2705/20.7.1993, σελ. 3: «Ἡ Οὐνία, ὡς μέθοδος ἑνώσεως κατὰ τὸ παρελθόν,καὶ σημερινὴ ἀναζήτησις τῆς πλήρους κοινωνίας», § 13 (Τὸ ἐπίσημο κείμενο τῆς «Ζ΄ Ὁλομελείας τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου», Βελεμένδιον Λιβάνου, 17-24.6.1993).
63.Βλ. παράθεσι στὸ κείμενο: Σύναξις Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν,
«“Οὐκ ἐσμὲν τῶν Πατέρων σοφώτεροι” - Ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μὲ ἀφορμὴ τὴν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στὴ Μεγίστη Λαύρα»,περιοδ. «Θεοδρομία», ἔτος ΙΓ΄, τεῦχος 4/ Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2011, σελ. 622 (ὑποσημ. 53).
64.Αὐτόθι, σελ. 623.
65.Ἀρχιμ. Κυπριανοῦ - Ἱερομ. Κλήμεντος Ἁγιοκυπριανιτῶν, Οἰκουμενικὴ Κί νησις καὶ Ὀρθόδοξος Ἀντι-οικουμενισμὸς - Ἡ κρίσιμος ἀντιπαράθεσις ἑνὸς αἰῶνος (Συμβολὴ στὴν Ἀντι-οικουμενιστικὴ Θεολογία, 7), ἔκδ. Ἱερᾶς Συνόδου τῶν Ἐνισταμένων, Ἀθήνα 2001, σελ. 53.
66.Βλ. παρουσιάσεις αὐτοῦ καὶ τῶν ἐν συνεχείᾳ ἐνδεικτικῶς ἀναφερομένων Οἰκου μενιστικῶν περιστατικῶν, μὲ ὀπτικο-ακουστικὸ ὑλικό, κατὰ ἡμερομηνίαν παραθέσεως, στὸ ἐξαίρετο πνευματικῶς καὶ ἐνημερωτικῶς Ἱστολόγιο «Ἀκτῖνες» (http://aktines. blogspot.com/).
27
67.Β΄ Θεσσαλ. β΄ 3.
68.PG τ. 32, στλ. 463BC, Ἐπιστολὴ Ο΄ (70): «Ἀνεπίγραφος περὶ συνόδου».
69.Ματθ. κγ΄ 14.
70.PG τ. 32, στλ. 940Α, Ἐπιστολὴ ΣΝΑ΄ (251): «Τοῖς Εὐαισηνοῖς», § 4.
71.Βλ. ἄρθρο: «Ἀνεπίτρεπτος ἡ κοινωνία μὲ αἱρετικοὺς ἐπισκόπους»,ἐφημερ.
«Ὀρθόδοξος Ἐνημέρωσις», ἀριθ. 26/Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 1997, σελ. 101.
72.Αὐτόθι (μὲ παραπομπή: PG τ. 32, στλ. 388-392, Ἐπιστολὴ ΝΑ΄ (51): «Βοσπορίῳ ἐπισκόπῳ»).
73.Ἀποκαλ. κβ΄ 4.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου