ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

ΜΝΗΜΗ ΟΣΙΑΣ ΞΕΝΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΗΣ




Η Οσία Ξένη γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας, το έτος 1730 και,

ως νεαρή όμορφη κοπέλα παντρεύτηκε τον Αντρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ,

που είχε τον βαθμό του συνταγματάρχου και ήταν πρωτοψάλτης στην βασιλική αυλή.

 Η θέση αυτή ήταν μια πολύ υψηλή κοινωνική θέση και έδινε δόξα και υλική απολαβή.

Ήταν νέοι.

Είχαν αγάπη μεταξύ τους.

Υπηρέτησαν και οι δυο στην βασιλική αυλή και έκαναν το γάμο τους.

Ζούσαν πολύ ευτυχισμένοι μαζί.

Λόγω της νεότητάς τους,τους άρεσε πολύ να πηγαίνουν σε χοροεσπερίδες και σε συμπόσια.

Καλούσαν φιλοξενουμένους στο σπίτι τους και αυτοί οι ίδιοι πήγαιναν, ως φιλοξενούμενοι σε άλλα σπίτια.

Αυτά οι άνθρωποι τα ονομάζουν «καλή τύχη» και φαινόταν,ότι τίποτε στο ανδρόγυνο αυτό,

τον Ανδρέα και την Ξένια,

δεν θα έδινε τέλος σ’ αυτή τους τη χαρά.

Αλλά ξαφνικά ένα φοβερό χτύπημα,σαν κεραυνός εν αιθρία,ο αναπάντεχος θάνατος του αγαπημένου συζύγου, 

κεραυνοβόλησε την Ξένια Γκριγκόριεβνα

 στα είκοσι έξι της χρόνια,

ένα βράδυ σε ένα χορό ο άντρας της,ενώ έπινε με τους φίλους τους,

ξαφνικά έπεσε κάτω νεκρός.


 

Αυτό φυσικά ήταν πολύ οδυνηρό για την Ξένια.Ο Αντρέας, δεν είχε ποτέ εξομολογηθεί και λάβει Θεία Κοινωνία έως πριν πεθάνει, και εκείνη ανησυχούσε τρομερά για την ψυχή του.Σύντομα μετά την ταφή του,η Οσία Ξένια εξαφανίστηκε από την Αγία Πετρούπολη για οκτώ χρόνια. Πιστεύεται ότι αυτό το χρονικό διάστημα το πέρασε σε ένα ερημητήριο ή σε ένα μοναστήρι, μαθαίνοντας το δρόμο της πνευματικής ζωής.Όταν επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη, χάρισε τα υπάρχοντά της – το σπίτι της, τα χρήματά της, τα όμορφα ρούχα της. Κατά πρώτον άρχισε να βεβαιώνει σε όλους όσους την περιτριγύριζαν ότι ο σύζυγός της δεν πέθανε, αλλά ότι πέθανε αυτή. Φόρεσε τα ρούχα του νεκρού συζύγου της και άρχισε να ονομάζει τον εαυτό της Ανδρέα Φεοντόροβιτς. Οι συγγενείς της την θεώρησαν περισσότερο για παράφρονα, όταν αυτή άρχισε να μοιράζει την περιουσία της πιο φτωχούς και όταν έδωσε το σπίτι της στην Παρασκευή Ατόνοβα. Οι ενδιαφερόμενοι για την περιουσία της συγγενείς της στράφηκαν στις αρχές και ζήτησαν από αυτές να λάβουν μέτρα εναντίον μιας τέτοιας διάθεσης της κληρονομιάς της από αυτήν. Μετά από αυτήν την αναφορά των συγγενών οι αρχές την κάλεσαν και αφού συζήτησαν μαζί της, συμπέραναν ότι ήταν πολύ καλά στα λογικά της και είχε επομένως κάθε δικαίωμα να κάνει ότι ήθελε την περιουσία της. (σημειώνεται το συμβάν: οι συγγενείς της Ξένιας την πήγαν στο δικαστήριο αλλά ο δικαστής βρήκε ότι έχει καλό και γερό νου όσο αυτή συνέχιζε να βοηθά τους φτωχούς.)Κατά τα ίδια της τα λόγια, η Ξένη Γκριγκόριεβνα Πέτροβα είχε πεθάνει!… Βάζοντας τα ρούχα του συζύγου της και παίρνοντας το όνομά του ήταν, κατά τη γνώμη της, σαν να παρατεινόταν η δική του ζωή στο πρόσωπό της για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες του με τη δική της αφιερωμένη στο Θεό ζωή. Τώρα αυτή παρουσίαζε τον εαυτό της στον κόσμο με την δύσκολη υπηρεσία του Θεού ως «κατά Χριστόν τρελή».Η μακαρία Ξένια, που ήταν πλούσια πρώτα έζησε τώρα μια φτωχική, πολύ φτωχική ζωή. Ζούσε χωρίς σπίτι, περιπλανώμενη πιο δρόμους της πόλης εμπαιζόμενη και κακομεταχειριζόμενη από πολλούς. Η μόνη τροφή της ερχόταν από γεύματα που μερικές φορές δεχόταν από εκείνους που γνώριζε. Το βράδυ αποσυρόταν σε έναν αγρό έξω από την πόλη και εκεί γονατιστή προσευχόταν ως το πρωί. Δεν είχε πραγματικά που να κλίνη την κεφαλή της. Για σκέπη της είχε τον μελαγχολικό βροχερό ουρανό της αγίας Πετρούπολης, ενώ για κρεβάτι της είχε το υγρό γυμνό έδαφος. Περνούσε τις νύχτες της προσευχόμενη γονατισμένη στο γυμνό έδαφος των χωραφιών. Αυτό το μαρτυρούσαν η αστυνομία και οι κάτοικοι, που την ανακάλυψαν, γιατί είχαν την περιέργεια να μάθουν που εξαφανιζόταν τις νύχτες. Κάποτε κάποιος αστυνομικός την παρακολούθησε και την είδε να κλίνη τα γόνατά της σ’ ένα ανοιχτό χωράφι και να προσεύχεται. Άρχισε να προσεύχεται από το βράδυ και δεν σηκώθηκε μέχρι το πρωί. Κατά τη διάρκεια των προσευχών της έκανε μετάνοιες σε όλες τις διευθύνσεις προσευχόμενη για όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς.Κατά την ημέρα συνήθως γύριζε γύρω στους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης.Τα κουρελιασμένα ρούχα της δύσκολα την σκέπαζαν – μια κόκκινη φούστα και το στρατιωτικό σακάκι του άντρα της. Στα πόδια της είχε χαλασμένα παπούτσια και γύρω από το κεφάλι της είχε δεμένο ένα παλιό μαντήλι. Ακόμα και κατά τον βαρύ χειμώνα δεν φορούσε ζεστά ρούχα και παπούτσια, αν και η καλοσύνη του λαού της πρόσφερε πολλά απ αυτά. Σε όλες τις περιόδους του έτους την έβλεπαν ντυμένη στα ίδια κουρέλια. Το κρύο στην αγία Πετρούπολη ήταν δυνατό και διαπερνούσε τα κόκαλα. Αλλά η Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που χύνεται με αφθονία πιο αγίους του Θεού, τους έκανε να νικούν τους νόμους της φύσεως. Αυτή η Χάρη του Αγίου Πνεύματος έδινε ζεστασιά και δύναμη στη μακαρία Ξένη.Πολλοί αγαπούσαν αυτήν την ήσυχη, την ήρεμη, την ταπεινή και την ευγενική δούλη του Θεού Ξένια. Αρκετοί την λυπόντουσαν και της έδιναν ελεημοσύνη, αλλά αυτή δεν την έπαιρνε. Εάν δεχόταν κανένα μικρό κέρμα, αμέσως το έδινε σε κάποιον φτωχό ζητιάνο. Δεχόταν ελεημοσύνη από φιλεύσπλαχνους ανθρώπους, αλλά αμέσως τα χάριζε στους φτωχούς, κάνοντας καλό στους ανθρώπους στο όνομά του Αντρέα, έτσι ώστε αν η ψυχή του υπέφερε από τις αμαρτίες του τις οποίες δεν είχε μετανοήσει, οι πράξεις της και οι προσευχές της θα τον βοηθούσαν.Προσευχόταν τόσο πολύ για τον άντρα της και αυτό την έκανε Αγία!Κάποτε, το έτος 1764 μ.Χ., ταράχτηκε πολύ και ξέσπαγε κάθε μέρα σε δάκρυα. Οι άνθρωποι την ρωτούσαν την αιτία που κλαίει και αυτή απαντούσε: «Αίμα, αίμα, αυλάκι από αίμα!». Τότε όλοι ήταν ανήσυχοι για το τί άραγε θα συνέβαινε. Αλλά τρείς εβδομάδες αργότερα οι πολίτες της αγίας Πετρούπολης έμαθαν τί σήμαιναν τα λόγια της. Από την ρωσική ιστορία γνωρίζουμε ότι η προσπάθεια του αξιωματικού Μίροβιτς να ελευθερώσει τον αιχμάλωτο βασιλέα Ιβάν Αντώνοβιτς, που ήταν φυλακισμένος στο φρούριο Schlusselburg, απέτυχε και ο Ιβάν Αντώνοβιτς φονεύθηκε.Στις 24 Δεκεμβρίου 1761 μ.Χ., την παραμονή της Γεννήσεως του Χριστού, η μακαρία Ξένη περιερχόταν τους δρόμους της πρωτεύουσας και έλεγε στον καθένα να κάνη τηγανίτες. την επομένη μέρα ακούστηκε το φοβερό νέο: η αυτοκράτειρα Ελισάβετ Πέτροβα πέθανε ξαφνικά. Οι τηγανίτες θα ήταν για την αγρυπνία, που η προικισμένη με το προορατικό χάρισμα οσία Ξένη προφήτευσε. Τέτοιες περιπτώσεις που εκδηλωνόταν το προορατικό χάρισμά της και περιπτώσεις βοηθειών που πρόσφερε στον λαό με το χάρισμά της αυτό, έχουμε πολλές.Πριν πολλά χρόνια, όταν οι άνθρωποι της Αγίας Πετρούπολης έχτιζαν μια εκκλησία στο κοιμητήριό του Smolensk, η Αγία Ξένια συνήθιζε να πηγαίνει κατευθείαν το βράδυ και να κουβαλάει βαριούς πλίνθους οι οποίοι χρειάζονταν την επόμενη μέρα για το χτίσιμο της στέγης της εκκλησίας. Όταν οι τεχνίτες έρχονταν κάθε πρωί, έβρισκαν το σκληρότερο μέρος της δουλειάς τους ήδη τελειωμένο και αυτοί αναρωτιόνταν ποιός να ήταν που έκανε αυτή την ευγενική πράξη. Τελικά, δυο απ αυτούς αποφάσισαν να περάσουν το βράδυ τους στο κοιμητήριο. Περίμεναν και περίμεναν, και όταν έγινε σκοτάδι, η Αγία Ξένια εμφανίστηκε. Όλο το βράδυ, την παρακολουθούσαν να ανεβαίνει και να κατεβαίνει με τα τούβλα της, τους τοίχους της μισοτελειωμένης εκκλησίας.Η εκκλησία που η Αγία Ξένια βοήθησε στο χτίσιμο είναι ακόμη στο κοιμητήριό του Smolensk και δίπλα της υπάρχει ένα μικροσκοπικό παρεκκλήσιο στο οποίο έχει ταφή. Προσκυνητές από όλη τη Ρωσία ακόμη έρχονται εκεί να προσευχηθούν και να ζητήσουν να τους βοηθήσει. Κατά τη διάρκεια των φρικτά δύσκολων χρόνων στη Ρωσία, όταν οι εκκλησίες ήταν κλειστές λόγω του ότι ο Κομμουνισμός δεν ήθελε οι άνθρωποι να λατρεύουν το Θεό, προσκυνητές έρχονταν κρυφά στην Αγία Ξένια. Η πόρτα του παρεκκλησίου ήταν κλειδωμένη και δεν μπορούσαν να μπουν μέσα, έγραφαν τις προσευχές τους σε μικρά χαρτάκια και τα άφηναν μέσα στις ρωγμές των τοίχων. Στον Κομμουνισμό δεν άρεσε αυτό καθόλου, αλλά σύντομα κατάλαβαν ότι είναι αδύνατον να σταματήσουν τους Χριστιανούς να αγαπάνε τους Αγίους, ή να σταματήσουν οι Άγιοι να τους βοηθούν!Σαράντα πέντε χρόνια μετά το θάνατο του άντρα της, η Αγία Ξένια αναπαύθηκε εν ειρήνη, στην ηλικία των εβδομήντα ενός ετών, κάπου στα 1800 μ.Χ.Τελικά τοποθετήθηκε επάνω στον τάφο της μιά πλάκα από γρανίτη με την επιγραφή: «Εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Εδώ αναπαύεται το σώμα της δούλης του Θεού, Ξένης Γκριγκόριεβνα,γυναικός του αυτοκρατορικού πρωτοψάλτη, συνταγματάρχου Ανδρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ. Χήρα σε ηλικία 26 ετών, μία προσκυνήτρια για 45 χρόνια, έζησε 71 χρόνια. Ήταν γνωστή με το όνομα Ανδρέα Φεοντόροβιτς».



Αυτά γράφονται στο λακωνικό επιτύμβιο πάνω στον τάφο της μακαρίας Ξένης, 

γραμμένα από ένα άγνωστο πρόσωπο.

Όμως και αυτή η πλάκα επίσης βαθμιαία χαράσσονταν και φθείρονταν από τους πιστούς.

 Έπειτα χτίστηκε στον τάφο της ένα εκκλησάκι με τις προσφορές των πιστών.

 Πολλοί πιστοί άρχισαν να γράφουν πιο τοίχους του ναϋδρίου διάφορα αιτήματα, 

ώστε αναγκάστηκαν να τον χρωματίσουν.

 Οι ιερείς έκαναν παννυχίδες στο ναό από νωρίς το βράδυ μέχρι αργά το πρωί.

Τα χέρια των αθεϊστών δεν σεβάστηκαν τον τόπο της αναπαύσεως της αγίας.

 Γι’ αυτό τα παράθυρα ήταν κλειστά με σανίδες και η είσοδος ήταν κλειστή, 

αλλά ο δρόμος προς το νεκροταφείο Σμόλενσκ ήταν πάντοτε ανοιχτός.

 Νέοι και γέροι πήγαιναν στο παρεκκλήσιο, ψιθύριζαν τα αιτήματά τους 

για βοήθεια και έσκυβαν στο έδαφος κοντά στον τάφο.

Και η μακαρία Ξένη τους βοηθούσε όλους.

Θαύματα, θεραπείες και εμφανίσεις της Αγίας Ξένιας 

συμβαίνουν και σήμερα σε εκείνους που επισκέπτονται τον τάφο της ή που απλά ζητάνε τις πρεσβείες της.

Η Οσία Ξένια δοξάστηκε επίσημα πρώτα από την Ορθόδοξη Εκκλησία των Ρώσων της Διασποράς

 επί του Αγίου Αρχιεπισκόπου Φιλαρέτουτο 1978 και 

έπειτα το 1988 από το Πατριαρχείο της Μόσχας.

 

Πηγή: ''Ορθόδοξος Συναξαριστής''
Τίτλος, επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Η εικόνα ανήκει στην αγιογράφο Λυδία Γουριώτη
την οποία και ευχαριστούμε θερμά.


Οσία Ξένη η Ρωσίδα,η διά Χριστόν Σαλή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF