ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ



 

Η Κυριακή τῆς ᾿Ορθοδοξίας, καθιερώθηκε νά γιορτάζεται ἀπό τήν ᾿Εκκλησία μας 

μέ τήν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων καί τήν νίκη τῆς εὐσέβειας καταπάνω στούς εἰκονομάχους.

Οἱ εἰκονομάχοι ἤτανε οἱ νεωτεριστές ἐκεινοῦ τοῦ καιροῦ,

πού ἀρχίσανε ἀπό τήν κατάργηση τῆς εἰκονογραφίας, γιά νά προχωρήσουν,

σιγά - σιγά, ὅπως συνηθίζουν πάντα οἱ τέτοιοι, καί σέ ἄλλες καταλυτικές μεταρρυθμίσεις,

ὥσπου νά μήν ἀφήσουν τίποτα ἀπείραχτο στήν ᾿Ορθοδοξία. Η εἰκόνα στάθηκε τό σύμβολο τῆς ᾿Ορθοδοξίας

 καί γιά τίς εἰκόνες βρισκότανε σέ ἀναταραχή τό Βυζάντιο, σέ ἐμφύλιο πόλεμο,

ἐπί 116 χρόνια.

Στά 787 μ.Χ. ἔγινε ἡ ἐν Νικαίᾳ Ζʹ Οἰκουμενική Σύνοδος, πού ἐκήρυξε τήν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων 

κ᾿ ἔβαλε τέλος στήν εἰκονομαχία πού εἶχε ἀρχίσει ἀπό τά 726, ἐπί Λέοντος τοῦ ᾿Ισαύρου.

Αλλά, 

κ᾿ ὕστερα ἀπό τήν Ζʹ Οἰκουμενική Σύνοδο, ξαναζωντάνεψε ἡ εἰκονομαχία,

ὥς πού ἔγινε ἄλλη σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη, στά 842, κι᾿ αὐτή ἐπικύρωσε τήν Ζʹ Οἰκουμενική Σύνοδο,

κ᾿ ἔτσι ἔπαψε ἐκείνη ἡ μανία τῆς εἰκονομαχίας.

Αἰτία ἀπ᾿ ὅπου προέρχεται κάθε αἵρεση καί νεωτερισμός στή θρησκεία,

 εἶναι ἡ ἀπιστία κι᾿ ὁ ὀρθολογισμός.


Γι᾿ αὐτὸ κ᾿ οἱ εἰκονομάχοι ἤτανε ἄνθρωποι μὲ ψυχρὴ ψυχή, ἄπιστοι, ἀλαζόνες, ματαιόδοξοι, στερημένοι ἀπὸ πνευματικὸ βάθος, καὶ σπρωγμένοι, σὲ ὅ,τι κάνανε ἀπὸ πολιτικοὺς κι᾿ ἄλλους παρόμοιους ἀντιπνευματικοὺς σκοπούς. Οἱ ἀρχηγοὶ αὐτῆς τῆς κινήσεως, αὐτοκράτορες καὶ αὐλικοί, τραβοῦσαν μὲ τὸ μέρος τους τοὺς ὀλιγόπιστους,τοὺς ματαιόδοξους, καὶ τοὺς συμφεροντολόγους,ποὺ λογαριάζανε τὴν πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ δύναμη ποὺ εἶχαν αὐτοὶ οἱ ἀρχηγοὶ τῆς εἰκονομαχίας. Απὸ τ᾿ ἄλλο μέρος ἀγωνιζόντανε γιὰ τὴν πίστη τους, ποὺ εἶχε γιὰ σύμβολα τὶς εἰκόνες, οἱ εὐσεβεῖς κληρικοί, ἀπὸ τὸν Πατριάρχη ὥς τὸν καλόγηρο, καὶ μαζὶ μὲ τοὺς εὐλαβεῖς κληρικούς,οἱ ἁπλὲς ψυχὲς ποὺ εἴχανε βαθειὰ πίστη στὴν ᾿Ορθοδοξία καὶ στὴν παράδοσή της,οἱ ταπεινοὶ καὶ οἱ «πτωχοὶ τῷ πνεύματι», οἱ μακαρισμένοι ἀπὸ τὸν Χριστό, τὰ «μωρὰ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα».


Βέβαια ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς ὑπῆρχε καὶ «ὁ δεισιδαίμων ὄχλος»,ὅπως τοὺς λένε οἱ νεωτεριστὲς κ᾿ οἱ μεταρρυθμιστές. Αλλὰ αὐτὸς ὁ «ὄχλος» φαίνεται συχνὰ, πὼς βλέπει πιὸ καθαρὰ καὶ πιὸ μακρυὰ ἀπὸ τοὺς φωστῆρες τοῦ ψυχροῦ ὀρθολογισμοῦ, ὅπως ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη, λίγο πρὶν νὰ τὴν πάρη ὁ Τοῦρκος, ποὺ ὁ λαὸς μπόδισε τὴν ῞Ενωση τῆς ᾿Εκκλησίας μας μὲ τοὺς παπικούς, καὶ γλύτωσε τὸ γένος μας ἀπὸ τὸν ἀφανισμό, ὅπως λέγει κι᾿ ὁ σοφὸς ᾿Αδαμάντιος Κοραῆς, γράφοντας τοῦτα τὰ λόγια: «Διὰ τὴν δεισιδαιμονίαν ταύτην μάλιστα μᾶς ὀνειδίζουν, (οἱ Λατῖνοι), καὶ εἰς αὐτὴν ἀποδίδουν τὸ πεῖσμα τοῦ κοινοῦ λαοῦ (ποὺ τὸν λένε ὄχλο οἱ ἔξυπνοι) νὰ μὴ ἑνωθῇ μὲ τοὺς Παπιστάς, καὶ τὴν σταθερὰν αὐτοῦ ἀντίστασιν εἰς τοὺς ἐπιθυμοῦντας νὰ τὸν ἑνώσωσιν αὐτοκράτορας. Εἰς τὴν δεισιδαιμονίαν, ὅμως ταύτην (ἂν ἐγέννησε ποτέ τι καλὸν ἡ δεισιδαιμονία) χρεωστοῦμεν οἱ σημερινοὶ Γραικοὶ τὴν ὕπαρξίν μας. Χωρὶς τὸ εὐτυχέστατον τοῦτο πεῖσμα τῶν πρὸ ἡμῶν, ἡ δεισιδαιμονία ἤθελ᾿ αὐξηθῆ ἐπὶ πλέον,καὶ τὰ πολυπληθῆ τάγματα τῶν Δυτικῶν μοναχῶν ἔμελλον νὰ καταβρωμίσωσι τὸ ἔδαφος τῆς ταλαιπώρου ῾Ελλάδος...».


Αὐτὰ δὲν τὰ γράφει κανένας ὀπισθοδρομικὸς καὶ καθυστερημένος πνευματικά, ἢ κανένας παλαιοημερολογίτης, ἀλλὰ ὁ Κοραῆς, ποὺ τὸ ἄγαλμά του τὸ ἔχουν στήσει οἱ ῞Ελληνες μπροστὰ στὸ Πανεπιστήμιό τους, καὶ ποὺ στάθηκε στὰ χρόνια του πολὺ φιλελεύθερος, ἐνθουσιώδης ὀπαδὸς τῆς Γαλλικῆς ᾿Επανάστασης. Τί ἀποκρίνονται σ᾿ αὐτὰ οἱ βαθυστόχαστοι νεωτεριστὲς καὶ ὀρθολογιστές, ποὺ θαρροῦν, πὼς βαστᾶνε τὸ κλειδὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς ἐπιστήμης, καὶ περιπαίζουνε ἐμᾶς τοὺς «μωροὺς καὶ φανατικούς»; ῞Οπως εἴπαμε στὴν ἀρχή, αἰτία κάθε νεωτερισμοῦ στὴν παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας μας εἶναι ἡ ἀφοβία πρὸς τὸν Θεό, ἡ ἀσέβεια κι᾿ ἡ ἀπιστία. Ποτὲ ἕνας Χριστιανὸς, ποὺ νὰ πιστεύη ἀληθινά, ὄχι ψεύτικα, δὲν βρέθηκε ἀνάμεσα στοὺς νεωτεριστὲς καὶ στοὺς μεταρρυθμιστές.῾Ο ἄπιστος δὲ μπορεῖ νὰ ἔχῃ ταπεινὸ φρόνημα, ἀλλὰ εἶναι πάντα περήφανος, ἀλαζόνας. Κι᾿ αὐτὸ τὸ λέγει μὲ δυὸ λόγια ὁ ἅγιος ᾿Εφραὶμ ὁ Σῦρος: «῾Η ὑπερηφάνεια ἀναγκάζει ἐπινοεῖν καινοτομίας, μὴ ἀνεχομένη τὸ ἀρχαῖον». Βλέπεις τί λέγει; «ἀναγκάζει», δηλαδὴ ἡ περηφάνεια, ἡ ματαιοδοξία, βιάζει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει μέσα του,νὰ θέλη καὶ νὰ κάνη νεωτερισμούς, ἐπειδὴ εἶναι δοῦλος αὐτῆς τῆς περηφάνειας! Κ᾿ ἔπειτα λέγει «μὴ ἀνεχομένη τὸ ἀρχαῖον», δηλαδή, ἐπειδὴ δὲν χωνεύει «τὸ ἀρχαῖον», ἤγουν τὴν παράδοση, μὲ ἄλλα λόγια, ἐπειδὴ φαίνεται βαρὺ στὸν ματαιόδοξο νὰ παραδεχθῆ ἐκεῖνο ποὺ τοῦ παραδώσανε οἱ παλαιότεροι, «οἱ πρὸ ἡμῶν», ὅπως εἶπε ὁ Κοραῆς. Γιὰ νὰ παραδεχθῆ κανένας τὴν παράδοση, πρέπει νὰ ἔχη μέσα του ταπείνωση καὶ νὰ μὴ θέλη νὰ στήση τὸ δικό του θέλημα.


Δὲν ὑπάρχει νεωτεριστὴς στὴν ᾿Εκκλησία καὶ ἄνθρωπος, ποὺ νὰ θέλη νὰ γκρεμνίση, ὅ,τι παραλάβαμε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ περιφρουρήσανε τὴ θρησκεία μας μὲ τὴν εὐσέβειά τους καὶ μὲ τὴν ἀσάλευτη πίστη τους, ποὺ γι᾿ αὐτὴ ὑποφέρανε κάθε κακοπάθηση, κι᾿ αὐτὸν τὸν θάνατο, ναί, δὲν ὑπάρχει νεωτεριστὴς τέτοιος, ποὺ νὰ μὴν εἶναι ἄπιστος. ῍Ας κρύβεται, ἂς παρουσιάζεται γιὰ εὐλαβέστατος, ἂς κάνει τὸν ταπεινόφρονα, ἂς ἀγκαλιάζει, τάχα τοὺς ἐχθρούς του, μ᾿ ἕναν λόγο: ἂς φαίνεται ἀπ᾿ ἔξω σὰν ἅγιος, πρᾶος καὶ γλυκόλογος. Στ᾿ ἀληθινὰ εἶναι ἕνας ὑποκριτής. Ο ἅγιος ᾿Ιγνάτιος ὁ Θεοφόρος, ὁ ἁγιώτατος ἅγιος, ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀρχαίους ἱεράρχες τῆς ᾿Εκκλησίας, μαθητὴς τοῦ ἀποστόλου ᾿Ιωάννου τοῦ Θεολόγου, αὐτὸς ποὺ μονομάχησε μὲ τὰ θηρία γιὰ τ᾿ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, μέσα στὸ Κολοσσαῖο τῆς Ρώμης, ἐννενῆντα χρονῶν πρεσβύτης, ἔνοιωθε ριζωμένη τέτοια πίστη μέσα στὴν καρδιά του, ποὺ ἔλεγε στοὺς μαθητές του, ὁποὺ ἐνεργούσανε νὰ τὸν γλυτώσουνε ἀπὸ τὸ μαρτύριο: «Μὴ μὲ ἐμποδίζετε, τέκνα μου, νὰ πάγω στὸν ἀγαπημένο Κύριό μου. Εἶμαι σιτάρι τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ ἀλεστῶ (ἀπὸ τὰ δόντια τῶν θηρίων), γιὰ νὰ παρουσιασθῶ μπροστά του ῾῾ὡς ἄρτος εὐώδης καὶ καθαρός᾿᾿». Κ᾿ ἐπειδή, πολλὲς φορές, τὰ λεοντάρια δὲν θέλανε νὰ σπαράξουνε κάποιους Μάρτυρες, ὁ ᾿Ιγνάτιος, αὐτὸς ὁ σιδερόκαρδος ἑκατοχρονίτης μονομάχος, ἔλεγε στοὺς δικούς του: «Κι᾿ ἄν τὰ θηρία δὲν θελήσουνε νὰ μὲ φᾶνε,ἐγὼ θὰ τὰ βιάσω».


῎Ω ὕψος ἀπίστευτο,ποὺ φτάνει ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ,ὁποὺ κάνει ᾿Αχιλλέα πολεμιστὴ τὸν ἄκακο γέροντα, τὸν πρᾶο ἐπίσκοπο τῆς ᾿Αντιόχειας, ποὺ παραμέριζε γιὰ νὰ μὴ πατήσῃ ἕναν μήρμυγκα! Αλλά, γιατί ἐβγῆκα ἀπὸ τὴν ὑπόθεση ποὺ μιλοῦσα; Τὸ ἔκανα γιὰ νὰ ἀναφέρω, τί ἔλεγε αὐτός,ὁ ἅγιος γιὰ τοὺς νεωτεριστὲς τῆς θρησκείας. ῎Ελεγε λοιπόν: «Πᾶς ὁ λέγων παρὰ τὰ διατεταγμένα, κἂν νηστεύῃ,κἂν παρθενεύῃ, κἂν προφητεύῃ, κἂν σημεῖα ποιῇ, λύκος σοι φαινέσθω ἐν προβάτου δορᾷ, φθορὰν προβάτων κατεργαζόμενος». «῞Οποιος διδάσκει ἄλλα, ἀπὸ ὅσα διατάζει ἡ ᾿Εκκλησία, κι᾿ ἂν νηστεύη, κι᾿ ἂν εἶναι παρθένος, κι᾿ ἂν προφητεύη ἀκόμα, κι᾿ ἂν ἀκόμα κάνη θαύματα, αὐτὸν νὰ τὸν βλέπης σὰν λύκο ποὺ εἶναι σκεπασμένος μὲ προβιὰ προβατίσια, καὶ ποὺ μηχανεύεται πονηρὰ καταπάνω στὰ πρόβατα». ῎Ακουσέ τα, λοιπόν, ἐσὺ ποὺ διαβάζεις, καὶ τύπωσέ τα στὸ μυαλό σου, γιὰ νὰ μὴ ξεγελασθῆς ἀπὸ τὶς κολακεῖες, ἀπὸ τὰ γλυκόλογα,κι᾿ ἀπὸ τὴ ζαχαρίνη τῆς «ἀγάπης» ποὺ μεταχειρίζονται οἱ τέτοιοι παραβάτες κι᾿ ἀποστάτες, μὲ σκοπὸ νὰ σὲ παραπλανήσουν.


῞Ολα τὰ καταχθόνια σχέδιά τους,τὰ σκεπάζουν μὲ τὸ πανάγιο ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶπε ὀχτὼ φορὲς «Οὐαί!», ὀχτὼ φορὲς «ἀλλοίμονο!» γιὰ τοὺς ὑποκριτές.  «᾿Αλλοίμονο» εἶπε καὶ γιὰ ὅσους κάνουν σκάνδαλα, ὅπως κάνουν αὐτοὶ οἱ νεωτεριστές: «Οὐαὶ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι᾿ οὗ τὸ σκάνδαλον ἔρχεται» (Ματθ. ιηʹ 7). Ναί! Σήμερα, στὶς μέρες μας, φανερωθήκανε κάποιοι ἄλλοι ἀποστάτες, ὄχι μοναχὰ εἰκονομάχοι, ἀλλὰ καὶ γενικὰ «᾿Ορθοδοξομάχοι»,ποὺ παρουσιάζονται σὰν ὑπέρμαχοι τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ὅπως οἱ Φαρισαῖοι παρουσιαζόντανε σὰν ὑπέρμαχοι τοῦ Νόμου, ἐνῶ τὸν καταργούσανε. Πρόδρομοι στοὺς νεωτεριστὲς ποὺ φανερώνονται στὶς πονηρὲς μέρες μας,σταθήκανε κάποιοι ᾿Αρχιερεῖς καὶ Πατριάρχες,ποὺ εἴχανε πάρει «προοδευτικὲς» καὶ νεωτεριστικὲς ἰδέες ἀπὸ τὸ «ἐξωτερικὸ» καὶ θελήσανε νὰ «ἀναμορφώσουν τὴν ᾿Εκκλησίαν, διὰ νὰ τὴν προσαρμόσουν εἰς τὰς ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς μας». Αὐτὴ τὴν ἀνάγκη «τῆς προσαρμογῆς», τὴν αἰσθάνονται, ἐπειδὴ βλέπουν, πὼς ὁ κόσμος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴ θρησκεία, καὶ προσπαθοῦν τάχα μὲ τὰ γιατροσόφια τῶν νεωτερισμῶν καὶ τῶν «προσαρμογῶν» νὰ τραβήξουν τοὺς ἄθρησκους. Αλλὰ ὁ ζῆλος τους εἶναι «ὁ μωρὸς ζῆλος», γιατὶ φανερώνει, πὼς θέλουν νὰ στηρίξουν τὴ θρησκεία μὲ κάποιους νεωτερισμοὺς ποὺ τὴν καταργοῦν καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν κάνουν τίποτα, ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι εἶναι άπιστοι. ῞Ενας «κόκκος πίστεως» θἂφτανε ἐκεῖ ποὺ δὲν κάνουν τίποτα οἱ νεωτερισμοί, κι᾿ οἱ Διασκέψεις, καὶ τὰ Παγκόσμια Συμβούλια, καὶ οἱ ᾿Οργανώσεις, καὶ «αἱ μωραὶ (συ)ζητήσεις καὶ γενεαλογίαι καὶ μάχαι νομικαὶ» (᾿Απόστολος Παῦλος).



Καί, πώς δέν κάνουν τίποτα ὅλα αὐτά,οἱ νεωτερισμοί στή λατρεία καί οἱ προσπάθειες 

γιά τήν «προσαρμογή»,ἀπόδειξη εἶναι τό, ὅτι στίς χῶρες, πού γίνονται αὐτά ἀπό τούς θρησκευτικούς ἀρχηγούς,

στίς χῶρες τῆς Εὐρώπης καί τῆς ᾿Αμερικῆς, μάταια γίνονται «οἱ προσαρμογές»,

ἀφοῦ δέν ὑπάρχει προζῦμι γιά νά ζυμωθῆ τό ψωμί, δηλ. ἡ πίστη, καί τό ὅτι τό θρησκευτικό αἴσθημα,

τό ἀληθινό,σβήνει καί χάνεται, ἐνῶ μέρα μέ τή μέρα, ἡ ἀπιστία θριαμβεύει.

Ο ὑστερικός θαυμασμός, πού ἔχουνε σέ κάθε πρᾶγμα πού γίνεται στή Δύση,

αὐτοί οἱ ξιππασμένοι ρασοφόροι μας,

πού ζήσανε στό ἐξωτερικό κι᾿ ἀπομείνανε κατάπληκτοι ἀπό τήν ὑλική δύναμη τῆς Δύσης, 

τούς κάνει νά εἶναι τυφλοί καί νά μή νοιώθουν τίποτα ἀπό τό πνευματικό βάθος τῆς ᾿Ορθοδοξίας,

ἀλλά νά πιθηκίζουν τούς Παπικούς, τούς ᾿Αγγλικανούς καί τούς Προτεστάντες.

Μιά σειρά λοιπόν ἀπό τέτοιους ἐξευρωπαϊσμένους ρασοφόρους,

ὅπως εἶναι οἱ κληρικοί τοῦ κλίματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου,

τοῦ Πατριαρχείου τῆς ᾿Αλεξανδρείας 

καί τῶν ῾Ιεροσολύμων, ἑτοιμάσανε τόν δρόμο στούς σημερινούς παπολάτρες 

καί κάθε λογῆς νεωτεριστές,

πού πᾶνε νά καταργήσουν τήν πίστη τῶν Πατέρων μας.

Κορυφαῖος νεωτεριστής στάθηκε 

ὁ Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης,

ἀδίστακτος, ἀσεβής κι᾿ ἄθεος.

῾Ο Θεός νά τόν συγχωρήσει.

Καί ὅμως,

πόσοι τέτοιο καταλύτες τῆς ᾿Ορθοδοξίας θά γιορτάσουν 

τήν Κυριακή τῆς ᾿Ορθοδοξίας!...




Εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος»
ἀριθμός 50
Μάρτιος 1965
σελ.1 καί 4
Επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ




   Φώτης Κόντογλου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF