ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

ΟΙ ΑΘΕΟΙ ΚΟΙΝΩΝΗΣΑΝ ΤΟΥΣ ΧΩΡΙΚΟΥΣ ΜΕ ΒΟΤΚΑ




Στο χωριό Γορέλοβο είχα οργανώσει πνευματικές συναντήσεις και συζητήσεις μέσα στο δάσος.

Δεν ήταν δύσκολο να το μυριστούν.

Μ΄έπιασαν και μ' έκλεισαν στην φυλακή.

Αργά την νύχτα έρχεται ο κομισάριος.

Γεροδεμένος άντρας, γίγαντας!

Ήταν στουπί στο μεθύσι. Μόλις που κρατιόταν στα πόδια του. 

Τραυλίζοντας με πρόσταξε:

— Βήμα... εμπρός, μαρς!

Πίσω μου!... Μ' έφερε σε μία μεγάλη παράγκα. Ήταν γεμάτη από «συντρόφους».

Όλοι μεθυσμένοι.

Σ΄ένα σκαμνί καθόταν κάποιος ακορντεονίστας. Μόλις με είδε  — ήταν,

φαίνεται, ειδοποιημένος 

— άρχισε να παίζει ένα χορευτικό σκοπό.

Ο κομισάριος μ΄άρπαξε απ΄τα μαλλιά, μ΄έστησε στη μέση και φώναξε προστακτικά:

— Χόρευε!

Δεν έφερα καμμία αντίρρηση.

Χόρεψα.

Κι όταν σταμάτησα, κάθησα σ΄ένα πάγκο και γέλασα.

Γέλασα ξερά, μεταλλικά...

Ύστερα ξέσπασα σ΄ένα αυθόρμητο,ασυγκράτητο κλάμμα, ανακατεμένο κι αυτό

 πάλι μ΄ένα γέλιο αλλόκοτο και μ΄επιφωνήματα ψυχικού πόνου.



Είχα χάσει κάθε αυτοέλεγχο... Όταν ηρέμησα λίγο, έριξα την ματιά μου ολόγυρα. Καί τους βλέπω όλους σιωπηλούς, με κατεβασμένα τα κεφάλια... Στην σιωπή του Ρώσου υπάρχει πάντα κάτι το ιερό... Ο πρώτος που έσπασε την σιγή,ήταν ο κομισάριος. Αναστέναξε. Ένα βογγητό του ξέφυγε... Τον βλέπω... να πέφτει στα πόδια μου! — Συγχώρεσέ με, άνθρωπε του Θεού! Τον σήκωσα. Καθίσαμε στο τραπέζι. Σέρβιραν τσάι. Μέ φίλεψαν ό,τι εἶχαν. Ένας μου λέει: — Πες μας κάτι πνευματικό, ωφέλιμο, μόνο να μην είναι για την δική μας ζωή και για την δική μας χώρα... Αν δεν είμαστε άξιοι για λόγο Θεού, τότε διηγήσου μας ένα παραμύθι!... Μέχρι που λάλησαν τα κοκόρια, συζητούσα μαζί τους. Άκουγαν τον κάθε μου λόγο με κατεβασμένα τα κεφάλια και μ΄αναστεναγμούς... Την ώρα του αποχαιρετισμού, μου είπαν: —Τράβα στον δρόμο σου,παππούλη!


Μη μας κρατήσεις κακία... Εμείς αυτό... ε... με λίγα λόγια... Καλά! Τί να πούμε πιά!... Βαρύς ο σταυρός της αμαρτίας, που έχει φορτωθεῖ ο Ρώσος... Κάποια νύχτα, σ᾿ένα καλύβι, έγινα μάρτυρας μιας άγριας ρώσικης κραιπάλης. Πέντε άνδρες του κόκκινου στρατού, μαζί με το σπιτονοικοκύρη,τον ψαρά Συμεών, και τον καμπούρη γυιο του Πέτρο, έφτιαχναν παράνομο πιοτό. Το ξέρω πως έπρεπε να είχα φύγει από κει, αλλά έμεινα σκόπιμα: Γιατι απ' το μεθύσι και την αμαρτία του Ρώσου, που έχει πάντα κάτι το μελαγχολικό, μπορεί να βγάλει κανείς πολλά χρήσιμα συμπεράσματα. Τότε η ψυχή αποκαλύπτεται!... Και σ΄αὐτές τις «θανάσιμες ώρες», της χρειάζεται ένας παρηγορητής... Οι στρατιώτες ήταν γεροδεμένοι, στρογγυλοπρόσωποι, με πλακουτσωτές μύτες. Όσο τους έβλεπα ξεμέθυστους και νηφάλιους, τους καμάρωνα. Συλλογιζόμουν: «Τί καλά που θά΄ταν,αν δούλευαν παραγωγικά για την πατρίδα μας και τον λαό μας... αν καλλιεργούσαν τα χωράφια, αν θέριζαν το σιτάρι...».


Τα λόγια τους είναι σκληρά. Φτύνουν καί βλαστημάνε. Με πήρε το μάτι τους —ήμουνα μαζεμένος σε μία γωνιά. —Ποιός είν΄αυτός; ρωτάει ένας τους φτύνοντας αηδιαστικά. —Περιπλανώμενος τσαγκάρης! αποκρίνεται ο Συμεών. —Ε, τότε φτιάξε μου τις μπότες!πετάχτηκε ένας ἄλλος.  Έβγαλε αμέσως τις μισοδιαλυμένες μπότες του και μου τις πέταξε. —Θα σε πληρώσω! Μην φοβάσαι! πρόσθεσε. Καταπιάστηκα με την δουλειά. Εκεῖνοι κάθισαν στο τραπέζι και άρχισαν να πίνουν,θέλησαν να με κεράσουν. Ήπια ένα ποτήρι, αλλά μου πρόσφεραν και δεύτερο. Για να τ΄αποφύγω, δικαιολογήθηκα: —Όχι άλλο,παιδιά. Η καρδιά μου είναι αδύνατη... Παραήπιανε. Το λαθραίο οινόπνευμα τους μέθυσε για τα καλά. Άρχισαν να παινεύονται σαν μικρά παιδιά και να περιγράφουν τους ηρωισμούς τους. Πολλές και φοβερές ιστορίες διηγήθηκαν,αλλά μία απ΄όλες με συνετάραξε «έως θανάτου». —Ε, και τι ν΄ αυτά που είπαμε ως τώρα; τίποτα! Εμεῖς κάναμε πιο παστρικές δουλειές, που ούτε στον ύπνο σας δεν τις έχετε δει! Μιλούσε ένας μικρόσωμος νεαρός με κόκκινα, στρογγυλά φρύδια. Η φωνή του ήταν τσιριχτή, διαπεραστική. Με τα μάτια έκανε νόημα στον αντικρινό του —ένα παλληκάρι με πλατύ, μαλλιαρό μέτωπο καί λιπαρές, βρώμικες ρυτίδες.


Θυμάσαι πως κοινωνήσαμε με σαμογόν; (Βότκα οικιακής κατασκευής, πολύ δυνατή και με βαρειά μυρωδιά. —Σώπα, καλύτερα..., κατσούφιασε ο άλλος. —Δεν μπορώ!... Πω, πω, τι νταβαντούρι έγινε!... —Σκάσε!...φώναξε βραχνά ο μαλλιαρός. Αυτός όμως εέχε πάρει φόρα. —Δεν είναι πολύς καιρός που ἔγινε... Είχαμε φτάσει σ΄ ένα κεφαλοχώρι. Η εκκλησία ήταν ήδη κλειστή καί σφραγισμένη. Τον παππὰ τον καψαλίσανε, λέει, σαν γουρουνόπουλο πάνω στην φωτιά... κι έπειτα του χώσανε στο λαρύγγι έναν αναμμένο δαυλό... Ναί... Λοιπόν, ακούστε παρακάτω... Είμαστε ακόμα στον πρόλογο... Αρχηγός μας ήταν ο Παύλος Νικοντήμοβιτς Βοζνεσένσκυ... Κεφάλας καὶ φαφλατάς —τέλος πάντων!... Σπούδαζε κάποτε σε ιερατική σχολή... Ακοῦς εκεί, παππάς ήθελε να γίνει!... Χα!... Σε μια στιγμή λοιπόν, εκεῖ που το γλεντούσαμε, σηκώνεται ο Βοζνεσένσκυ και λέει με την βροντερή του φωνή: «Σύντροφοι! Θέλετε να κάνω μία φάρσα στους βλάκες χωρικούς;». Έδειχνε τα δόντια του σαν πεινασμένος λύκος... και τα φλογισμένα μάτια του, ω, πόσο φοβερά ήταν...


Μα, γιατι τα λες τώρα; τον έκοψε πάλι με οργή ο μαλλιαρός. -Πάψε!...Λοιπόν...«θέλετε», λέει, «να κάνω την φάρσα;». Εμεῖς φυσικά ρωτήσαμε, τι είδους φάρσα εννοοῦσε. «Ναι», βρόντηξε ο Βοζνεσένσκυ την γροθιά του στο τραπέζι.«Αύριο θα λειτουργήσω στην εκκλησία και θα κοινωνήσω το λαό...με σαμογόν!...». Εμείς χλωμιάσαμε απ' την ταραχή και το φόβο... Αλλά μετά το γλέντι, αφοῦ σκορπίσαμε, το είχαμε ξεχάσει —ή μάλλον αδιαφορήσαμε. Αφού «η θρησκεία είναι το ὄπιο», κ.λ.π., κ.λπ. Την άλλη μέρα, γύρω στις δέκα, ένας δικός μας χτύπησε την καμπάνα. Όλο το χωριό σηκώθηκε στο πόδι. Καμπάνα; ...αποροῦν. Τί συμβαίνει; Τους ἀνακοινώνουμε ότι η κρατική εξουσία, δείχνοντας κατανόηση στα λαικά αιτήματα, αποφάσισε να επιτρέψει την ελεύθερη τέλεση της δημόσιας λατρείας. Γι΄αυτό έστειλε ακόμα και Ιερέα... Οι χωρικοί άρχισαν να πανηγυρίζουν. Κίνησαν ομαδικά για την εκκλησία... 


Ήταν δακρυσμένοι από χαρά... Πέσανε πάνω στις εικόνες και τις φιλούσανε με μiα λαχτάρα... τ;iς στολίζανε με λουλούδια, τις ξεσκονίζανε... Ο Παῦλος Νικοντήμοβιτς φόρεσε τ΄ άμφια, όλα όπως πρέπει... Έγινε μια αυτοσχέδια χορωδία... Βρέθηκε κι ένας γέρος νεωκόρος... Τέτοια λειτουργία έγινε, που όλοι μέσα στην εκκλησία κλαίγανε μ;e λυγμούς... Όσο διηγιόταν ο νεαρός, το μαλλιαρό παλικάρι του έριχνε οργισμένες ματιές. Τελικά δεν άντεξε. —Πάψε, κάθαρμα! Ούρλιαξε. Και μ΄ αυτά τα λόγια, έχασε την ισορροπία του, έπεσε απ΄ το σκαμνί καί σωριάστηκε κατάχαμα. Όπως ήταν μεθυσμένος, αποκοιμήθηκε αμέσως. Άρχισε να ροχαλίζει δυνατά. Πότε-πότε ταραζόταν από ακούσια αναφιλητά... -Μεσολάβησε μικρή σιωπή. —Καί λοιπόν; τι έγινε; Κοινώνησε τους χωριάτες; ρώτησε ψιθυριστά ο καμπούρης γυιος του Συμεών, ρίχνοντας μία κλεφτή ματιά στον κοιμισμένο. —Ναί, τους κοινώνησε... είπε, και συνέχισε πιο χαμηλόφωνα, με φανερή ψυχική ταραχή, που ήταν ζωγραφισμένη στο φοβισμένο του βλέμμα. Τους κοινώνησε... κι ύστερα βγήκε να κάνει κήρυγμα!... Τί έγινε τότε!... Άρχισε να βλαστημάει και να βρίζει τον Χριστό, την Παναγία, τους Αγίους... Εγώ απ΄ την τρομάρα μου είχα κολλήσει στο πάτωμα, είχα κοκκαλώσει... 



Κι ο λαός...

Τί έγινε με τον λαό!...

Στο σημείο αυτό ο νεαρός αφηγητής έκλεισε τα μάτια,

ζάρωσε το μέτωπο και σκούπισε τον ιδρώτα του με το μανίκι της χλαίνης του.

Το πρόσωπό του συσπάστηκε.

Τα δόντια του χτυπούσαν.

Και τα χέρια του δεν ήξερε που να τα βάλει... 

— Αν δεν μπορείς, μη συνεχίσεις..., του είπε ο ψαράς, τρέμοντας κι αυτός απ΄ την ταραχή.

Ναι, ο λαός...

Έχετε δει πως η θύελλα σηκώνει τις σκεπές, πως ξεριζώνει τα βράχια και τα συντρίβει;

Ε, έτσι έκαναν κι αυτοί με τον Βοζνεσένσκυ!

Τον σήκωσαν,

τον πέταξαν κάτω,

κι άρχισαν να τον χτυπάνε κραυγάζοντας αγανακτισμένα... να τον χτυπάνε με τις μπότες,

με τις γροθιές, με τα κηροπήγια...

να τον χτυπάνε στο κεφάλι, στο στήθος, στ΄αχαμνά...

Χύθηκαν τα μυαλά του... τα σωθικά του... τα έντερά του!!!

...Οι εικόνες ολόγυρα πιτσιλίστηκαν με το αίμα του!»

Συνεχίζεται...



Σημείωση: Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο ''ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΡΑΒΔΙ'' του Βασιλείου Νικηφόρωφ-Βόλγιν. Από το 1921 ο νεαρός εμιγκρές άρχισε να δημοσιεύει άρθρα και δοκίμια σε περιοδικά και εφημερίδες με το ψευδώνυμο Βόλγιν (επειδή ο μεγάλος ρωσικός ποταμός Βόλγας σχετιζόταν με τις παιδικές του αναμνήσεις). Το 1937 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Τα ονομαστήρια της γης» και τὸ 1938 «Το οδοιπορικό ραβδί». Η επιβολή του κομμουνιστικού καθεστῶτος και στην Εσθονία, μετά την κατάληψή της από τα σοβιετικά στρατεύματα (1940), τον αναγκάζει να σταματήσει την δημοσιογραφική-συγγραφική δραστηριότητά του. Ένα τρίτο βιβλίο του με τον τίτλο «Αρχαία πόλη», που από το 1939 ετοιμαζόταν να εκδοθεί, δεν θα δει τελικά το φως της δημοσιότητας.

Τον Μάιο του 1941, ενώ δουλεύει σε ναυπηγείο,συλλαμβάνεται από την μυστική αστυνομία και φυλακίζεται με την κατηγορία της αντισοβιετικής προπαγάνδας. Λίγο αργότερα μεταφέρεται στο Κύρωφ (Βιάτκα), όπου δικάζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Εκτελέστηκε με τουφεκισμό στις 14 Δεκεμβρίου του 1941 σαν εχθρός του λαού...! Το πρώτο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει το αυτοτελές έργο του συγγραφέα «Το οδοιπορικό ραβδί». Πρόκειται για άτακτες ημερολογιακές σημειώσεις ενός αγνώστου ρώσου ιερέα, που ἔζησε στο πρώτο μισό τοῦ 20ού αιώνα,και που αποτύπωσε στο χαρτί βιώματα και γεγονότα της ζωής του,λίγο πρίν και μετά την οκτωβριανή επανάσταση!...Το δεύτερο μέρος περιέχει τέσσερα κείμενα-μαρτυρίες, όπου ο συγγραφέας περιγράφει, είτε προσωπικές μετεπαναστατικές εμπειρίες του, είτε άλλα περιστατικά,που πληροφορήθηκε από τους πρωταγωνιστές τους ή από αυτόπτες μάρτυρες -το τελευταίο μάλιστα, έχει γίνει πλατιά γνωστό εδώ και δεκαετίες, όχι μόνο μέσα στην Ρωσία, αλλά κι έξω από τα σύνορά της. 



Βασιλείου Νικηφόρωφ-Βόλγιν 

ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΡΑΒΔΙ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF