«...ἵνα τις θῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ»
Ἐκπληκτικὸ Παράδειγμα «Μείζονος Ἀγάπης».
Τὸ ἐθελούσιο μαρτυρικὸ τέλος τοῦ Ἁγίου Μοναχοῦ Λέοντος Καππαδόκη
'Οταν βασίλευε ὁ Τιβέριος, ὁ Βασιλιὰς καὶ πιστότατος Καίσαρας (578-582), ἐπισκεφθήκαμε τὴν Ὤαση, στὴν ὁποία ὅταν φθάσαμε, εἴδαμε ἕνα μεγάλο κατὰ Θεὸν Μοναχό, στὴν καταγωγὴ Καππαδόκη. Καὶ τὸ ὄνομά του Λέων. Γι᾿ αὐτὸν πολλοὶ πολλὰ καὶ θαυμαστὰ μᾶς διηγήθηκαν. Ἐμεῖς, ἀφοῦ τοῦ κάναμε συντροφιὰ καὶ γνωρίσαμε καλὰ τὸν ὅσιο ἄνδρα, ὠφεληθήκαμε πολὺ καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχε πρὸς ὅλους. Μᾶς ἔλεγε λοιπὸν αὐτὸς ὁ ἀοίδιμος Γέροντας: «Πιστέψτε με, παιδιά μου, πρόκειται νὰ γίνω βασιλιάς». Ἐμεῖς τότε τοῦ λέγαμε: «Σὲ βεβαιώνουμε, ἀββᾶ, ὅτι ἀπὸ τὴν Καππαδοκία κανένας δὲν ἔγινε ποτὲ βασιλιάς· ἄδικα λοιπὸν ἔχεις αὐτὸν τὸν λογισμό». Αὐτὸς ὅμως ξαναέλεγε: «Ἀναμφισβήτητα, παιδιά μου, πρόκειται νὰ γίνω βασιλιάς»·
καὶ κανένας δὲν μποροῦσε νὰ τὸν πείσει νὰ ἀποχωρισθεῖ ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν λογισμό. Ὅταν λοιπὸν ἦλθαν οἱ Μάζικες καὶ λεηλάτησαν ὅλη τὴν χώρα ἐκείνη, ἦλθαν στὴν Ὤαση καὶ πολλοὺς μὲν Μοναχοὺς σκότωσαν, πολλοὺς δὲ καὶ αἰχμαλώτισαν.Μέσα σ᾿ αὐτοὺς πῆραν ἀπὸ τὴν Λαύρα καὶ τὸν Ἀββᾶ Ἰωάννη (ἦταν αὐτὸς χειροθετημένος Ἀναγνώστης τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως) καὶ τὸν Ἀββᾶ Εὐστάθιο τὸ Ρωμαῖο καὶ τὸν Ἀββᾶ Θεόδωρο. Ἦσαν ὅμως καὶ οἱ τρεῖς ἀσθενεῖς. Ἀφοῦ λοιπὸν αἰχμαλωτίσθηκαν αὐτοί, λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης στοὺς βαρβάρους: «Πηγαίνετέ με στὴν πόλη καὶ πείθω τὸν Ἐπίσκοπο νὰ σᾶς δώσει εἰκοσιτέσσερα χρυσὰ νομίσματα». Τὸν πῆρε λοιπὸν ἕνας ἀπὸ τοὺς βαρβάρους καὶ τὸν φέρνει κοντὰ στὴ πόλη. Καὶ πῆγε ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης στὸν Ἐπίσκοπο. Βρέθηκε τότε κι ὁ Ἀββᾶς Λέων στὴν πόλη καὶ κάποιοι ἄλλοι ἀπὸ τοὺς Πατέρες· γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν τοὺς ἔπιασαν.
Ἦλθε λοιπὸν ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης κι ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ τὸν Ἐπίσκοπο νὰ δώσει τὰ νομίσματα στὸν βάρβαρο. Ὁ Ἐπίσκοπος ὅμως ἔτυχε νὰ μὴν ἔχει παραπάνω ἀπὸ ὀχτώ χρυσὰ νομίσματα. Θέλησαν λοιπὸν νὰ τὰ δώσουν στὸν βάρβαρο. Καὶ δὲν τὰ πῆρε, ἀλλὰ εἶπε: «Ἢ δῶστε μου εἰκοσιτέσσερα νομίσματα ἢ μοναχό». Ἀναγκάστηκαν λοιπὸν οἱ κάτοικοι τοῦ κάστρου νὰ δώσουν τὸν Ἀββᾶ Ἰωάννη στὸν βάρβαρο κλαίοντα καὶ ὀδυρόμενο. Καὶ τὸν πῆραν στὶς σκηνές τους. Μετὰ λοιπὸν τρεῖς μέρες πῆρε ὁ Ἀββᾶς Λέων ὀχτὼ νομίσματα καὶ βγῆκε στὴν ἔρημο, ὅπου ἦσαν οἱ βάρβαροι. Καὶ παρακαλοῦσε λέγοντας: «Πάρτε ἐμένα καὶ τὰ ὀχτώ νομίσματα κι ἀπολύστε αὐτούς, γιατὶ εἶναι ἀσθενεῖς καὶ δὲν μποροῦν νὰ σᾶς ὑπηρετήσουν καὶ πρόκειται νὰ τοὺς σκοτώσετε. Ἐγὼ ὅμως καὶ ὑγιής εἶμαι καὶ σᾶς ὑπηρετῶ». Τότε οἱ βάρβαροι πῆραν αὐτὸν καὶ τὰ ὀχτώ νομίσματα κι ἀπόλυσαν τοὺς τρεῖς. Πῆγε λοιπὸν ὁ Ἀββᾶς Λέων μέχρις ἑνὸς σημείου μαζί τους καὶ, ἐπειδὴ ἐξαντλήθηκε, τὸν ἀποκεφάλισαν.
Καὶ ἐκπλήρωσε ὁ Ἀββᾶς Λέων τὸ ρητὸ τῆς Γραφῆς: «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις θῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ». Τότε κι ἐμεῖς καταλάβαμε ὅτι αὐτὸ ἦταν ποὺ ἔλεγε ὅτι πρόκειται νὰ βασιλεύσει. Γιατὶ πράγματι βασίλευσε δίνοντας τὴν ζωή του γιὰ τοὺς φίλους του!
Εκ του ορθοδόξου περιοδικού της
Ιεράς Γυναικείας Μονής Αγίων Αγγέλων
Αφίδνες Αττικής
''ΟΙΚΟΔΟΜΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ''
Αριθμός τεύχους 7, Ιούνιος-Αύγουστος 2015
Επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου