ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΟΙ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ




Κατὰ τὴν ἁγία Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἑνωθήκανε τὰ οὐράνια μὲ τὰ ἐπίγεια.

 Ὁ οὐρανὸς ἔδωσε τὸν Ἀστέρα καὶ τοὺς Ἀγγέλους ποὺ δοξολογούσανε ψέλνοντας, καὶ 

ἡ γῆ ἔδωσε τὴν Παναγία, τὸν Ἰωσήφ, τοὺς τσομπάνηδες καὶ τοὺς μάγους.
Αὐτοὶ οἱ μάγοι 

εἶναι μυστήριο πὼς βρεθήκανε σὲ κεῖνο τὸ ἔρημο μέρος, ξεκινημένοι ἀπὸ τὴ μακρινὴ Χαλδαία. 

«Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας ἐν ἡμέραις Ἡρώδου τοῦ βασιλέως, 

ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;

 εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ.»


 

Αὐτὰ λέγει τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο. Καὶ πὼς σὰν ἄκουσε ὁ Ἡρώδης πὼς γεννήθηκε ὁ Χριστός, ὁ βασιλέας τῶν Ἰουδαίων, νόμισε πὼς εἶναι ἐπίγειος βασιλιὰς κι ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως τοῦ πάρει τὴν βασιλεία, σύναξε ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς, καὶ τοὺς ρωτοῦσε ποῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός. Καὶ ἐκεῖνοι τοῦ εἴπανε: Στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας, γιατὶ ἔτσι εἶναι γραμμένο ἀπὸ τὸν προφήτη Ἡσαΐα, ποὺ εἶπε: «Καὶ ἐσύ, Βηθλεέμ, γῆ Ἰούδα, δὲν εἶσαι καθόλου μικρὴ ἀνάμεσα στοὺς ἡγεμόνες τοῦ Ἰούδα. Γιατὶ ἀπὸ σένα θὰ βγεῖ ἕνας ἄρχοντας, ποὺ θὰ κυβερνήσει τὸν λαό μου τὸν Ἰσραήλ». Καὶ παρακάτω γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος: «Τότε ὁ Ἡρώδης φώναξε κρυφὰ τοὺς μάγους καὶ πληροφορήθηκε ἀπὸ πότε φανερώθηκε τὸ ἄστρο, καὶ τοὺς ἔστειλε στὴ Βηθλεέμ, λέγοντάς τους: ῾Πηγαίνετε καὶ ἐξετάσετε καλὰ γιὰ τὸ παιδί, καὶ σὰν τὸ βρεῖτε, εἰδοποιῆστε με γιὰ νὰ ἔρθω κι ἐγὼ νὰ τὸ προσκυνήσω᾿. 


Καὶ ἐκεῖνοι τὸν ἀκούσανε καὶ τραβήξανε. Καὶ νά, τὸ ἄστρο ποὺ εἴδανε στὴν Ἀνατολὴ τοὺς ὁδηγοῦσε, πηγαίνοντας μπροστά τους, ὡς ποὺ πῆγε καὶ στάθηκε ἀπάνω ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ ἤτανε τὸ παιδί. Καὶ σὰν εἴδανε τὸ ἄστρο, πήρανε πολὺ μεγάλη χαρά, καὶ πηγαίνοντας στὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε, εἴδανε τὸ παιδὶ μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του τὴ Μαρία, καὶ πέσανε καὶ τὸ προσκυνήσανε, κι ἀνοίξανε τὰ θησαυροφυλάκια τους καὶ τοῦ προσφέρανε γιὰ δῶρα, χρυσάφι καὶ λιβάνι καὶ σμύρνα. Κι ἐπειδὴ εἴδανε κάποιο σημεῖο στὸ ὄνειρό τους νὰ μὴν ξαναγυρίσουνε στὸν Ἡρώδη, ἀπὸ ἄλλον δρόμο μισέψανε στὴ χώρα τους». Ποιοί, λοιπόν, ἤτανε τοῦτοι οἱ Μάγοι κι ἀπὸ ποῦ κινήσανε, καὶ γιατί καταλάβανε τί λογῆς ἄστρο ἤτανε ἐκεῖνο, καὶ πῶς γνωρίζανε πῶς γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἀφοῦ δὲν τὸ ἤξερε μήτε ὁ βασιλιὰς τῆς Ἰουδαίας; Αὐτὴ ἡ παράξενη ἱστορία ἀρχίζει ἀπὸ χρόνια πολὺ παλιά, χίλια τρακόσια χρόνια, ἀπάνω-κάτω, πρὶν ἀπὸ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Τέτοιες ἱστορίες ποὺ βαστᾶνε χίλια χρόνια ὡς νὰ φανεῖ τὸ τέλος τους, μονάχα στὴν Ἀνατολὴ γίνουνται. Σὲ ἐκεῖνον τὸν παμπάλαιο καιρό, ζοῦσε στὴ Φαθουρὰ τῆς Μεσοποταμίας ἕνας Βαλαάμ, γιὸς κάποιου Βεώρ, μάγος φημισμένος. 


Οἱ Ἑβραῖοι, φεύγοντας ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, μὲ τὸν Μωυσῆ ἀρχηγό τους, εἴχανε φτάξει, ὕστερα ἀπὸ πολλὰ βάσανα, στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, καὶ πολεμούσανε μὲ τὶς διάφορες φυλὲς ποὺ τοὺς φράζανε τὸ δρόμο. Μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς φυλὲς ἤτανε καὶ οἱ Μωαβίτες, ποὺ κατοικούσανε στὰ ἀνατολικὰ τῆς Νεκρῆς Θάλασσας, ἄνθρωποι πολεμικοὶ ἀφοῦ λέγανε πὼς βαστούσανε ἀπὸ τοὺς γείτονες Ὀμμίν. Αὐτοί, λοιπόν, εἴχανε τότες βασιλέα τὸν Βαλάκ. Βλέποντας ὁ Βαλὰκ πὼς οἱ Ἰσραηλίτες νικήσανε τοὺς Ἀμορραίους καὶ τὸν Ὤρ, τὸν βασιλέα τοῦ Βασάν, φοβήθηκε πὼς δὲν θὰ τὰ βγάλει πέρα μὲ τοὺς Ἑβραίους, κι ἔστειλε κάποιους ἄρχοντες στὸν Βαλαάμ, νὰ τοῦ ποῦνε πὼς οἱ Ἰσραηλίτες φτάξανε στὰ σύνορά του καὶ πὼς εἶναι πολὺς στρατός, καὶ νὰ τὸν παρακαλέσουνε νὰ πάγει νὰ τοὺς καταραστεῖ, ὥστε νὰ νικηθοῦνε. Ἐπειδὴ πίστευε ὁ Βαλὰκ πὼς ὅποιον θὰ βλογοῦσε ὁ Βαλαάμ, θὰ νικοῦσε, κι ὅποιον καταριότανε θὰ νικιότανε. 


Οἱ ἀποστελλάμενοι φτάξανε τὸ βράδυ στὸ χωριὸ τοῦ Βαλαὰμ καὶ τοῦ εἴπανε γιατί τοὺς ἔστειλε ὁ Βασιλιάς τους. Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε νὰ καταλύσουνε τὴ νύχτα στὸ χωριό, καὶ πὼς τὴν ἄλλη μέρα θὰ τοὺς πεῖ ὅτι τοῦ λαλήσει ὁ Θεός. Καὶ τὸ πρωί, σὰν σηκωθήκανε, τοὺς εἶπε ὁ Βαλαὰμ πὼς ὁ Θεὸς τὸν πρόσταξε νὰ μὴν πάγει νὰ καταραστεῖ τοὺς Ἰσραηλίτες, γιατὶ εἶναι βλογημένοι. Κι οἱ Μωαβίτες φύγανε, καὶ γυρίσανε στὸν τόπο τους καὶ εἴπανε στὸν βασιλιὰ ὅτι τοὺς εἶχε πεῖ ὁ Βαλαάμ. Τότες ὁ Βαλὰκ τοὺς ξανάστειλε στὸν μάγο, παρακαλώντας τὸν νὰ πάγει, καὶ τάζοντάς του μεγάλες τιμὲς καὶ πολλὰ πλούτη. Μὰ ὁ Βαλαὰμ ἀποκρίθηκε πὼς δὲν θὰ πάγει, κι ἂν τοῦ δώσει ὁ βασιλιὰς ἀκόμα καὶ τὸ παλάτι του γεμάτο χρυσάφι, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ παρακούσει στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Πλὴν φανερώθηκε ὁ Θεὸς τὴ νύχτα στὸν Βαλαάμ, καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάγει στὸν Βαλάκ, μὰ νὰ κάνει ὅτι θὰ τοῦ πεῖ αὐτός. Τὸ πρωί, λοιπόν, καβαλίκεψε τὴ γαϊδάρα του, καὶ τράβηξε, μαζὶ μὲ τοὺς Μωαβίτες καὶ μὲ τοὺς δυὸ γιούς του. 


λλά, ἐκεῖ ποὺ περπατούσανε, ἡ γαϊδάρα ξεστράτισε ἀπὸ τὸν δρόμο, κι ὁ Βαλαὰμ τὴν ἔδερνε μὲ τὸ ραβδὶ ποὺ βαστοῦσε, ὡς ποὺ φτάξανε σὲ ἕνα μέρος ποὺ περνοῦσε ὁ δρόμος ἀνάμεσα στ᾿ ἀμπέλια, μεταξὺ σὲ δύο ξεροτρόχαλους (ξερολιθιές), κι ἐκεῖ ἡ γαϊδάρα κόλλησε ἀπάνω στὸν τοῖχο καὶ ζούληξε τὸ ποδάρι τοῦ Βαλαάμ, κι ἐκεῖνος ἔπιασε καὶ τὴ χτυποῦσε μὲ τὸ ραβδί. Μὰ ἡ γαϊδάρα δὲν σάλευε ἀπὸ τὸν τόπο της, ἀλλὰ κώλωνε καὶ πίσω, κι ὁ γέρος τὴν ἔδερνε θυμωμένος. Τότες, ἄνοιξε ἡ γαϊδάρα τὸ στόμα της καὶ μίλησε μὲ ἀνθρώπινη φωνὴ καὶ εἶπε στὸν Βαλαάμ: «Τί ἔκανα καὶ μὲ δέρνεις;» Κι εἶπε ὁ Βαλαάμ: «Μὲ περιπαίζεις ἄτιμο ζωντόβολο! Ἂν εἶχα μαχαίρι, θὰ σὲ ἔσφαζα». Κι εἶπε ἡ γαϊδάρα: «Μὲ καβαλικεύεις ἀπὸ τὰ νιάτα σου, καὶ δὲν σὲ στεναχώρησα ὡς τὰ σήμερα. Λοιπὸν δὲν φταίγω ἐγώ, ποὺ δὲν πηγαίνω μπροστά». Καὶ τότες ξεσκέπασε ὁ Θεὸς τὰ μάτια τοῦ Βαλαάμ, κι εἶδε ἕναν Ἄγγελο μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι, ποὺ μπόδιζε τὴ γαϊδάρα νὰ περπατήξει. Κι ὁ Βαλαὰμ ἔσκυψε καὶ τὸν προσκύνησε. Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Ἄγγελος: «Μὲ ἔστειλε ὁ Θεὸς νὰ σὲ μποδίσω. Τώρα πήγαινε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους. Μὰ ἐγὼ θὰ σοῦ πῶ τί λόγο θὰ λαλήσεις». 


Φτάνοντας λοιπὸν στὴ χώρα τοῦ Μωάβ, τὸν ὑποδέχτηκε μὲ τιμὴ ὁ Βαλάκ, κι ἀνεβήκανε μαζὶ σὲ ἕνα βουνὸ Φαγιώρ. Κι εἶπε ὁ Βαλαάμ: «Ὅτι μοῦ πεῖ ὁ Κύριος, αὐτὸ θὰ κάνω». Καὶ σὰν εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸ στράτευμα τῶν Ἑβραίων, ἄκουσε φωνὴ Κυρίου ποὺ τοῦ ἔλεγε: «Εὐλογημένος εἶναι ὁ λαός μου ὁ Ἰσραήλ. Ἀπὸ τὸ σπέρμα του θὰ βγεῖ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ θὰ βασιλέψει ἀπάνω σὲ πολλὰ ἔθνη. Ὅποιος τὸν βλογήσει, θὰ εἶναι βλογημένος κι ὅποιος τὸν καταραστεῖ, θὰ εἶναι καταραμένος». Καὶ βλόγησε, λοιπόν, ὁ Βαλαὰμ τοὺς Ἰσραηλίτες. Κι ὁ Βαλὰκ θύμωσε, μὰ ὁ Βαλαὰμ τοῦ εἶπε πὼς δὲν μπορεῖ νὰ μὴν κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ». Ὅπως βλέπει κανένας, ὁ Βαλαὰμ εἶναι ὁ δεύτερος, ὕστερα ἀπὸ τὸν Ἰακώβ, ποὺ προφήτεψε πὼς ὁ Χριστὸς θὰ γεννηθεῖ ἀπὸ τὸ γένος τῶν Ἑβραίων, κατὰ τὰ λόγια του Θεοῦ ποὺ τοῦ εἶπε πὼς ἀπὸ αὐτὸ τὸ γένος θὰ γεννηθεῖ ἕνας ἄρχοντας ποὺ θὰ βασιλέψει πάνω στὰ ἔθνη. Ἡ προφητεία του μοιάζει μὲ τὴν προφητεία ποὺ εἶπε γιὰ τὸν Χριστὸ ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, γιατὶ παρομοίασε, καὶ κεῖνος, τὸν Χριστὸ μὲ λιοντάρι, λέγοντας: «Ἀναπεσὼν ἐκοιμήθη ὡς λέων καὶ ὡς σκύμνος. 


Τίς ἐγείρει αὐτόν;» Κ᾿ ἡ προφητεία τοῦ Βαλαὰμ λέγει:«Κατακλιθεὶς ἀνεπαύσατο ὡς λέων καὶ ὡς σκύμνος. Τίς ἀναστήσει αὐτόν;» (Ἀριθ. κγ´ 9). Αὐτός, λοιπόν, εἶναι ὁ μάντις Βαλαάμ, ὁ προπάτορας τῶν μάγων ποὺ πήγανε ἀπὸ τὴ Χαλδαία νὰ προσκυνήσουνε τὸν Χριστὸ στὸ σπήλαιο ποὺ γεννήθηκε. Ὁ Βαλαὰμ εἶπε στοὺς μαθητάδες του πὼς θὰ γεννηθεῖ ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα ὁ μέγας Βασιλιάς, καὶ τοὺς προανάγγειλε νὰ κοιτάξουνε τὸν οὐρανὸ ὡς νὰ δοῦνε ἕνα καινούργιο ἄστρο, κι ἅμα τὸ δοῦνε, νὰ τρέξουνε νὰ τὸ ἀκολουθήσουνε, καὶ κεῖνο θὰ τοὺς ὁδηγήσει στὸν τόπο ποὺ θὰ γεννηθεῖ ὁ Χριστός. 


Αὐτὸν τὸν λόγο τὸν φυλάξανε οἱ μαθητάδες τοῦ Βαλαὰμ καὶ τὸν μεταδώσανε στοὺς μαθητάδες τους, καὶ περιμένανε χίλια τρακόσια χρόνια, ὡς ποὺ νὰ δοῦνε ἐκεῖνον τὸν ἐξαίσιον Ἀστέρα. Καὶ δὲν ἐβγῆκε ψεύτικη ἡ προφητεία τοῦ γέρο Βαλαάμ, ἀλλὰ ἀληθινή, καὶ σὰν εἴδανε τὸ παράξενο ἄστρο, σκιρτήσανε ἀπὸ χαρά, καὶ τρέξανε νὰ προσκυνήσουνε τὸν Κύριο, ποὺ δὲν βαρεθήκανε νὰ τὸν περιμένουν χίλια τρακόσια χρόνια, νύχτα μὲ νύχτα.



Ὤ! Πόση ὑπομονὴ ἔχει ἡ πίστη! 

Ἀνάμεσα στὰ εὐωδιασμένα ἄνθη τῆς ὑμνωδίας, μὲ τὰ ὁποῖα στολίζει ἡ Ἐκκλησία μας

 τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καὶ τοῦτο τὸ ὡραῖο τροπάρι ποὺ εἶναι ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ Βαλαάμ: 

«Τοῦ Μάντεως πάλαι Βαλαάμ, τῶν λόγων μυητᾶς σοφούς, ἀστεροσκόπους χαρᾶς ἔπλησας,

 ἀστὴρ ἐκ τοῦ Ἰακώβ, ἀνατείλας Δέσποτα, Ἐθνῶν ἀπαρχὴν εἰσαγομένους· 

ἐδέξω δὲ προφανῶς, δῶρά σοι δεκτὰ προσκομίζοντας».



Φώτης Κόντογλου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF