ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΕΝΟΣ ΧΛΙΑΡΟΥ ΚΑΙ ΑΤΟΝΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ




«Ούτε γάρ ποτε εν λόγω κολακείας εγενήθημεν, καθώς οίδατε,
ούτε εν προφάσει πλεονεξίας, Θεός μάρτυς, ούτε ζητούντες εξ ανθρώπων δόξαν» (Α΄ Θεσσαλον. β΄, 5). 
«Λέξιν μέν ενδέχεται μέσην δύο δοξών ευρεθήναι, τάς αμφοτέρας σημαίνουσαν ομωνύμως, Δόξα δε μέση εναντίον δοξών περί του αυτού πράγματος, αδύνατον... 
Ου χωρεί συγκατάβασις εις τα της Ορθοδόξου πίστεως». 
(Μάρκος Ευγενικός).


...Επειδή εις τον υποκριτικόν καιρόν μας εκτιμώνται ως γνήσιοι Χριστιανοί, 

κάποιοι άνθρωποι που δεν έχουν μέσα εις την 

καρδίαν των το πύρ της πίστεως 

και μάλιστα της Ορθοδόξου πίστεως, 

ήγουν της αληθινής και διά τούτου είναι χλιαροί, 

άτονοι, συμβιβαστικοί, ευπροσήγοροι, 

όπως είναι πολλοί από εκείνους που καταγίνονται 

συστηματικώς εις την θεολογίαν. 

Ο κόσμος έμαθε να θεωρεί τους τοιούτους, 

ως καλούς και ανεξικάκους Χριστιανούς, 

ενώ εκείνους που είναι ωσάν τον συγγραφέα του παρόντος βιβλίου, 

δηλαδή «τω πνεύματι ζέοντες», 

τους απεχθάνεται ως φανατικούς, 

μισαλλοδόξους, δεισιδαίμονας, και στενοκέφαλους τυπολάτρας. 

Αλλοίμονον! 

Σήμερον κατήντησαν οι θεολόγοι «συζητηταί του αιώνος τούτου»...


Αληθινά, «μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον» καθώς λέγει ο μακάριος απόστολος Παύλος. Η ευσέβεια και η πίστις, επειδή είναι μυστήρια, δίνουν καρπούς τους οποίους δεν είναι μπορετό να τους δώσει η γνώσις. Ο συγγραφεύς τούτου του βιβλίου δεν είναι θεολόγος σπουδασμένος στα σχολεία που σπουδάζουν ένα πράγμα που δεν σπουδάζεται, την θεολογίαν. Αυτός εσπούδασε την ιατρικήν που σπουδάζεται, γιατί είναι γνώσις κοσμική, ανθρώπινη. Εβύζαξε την Ορθόδοξον πίστιν και την ευσέβειαν από την παράδοσιν, την επήρε, με τον τρόπον που λέγει ο ίδιος ότι μεταδίδεται η πίστις και η ευσέβεια, από διδάσκαλο εις μαθητήν, από γονιόν σε παιδί, από γέροντα εις υποτακτικόν, από Χριστιανόν εις Χριστιανόν. 


Διά τούτο είναι «παθών και ουχί μαθών τα θεία», έχοντας διά οδηγόν την πίστιν και όχι την γνώσιν. «Περιπατεί δια πίστεως, ου δια είδους», όπως λέγει ο απόστολος Παύλος. Και δια τούτο, το βιβλίον του είναι σκληρόν, μη έχοντας τους συμβιβασμούς που φανερώνουν την ολιγοπιστίαν, μήτε την εξοικονόμησιν διά να μη γίνει κανείς δυσάρεστος εις τους αντιφρονούντας, μήτε την ψευτοαδελφωσύνην. Η προσήλωσις εις την αλήθειαν δεν συγχωρεί συμβιβασμούς. Σκληρόν και απότομον είναι το βιβλίον του, αν και ο συγγραφεύς του είναι αληθινά ταπεινός, ειρηνικός, πράος, επιεικής, ανυπερηφάνευτος. Πλην η πίστις του δίδει την μάχαιραν του Πνεύματος, και ο ταπεινός, ο συνετός, ο επιεικής, ο πλήρης αγάπης, φαίνεται σκληρός και απότομος. Μήπως το ίδιον δεν φαίνεται ο άγιος Ιωάννης, ο Θεολόγος Ιωάννης, ο κήρυκας της αγάπης, απότομος και αυστηρός περισσότερον από άλλους αποστόλους και κήρυκας του Ευαγγελίου, όπως φανερώνεται εις την Α΄ επιστολήν του και εις την Αποκάλυψιν; 


Ο συγγραφεύς τούτου του μικρού βιβλίου είναι νέος. Πλήν «μηδείς της νεότητος αυτού καταφρονείτω». Με αυτόν έκαμα την πνευματικήν γνωριμίαν, όταν εσπούδαζε την ιατρικήν εις την Ελβετίαν, τον καιρόν που εξεδίδαμεν το περιοδικόν «Κιβωτός». Τότε μου έγραψε μίαν επιστολήν δια κάποια σατανικά δημοσιεύματα ενός καθολικού εις την εφημερίδα «LE COURRIER», και εζητούσε να φυλάξωμεν την Ορθόδοξον πίστιν μας από τάς παγίδας των αιρετικών. Κατόπιν μου έγραψε πολλά γράμματα, και έως σήμερα μου γράφει επιστολάς που είναι πάντοτε πολύ διδακτικές και ωφέλιμες, και ευωδιάζουν από βαθείαν πίστιν και αγάπην πρός την ιεράν παράδοσίν μας. Διά τούτο τον παρεκίνησα επιμόνως να γράψει εκτενέστερα επάνω εις τα θέματα τα οποία εσχεδίαζε με συντομίαν εις τάς επιστολάς του και του εζήτησα να συγκατατεθεί να τυπωθούν εις βιβλίον, γνωρίζοντας την μετριοφροσύνην του. 


Εδέχθη τέλος, και τούτο το μικρόν βιβλίον είναι το πρώτον που έστειλεν εις τον εκδότην κ. Αλέξανδρον Παπαδημητρίου, ο οποίος μετά χαράς προσεφέρθη να το εκδώσει. Το βιβλίον αυτό, «πολλή συνέσει» γραμμένον, γνωρίζομεν ότι θα κατακριθεί από πολλούς, ως απότομον και οργίλον, επειδή εις τον υποκριτικόν καιρόν μας εκτιμώνται ως γνήσιοι Χριστιανοί κάποιοι άνθρωποι που δεν έχουν μέσα εις την καρδίαν των το πύρ της πίστεως και μάλιστα της Ορθοδόξου πίστεως, ήγουν της αληθινής, και διά τούτου είναι χλιαροί, άτονοι, συμβιβαστικοί, ευπροσήγοροι, όπως είναι πολλοί από εκείνους που καταγίνονται συστηματικώς εις την θεολογίαν. Ο κόσμος έμαθε να θεωρεί τους τοιούτους ως καλούς και ανεξικάκους Χριστιανούς, ενώ εκείνους που είναι ωσάν τον συγγραφέα του παρόντος βιβλίου, δηλαδή «τω πνεύματι ζέοντες», τους απεχθάνεται ως φανατικούς, μισαλλοδόξους, δεισιδαίμονας, και στενοκέφαλους τυπολάτρας. Αλλοίμονον! Σήμερον κατήντησαν οι θεολόγοι «συζητηταί του αιώνος τούτου». 


Οι άνθρωποι που καταγίνονται με την θρησκείαν, γράφουν σωρούς από βιβλία μεγάλα και επίσημα, γεμάτα από την λεγομένην «θεολογικήν επιστήμην», η οποία κατά τον τρόπον που ερευνά τα της θρησκείας δεν είναι άλλη παρά η κοσμική γνώσις την οποίαν λέγει ο απόστολος Παύλος «κενήν απάτην» και «μεθοδείαν της πλάνης». Το Ιερόν Ευαγγέλιον, που είναι η απλότης, ανατέμνεται, ψηλαφείται, διαμελίζεται, κατά τα συστήματα της φιλοσοφίας, της «κενής απάτης». Σύγχυσις, περιπλοκή, θεωρίες που σκοτίζουν τον άνθρωπον, «μωραί ζητήσεις και γενεαλογίαι και μάχαι νομικαί», λάσπες που θολώνουν το διαυγές ύδωρ το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον, όλα αυτά γράφονται εν ονόματι Εκείνου που ήλθεν εις τον κόσμον διά να σώσει το απολωλός πρόβατον, τον άνθρωπον της ματαίας γνώσεως, από το φορτίον της αμαρτωλής διανοίας του, κράζοντας: «Δεύτε πρός με πάντες οι πεφορτισμένοι από την μωράν και άσκοπον σοφίαν». 


Σωροί χάρτου γράφονται εν ονόματι του Χριστού και του Ευαγγελίου του, το οποίον το αισθάνεται η απλουστέρα καρδία, ενώ εκείνοι που γράφουν αυτά τα ακαταμέτρητα βιβλία, επεριπλανήθησαν μέσα εις τον λαβύρινθον και εις το σκότος της ιδικής των σοφίας, μακράν από τον Χριστόν τον οποίον ελησμόνησαν, απορροφημένοι από τάς ματαιότητας της διανοίας των. Η καρδία των δεν αισθάνεται πλέον την πνοήν του Θεού, ενεκρώθη, εξηράνθη από την δοκησισοφίαν, διά την οποίαν τους τιμούν οι άνθρωποι. Αυτούς εννοούσεν ο θεόγλωσσος απόστολος Παύλος, γράφοντας: «Έσται γάρ καιρός ότε της υγιαινούσης διδασκαλίας ουκ ανέξονται, αλλά, κατά τάς επιθυμίας τάς ιδίας, εαυτοίς επισωρεύσουσι διδασκάλους, κνηθόμενοι την ακοήν, και από μέν της αληθείας την ακοήν αποστρέψουσιν, επί δε τους μύθους εκτραπήσονται» (Β΄ Τιμοθ. γ΄ 3). «Επισωρεύσουσι διδασκάλους», θα βγάλουνε σωρούς διδασκάλους, κι ακούοντάς τους θα ευχαριστούνται, επειδή η άδεια σοφία τους θα γαργαρίζει τ’ αυτιά τους, μα για να μήν ακούσουνε την αλήθεια, την απλή αλήθεια της θρησκείας, θα τα φράζουνε, ενώ θα θέλουνε να τους λένε «μύθους», δηλαδή θεωρίες και φαντασίες κούφιες από κάθε νόημα. 


Λοιπόν σήμερα δεν βλέπουμε «σωρούς» τοιούτων διδασκάλων, που με τους λόγους των γαργαλούν τ’ αυτιά των σπουδαστών και των άλλων Χριστιανών; Ως εκ τούτου, το βιβλίον του Καλομοίρου θα ταράξει τα πνεύματα αυτά, τα οποία έβαλαν την θρησκείαν του Χριστού κάτω από το σύστημα της κοσμικής γνώσεως, του ορθολογισμού, και που απεχθάνονται και σαρκάζουν κάθε «υγιαίνουσαν διδασκαλίαν». Η «υγιαίνουσα διδασκαλία» είναι δι’ αυτούς αφελής αντίληψις της θρησκείας, γεμάτη από τάς δεισιδαιμονίας της παραδόσεως. Αληθινά, τι ημπορεί να είναι δι’ αυτούς, εκείνο που γράφει ένας άνθρωπος ο οποίος δεν εσπούδασεν εις μίαν μεγάλην σχολήν, πρό πάντων ξένην, όπως ο Καλόμοιρος; Μα ο καλότυχος Καλόμοιρος, έπιε από την πηγήν του ζώντος ύδατος, από την παράδοσιν, και εμελέτησε τους Πατέρας, ημέρας και νυκτός. Και έχοντας οδηγόν του την πίστιν, έγινε «διδακτός Θεού». 


Ο Χριστός λέγει: «Ο ποιμήν ο καλός, όταν τα ίδια πρόβατα εκβάλη, έμπροσθεν αυτών πορεύεται, και τα πρόβατα αυτώ ακολουθεί, ότι οίδασι την φωνήν αυτού». Ήγουν «οι μαθηταί μου ακούν τα λόγια μου με απλή γνώμη, και τα δέχονται στην καρδιά τους, χωρίς να τα περάσουνε από το περίπλοκο μυαλό τους, κάνοντας θεωρίες, τα δέχονται με την πίστιν, όπως κάνουν τα αθώα πρόβατα που ακούουν την φωνήν του τσομπάνη και τρέχουν κοντά του. Η πίστις κατόπιν ανοίγει το στόμα του πιστού, και το κήρυγμά του ευρίσκει ανοικτάς τάς καρδίας των Χριστιανών, κατά τον λόγον του Χριστού που είπε: «Ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η Γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος» (Ιωάν. ζ΄ 38). Τους αληθινούς κήρυκας του Ευαγγελίου δεν τους παραδέχονται οι «εν μωρά σοφία», οι «εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις» διδάσκοντες, και τούτο διότι οι αληθινοί αυτοί κήρυκες «ου συσχηματίζονται τω αιώνι τούτω» αλλά μεταμορφούνται τη ανακαινώσει του νοός αυτών» (Ρωμ. ιβ΄ 2). 


Θα εύρουν λοιπόν εις αυτό το βιβλίο αφορμές διά πολλάς κατηγορίας, θα κατηγορήσουν τον συγγραφέα ότι δεν έχει την υποκριτικήν προσήνειαν, την οποίαν έχουν οι ίδιοι πρός τους αιρετικούς, αλλά έχει την γενναιότητα του καλού στρατιώτου του Χριστού και πορεύεται κατά τους λόγους του αποστόλου Παύλου, ο οποίος λέγει: «ου γάρ έδωκεν ημίν ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού» (Β΄ Τιμόθ. α΄ 7). Άλλο ψεγάδι που θα του εύρουν είναι ότι το κήρυγμά του είναι εμποτισμένον με την θλίψιν την εν Χριστώ, με την χαρμολύπην, ενώ αυτοί είναι αισιόδοξοι, αποβλέποντες εις τα του παρόντος αιώνος. Αλλά, ας κοιτάξουν, τι λέγει ο απόστολος Παύλος: «Η κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εις σωτηρίαν αμεταμέλητον κατεργάζεται. Η δε του κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται». Η λύπη που περνά ο άνθρωπος που πιστεύει εις τον Θεόν, είναι λύπη την οποίαν γλυκαίνει η ελπίδα, και δια τούτο είναι χαρούμενη λύπη, «χαροποιόν πένθος», και τον φέρνει εις την σωτηρίαν της ψυχής του με την μετάνοιαν. Μακαρίζω τον ευλογημένον τούτον νέον που έγραψε ένα τόσον ψυχωφελές βιβλίον, ευωδιάζον από το πνεύμα της αληθινής Ορθοδοξίας. 


Και δοξάζω και υμνώ το πάντιμον Όνομα του Κυρίου, ο Οποίος χαρίζει εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν μας τοιούτους αδάμαντας, που λάμπουν μέσα εις το σκότος της πλάνης και της απωλείας. Άς είναι δοξασμένος και ευλογημένος ο πολυεύσπλαγχνος Κύριος και Θεός μας, που στηρίζει την Ορθόδοξον πίστιν μας με τέτοιους λίθους, τους οποίους «αποδοκιμάζουσιν οι οικοδομούντες».



 Οι άνθρωποι που καταγίνονται με την θρησκείαν, 

γράφουν σωρούς από βιβλία μεγάλα και επίσημα, 

γεμάτα από την λεγομένην «θεολογικήν επιστήμην», 

η οποία κατά τον τρόπον που ερευνά τα της θρησκείας,

δεν είναι άλλη παρά η κοσμική γνώσις την οποίαν λέγει ο απόστολος Παύλος «κενήν απάτην» και «μεθοδείαν της πλάνης». 

Το Ιερόν Ευαγγέλιον, που είναι η απλότης, ανατέμνεται, 

ψηλαφείται, διαμελίζεται, κατά τα συστήματα της φιλοσοφίας, της «κενής απάτης». 

Σύγχυσις, περιπλοκή, θεωρίες που σκοτίζουν τον άνθρωπον, 

«μωραί ζητήσεις και γενεαλογίαι και μάχαι νομικαί», 

λάσπες που θολώνουν το διαυγές ύδωρ το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον, 

όλα αυτά γράφονται εν ονόματι Εκείνου, 

που ήλθεν εις τον κόσμον διά να σώσει το απολωλός πρόβατον, 

τον άνθρωπον της ματαίας γνώσεως, από το φορτίον 

της αμαρτωλής διανοίας του, κράζοντας: 

«Δεύτε πρός με πάντες οι πεφορτισμένοι από την μωράν και άσκοπον σοφίαν».





 Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, 
τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ. 
Πρόλογος του Φώτη Κόντογλου στο βιβλίο του Αλεξάνδρου Καλομοίρου: 
''ΚΑΤΑ ΕΝΩΤΙΚΩΝ''. 
 Εκδόσεις ''Ζέφυρος'', Αθήνα 1964, σελίδες 20 - 23. 




Φώτης Κόντογλου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF