του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
«Πόσον καλά εταιριάζαμεν, εγώ και η πτωχή εξαδέλφη μου Μαχούλα, συγγενής μου του ογδόου βαθμού! Αυστηρώς εάν κρίνω τον εαυτόν μου, ευρίσκω, ότι δεν ήμην άξιος της εμπιστοσύνης την οποίαν εις εμέ εδείκνυε. Μου διηγείτο τους πόνους της, τα βάσανα και τους και τους καημούς της. Μου έλεγεν ότι αυτή δεν επεθύμει ποτέ να υπανδρευθεί, αλλ΄οι γονείς της την είχαν υπανδρεύσει. Θα επροτιμούσε να εγίνετο καλόγρια. Αλλά τώρα είχε κόρας εν ώρα γάμου και υιούς και ήτο σχεδόν πεντηκοντούτις.
Την εσπέραν της Παρασκευής, 25 Σεπτεμβρίου, ωδεύομεν ομού ανά την αμπελόφυτον πεδιάδα, απερχόμενοι εις τον ναΐσκον του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, μετόχιον του ιερού Κοινοβίου του Ευαγγελισμού. Ετελείτο εκεί μικρά πανήγυρις. Έμελλε να γίνει παννυχίς από της ενάτης ώρας μέχρι της τρίτης του όρθρου, είτα δε, μετά δίωρον διάλειμμα, θα ετελείτο λειτουργία. Δεν είχομεν συμφωνήσει να υπάγωμεν ομού. Αλλά σχεδόν πάντοτε, χωρίς να συνεννοηθώμεν, ομού επηγαίναμεν. Ούδ’ ήτο αύτη η μόνη παννυχίς, εις την οποίαν παρευρισκόμεθα.
Εις τας 8 Σεπτεμβρίου, ώραν 3ην μετά τα μεσάνυκτα, μετά την απόλυσιν του όρθρου, εις την πανήγυριν της Παναγίας της Λιμνιάς, η εξαδέλφη Μαχούλα κι εγώ, ομού κατηρχόμεθα το ολισθηρόν λιθόστρωτον, το αρχόμενον από της μεγάλης οικίας του καπετάν Νικόλα του Ματαρώνα και φθάνον μέχρι της παραθαλασσίας αγοράς. Ενίοτε ήτο σελήνη, συνήθως όμως ήτο σκότος βαθύ. Αλλά το μελιχρόν φέγγος επέχριε μόνον τας στέγας των οικιών και το διενέμοντο, ως πενιχράν κληρονομίαν, τα δωμάτια, τα μπαλκόνια και οι γάστρες των ανθέων. Δι’ ημάς κάτω εις το λιθόστρωτον δεν έφθανε να κατέλθει ευμενής ακτίς.
Όθεν πολλάκις εγλιστρούσα εγώ, προσπαθών να κρατήσω την εξαδέλφην μου Μαχούλα μη πέση. Ήτον βαρεία και παχεία, ωχρά και νοσώδης. Αι εγκυμοσύναι άρα της είχον αφήσει τον όγκον εκείνον, ο οποίος επαραμόρφωνε την μέσην της **[μερικές λέξεις έχουν χαθεί]*** και όπισθεν ήρχετο η Ανδρεώλα η Μαμπερού, γραία ευλαβής, κρατούσα φανάριον. Παρεμπρός μου εφαίνετο όγκος τις αποφράττων τον στενόν δρομίσκον. Η γραία Δεσποινιώ η Μπλήχαινα, της είχε σβήσει ο άνεμος το απόκερον, το οποίον είχε λάβει από το μανουάλι της εκκλησίας, και βυθισθείσα εις σκότος αιφνίδιον, είχε ριζωθεί εκεί, καταμεσής εις τον δρόμον, αδυνατούσα να βαδίσει δεξιά ή αριστερά.
Μίαν απ΄αυτάς τας νύκτας, της 8ης Σεπτεμβρίου – δεν ενθυμούμαι εις τα πόσα ήτον – μας συνέβη, εις εμέ και την εξαδέλφην μου Μαχούλαν, παράδοξον μικρόν συμβάν. Αυτή, καίτοι εις την καθ΄ημάς γενεάν ανήκουσα, εξηκολούθει ακόμη να στέργει και να θάλπει τα παλαιά. Εκαυχάτο ότι ήτον «πρωτινή» γυναίκα. Αν και η παραθαλασσία αγορά ήτο έρημος, επειδή δεν ενομίζετο καλόν εις τα γυναίκας να διέρχονται δια της αγοράς, δεν ήθελε, και νύκτα ακόμη, να περάσει εκείθεν. Επέμενε να την συνοδεύσω από τον μέσα δρόμον μέχρι της οικίας της.
Αφήσαμεν λοιπόν την άλλην συνοδίαν, και εστράφημεν προς τον μέσα δρόμον. Εκεί, καθώς διηρχόμεθα κάτωθεν από ένα μπαλκόνι, άνωθεν του οποίου εφαίνοντο ασπρόρρουχα απλωμένα, δεν ηξεύρω πώς, μακρά χιονόλευκος σινδών απεσπάσθη από το σχοινίον εφ΄ού εκρέματο· έπεσεν επάνω εις τας κεφαλάς μας· ηπλώθη εις τας ωμοπλάτας μας, και μας «εκουκούλωσεν», ή , μας εσαβάνωσε και τους δύο, ως να την ήπλωσεν επάνω μας αόρατος χειρ. Εγώ ακουσίως εγέλασα, αν και το πράγμα μου εφάνη μάλλον κακός οιωνός.
Η εξαδέλφη μου έκαμε το σημείον του Σταυρού, κι εψιθύρισε: -Την ίδια τύχη θα έχουμε…την ίδια τύχη! Την χρονιάν εκείνην εβαδίζομεν, εσπέραν Παρασκευής, εις τον ναΐσκον του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Η ψυχή μου ήτο πάντοτε προς τα μέρη εκείνα, αν και το πλείστον χρόνον απεδήμουν σωματικώς, και ενθυμούμην κάποτε τον στίχον του Σκώτου αοιδού: «Η καρδιά μου είναι στα Ψηλώματα, η καρδιά μου δεν είν΄εδώ».
Επεράσαμεν την αμμουδιάν, την οποίαν φιλεί προσπαίζον το κύμα, και παρήλθομεν τους Κήπους και την Λίμνην την μαυρογάλανην. Είτα αφήσαμεν όπισθέν μας την «Καλογερικιά Σαΐτα», μακρότατον αγρόν ούτω καλούμενον. Ακολούθως εφθάσαμεν εις τα διάφορα κτήματα τ’ Αβράμη, όπου εχρειάσθη να κάμωμεν πολλάς καμπάς δια να εύρωμεν τον δρόμον, επειδή ο ιδιοκτήτης είχε κηρύξει κοινωνιστικόν δόγμα: «Εάν ο γείτων μου είναι τεμπέλης, ανίκανος να καλλιεργήσει το κτήμα του, δεν αμαρτάνω εάν το καταπατήσω».
Διήλθομεν τα μεγάλα χωράφια, τα οποία ήσάν ποτέ αμπέλια μοσχάτων, από τα οποία κατεσκευάζετο το περίφημον «Αλυπιακόν», το δυνάμενον να καλείται ούτω διττώς· και από τον κατασκευαστήν του Αλύπιον, και διότι ίσως καθιστά άλυπον τον βίον… Τέλος, εφθάσαμεν εις το Μετόχι. Ο ναΐσκος του Αγ. Ιωάννου κομψός, ευωδιάζων από το τέμπλον το κυπαρίσσινον και από τα άνθη τα οποία είχε φέρει η Σουλτανιώ η Μάρκαινα, η γραία Παντεχού και η Κατερινιώ της Αλέξαινας και δύο ή τρεις άλλαι ευλαβητικαί, αι μόναι ελθούσαι. Από το μοναστήριον του Ευαγγελισμού είχον κατέλθει ο παπα-Δανιήλ και Ιωακείμ ο περιπλανώμενος, όστις καθ’ όλας σχεδόν τας εορτάς επέστρεφεν εις το μοναστήρι, και ο γέρων Θεόκλητος, γεμάτος από νοστίμους ιδιοτροπίας, προς τον οποίον τρις έλαβα την τιμήν να φιλονικήσω εν καιρώ του δείπνου.
Η Μαχούλα αφού επροσκύνησε και προσέφερε τα άνθη της, το έλαιον και το θυμίαμά της, εκάθισεν εις μίαν άκραν έξω του ναΐσκου, με το καλάθιον της και το μικρόν κανατάκι της. Ήτο παρά την ρίζαν της ελαίας, ήτις με τους κλώνας της, βαρυφορτωμένους καρπόν, εσκίαζεν και περιέστρεφε την θύραν του ναΐσκου, ενθυμίζουσα τον στίχον του προφητάνακτος: «ως ελαία κατάκαρπος εν τω οίκω του Θεού». Είχα διψήσει και ιδών το μικρόν υδροδοχείον, το οποίον ίστατο πλησίον εις το καλαθάκι της Μαχούλας, εζήτησα να πίω αλλά το εύρον κενόν. -Να, δεν ήρθε αυτός ο Σταμάτης, μου είπεν η εξαδέλφη μου. Ποιος να πάει ως τη βρύση να το γεμίσει;… Απόστασα, και δεν μπορώ…
Ο Σταμάτης ήτο ορφανόν παιδίον, πρόθυμον να τρέχει εις υπηρεσίαν παντού όπου εγίνοντο θρησκευτικαί εκδρομαί και συνάξεις. Είχε τόσον ένθεον ζήλον, ώστε βλέπων την ευλάβειαν των πιστών να εκπίπτει, εθλίβετο τόσον ώστε απεφάσισε να βοηθήσει αυτός τους αγίους να θαυματουργήσωσι. Και μίαν φοράν άλειψε με λάδι όλας τας εικόνας του τέμπλου ενός εξωκλησσίου· όθεν διεδόθη, και παρά πολλοίς επιστεύθη, ότι οι άγιοι «ίδρωναν» ή ότι εδάκρυζαν ίσως και από την επιχείρησιν αυτήν ωφελήθησαν όχι ολίγας προσφοράς οι πτωχοί οι παπάδες του χωρίου μας. Ήτο δε τότε ο Σταμάτης δωδεκαέτης.
Εκοίταξα να ίδω τον Σταμάτην, αλλά δεν εφαίνετο πουθενά. Ίσως ήτο εις άλλην υπηρεσίαν. Η Μαχούλα όχι μόνον είχεν αποστάσει, καθώς έλεγεν, αλλά θα εφοβείτο να υπάγει. Η βρύσις απείχεν ως δέκα λεπτών της ώρας δρόμον, και ευρίσκετο μέσα εις εν βαθύ ρεύμα, όπου θα ήτο σκότος ήδη. Ο ήλιος είχε δύσει και ήτο αμφιλύκη φθινοπώρου μελαγχολική. Απεφάσισα να εκτελέσω εγώ έργα «Σταμάτη». Έλαβα το κανάτι κ΄εξεκίνησα. -Ατός σου θα πας;… Τουλόου σ΄; έκραξεν η Μαχούλα. Πώς γένεται; Επεθύμουν να υπάγω, και διότι εδίψων, και διότι ήθελα να προσφέρω εκδούλευσιν εις την καλήν και συμπαθή εξαδέλφην μου. -Ησύχασε, θα πάω, της είπα· τώρα, σε λίγο έφθασα…
Ήτο μικρά, βαθεία ρεματιά, εις το μέσον ενός ελαιώνος κατέχοντος όλην την κλιτύν του λόφου δεξιόθεν και ενός λεμονεώνος τοιχογυρισμένου στολίζοντος τον κάμπον, αριστερόθεν. Καταρχάς εβυθίζετο, κατήρχετο χαμηλά και εχαράσσετο στενός δρομίσκος, μονοπάτι κρυπτόν εν μέσω βάτων και θάμνων. Ακολούθως ανηφόριζεν ηρέμα και ανήρχετό τις εις την βρύσιν, ήτις ανέβλυζεν εκ τινος τοίχου παλαιού, με μεγάλους πρασινισμένους και μουσκλιασμένους λίθους. Δύο πεζούλες ή πλίνθινα εδώλια υπήρχεν ένθεν και ένθεν της κρήνης, ήτις ευρίσκετο επί του υψηλοτέρου μέρους της όλης ρεματιάς. Όταν εισήλθον εις το βαθύ ρεύμα και επάτησα εις το στενόν μονοπάτι, το φέρον προς την πηγήν, τότε ήρχισα ν’ αναλογίζομαι τι είχα κάμει, έως τότε δεν είχα σκεφθεί. Ησθάνθην αιφνίδιον φόβον. Από εικοσαετίας ήτο η πρώτη φορά καθ΄ην εισηρχόμην εις το ρεύμα εκείνο, ολομόναχος, εν ώρα αμφιλύκης, και επικειμένης νυκτός…
Ανήλθον προς την βρύσιν με τρέμοντα γόνατα. Έκαμνα πολλούς σταυρούς και προσηυχόμην. Αλλ’ η γλώσσα μου εδεσμεύετο και ο ουρανίσκος μου εξηραίνετο. Ησθανόμην, ότι δεν ήμην άξιος να ψιθυρίζω ούτε ενδιαθέτως, ούτε στοματικώς τα ιερά λόγια. Έφθασα εν τοσούτω εις την κρήνην. Όταν εδοκίμασα να τοποθετήσω το μικρόν αγγείον κάτωθεν του κρουνού δια να γεμίσει, τούτο μου έφυγεν από τας χείρας. Εστάθη μοναχόν του εντός της λεκάνης του νερού και δεν εθραύσθη. Άνωθεν της κρήνης είδα, με τους οφθαλμούς μου, πράγμα τι εναέριον να ίσταται. Δεν είχε πυκνωθεί ακόμη το σκότος. Αλλά το πράγμα το ορώμενον ήτο τόσον μικρόν, ώστε έφεγγεν οιονεί εις την μικράν κοιλάδα, ως τοπικόν άστρον κατελθόν τρόπον τινά δια να φωτίσει βάθη ανάξια φωτός.
Αλλ΄όμως το λευκόν εκείνο πράγμα έσυρεν επάνω του, ή εσύρετο υπ΄αυτού μέγα μαυράδιον, μελανώτερον και από την πίσσαν, μελανώτερον και από το σκότος, εξελθόν από το σκότος το εσώτερον της συνειδήσεως και προωρισμένον να υπάγει το ταχύτερον να βυθισθεί εις το σκότος το εξώτερον της γεέννης. Βαθείαν, απερίγραπτον κηλίδα, μέγα και αμέτρητον μαύρισμα επί του αγνού, του χιονολεύκου, είχε προσκολληθεί το καταμέλανον. Το όραμα ήτο διπλούν. Επάνω εις το άνθος του αγρού, το λευκόν κρίνον των κοιλάδων, είχε κολλήσει η απεχθής κάμπη. Το λευκόν ωμοίαζε με χιτώνα πάλλευκον, με άσπιλον εσθήτα παιδίσκης δεκαπενταέτιδος. Το μαύρον ωμοίαζε με αμαρτίας φάντασμα.
Θεέ μου! και η κάμπη εκείνη τις ήτο; Αληθεύει ότι αποτροπιάζεται η φεύγουσα ψυχή, βλέπουσα το φθαρτόν, σκωληκόβρωτον σκήνος της; Και το άσπιλον εκείνον αρνίον, το θεόπλαστον σκήνωμα, της βασκανίας το θύμα, εκοιμάτο από εικοσαετίας εις το κοιμητήριον των θανόντων. Ναι· είχον περιβάλει με στέφανον παρθενικόν επί της νεκρικής κλίνης την ξανθήν κεφαλήν της. Αλλ΄ ο στέφανος εκείνος είχε γίνει ακάνθινος στέφανος. Και αι ρίζαι των ανθέων εισέδυον ως άκανθαι εις τον λευκόν χρώτα της. Ω, η ζωή της ήτο όνειρον και αυτή υπήρξε ποτε «μάννα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι το εκ πέτρας». Και η κάμπη η δύσμορφος είχε φθείρει το άσπιλον, το ηθικόν κάλλος της. Φευ! διατί από όλην αυτήν την λόχμην, την ποικίλην και πολύχρωμον και ανθοφορούσαν να εξέρχωνται άκανθαι, συρίζουσαι γλώσσαι, έχιδναι; Και πώς ηλλοιώθη το κάλλος της φύσεως, και το μιαρόν πνεύμα εισέβαλεν εις τα έργα του Θεού, τα οποία ο ίδιος επεθεώρησε «και ιδού καλά λίαν;»… Πόθεν το κράτος της αμαρτίας;
Ω, φρίκη, και πόνος ανεκλάλητος! Είδα, είδα το παρελθόν μου με τους ιδίους μου οφθαλμούς, το είδα ως μαύρον φάντασμα. Ολίγον ακόμη και η καρδία μου θα έπαυε να πάλλει. Ησθάνθην βαθείαν συντριβήν· το φάσμα το ίδιον μ’ ευσπλαχνίσθη, και ταχέως έγινεν άφαντον. Έλαβα το αγγείον με το ύδωρ, και κατήλθον με βήματα βραδέα, τύπτων τα στήθη, και ψιθυρίζων. «Αμαρτίας νεότητός μου και αγνοίας μου μη μνησθής, Κύριε…» Τ΄ανωτέρω συνηρμολογήθηκαν εκ παλαιών ατάκτων σημειώσεων τεθνεώτος ατυχούς φίλου.
(Δια την αντιγραφήν)
(1900)
Από την κριτική έκδοση του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου με κάποιον επιπλέον εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας (υποτακτική, μονοτονικό).
Εκ του ιστολογίου ''Οι Σελίδες του Νίκου Σαραντάκου'' ΕΔΩ.
Επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Η φωτογραφία της ανάρτησης ανήκει στον Πολυχρόνη Νικηφοράκη από την
''Ελληνική Φωτογραφική Εταιρεία Κρήτης''.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου