ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 25 Απριλίου 2019

ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΟΥ 1983






1) ΔΥΣΕΡΜΗΝΕΥΤΟΣ ΛΟΓΟΣ 2) Ο ΙΟΥΔΑΣ 

(ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑ, ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ, ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ)




«Ὤ τῆς Ἰούδα ἀθλιότητος! Ἀφ᾿ ἧς ῥῦσαι ὁ Θεὸς τὰς ψυχὰς ἡμῶν» (αἶν. Μ. Τετ.)


Χθές, ἀγαπητοί μου, τὸ θέμα ἦταν ἡ ἁμαρτωλὸς γυναίκα. Σήμερα παρουσιάζεται ἡ σκοτεινὴ μορφὴ τοῦ Ἰούδα, ποὺ ἡ προδοσία του ἀποτελεῖ ἕνα μυστήριο. Γι᾿ αὐτὸν θὰ ποῦ­με λίγες λέξεις.

πὸ ποιούς γεννήθηκε ὁ Ἰούδας; ποιά μάνα τὸν γέννησε; Πολλὲς εἶνε οἱ παραδόσεις. Ἂν θέλετε, ἀνοῖξτε τὶς Διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Ἐδῶ δὲν θ᾿ ἀναφέρω λαϊ­κὲς παραδόσεις. Θὰ βασισθῶ στὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν λέει γιὰ τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα του· λέει γιὰ τὴν πατρίδα καὶ τὸν τόπο του.

Ἰούδας ἦταν ὁ μόνος ἀπὸ τοὺς μαθητὰς ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰουδαία. Οἱ ἄλλοι μαθηταὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴ Γαλιλαία· ἄνθρωποι ταπεινοί, φτωχαδάκια, ἔπιαναν ψάρια καὶ ζοῦ­σαν μεροδούλι – μεροφάι. Ὁ Ἰούδας ἦταν Ἰ­ου­δαῖος. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ, κοντὰ στὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἰσραήλ, κοντὰ στοὺς ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς, εἶχαν διαμορφώσει ἄλλο χαρακτῆ­ρα, ἐγωιστικὸ καὶ ὑπερήφανο, σὰν τοὺς ὑποκριτὰς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους.


ν τούτοις καὶ ὁ Ἰούδας ἑλκύσθηκε ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγινε ἀπόστο­λός του. Τρία χρόνια ἔμεινε κοντά του. Ἄ­κου­σε κι αὐτὸς τὰ λόγια του. Ἄκουσε λόγου χάριν τὸ Χριστὸ νὰ λέῃ· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημι­ωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;», ὅτι ὅλο τὸ χρυσάφι τῆς γῆς δὲν φτάνει γιὰ ν᾿ ἀγορά­σῃ κανεὶς μία ψυχή (Μᾶρκ. 8,36-37).


κουσε, ὅτι δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ δουλεύῃ «Θεῷ καὶ μαμωνᾷ» (Ματθ. 6,24). Ἄκουσε, ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστι­ανοῦ εἶνε μιὰ ζωὴ ἐμπιστοσύνης στὸ Θεό· «ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ», ποὺ «οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν…, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά» (Ματθ. 6,26).


Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἄκουγε, δὲν ἔμεινε τίποτε στὴν καρδιά του. Καὶ εἶνε αὐτὸ ἕνα δίδαγμα. Τὰ λόγια ποὺ ἀκοῦμε δὲν πρέπει νὰ μένουν στὴν ἐπιφάνεια. Πρέπει, ὅπως ὁ σπόρος, νὰ εἰσχωροῦν βαθειὰ στὴν καρδιά· καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ νὰ καρποφορήσουν.


λλο δίδαγμα εἶνε, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀγαποῦ­σε τὸν Ἰούδα ὅπως καὶ τοὺς ἄλλους μαθητάς. Ὁ Ἰούδας ἀπολάμβανε ὅλες τὶς εὐεργεσίες τοῦ Χριστοῦ. Τοῦ ἐμπιστεύθηκε μάλιστα τὸ ταμεῖο τῆς ἀδελφότητος. Διότι οἱ μαθηταί, ἀφ᾿ ὅτου πῆγαν κοντὰ στὸ Χριστό, δὲν εἶχαν πλέον δικό τους πουγγί. Κοινόβιο. Ὦ κοινόβιο, πότε θὰ ἐπικρατήσῃς στὸν κόσμο.


Κοινόβιο εἶχαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Ὅ­πως κοινόβιο ἔχουν τὰ μοναστήρια. Τὰ καλύτερα μοναστήρια εἶνε κοινόβια. Ἐνῷ τὰ ἄλλα, τὰ ἰδιόρρυθμα, ἔχουν πολλὲς ἐλλείψεις. Κοινόβιο λοιπὸν οἱ μαθηταὶ μὲ κοινὸ ταμεῖο. Καὶ ταμίας ὁ Ἰούδας. Αὐτὸς εἶχε τὸ ταμεῖο. Ἀλλὰ τὸ χρῆμα ἔχει μιὰ μαγεία. Εἶνε νὰ μὴν πιάσῃς χρῆμα στὰ χέρια σου. Ἔπιασες; εἶ­νε ἀσθένεια, φοβερὸ πρᾶγμα. Ἐξασκεῖ ἐ­πιρ­ροή, καὶ μάλιστα τὸ χρυσὸ νόμισμα, ἡ λίρα.


Ρώτησαν κάποτε τὸ φιλόσοφο Διογένη· –Γιατί τὸ χρυσάφι ἔχει κίτρινο χρῶμα; Κι αὐτὸς ἀπήντησε· –Γιατὶ τὸ κυνηγοῦν πολλοί, κι ἀπὸ τὸ φόβο του κιτρίνισε. Οἱ πάντες κυνηγοῦν τὸ χρῆμα. Αὐτὸ λοι­πὸν ἐπηρέασε καὶ τὸν Ἰούδα. Σιγὰ – σιγὰ νική­θηκε ἀπὸ τὸν πειρασμό.


κλεβε τὸ κοινὸ ταμεῖο καὶ δημιούργησε δικό του ταμεῖο. Ἔγινε κλέφτης. Καὶ ἔκλεβε ὅλο καὶ μεγαλύτερα ποσά. Διότι ἔτσι γίνεται. Ὅποιος κλέψῃ ἀβγό, μετὰ θὰ κλέψῃ κόττα, καὶ μετὰ θὰ κλέψῃ βόδι. Προχωρεῖ ἀπ᾿ τὸ ἕνα κακὸ στὸ ἄλλο. Εἶνε κατήφορος ἡ ἁμαρτία.


Καὶ ὁ Ἰούδας, τώρα ποὺ πῆρε τὸν κατήφορο, κατρακύλησε ἕως ὅτου ἐπούλησε τὸ διδάσκαλό του! Ἀπίστευτο, ἀλλὰ τὸ βεβαιώνει τὸ Εὐαγγέλιο. Πῆγε στοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ. Διαπραγματεύθηκε τὸν Ἀτίμητο. Καὶ μά­λιστα ἀντὶ ἐλαχίστου τιμήματος, μὲ ὅσο ἀ­γοράζονταν τότε οἱ δοῦλοι· ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων!


Τί μᾶς διδάσκει αὐτό; Ὅτι τὸ χρῆμα εἶνε τὸ δέλεαρ τῆς φιλαργυρίας. Τὰ τριάκοντα ἀργύρια καὶ σήμερα κυριαρχοῦν στὴν ἀνθρώπινη ζωή. Γιὰ τὸ χρῆμα ὁ φίλος προδίδει τὸ φίλο του, ὁ ἔμπορος γίνεται μαυραγορίτης, ὁ ἐπιστήμων γίνεται πλαστογράφος, ὁ γιατρὸς κάνει ἐκτρώσεις, ὁ δικηγόρος ψεύδεται στὸ δικαστήριο.


Γιὰ τὸ χρῆμα ἡ φτωχὴ γυναίκα ἢ κόρη πουλάει τὸν ἀτίμητο θησαυρό της, τὴν τιμή της, διότι «ἡ τιμὴ τιμὴ δὲν ἔχει». Γιὰ τὸ χρῆμα γίνονται μεγάλα κακὰ στὸν κόσμο· προ­δίδουν τὴν πατρίδα, ὅπως ὁ Ἐφιάλτης καὶ ὁ Πήλιος Γούσης. Μεγάλο κακὸ ἡ φιλαργυρία· ὅπως εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ῥίζα πάν­των τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία» (Α΄ Τιμ. 6,10).


Βαρειά, πολὺ βαρειὰ ἀσθένεια. Καὶ ὄχι μόνο γιὰ ὅποιον ἔχει πολλά. Μπορεῖ νά ᾿χῃς λίγα, καὶ μιὰ λίρα, καὶ νά ᾿σαι φιλάργυρος· καὶ μπορεῖ ὁ ἄλλος νά ᾿χῃ χιλιάδες λίρες, καὶ νὰ μὴν εἶνε. Φιλάργυρος δείχνεται κανεὶς ἀπὸ τὴν προσκόλλησί του στὸ χρῆμα. Φάρμακο ὑπάρχει;


πάρχει, ἀλλὰ εἶνε πο­λὺ πικρό. Τὸ ἔδωσε ὁ Χριστός. Ποιό εἶνε; Τὸ φαρμακεῖο τοῦ Χριστοῦ κατὰ τῆς φιλαργυρί­ας συνιστᾷ· «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς» (Ματθ. 19,21). Νὰ μείνῃς φτωχὸς ὅπως ὁ Χριστός, ὅπως ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ ἄλλοι.


λλὰ ὁ Ἰούδας μᾶς δίνει κ᾿ ἕνα ἄλλο δίδα­γμα. Ἐπρόδωσε. Καὶ μετά, ἀπὸ μακριά, παρακολουθοῦσε τί θὰ γίνῃ. Ἴσως νὰ μὴ φανταζόταν ποτέ, ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ φτάσῃ στὸ τέλος. Ἀλλ᾿ ὅταν ἔμαθε, ὅτι καταδικάσθηκε εἰς θάνα­τον, ὅτι τὸν πῆραν δεμένο καὶ τὸν πήγαιναν γιὰ τὸ σταυρὸ στὸ Γολγοθᾶ, ὅταν ἔμαθε ὅτι σταυρώθηκε καὶ ὅτι ἀπέθανε, τότε μέσα του ἔγινε σεισμός. Ξύπνησε ἡ συνείδησι.


Ταράχτη­κε ἀπὸ τὶς τύψεις. Καὶ προτιμότερο νὰ σὲ τσιμ­πήσῃ σκορπιὸς παρὰ ἡ συνείδησί σου. Τὰ τρι­άκοντα ἀργύρια μπροστά του ἔγιναν κάρ­βουνα ἀναμμένα ποὺ τὸν ἔκαιγαν, ἔγιναν σκορ­πιοὶ καὶ φίδια ποὺ τὸν κεντοῦσαν. Δὲν μποροῦ­σε νὰ ἡσυχάσῃ. Σὰν νὰ τὸν ἀκοῦμε νὰ λέῃ·


χ τί ἔκανα, ποῦ μὲ ἔσπρωξε ὁ διάβολος! Νὰ προδώσω τὸν διδάσκαλό μου; Καὶ ποιόν διδάσκαλο; Τὸν ραββί, ποὺ δὲν μοῦ εἶπε ποτέ κακὸ λόγο, δὲν μὲ ἐπέπληξε, δὲν μὲ μάλω­σε· ἐκεῖνον πού, κι ὅταν ἐγὼ τὸν ἐπρόδιδα, δὲν μὲ εἶπε προδότη ἀλλὰ μὲ εἶπε «φίλο» (Ματθ. 26,50)…


Τί ἔπρεπε νὰ κάνῃ; Ἔπρεπε νὰ πάρῃ τὸ δρόμο, ν᾿ ἀνεβῇ στὸ Γολγοθᾶ, καὶ προτοῦ ὁ Χρι­στὸς νὰ πῇ τὸ «Τετέλεσται» (Ἰω. 19,30), νὰ πέσῃ στὰ πόδια του καὶ νὰ τοῦ πῇ· «Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον» (Ματθ. 27,4). Καὶ νά ᾿στε βέβαιοι ὅτι ὁ Χριστός, ποὺ συγχώρησε τόσους ἁμαρτωλούς, ποὺ συγχώρησε τὸν Πέτρο, ποὺ συγχώρησε τοὺς σταυρωτάς του, θὰ συγχωροῦσε καὶ τὸν Ἰούδα.


Δὲν τὸ ἔκανε. Ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἕνα κακὸ ἔπεσε στὸ χειρότερο. Ποιό εἶνε τὸ χειρότερο; Τὸ λέει ὁ Δάντης, τὸ λένε οἱ πατέρες, τὸ λένε οἱ διδάσκαλοι. Τὸ χειρότερο κακὸ ἀπ ᾿ ὅλα, τὸ χειρότερο δαιμόνιο, ὀνομάζεται ἀπελπισία! Ἐκεῖ τὸν ἔσπρωξε· στὸ λάκκο τῆς ἀπελπισίας. Τοῦ εἶπε·


Πάει πιά, Ἰούδα, δὲν ὑπάρχει γιὰ σένα σωτηρία, ἀφοῦ πρόδωσες τὸ διδάσκαλο… Καὶ κατόπιν τί ἔκανε; Ἀποτέλεσμα τῆς ἀ­πελ­πισίας εἶνε ἡ αὐτοκτονία. Αὐτοκτόνησε, πῆρε σχοινὶ καὶ κρεμάστηκε! Αὐτὸ ἦταν τὸ τέλος τοῦ Ἰούδα, ἀδελφοί μου. Φρικτό.


Τὸ δίδαγμα ποιό εἶνε; Νὰ προσέχουμε ἀπὸ τὴν ἀπελπισία. Ποτέ μὰ ποτέ, ποτέ μὰ ποτέ, ποτέ μὰ ποτέ, δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀ­πελπισθῇ. Καὶ ἂν δὲν ἔχῃ ποῦ ν᾿ ἀκουμπήσῃ ἐδῶ στὴ γῆ, ἐκεῖ ψηλὰ εἶνε ὁ Θεός· πῶς μπορεῖ νὰ ἀπελπισθῇ;


πόψε λοιπὸν, ἀγαπητοί μου, ὁ Ἰούδας, μὲ τὸ πάθημά του, ἔγινε διδάσκαλός μας. Γι᾿ αὐ­τὸ τὸν προβάλλει ἡ Ἐκκλησία καὶ μᾶς διδάσκει, πρῶτον μὲν νὰ προσέχουμε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Δεύτερον, ὅτι δὲν ὑπάρχει πάθος χειρότερο ἀπὸ τὴ φιλαργυρία. Τρίτον, ὁσαδή­ποτε ἁμαρτήματα καὶ ἂν ἔχουμε, νὰ μὴν ἀ­πελ­πισθοῦμε.


καθένας ἀπὸ μᾶς κλείνει μέσα του ἕναν Ἰούδα καὶ σὲ ὡρισμένες στιγμὲς προδίδουμε τὸ Χριστό. Γι᾿ αὐτὸ νὰ πέφτουμε στὰ πόδια του καὶ νὰ λέμε τὸ Ἥμαρτον. Καὶ τότε ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὠκεανὸς ἀγάπης, ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν, θὰ μᾶς δώσῃ τὴ συγχώρησι.


Εἴθε ὅλοι μας νὰ συναισθανθοῦμε τὸ θεῖο δρᾶμα καὶ νὰ σπεύσουμε κοντὰ στὸ Χριστὸ ἐν μετανοίᾳ καὶ συντριβῇ, γιὰ νὰ ἑορτάσουμε τὴν ἔνδοξο ἀνάστασί του· ἀμήν.



Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 4-5-1983 βράδυ.


Μακαριστός Μητροπολίτης π. Αυγουστίνος Καντιώτης




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF