ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 2 Μαΐου 2024

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: ΛΥΠΗ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ





«Τότε λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» (Ματθ. 26,38)


Είναι τολμηρό, ἀγαπητοί μου, νὰ ζωγραφί­ζῃ, τολμηρότερο νὰ ψάλλῃ, κι ἀ­κόμα πιὸ τολμηρὸ νὰ ὁμιλῇ κανεὶς γιὰ τὸ Χριστό· πάντοτε μέν, ἀλλὰ μάλιστα σήμερα, ποὺ ἐνώπιόν μας εἶνε ὁ Ἐσταυρωμένος, μετέωρος μεταξὺ οὐ­ρανοῦ καὶ γῆς. Ζαλίζεται τὸ μυαλό, τραυλίζει ἡ γλῶσσα. Κι ὄχι μόνο ἡ δική μας φτωχὴ γλῶσ­σα, μὰ καὶ ἡ γλῶσσα τῶν μεγαλυτέρων ῥη­τόρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρ­χαγγέλων. Μόλις τολμοῦμε καὶ λέμε· «Προσκυ­νοῦμέν σου τὰ πάθη, Χριστέ. Δεῖξον ἡ­μῖν καὶ τὴν ἔνδοξόν σου ἀνάστασιν» (ἀντίφ. ιε΄ Μ. Παρ.).


πὸ ὅλα τὰ ἱερὰ κείμενα, ἀποστόλων εὐαγ­γελίων καὶ προφητειῶν, ἐκλέγω ἕνα λόγο ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς τὴν τελευταία νύκτα τῆς ἐπιγεί­­ου ζωῆς του στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Ἡ σπεῖ­ρα μὲ τὸν Ἰούδα ἔρχονταν νὰ τὸν συλλάβουν· ὁ θάνατος πλησί­­αζε μὲ βήματα γοργά· τὸ πικρὸ «ποτήριον» (Ματθ. 26,39. Μᾶρκ. 14,36. Λουκ. 22,42. Ἰω. 18,11) φαινόταν στὸ βάθος τοῦ ὁρί­ζον­τος. Τότε ὁ Κύριος στρέφεται στοὺς μαθητάς του καὶ τοὺς λέει· «Περίλυ­πός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» (Ματθ. 26,38). Τί ἆ­ραγε νὰ σημαίνουν τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κυρίου μας; Ἂς ἐξετάσουμε μὲ ἱερὰ κατάνυξι.


Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου». Ἐκ πρώτης ὄψεως, ἀγαπητοί μου, ὁ λόγος αὐτὸς φαίνεται παράξενος. Διότι ὁ Κύρι­ος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶνε Θεός· αὐτὸ εἶ­νε τὸ δόγμα, ἡ μεγαλυτέρα ἀλήθεια τῆς πίστε­ώς μας. Ἀφοῦ λοιπὸν εἶνε Θεὸς ἀληθινὸς καὶ ὡς Θεὸς εἶνε ἀπρόσβλητος ἀπὸ τὸν ἀν­θρώπινο πόνο, πῶς λέει ὅτι εἶνε «περίλυπος»; Βεβαίως εἶνε Θεός. Εἶναι ὅμως «διπλοῦς τὴν φύσιν» (δοξ. στιχ. πλ. δ΄), Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, καὶ στὸν λόγο αὐτὸν ἐκφράζεται ὡς ἄνθρωπος· ἐδῶ ὁμιλεῖ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος, δοκιμάζει καὶ αὐ­τὸς ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πλὴν τῆς ἁμαρτίας.


Εἶναι λυπημένος ὁ Χριστός. Ἀλλὰ δὲν εἶνε μόνο σήμερα λυπημένος· πάντοτε ὑπῆρξε ὁ Ἄνθρωπος τοῦ πόνου. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ γεν­νήθηκε μέχρις ὅτου εἶπε «Τετέλεσται» (Ἰω. 19,30), ἡ ζωή του ἦταν ζωὴ θλίψεως. Σήμερα ὅμως ἡ θλῖ­­ψι του φτάνει στὸ κατακόρυφο, πλέει σὲ ὠκεανὸ θλίψεως. Τί ἆραγε τὸν κάνει νὰ πῇ τὸ λόγο αὐτό; ποιά εἶνε ἡ θλῖψις τοῦ Χριστοῦ μας; Ὁ Χριστὸς δὲν μιλάει ἐδῶ γιὰ πόνους σωμα­τικούς· μιλάει γιὰ ἄλλο πόνο, πόνο ψυχικό. «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου». Γιατί; ποιός εἶνε ὁ πόνος αὐτός;


Κατὰ ἄνθρωπον δὲν πέρασε οὔτε θὰ περά­σῃ ἀπὸ τὴ γῆ ἁγιωτέ­ρα φυσι­ογνωμία ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Δίδαξε ἀ­λήθειες ὑψηλές, ῥή­ματα αἰώνια· «οὐδέπο­τε οὕτως ἐλάλησεν ἄν­θρωπος» (Ἰω. 7,46). Ὁ Σωκράτης καὶ οἱ μαθηταί του, ἐὰν ζοῦσαν στὴν ἐποχή του, θὰ κάθονταν κον­τά του, θὰ ἐγγράφον­ταν μαθηταὶ στὸ σχολεῖο του καὶ θὰ ἔλεγαν· «Εἷς ἡμῶν ἐ­στιν ὁ καθηγη­τής, ὁ Χριστός» (βλ. Ματθ. 23,10).


Χριστὸς δὲν δίδαξε μόνο· ἔκανε καὶ θαύ­μα­τα ἀναρίθμητα, σημεῖα μεγάλα καὶ θαυμαστά. Εἶπε στὸ λεπρὸ «Καθαρίσθητι» (Ματθ. 8,3), στὸν τυ­φλὸ «Ἀνάβλεψον» (Λουκ. 18,42), στὸν παρά­λυτο «Ἆ­ρον τὸν κράβατόν σου» (Μᾶρκ. 2,11)· εἶπε στὸν ἄνεμο «Σιώπα», στὴ θάλασσα «Πεφίμωσο» (ἔ.ἀ. 4,39), στὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως «Ἡ­συχάστε»· εἶπε στὸν υἱὸ τῆς χήρας «Ἐγέρθητι» (Λουκ. 7,14), στὸ Λάζαρο «Δεῦρο ἔξω» (Ἰω. 11,43), στοὺς νε­κροὺς «Ἀναστηθῆτε». Καὶ μόνο αὐτά; 


Χριστὸς ὅ,τι δίδα­ξε τὸ ἐφήρμοσε. Ἡ ἀρετή του ξε­πέρασε τὰ ἀνθρώπινα μέτρα, ἔφθανε τὰ ἄστρα, «ἐκάλυ­ψεν οὐρανούς» (Ἀμβ. 3,3). Κανείς δὲν θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ ἀπαντήσῃ στὸ ἐρώτημά του «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰω. 8,46). Ἀντὶ λοιπὸν ὁ λαὸς νὰ στεφα­νώ­σῃ μὲ τὰ καλύ­τερα ἄνθη τὸν ἰδεώδη αὐτὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Πιλᾶτος τοὺς εἶπε «Ἴδε ὁ ἄν­θρω­πος» (Ἰω. 19,5), ὁ Χριστὸς εἰσέπραξε τὰ «λουλούδια» τῆς μαύρης ἀχαριστίας τῶν Ἰουδαίων.


Καὶ τί δὲν ἄκουσε ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου! Εἶσαι «φάγος καὶ οἰνοπότης, φίλος τελωνῶν καὶ ἁ­μαρτω­λῶν» (Ματθ.11,19. Λουκ. 7,34), εἶσαι «Σαμαρείτης καὶ δαιμόνιον ἔ­χεις» (Ἰω. 8,48), εἶσαι «πλάνος» (Ματθ. 27,63)· βγάζεις τὰ δαιμόνια «ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων», μὲ τὴ δύναμι τοῦ «Βεελζεβούλ» (Ματθ. 9,34· 12,24). Τὰ «ὡσαννὰ» τῶν βαΐων (Ἰω. 12,13) σύντομα τὰ διαδέχθηκε τὸ «σταυ­ρωθήτω» (Ματθ. 27,22-23). Νά γιατί ὁ Χριστὸς λέει «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου».


λλὰ ἔχει κι ἄλλη αἰτία λύπης, πιὸ μεγάλη· εἶνε ἡ ἐγκατάλειψις τῶν μαθητῶν του. Δὲν τὸν καταλάβαιναν, δὲν τὸν ὑ­πήκουαν· τοὺς μιλοῦ­σε γιὰ ταπείνωσι, κι αὐ­τοὶ ὠνειρεύονταν θρόνους· ἔδειξαν ὀλιγο­πι­στία, ἀμφιβολία. Ἡ συμ­περιφορά τους πολλὲς φορὲς τὸν λύπησε. Καὶ ἡ λύπη κορυφώθηκε σὲ τρία γεγονότα ποὺ συνέβησαν στὸ στενό τους κύκλο· ἕνας τὸν πρόδωσε γιὰ τριάντα ἀργύρια, ὁ ἄλλος τὸν ἀρ­νήθηκε ἐμπρὸς σὲ μιὰ ὑπηρέτρια, καὶ οἱ ἄλ­­λοι διασκορπίσθηκαν καὶ τὸν ἄφησαν μόνο.


Νὰ προχωρήσουμε τώρα πιὸ βαθειά; Ἂν ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας, θὰ δοῦμε ὅτι ἡ πιὸ μεγάλη αἰτία λύπης τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν ὁ­ποία εἶπε «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου», εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί. Οἱ Ἑβραῖοι μιὰ φορὰ τὸν σταύρωσαν, ἐμεῖς τὸν σταυρώνουμε καθημερινῶς. Τὸ προεῖδε στὴν ὅ­λη ἁμαρτωλότητα καὶ ἀθλιότητά μας. Ὁ Σωκράτης μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ σὰν Χριστιανὸς πρὸ Χριστοῦ· ἐμεῖς, λαϊκοὶ καὶ κληρικοί, συχνὰ ζοῦμε σὰν εἰδωλολάτρες μετὰ Χριστόν.


Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου». Καὶ φθάνουμε τώρα στὴν καρδιὰ τῆς ὑποθέ­σεως. Παρακαλῶ προσέξτε. Εἶνε περίλυπος ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ μας, διότι πρόκειται νὰ μπῇ – ποῦ; Στὴ μαύρη σπηλιὰ ποὺ δὲν τόλμησε νὰ μπῇ κανένας κι ὅποιος μπῆκε δὲν ξαναβγῆκε. Θὰ μπῇ ἐκεῖ μέσα, θὰ παλέψῃ στῆθος μὲ στῆ­θος, καὶ θὰ βγῇ νικητὴς καὶ θριαμβευτής. Ποιά εἶνε ἡ μαύρη σπηλιά;


Εἶνε ἐκεῖνο ποὺ ἐμεῖς δὲν τὸ φοβόμαστε, τὸ ὑποτιμοῦμε καὶ παίζουμε μα­ζί του· εἶνε ἡ ἁμαρτία· οἱ ἁμαρτίες μου, οἱ ἁ­μαρ­­τίες σας, οἱ ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Αὐ­τὸς τώρα θὰ τὶς φορτωθῇ· καὶ ἐνῷ εἶνε ὁ ἀναμάρτητος, θὰ γίνῃ «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29)! Ἐπειδὴ λοιπὸν προ­βλέπει αὐτὴ τὴν δεινὴ ὥρα πού, αὐτὸς ὁ Ἀθῷος, θὰ ἔλθῃ σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν ἄβυσσο τῆς ἀνθρωπίνης ἁμαρτίας, γι᾽ αὐτὸ λέει «Περίλυπός ἐ­στιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου».


Μᾶς συγκινεῖ ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ μας. Μᾶς συγκινεῖ διότι εἶνε λόγος ἀνθρώπινος, λόγος ποὺ ἐκφράζει τὴν ὀδύνη τῆς ἀνθρω­πίνης φύσεως. Τὸ «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» εἶνε καὶ δικό μας. Διότι ποιός, σᾶς ἐρωτῶ, ποιός ἀπὸ μᾶς δὲν δοκίμα­σε τ᾽ ἀγκάθια τοῦ ἀνθρωπίνου πόνου; 


ν ὑπάρ­χῃ νησὶ ποὺ νὰ μὴν τὸ ἀγγίζουν ἀπ᾽ ὅλες τὶς με­ριὲς τὰ κύματα, τότε θὰ βρεθῇ καὶ ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν τὸν ἀγγίζῃ ὁ πόνος. Κι ἂν ἀ­κόμη ὑποτεθῇ ὅτι ἡ ἐπιστήμη βρίσκει τρόπο νὰ θεραπεύσῃ ὅλες οἱ σωματικὲς ἀσθένειες, ὁ πόνος τῆς ψυχῆς ὅμως θὰ μένῃ. Κι ὅταν ἡ ψυχὴ πονάῃ, τί νὰ τὰ κάνῃς τ᾽ ἄλλα; Γι᾽ αὐτὸ εἶπα, ὅτι ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἐκφράζει.


λᾶτε, ἀδέρφια μου, γιὰ λίγο τὴν ἡμέρα αὐ­τὴ νὰ κα­τεβοῦμε τὰ σκαλοπάτια τῆς θλίψεως. Μικρὰ παιδιὰ στὸ νησί μου, παίζον­τας στὴν ἀ­κροθαλασσιά, ἀκουμπούσαμε τὸ αὐτί μας κάτω στὴν ἀμμουδιὰ κι ἀκούγαμε τὴ θάλασσα νὰ βογγάῃ· ἐλᾶτε λοιπὸν ν᾽ ἀκούσουμε τώρα πῶς βογγάει ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ λέει κι αὐτὴ «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου».


Δὲν ἀκοῦτε; Τὸ λέει ἡ νεαρὰ χήρα ποὺ παλεύει τώρα μόνη της. Τὸ λένε τὰ ἀνήλικα ὀρ­φανὰ ποὺ ἔμειναν χωρὶς προστάτη. Τὸ λένε οἱ κρατούμενοι πίσω ἀπ᾽ τὰ κάγκελλα τῶν φυλακῶν ὅλου τοῦ κόσμου. 


Τὸ λένε οἱ ἄρρωστοι ποὺ στενάζουν στὰ κρεβάτια τῶν νοσοκομεί­ων. Τὸ λέει ὁ φτωχὸς οἰκογενειάρχης. Τὸ λέει ὁ ἀδικούμενος ἐργάτης. Τὸ λέει καὶ ὁ πατέρας ποὺ μόχθησε γιὰ τὸ παιδί του κι αὐτὸ γίνεται ἄσωτος υἱός, τὸ λέει ἡ μάνα ποὺ βλέπει τὴν κόρη της νὰ παίρνῃ τὸ δρόμο τῆς ἀτιμίας.


Τὸ λέει ἡ ἀπατημένη γυναίκα, ποὺ τὴν ἄφησε ὁ ἄντρας της, τὸ λέει κι ὁ ἀπατημένος σύζυγος ποὺ ἔχασε τὴ γυναῖκα του. Τὸ λέει τέλος καὶ ὅλη ἡ πατρίδα μας, ποὺ δοκιμάζει τὴν ἀ­χαριστία τῶν «φίλων» ποὺ ξέχασαν τὶς θυσίες της, καὶ βλέπει τοὺς ἐχθρούς της νὰ ὑψώνουν κεφάλι καὶ ρωτάει μαζὶ μὲ τὸν προφήτη Ἰερε­μία· «Ἱνατί ὅτι ὁδὸς ἀσεβῶν εὐοδοῦται;» (Ἰερ. 12,1).


λλ᾽ ἂς μὴ μείνουμε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μόνο στὸ «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕ­ως θανάτου». Ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε μόνο τὸ λόγο αὐτό. Ἀπὸ τὰ ἅγια χείλη τοῦ Υἱοῦ τῆς Παρθένου βγῆκαν καὶ κάποια ἄλλα λόγια. Ἐ­κεῖνος εἶπε· «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕ­ξετε· ἀλ­λὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον»· στὸν κόσμο θὰ δοκιμάσετε θλῖψι, ἀλλὰ ἔχετε θάρρος, ἐγὼ τὸν ἔχω νικήσει τὸν κόσμο (Ἰω. 16,33).


ς ἔλθουν λοιπὸν οἱ λύπες, οἱ δοκιμασίες, οἱ θλίψεις· ἂς σείεται ἡ γῆ, ἂς μαίνεται ἡ κόλα­σις· θαρσεῖτε πιστοί, θαρσεῖτε Ἕλ­ληνες, θαρσεῖτε λαοί! Τὰ δεινὰ θὰ περάσουν. Ἡ νίκη ἀνή­κει στὰ παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.



† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε σέ ἱ. ναό τοῦ Ἁγ. Σπυρίδωνος στήν περιοχή τῶν Ἀθηνῶν 
τήν 8-4-1966



''Ορθόδοξος Έλληνας Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης''


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF