ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ Β' ΛΟΥΚΑ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ





Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, κεφ. στ΄, χωρία 31 έως 36). 
Επιλεγμένα αποσπάσματα από την ομιλία ΙΗ΄ 
του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου 
σχετικά με την ευαγγελική περικοπή για την αγάπη προς τον πλησίον. Υπομνηματισμός των χωρίων Ματθ. 5, 38-42.


«κούσατε ὅτι ἐῤῥέθη, ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ καί ὀδόντα ἀντί ὀδόντος· Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν μή ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ᾿ ὅστις σε ῥαπίσει ἐπί τήν δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καί τήν ἄλλην· καί τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι καί τόν χιτῶνά σου λαβεῖν, ἄφες αὐτῷ καί τό ἱμάτιον (:Ακούσατε ότι ελέχθη: ''οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος’'' (δηλαδή να ανταποδίδεις ίσο κακό προς το κακό, που σου έκανε ο άλλος). Εγώ όμως σας λέγω να μην καταληφτείτε από οργή και εχθρότητα και να μην αντισταθείτε στον πονηρό άνθρωπο αποδίδοντας κακό αντί κακού, αλλά αν κανείς σε ραπίσει στο δεξιό μέρος του προσώπου σου, γύρισε με πραότητα και υποχωρητικότητα και το άλλο μέρος του προσώπου (πρόθυμος να δεχθείς και δεύτερο ράπισμα). Και σε εκείνον που θέλει να σε οδηγήσει στα δικαστήρια, για να σου πάρει το πουκάμισο, άφησέ του και το επανωφόρι σου)».


Βλέπεις, ότι δεν εννοούσε τον ίδιο τον οφθαλμό μας προηγουμένως, όταν νομοθετούσε να βγάζουμε τον οφθαλμό που μας σκανδαλίζει [Ματθ. 5, 29: «εἰ δέ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιός σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτόν καί βάλε ἀπό σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καί μή ὅλον τό σῶμα σου βληθῇ εἰς γέενναν (:Εάν όμως ο δεξιός σου οφθαλμός νοσεί και σε ενοχλεί και υπάρχει φόβος να βλάψει όλο το σώμα, βγάλε τον και πέταξέ τον μακριά από εσένα. Διότι σε συμφέρει να χαθεί ένα μέλος του σώματος, παρά να ριφθείς μαζί με όλο το σώμα στη γέεννα του πυρός (δηλαδή εάν ένα πρόσωπο πολύτιμο και αγαπητό, όπως ο δεξιός οφθαλμός, σε εξερεθίζει προς αμαρτία, χωρίσου οριστικώς απ’ αυτό και κόψε την επικοινωνία μαζί του, διότι σε συμφέρει να το στερηθείς το πρόσωπο αυτό, παρά να ριφθείς μαζί του στο άσβεστο πυρ της κολάσεως)»], αλλά έκανε λόγο για εκείνους που μας βλάπτουν με τη φιλία τους και μας ρίπτουν στο βάραθρο της απώλειας. 


Πραγματικά, Αυτός που τονίζει εδώ με τόση έμφαση και δεν επιτρέπει να αφαιρεί ως ανταπόδοση κάποιος τον οφθαλμό ακόμα και εκείνου που του βγάζει τον δικό του, πώς είναι δυνατόν να νομοθέτησε να βγάζουμε το δικό μας οφθαλμό; Εάν, τώρα, κάποιος κατηγορεί τον παλαιό νόμο [τον μωσαϊκό], επειδή διέτασσε να αμυνόμαστε με αυτόν τον τρόπο, μου φαίνεται ότι είναι πολύ άπειρος από τη σοφία που ταιριάζει σε έναν νομοθέτη και ότι αγνοεί τη δύναμη των περιστάσεων κάθε εποχής και το κέρδος της συγκαταβάσεως. Διότι, εάν σκεφτεί ποιοι ήσαν τότε οι ακροατές των εντολών αυτών του μωσαϊκού νόμου, σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκονταν και πότε δέχτηκαν τη νομοθεσία αυτή, τότε θα παραδεχτεί απολύτως τη σοφία του νομοθέτη, και θα αντιληφτεί ότι ο ίδιος Νομοθέτης έθεσε και εκείνους και τους παρόντες νόμους και ακόμη, ότι κάθε μία νομοθεσία υπήρξε πολύ ωφέλιμη και δόθηκε στον κατάλληλο καιρό. 


Πραγματικά, εάν έδινε από την αρχή τις υψηλές και δύσκολες αυτές εντολές, ασφαλώς, ούτε αυτές θα δέχονταν οι Ιουδαίοι εκείνη την εποχή, ούτε βέβαια εκείνες τις παλαιές. Τώρα όμως αφού έδωσε την κάθε νομοθεσία στην κατάλληλη στιγμή, διόρθωσε την οικουμένη ολόκληρη διαμέσου των δύο διαθηκών [της Παλαιάς και της Καινής]. Εξάλλου, έδωσε την εντολή αυτήν τότε όχι για να βγάζουμε ο ένας τα μάτια του άλλου, αλλά για να μην απλώνουμε τα χέρια μας ο ένας εναντίον του άλλου και να τα συγκρατούμε· διότι η απειλή να πάθουμε κάτι, εμποδίζει την ορμή που οδηγεί στη βιαιοπραγία εκ μέρους μας. 


Και έτσι, όμως, ρίπτει σιγά-σιγά άφθονα τα σπέρματα της φιλοσοφίας, με το να ορίζει αρχικά ότι ο παθών μπορεί να αμύνεται, ανταποδίδοντας το ίδιο πάθημα· μολονότι, βέβαια, εκείνος που αρχίζει την παρανομία αυτήν είναι άξιος μεγαλύτερης τιμωρίας, πράγμα το οποίο απαιτεί και η δικαιοσύνη. Αλλά, επειδή ήθελε να αποδίδεται το δίκαιο επί τη βάσει της φιλανθρωπίας, καταδικάζει σε μικρότερη τιμωρία εκείνον που έφταιξε περισσότερο, για να μας διδάξει ότι, ακόμη και όταν πάσχουμε, πρέπει να είμαστε πολύ επιεικείς. Αφού ανέφερε, λοιπόν, τον παλαιό νόμο και τον ανέγνωσε ολόκληρο, δείχνει και πάλι ότι δεν είναι ο αδελφός που κάνει αυτές τις ενέργειες, αλλά ο πονηρός. 


Γι’ αυτό και πρόσθεσε: «Εγώ όμως σας λέω να μην προβάλετε αντίσταση στον πονηρό». Δεν είπε: «Να μην προβάλλετε αντίσταση στον αδελφό», αλλά «στον πονηρό», αποδεικνύοντας ότι με την υποκίνηση αυτού αποτολμώνται αυτές οι πράξεις. Έτσι, μετριάζει και παύει την υπερβολική οργή εναντίον αυτού που διέπραξε το αδίκημα, με το να μεταθέτει την αιτία του κακού σε άλλον. «Τι λοιπόν; Δεν πρέπει να αντιστεκόμαστε στον πονηρό;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Πρέπει, βέβαια, αλλά όχι με αυτόν τον τρόπο, αλλά όπως ο ίδιος ο Ιησούς υπέδειξε με την εντολή αυτή, δηλαδή, με το να προσφέρουμε τον εαυτό μας στο πάθος, στο να κακοποιηθεί, διότι μόνο έτσι θα υπερνικήσουμε το κακό. Πραγματικά, η φωτιά δεν σβήνει με τη φωτιά, αλλά η φωτιά σβήνει με το νερό. 


Για να αντιληφθείς, όμως, ότι και στον παλαιό νόμο νικητής ήταν αυτός που έπαθε από τον άλλο και ότι αυτός στεφανώνεται, εξέτασε το γεγονός καθ’ εαυτό και θα δεις ότι μεγάλη είναι η δική του υπεροχή· διότι αυτός που άρχισε την αδικία, αυτός θα είναι και η αιτία της τυφλώσεως και των δύο οφθαλμών, δηλαδή και του πλησίον του και του δικού του. Γι’ αυτό και μισείται δίκαια από όλους και αναρίθμητες κατηγορίες διατυπώνονται σε βάρος του· ενώ ο αδικημένος και μετά την άμυνα δια της ανταποδόσεως των ίσων, δε θα έχει διαπράξει τίποτε το φοβερό. Γι’ αυτό και πολλοί συμπάσχουν μαζί του, επειδή είναι καθαρός και μετά τη διάπραξη του πλημμελήματος αυτού.


Και η μεν συμφορά είναι ίση και στους δύο, ενώ η δόξα δεν είναι η ίδια, ούτε ενώπιον του Θεού, ούτε ενώπιον των ανθρώπων. Γι’ αυτό, λοιπόν, και η συμφορά δεν είναι η αδικία. Πραγματικά, έλεγε λοιπόν στην αρχή : «ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός (:εκείνος που θα υβρίσει τον αδελφό του και θα του πει με περιφρόνηση “ανόητε, τιποτένιε”, είναι ένοχος εγκλήματος βαρύτερου, από εκείνα που δικάζει το μεγάλο συνέδριο, το ανώτατο δηλαδή δικαστήριο των Εβραίων. Εκείνος δε που θα πει με μίσος στον αδελφό του “άμυαλε, τρελέ”, είναι βαρύτατα ένοχος και άξιος να τιμωρηθεί με την στον Άδη γέεννα του πυρός. 


Όποιος οργίζεται χωρίς λόγο εναντίον του αδελφού του και όποιος ονομάζει αυτόν ‘’μωρό’’, θα καταδικαστεί στη γέεννα του πυρός» [Ματθ. 5, 22], στην προκειμένη περίπτωση, όμως, απαιτεί μεγαλύτερη πνευματικότητα, διότι δεν προστάζει τον πάσχοντα, απλώς και μόνο να μην αντιδρά και να παραμένει ατάραχος χωρίς καμία ανταπόδοση, αλλά να αντιπαραθέτει μεγαλύτερη φιλοτιμία, με το να προσφέρει και την άλλη σιαγόνα. Και δεν τα λέγει αυτά μόνο αναφορικά με το πάθημα αυτό, αλλά για να μας διδάξει την ανεξικακία για όλες εν γένει τις σε βάρος μας αδικίες. Όπως δηλαδή, όταν λέγει ότι «όποιος ονομάζει τον αδελφό του μωρό είναι ένοχος στη γέενα», δεν ομιλεί μόνο για τη λέξη «μωρός», αλλά αναφέρεται σε κάθε είδους ύβρη, κατά όμοιο τρόπο και εδώ δεν θέτει νόμο μόνο για να φερόμαστε με γενναιότητα, όταν μας ραπίζουν, αλλά και για να μην ταρασσόμαστε, οτιδήποτε και αν παθαίνουμε. 


Γι’ αυτό και εκεί διάλεξε τη βαρύτερη ύβρη και εδώ ανέφερε το κτύπημα που θεωρείται πιο ταπεινωτικό και περικλείει μεγάλη προσβολή, δηλαδή, το ράπισμα στη σιαγόνα. Και δίνει την εντολή αυτήν και προς το συμφέρον αυτού που χτυπάει και προς το συμφέρον αυτού που δέχεται το χτύπημα ή την ύβρη. Πραγματικά, και αυτός που υπέστη την προσβολή δε θα νομίσει ότι παθαίνει κάτι κακό, όταν έχει συνηθίσει να φιλοσοφεί έτσι τα πράγματα (διότι δεν θα αισθανθεί καν την προσβολή, επειδή μάλλον θα αγωνίζεται παρά θα αντιλαμβάνεται τα χτυπήματα), αλλά και αυτός που αδικεί θα νιώσει ντροπή και δε θα δώσει πλέον δεύτερο χτύπημα, έστω και αν είναι σκληρότερος και από το κάθε θηρίο, μα θα κατηγορήσει πολύ τον εαυτό του και για το πρώτο που έδωσε. Διότι τίποτε δε συγκρατεί τόσο αυτούς που αδικούν όσο το να υποφέρουν με επιείκεια τις αδικίες αυτοί που αδικούνται.


Και δεν τους συγκρατεί μόνο την ορμή να συνεχίσουν, αλλά και τους προετοιμάζει να μετανοήσουν και για όσα έπραξαν και φεύγουν γεμάτοι από θαυμασμό για την ανεξικακία αυτών που αδικούνταν, και έτσι τους καθιστά πιο οικείους και όχι μόνο φίλους μας, αλλά και δούλους μας ακόμη τους κάνει. Όπως πάλι, η αντίσταση προκαλεί ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα· δηλαδή ντροπιάζει και τους δύο και τους κάνει χειρότερους και ανάπτει μεγαλύτερη τη φλόγα της οργής. Πολλές φορές μάλιστα τους οδηγεί και στον θάνατο, όταν το κακό προχωρήσει πολύ. Γι’ αυτό, όχι μόνο όταν ραπίζεσαι, διέταξε να μην οργίζεσαι, αλλά επιπλέον έδωσε εντολή να ικανοποιείς την επιθυμία αυτού που αδικοπραγεί εις βάρος σου, για να μη δώσεις την εντύπωση ότι υπέστης το αρχικό χτύπημα χωρίς τη θέλησή σου. 


Διότι έτσι, και αν ακόμη είναι αναίσχυντος, θα κατορθώσεις να του δώσεις καίριο χτύπημα, παρά εάν τον χτυπούσες με το χέρι σου, και ενώ είναι αναιδής, θα τον καταστήσεις πιο επιεική. «καί τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι καί τόν χιτῶνά σου λαβεῖν, ἄφες αὐτῷ καί τό ἱμάτιον (:Και σε εκείνον που θέλει να σε οδηγήσει στα δικαστήρια, για να σου πάρει το πουκάμισο, άφησέ του και το επανωφόρι σου)». Δε θέλει, όμως, στα χτυπήματα μόνο, αλλά και στα χρήματα να έχουμε την ανεξικακία αυτού του είδους. Γι’ αυτό και εδώ χρησιμοποιεί την ίδια υπερβολή. 


Πραγματικά, όπως ακριβώς εκεί διατάσσει να νικάμε με το να πάσχουμε, έτσι και εδώ, με το να χάνουμε περισσότερα από όσα περίμενε ο πλεονέκτης. Αλλά και την εντολή αυτήν δεν την έθεσε έτσι απλή, μα με την ανάλογη προσθήκη. Διότι δεν είπε: «Να δώσεις το πανωφόρι σου σε εκείνον που το ζητεί», αλλά «σε εκείνον που θέλει να κάνει δίκη εναντίον σου», δηλαδή, εάν σε σύρει στο δικαστήριο και σου προξενεί ενοχλήσεις. Και όπως, όταν είπε να μην ονομάζουμε τον συνάνθρωπό μας μωρό, ούτε να οργιζόμαστε χωρίς λόγο εναντίον του, αφού προχώρησε, απαίτησε περισσότερα, με το να διατάξει να δίνουμε και τη δεξιά σιαγόνα, έτσι και εδώ, αφού είπε να φερόμαστε με συμφιλιωτική διάθεση προς τον αντίδικο, πάλι επιτείνει την εντολή. Δηλαδή, δεν ορίζει να δώσουμε μόνο όσα θέλει να πάρει ο αντίδικός μας, αλλά να δείξουμε και μεγαλύτερη μεγαλοδωρία.


«Τί λοιπόν; Γυμνός πρόκειται να γυρίζω;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Δε θα είμαστε γυμνοί, εάν υπακούμε με ακρίβεια στους λόγους αυτούς, αλλά θα είμαστε ενδεδυμένοι πολύ καλύτερα από όλους. Διότι, κατά πρώτον, κανένας δε θα μας έκανε επίθεση, εάν είχαμε το φρόνημα αυτό. Δεύτερο, εάν υπήρχε κανένας τόσο άγριος και ανήμερος, ώστε να φτάσει μέχρις αυτού του σημείου, τότε, ασφαλώς, θα φανούν πολλοί περισσότεροι, οι οποίοι όχι μόνο με ενδύματα, αλλά και με τη σάρκα τους θα καλύψουν, εάν ήταν δυνατό, εκείνον που έδειξε τόση πνευματικότητα και ανεξικακία.


Αλλά και αν ακόμη ήταν ανάγκη να περιφέρεσαι γυμνός εξαιτίας της φιλόσοφης στάσης αυτού του είδους, και πάλι δε θα ήταν ντροπή αυτό. Διότι και ο Αδάμ [πρβλ. Γεν. 2, 25: «καί ἦσαν οἱ δύο γυμνοί, ὅτε Ἀδάμ καί ἡ γυνή αὐτοῦ, καί οὐκ ᾐσχύνοντο (:Ήσαν δε και οι δύο γυμνοί, ο Αδάμ και η γυναίκα αυτού, και δεν ντρέπονταν ο ένας τον άλλον, διότι ήσαν αγνοί και αθώοι)»] στον παράδεισο ήταν γυμνός, αλλά δεν ένιωθε ντροπή. Και ο Ησαΐας [Ησ. 20.3: «καί εἶπε Κύριος· ὃν τρόπον πεπόρευται ὁ παῖς μου Ἡσαΐας γυμνός καί ἀνυπόδετος τρία ἔτη, τρία ἔτη ἔσται εἰς σημεῖα καὶ τέρατα τοῖς Αἰγυπτίοις καί Αἰθίοψιν (:Κατόπιν ο Κύριος προσέθεσε και είπε: “όπως έχει πορευθεί ο δούλος μου ο Ησαΐας γυμνός και ανυπόδητος επί τρία έτη, έτσι επί τρία έτη θα γίνουν σημεία και τέρατα στους Αιγυπτίους και τους Αιθίοπες)»] ήταν γυμνός και ανυπόδητος και όμως ήταν πιο ένδοξος από όλους τους Ιουδαίους. 


Και ο Ιωσήφ (βλ. Γεν. 39, 1 κ.ε.) επίσης όταν έμεινε γυμνός, τότε έλαμψε περισσότερο. Πραγματικά δεν είναι κακό να παραμένει κανείς γυμνός υπό τις συνθήκες αυτές, αλλά να ενδύεται δια του τρόπου αυτού, όπως ακριβώς τώρα εμείς με πολυτελή ενδύματα, αυτό είναι αισχρό και καταγέλαστο. Γι’ αυτό, βέβαια, και ο Θεός επαινεί αυτούς που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία και καταδικάζει τους άλλους διαμέσου των προφητών και των αποστόλων. Συνεπώς, ας μη νομίζουμε ότι οι εντολές είναι δύσκολο να εφαρμοστούν. Διότι, εκτός του ότι μας συμφέρουν, είναι πολύ εύκολες, εάν αγρυπνούμε. 


Και περικλείουν τόσο μεγαλύτερη ωφέλεια, διότι όχι μόνο εμάς, αλλά και εκείνους, που μας αδικούν, τα μέγιστα ωφελούν. Και το εξαιρετικό είναι τούτο σε αυτές, ότι δηλαδή, ενώ πείθουν εμάς να υποφέρουμε, συγχρόνως διδάσκουν να φιλοσοφούν και εκείνους που μας αδικούν. Διότι όταν εκείνος θεωρεί κατόρθωμα μεγάλο το να αρπάζει τα πράγματα των άλλων, και εσύ του αποδείξεις ότι για εσένα είναι μικρό το να του δίνεις και εκείνα που δεν σου ζητεί, και εισάγεις ως αντιστάθμισμα της πνευματικής πτωχείας εκείνου τη μεγαλοδωρία τη δική σου και τη φιλοσοφία στην πλεονεξία του, σκέψου πόσο θα διδαχτεί, όχι με λόγια, αλλά με τα ίδια τα έργα αυτά, διδασκόμενος να καταφρονεί την κακία και να επιθυμεί την αρετή. Διότι ο Θεός δε θέλει να είμαστε χρήσιμοι και ωφέλιμοι μόνο στους εαυτούς μας, αλλά και στους πλησίον μας όλους. 


Αν λοιπόν, υποχωρήσεις και δε διεξαχθεί η δίκη, τότε επεδίωξες το δικό σου συμφέρον μόνο. Αν όμως, δώσεις και κάτι επιπλέον, τότε θα αφήσεις αυτόν να φύγει για το σπίτι του, αφού τον έχεις κάνει καλύτερο. Αυτό είναι το αλάτι [Ματθ.5,13: «Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς· ἐάν δέ τό ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; εἰς οὐδέν ἰσχύει ἔτι εἰ μή βληθῆναι ἔξω καί καταπατεῖσθαι ὑπό τῶν ἀνθρώπων (:Εσείς οι μαθητές μου είστε το αλάτι της γης (επειδή με το παράδειγμα και την διδασκαλία σας έχετε την δυνατότητα να νοστιμεύετε την ζωή των ανθρώπων και να προλαμβάνετε την ηθική σαπίλα). Αλλά εάν το αλάτι χάσει αυτήν την ιδιότητά του, με τι άλλο θα αλατισθεί, ώστε να αποκτήσει πάλι την ουσία και δύναμή του; 


Δεν έχει πλέον καμία αξία και σε τίποτε άλλο δεν χρειάζεται, παρά να πεταχτεί στον δρόμο και να καταπατάται από τους ανθρώπους)»], που ο Χριστός θέλει να είναι αυτοί. Διότι το αλάτι και τον εαυτό του και τα άλλα σώματα, με τα οποία έρχεται σε επαφή, συντηρεί. Τέτοιο είναι και το φως [Ματθ. 5, 14: «Ὑμεῖς ἐστε τό φῶς τοῦ κόσμου. οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη (:Σεις με το φωτεινό σας παράδειγμα και τα λόγια του Ευαγγελίου είστε το πνευματικό φως της ανθρωπότητας. Όπως δε μία πόλις που είναι κτισμένη επάνω στο όρος, δεν ημπορεί να κρυφθεί, έτσι και ο ιδικός σας βίος θα υποπίπτει, είτε το θέλετε είτε όχι, στην αντίληψη των ανθρώπων)»]. Διότι και στον εαυτό του και στους άλλους φέγγει. 


Πηγή: https://alopsis.gr


Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF