ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΝΗΣΤΕΙΩΝ





(Μαρκ. η΄34-38,θ΄1)


Ερμηνεία του αγίου Ιωάννου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου, σχετικά με την ανάγκη αυταπαρνήσεως προκειμένου να γίνουμε αληθινοί μαθητές του Χριστού (επιλεγμένο απόσπασμα από την ομιλία ΝΕ΄ του αγίου στο Υπόμνημά του στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον).


«Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν, καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ, καί ἀκολουθείτω μοι (Τότε ο Ιησούς είπε στους μαθητές Του: “εάν κάποιος θέλει πράγματι να με ακολουθήσει ως οπαδός μου, ας απαρνηθεί τον αμαρτωλό εαυτό του, ας προετοιμαστεί να υποστεί πολλές θλίψεις και αυτόν ακόμη τον σταυρικό θάνατο, και ας με ακολουθήσει, μιμούμενος σε όλα το παράδειγμά μου.’’)» (Ματθ. 16, 24).


«Τότε ο Ιησούς είπε στους μαθητές Του», λέγει ο ιερός Ευαγγελιστής· πότε δηλαδή; Όταν ο Πέτρος είπε «Ἵλεώς σοι, οὐ μή ἔσται σοι τοῦτο (: ο Θεός να σε φυλάξει, Κύριε, από όσα φοβερά μας είπες ότι θα σου συμβούν• Δεν πρέπει να σου συμβούν αυτά”» (Ματθ. 16, 22)· και άκουσε ως απάντηση από τον Κύριο: «Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ (φύγε από εμπρός μου, σατανά) (Ματθ. 16, 23). Διότι δεν αρκέστηκε στην επιτίμηση μόνο, αλλά θέλοντας να δείξει και με το παραπάνω και το ότι τα λόγια του Πέτρου ήταν άτοπα και ανάρμοστα και το κέρδος που θα πήγαζε από το Πάθος, λέγει: Εσύ μου λέγεις, «ο Θεός να σε φυλάξει και να σε ευσπλαχνισθεί, ώστε να μη σου συμβεί αυτό»· εγώ όμως σου λέγω ότι δεν είναι μόνο επιβλαβές για σένα και ολέθριο το να με εμποδίσεις και να δυσφορείς για το Πάθος μου, αλλά ότι ούτε θα μπορέσεις να σωθείς εάν και εσύ ο ίδιος δεν είσαι προετοιμασμένος με κάθε τρόπο να πεθάνεις.


Για να μη νομίσουν δηλαδή ότι είναι ανάξιο Αυτού το να πάθει, διδάσκει σε αυτούς το κέρδος του πράγματος, όχι μόνο με όσα είχαν προηγηθεί αλλά και με όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν. Στο περιστατικό που καταγράφεται από τον ευαγγελιστή Ιωάννη, λοιπόν, λέγει: «ἐάν μή ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσών εἰς τήν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτός μόνος μένει· ἐάν δέ ἀποθάνῃ, πολύν καρπόν φέρει (εάν το μικρό σπυρί του σιταριού δεν πέσει στη γη και δε σαπίσει μέσα στο χώμα, μένει μοναχό του και δεν πολλαπλασιάζεται. Εάν όμως σπαρεί και ταφεί στη γη, τότε βλαστάνει και φέρει πολύ καρπό. (Έτσι και εγώ θα αποθάνω επί του σταυρού, για να φέρω με την μεγάλη αυτή θυσία πολλή καρποφορία με τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους)» (Ιω. 12, 24). Στην περικοπή του Ματθαίου δε εδώ (Ματθ. 16, 24), διδάσκοντας αυτό σε μεγαλύτερο βάθος, δεν περιορίζει τον λόγο μόνο στον Εαυτό του, περί του ότι πρέπει δηλαδή να πεθάνει, αλλά επεκτείνει αυτόν και προς εκείνους.


Είναι δηλαδή τόσο το κέρδος αυτού του πράγματος, ώστε και για σας το να μη θέλετε μεν να πεθάνετε να είναι φοβερό, ενώ το να είστε όμως έτοιμοι προς αυτό να είναι αγαθό. Αλλά αυτό μεν το δηλώνει με όσα λέγει στη συνέχεια, ενώ τώρα εξετάζει αυτό από μία μόνο σκοπιά. Και πρόσεχε πως δεν ομιλεί κατά τρόπο καταναγκαστικό. Διότι δεν είπε, ότι και αν θέλετε, και αν δεν θέλετε, πρέπει να πάθετε εσείς αυτό· αλλά τι είπε; «Εάν κάποιος θέλει να με ακολουθήσει». Δεν εκβιάζω, δεν εξαναγκάζω, αλλά τον καθένα αφήνω κύριο της προαιρέσεώς του· για τον λόγο αυτό λέω «εάν κάποιος θέλει». Διότι προς αγαθά προσκαλώ· όχι προς κακά και δυσάρεστα, όχι προς κόλαση και τιμωρία, για να αναγκάσω. Πράγματι λοιπόν αυτή η ίδια η φύση του πράγματος είναι ικανή να προσελκύσει. Λέγοντας δε αυτά προσείλκυε ακόμη περισσότερο.


Διότι εκείνος μεν, ο οποίος χρησιμοποιεί βία, πολλές φορές αποτρέπει τον ακροατή του · εκείνος όμως που αφήνει ελεύθερο τον ακροατή να κάνει τις επιλογές του, περισσότερο τον προσελκύει. Διότι έχει μεγαλύτερη δύναμη από τη βία η ελεύθερη εκλογή. Για τον λόγο αυτόν ο Κύριος έλεγε: «εάν κάποιος θέλει». Είναι μεγάλα, λέγει, τα αγαθά τα οποία σας προσφέρω και τέτοια, ώστε να σπεύδετε με τη θέλησή σας. Πράγματι δε θα ήταν δυνατόν να προσελκύσει κανείς με τη βία, ούτε και αν ακόμη πρόσφερε χρυσό και έθετε θησαυρό μπροστά μας. Εάν δε προς εκείνα δεν προσελκύει κανείς με βίαιο τρόπο, πολύ περισσότερο ο Θεός προς τα επουράνια αγαθά· διότι εάν δε σε πείθει να προστρέξεις η φύση του πράγματος, ούτε να λάβεις είσαι άξιος, αλλά ούτε και εάν λάβεις, θα γνωρίσεις καλώς εκείνο που έλαβες. Για τον λόγο αυτό ο Χριστός δεν αναγκάζει, αλλά προτρέπει, σεβόμενος την ελευθερία μας.


Επειδή λοιπόν φαίνονταν να διαδίδουν πολλά, και ιδιαιτέρως να στενοχωριούνταν γι’ αυτό που τους είπε, λέγει: δεν χρειάζεται να θορυβείσθε και να ταράζεσθε. Εάν δεν θεωρείτε ότι αυτό που σας έχει ειπωθεί είναι αίτιο αναρίθμητων αγαθών και θα σας οδηγήσει στη σωτηρία σας, δεν εκβιάζω, ούτε εξαναγκάζω, αλλά εάν κάποιος θέλει να με ακολουθήσει, αυτόν προσκαλώ. Μη νομίζετε όμως ότι τούτο είναι το να με ακολουθείτε, αυτό το οποίο πράττετε τώρα ακολουθώντας με. Είναι ανάγκη να υπομείνετε πολλούς κόπους, πολλούς κινδύνους εάν έχετε σκοπό να με ακολουθήσετε. Δεν πρέπει λοιπόν, Πέτρε, επειδή τώρα με ομολόγησες Υιό του Θεού, να περιμένεις για τον λόγο αυτό και μόνο στεφάνους και να νομίζεις ότι είναι αρκετό αυτό για σένα για τη σωτηρία σου, και να αισθάνεσαι λοιπόν τον εαυτό σου ασφαλή και αναπαυμένο, διότι τάχα πραγματοποίησες το παν με το να με ομολογήσεις απλά με τα λόγια. 


Μπορώ βέβαια επειδή είμαι Υιός του Θεού, να μη σε αφήσω να λάβεις πείρα των δυσχερειών· δεν το θέλω όμως αυτό για χάρη σου, ώστε να συνεισφέρεις και ο ίδιος κάτι και να γίνεις άξιος για μεγαλύτερες τιμές. Ούτε βέβαια, εάν κανείς είναι κριτής των αγώνων και έχει αθλητή ένα φίλο του, θα θελήσει να τον στεφανώσει απλά και μόνο από εύνοια, αλλά και για τους δικούς του κόπους, και προπαντός γι’ αυτό, επειδή τον αγαπά· έτσι και ο Χριστός αυτούς τους οποίους ιδιαιτέρως αγαπά, αυτούς κατεξοχήν θέλει να προκόπτουν, και με τη δική τους προαίρεση και όχι μόνο από τη βοήθειά Του. Πρόσεξε, όμως, πώς και τον λόγο κάνει υποφερτό. Δεν περιορίζει λοιπόν τις δυσκολίες και τα εμπόδια μόνο σε αυτούς, αλλά και παρουσιάζει την αλήθεια αυτή και τη διδασκαλία κοινή για όλη την οικουμένη, λέγοντας:


«Εάν κάποιος θέλει», είτε γυναίκα, είτε άνδρας, είτε άρχοντας, είτε αρχόμενος, ας ακολουθεί αυτήν την οδό. Και φαίνεται μεν εκ πρώτης όψεως ότι ένα πράγμα έχει πει, τρία όμως είναι αυτά που λέει· το «ας απαρνηθεί κανείς τον εαυτό του», το «ας σηκώσει τον σταυρό του» και το «ας με ακολουθήσει»· και τα μεν δύο είναι αλληλένδετα, το δε άλλο ειπώθηκε ως κάτι ξεχωριστό. Αλλά ας δούμε πρώτα τι άραγε σημαίνει το να αρνηθούμε τον εαυτό μας. Ας μάθουμε προηγουμένως τι σημαίνει να αρνηθούμε κάποιον άλλο άνθρωπο και τότε θα κατανοήσουμε πληρέστερα τι περίπου σημαίνει να αρνηθούμε τον εαυτό μας. Τι σημαίνει λοιπόν να αρνηθούμε έναν άλλον άνθρωπο; Εκείνος ο οποίος αρνείται κάποιον άλλον, λόγου χάριν τον αδελφό του ή τον δούλο του, ή οποιονδήποτε άλλον, και αν ακόμη τον δει να μαστιγώνεται ή να αλυσοδένεται ή να οδηγείται σε φυλακή ή οτιδήποτε άλλο να πάσχει, δεν τον συμπαρίσταται, δε τον βοηθεί, δεν κάμπτεται, δεν υποφέρει κάτι χάριν αυτού, επειδή άπαξ διαπαντός αποξενώθηκε από αυτόν.


Τέτοια αδιαφορία λοιπόν επιθυμεί να δείχνουμε για το σώμα μας, ώστε και αν το μαστιγώνουν ή το καταδιώκουν ή το καίουν ή οτιδήποτε το κάνουν να μην το λυπούμαστε. Διότι αυτό σημαίνει το να λυπάται κανείς κάτι. Επειδή και οι γονείς τότε πραγματικά λυπούνται τα τέκνα, όταν αφού τα παραδώσουν στους διδασκάλους, δώσουν εντολή σε αυτούς να μην τα λυπούνται. Έτσι και ο Χριστός· δεν είπε να μη λυπούμαστε τον εαυτό μας, αλλά κάτι πολύ περισσότερο από αυτό, το «να απαρνηθούμε τον εαυτό μας»· δηλαδή, να μην έχει τίποτε κοινό προς τον εαυτό του, αλλά να τον παραδίδει στους κινδύνους, στους αγώνες, και τέτοια να είναι η όλη στάση του σαν να ήταν κάποιος άλλος που τα έπασχε αυτά. Και δεν είπε, «ας αρνηθεί», αλλά «ας απαρνηθεί», φανερώνοντας πάλι και με τη μικρή αυτή προσθήκη το έπακρο της αρνήσεως του εαυτού μας· διότι πράγματι με το σύνθετο ρήμα «απαρνηθεί» δίνεται ακόμη μεγαλύτερη έμφαση και απολυτότητα στην άρνηση απ’ ό,τι με το απλό «αρνηθεί».


«Και ας σηκώσει τον σταυρό του». Τούτο προέρχεται εξ εκείνου που είπε προηγουμένως, δηλαδή την πλήρη αυταπάρνηση. Για να μη νομίσεις δηλαδή, ότι πρέπει να απαρνηθείς τον εαυτό σου όσον αφορά μόνο τα εναντίον σου λόγια και τις ύβρεις και τις κατηγορίες, λέγει και μέχρι ποιου βαθμού πρέπει να απαρνηθείς τον εαυτό σου· δηλαδή μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου επονειδίστου (σταυρικού). Για τον λόγο αυτό δεν είπε «ας απαρνηθεί τον εαυτό του μέχρι θανάτου», αλλά «ας σηκώσει τον σταυρό του», δηλώνοντας τον ατιμωτικό θάνατο· και ότι όχι μία φορά, ούτε δύο, αλλά καθ’ όλην μας την ζωή, πρέπει να το κάνουμε αυτό. Συνεχώς δηλαδή, λέγει, να σκέπτεσαι τον θάνατο αυτόν, και καθημερινά να είσαι έτοιμος προς σφαγή. Διότι επειδή πολλοί μεν περιφρόνησαν τα χρήματα και την τρυφή και τη δόξα, τον θάνατο όμως δεν τον περιφρόνησαν, αλλά φοβήθηκαν τους κινδύνους, εγώ, λέγει, θέλω ο δικός μου στρατιώτης να παλεύει μέχρις αίματος, και οι αγώνες να φθάνουν μέχρι σφαγής. 


Ώστε και αν είναι ανάγκη και θάνατο να υπομείνουμε, είτε θάνατο επονείδιστο, είτε θάνατο επικατάρατο, είτε να διασύρεται η υπόληψή μας, όλα πρέπει να τα υποφέρουμε με γενναιότητα, και κατ’ αυτόν τον τρόπον να χαιρόμαστε πιο πολύ. «Και ας με ακολουθεί». Επειδή δηλαδή είναι δυνατό και να πάσχει κανείς χωρίς να ακολουθεί τον Χριστό, όταν κανείς δεν υφίσταται τα παθήματα για χάρη Του (καθόσον και οι ληστές υποφέρουν πολλά και φοβερά και οι τυμβωρύχοι και οι απατεώνες), για να μην νομίσεις ότι αρκεί η ύπαρξη μόνη των δεινών, προσθέτει και την προϋπόθεση των δεινών. Ποια λοιπόν είναι αυτή; Πραγματοποιώντας αυτά και πάσχοντας αυτά, να ακολουθείς Αυτόν και να υπομένεις τα πάντα χάριν Αυτού και να έχεις και την υπόλοιπη αρετή. Καθόσον και τούτο φανερώνει το «Ας με ακολουθεί»· ώστε να μην επιδεικνύουμε μόνο ανδρεία κατά τη διάρκεια των δεινών, αλλά και σωφροσύνη και επιείκεια και κάθε είδος ευσέβειας. Αυτό σημαίνει το να ακολουθούμε τον Χριστό, όπως πρέπει, το να φροντίζουμε και για τα άλλα είδη της αρετής και το να υφιστάμεθα τα πάντα γι’ Αυτόν.


Διότι υπάρχουν εκείνοι, οι οποίοι ακολουθούν τον διάβολο και πάσχουν αυτά, και χάριν εκείνου παραδίδουν τις ψυχές τους· αλλά εμείς πρέπει να τα πάσχουμε χάριν του Χριστού, μάλλον δε χάριν του ίδιου μας του εαυτού. Εκείνοι μεν ακολουθούν τον διάβολο και υποφέρουν για να βλάψουν τους εαυτούς τους και εδώ και εκεί (στη μέλλουσα ζωή)· εμείς όμως ακολουθούμε τον Χριστό και υποφέρουμε για να κερδίσουμε και τις δύο. Πώς λοιπόν δεν είναι απόδειξη της πιο μεγάλης ανοησίας, το να μην επιδείκνυουμε ούτε την ίδια ανδρεία με αυτούς οι οποίοι οδηγούνται στην απώλεια και μάλιστα τη στιγμή που εμείς πρόκειται να αποκομίσουμε τόσα στεφάνια; Αν και σε μας, βέβαια, και ο Χριστός παρίσταται ως βοηθός, σε εκείνους όμως κανείς.


Έδωσε φυσικά και προηγουμένως αυτήν την παραγγελία όταν απέστελλε αυτούς λέγοντας: «εἰς ὁδόν ἐθνῶν μή ἀπέλθητε καί εἰς πόλιν Σαμαρειτῶν μή εἰσέλθητε (“σε δρόμο, που οδηγεί προς τα ειδωλολατρικά έθνη, μην πορευθείτε και σε πόλη Σαμαρειτών να μην εισέλθετε)» (Ματθ. 10, 5) και «ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων· γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί. Προσέχετε δέ ἀπό τῶν ἀνθρώπων· παραδώσουσι γάρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια καί ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν μαστιγώσουσιν ὑμᾶς· καί ἐπί ἡγεμόνας δέ καί βασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ εἰς μαρτύριον αὐτοῖς καί τοῖς ἔθνεσιν (Ιδού εγώ σας στέλνω σαν ήμερα και άκακα πρόβατα ανάμεσα σε αιμοβόρους λύκους. Γι’ αυτό και σας συμβουλεύω να είσθε φρόνιμοι σαν τα φίδια (τα οποία σε ώρα κινδύνου προφυλάσσουν κυρίως το κεφάλι τους), και αθώοι και ακέραιοι όπως τα περιστέρια.


Να προσέχετε, λοιπόν, και να προφυλάσσεστε από τους κακούς ανθρώπους• διότι αυτοί θα σας σύρουν και θα σας παραδώσουν στα συνέδρια των Εβραίων, για να καταδικασθείτε, και στις συναγωγές τους εμπρός στα πλήθη θα σας μαστιγώσουν. Και σε άρχοντες και σε βασιλείς θα σας τραβήξουν διά της βίας, για να τιμωρηθείτε από αυτούς, εξαιτίας της πίστεώς σας σε Εμένα• αλλά εκεί εσείς, χωρίς να φοβηθείτε, θα δώσετε την καλή μαρτυρία και σε αυτούς και γενικότερα στα ειδωλολατρικά έθνη)». (Ματθ. 10, 16-17), τώρα όμως εκτενέστερα μάλλον και αυστηρότερα. Διότι τότε ανέφερε μόνο τον θάνατο, ενώ εδώ έκανε λόγο και περί του σταυρού, και μάλιστα περί συνεχούς σταυρού· διότι λέγει «ας σηκώσει τον σταυρό του»· δηλαδή, ας βαστάζει συνεχώς και ας φέρει τον σταυρό. Και τούτο συνηθίζει να κάνει παντού, όχι εξαρχής και εκ προοιμίων, αλλά ήσυχα και σιγά-σιγά να εισάγει τα μεγαλύτερα των παραγγελμάτων, για να μην παραξενεύονται όσοι ακούνε.


Έπειτα επειδή φαινόταν ότι είναι υπερβολικό αυτό που ειπώθηκε, βλέπε πώς με τα επόμενα λόγια τους παρηγορεί και υπόσχεται έπαθλα τα οποία υπερτερούν των ιδρώτων και των κόπων που θα κατέβαλλαν με τον αγώνα τους· και όχι μόνο βραβεία, αλλά και την αντιμισθία της κακίας. Πράγματι, με αυτήν ασχολείται περισσότερο παρά για εκείνα, επειδή τους περισσότερους συνηθίζει να σωφρονίζει όχι τόσο η προσφορά των αγαθών, όσον η απειλή των φοβερών. Πρόσεχε λοιπόν πώς και από εδώ αρχίζει και σε αυτό καταλήγει: «ὃς γάρ ἂν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν. τί γάρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος ἐάν τόν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τήν δέ ψυχήν αὐτοῦ ζημιωθῇ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; 


(Διότι εκείνος ο οποίος θέλει να σώσει τη ζωή του, αυτός θα τη χάσει. Εκείνος δε που θα χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου, αυτός θα τη βρει. Διότι τι έχει να ωφεληθεί ο άνθρωπος, εάν κερδίσει τον κόσμο όλο, ζημιωθεί όμως την ψυχή του; Ή τι είναι δυνατόν να δώσει ο άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής του;» (Ματθ. 16, 25-26). Αυτό δε που λέγει, σημαίνει: όχι από έλλειψη λύπης προς εσάς, αλλά από υπερβολική λύπη (και φροντίδα) παραγγέλλω αυτά. Καθ’ όσον εκείνος ο οποίος λυπείται να τιμωρήσει το τέκνο του, το καταστρέφει και το οδηγεί στην απώλεια· εκείνος όμως ο οποίος δε λυπάται, το διασώζει. Τούτο έλεγε και κάποιος σοφός: «σύ μέν γάρ πατάξεις αὐτόν ῥάβδῳ, τήν δέ ψυχήν αὐτοῦ ἐκ θανάτου ῥύσῃ (διότι εσύ μεν θα χτυπήσεις το σώμα του υιού σου με τη ράβδο, όμως δε θα πεθάνει από αυτό· θα ελευθερώσεις ωστόσο την ψυχή του από την απώλεια και τον αιώνιο θάνατο» (Παροιμ. 23, 14)· και πάλι: «περιψύχων υἱόν καταδεσμεύσει τραύματα αὐτοῦ (Εκείνος που παραχαϊδεύει και δεν παιδαγωγεί ορθώς το παιδί του, θα το ενθαρρύνει σε εκτροπές και έπειτα θα επιδέσει τις πληγές του)» ( Σοφ. Σειρ. 30, 7)·


Τούτο γίνεται στα στρατόπεδα. Αν δηλαδή ο στρατηγός, λυπούμενος για τους στρατιώτες, διατάζει να παραμένουν συνεχώς στην ασφάλεια του στρατοπέδου, μαζί με αυτούς χάνει και όσους βρίσκονται μέσα. Για να μη συμβαίνει λοιπόν αυτό και σε σας, λέγει, πρέπει εσείς να είστε παρατεταγμένοι συνεχώς προς θάνατον· καθ’ όσον και τώρα πρόκειται να ανάπτει εκ νέου πόλεμος φοβερός. Μην καθίσεις λοιπόν εντός, αλλά ας εξέρχεσαι και ας πολεμείς· και αν πέσεις στην παράταξη της μάχης, τότε έζησες. Διότι στην περίπτωση των αισθητών πολέμων εκείνος που είναι έτοιμος προς σφαγήν, αυτός πιο πολύ υπερισχύει των άλλων και είναι ακατάβλητος και φοβερότατος και στους εχθρούς, αν και βέβαια ο βασιλιάς προς χάριν του οποίου πολεμεί, δεν μπορεί μετά θάνατον να τον αναστήσει· πολύ περισσότερο λοιπόν στην περίπτωση των πολέμων αυτών των πνευματικών, όταν υπάρχουν και τόσο πολλές ελπίδες αναστάσεως, αυτός που παραδίδει την ψυχή του στον θάνατο, θα τη σώσει· κατά ένα μεν τρόπο, διότι δε θα αιχμαλωτισθεί εύκολα· κατά δεύτερον δε, διότι και αν πέσει, θα οδηγήσει αυτήν προς υψηλότερη ζωή.


Έπειτα, επειδή είπε, ότι «εκείνος ο οποίος θέλει να σώσει (τη ζωή του), θα τη χάσει, εκείνος όμως ο οποίος θα τη χάσει, θα τη σώσει» και στην πρώτη περίπτωση ανέφερε σωτηρία και απώλεια, για να μη νομίσει κανείς ότι είναι της ίδιας αξίας η απώλεια και η σωτηρία στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση, αλλά να γνωρίσει καλώς ότι μεταξύ της σωτηρίας εκείνης και αυτής τόση είναι η διαφορά, όση μεταξύ απωλείας και σωτηρίας· και εκ των αντιθέτων αποδεικνύοντας αυτά διαμιάς λέγει: «διότι, τι έχει να ωφεληθεί ο άνθρωπος, εάν κερδίσει τον κόσμο όλο, ζημιωθεί όμως την ψυχή του;». Είδες πως η παρά τον πρέπον σωτηρία της ζωής ισοδυναμεί με απώλεια, και χειρότερη από κάθε απώλεια, επειδή και αθεράπευτη είναι, εφόσον δεν υπάρχει κάτι που να μπορεί να την εξαγοράσει; Διότι μη μου λέγεις αυτό, λέγει, ότι έσωσε τη ζωή του εκείνος ο οποίος διέφυγε τους τόσους μεγάλους κινδύνους, αλλά μαζί με τη ζωή του εσύ συναρίθμησε ότι κέρδισε και όλη την οικουμένη.


Και τι το περισσότερο έχει να κερδίσει αυτός από αυτό, τη στιγμή που οδηγείται στην απώλεια η ίδια η ψυχή του; Πες μου, εάν έβλεπες τους δούλους σου να ζουν μέσα στην τρυφή, τον εαυτό σου όμως να ζει μέσα στα χειρότερα κακά, άραγε θα κερδίσεις κάτι από το ότι είσαι κύριός τους; Καθόλου. Τούτο λοιπόν σκέψου και για την ψυχή σου, όταν αυτή αναμένει την μέλλουσα απώλεια, ενώ κατά την ίδια στιγμή το σώμα σου ζει μέσα στην πολυτέλεια και τον πλούτο. «Τι είναι δυνατόν να δώσει ο άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής του;». Πάλι επιμένει στο ίδιο. Μήπως, λέγει, έχεις να δώσεις άλλη ψυχή αντί της ψυχής σου; Αν χάσεις βέβαια χρήματα, θα δώσεις χρήματα ή σπίτι ή δούλους ή οτιδήποτε άλλο εκ των υπαρχόντων σου· αν χάσεις όμως την ψυχή, άλλη ψυχή δε θα μπορέσεις να προσφέρεις· αλλά και αν έχεις δικό σου όλο τον κόσμο, και αν είσαι βασιλιάς ολόκληρης της οικουμένης, δε θα μπορέσεις, και αν ακόμη καταβάλεις ως αντίτιμο όλα τα πράγματα της οικουμένης μαζί με αυτήν την οικουμένη, να αγοράσεις μια ψυχή.


Και τι το παράδοξο εάν τούτο συμβαίνει στην περίπτωση της ψυχής; Καθ΄όσον και στο σώμα θα μπορούσε να δει κανείς να γίνεται τούτο. Και αν είσαι περιβεβλημένος αναρίθμητα διαδήματα, έχεις όμως εκ φύσεως ασθενικό σώμα και δυσθεράπευτο, δε θα μπορέσεις, και αν ακόμη προσφέρεις όλη τη βασιλεία, να θεραπεύσεις το σώμα αυτό, και αν ακόμη προσθέσεις σ’ αυτήν αναρίθμητα σώματα και πόλεις και χρήματα. Τοιουτοτρόπως λοιπόν σκέψου και για την ψυχή· μάλλον και πολύ σοβαρότερα για την ψυχή, και αφού αφήσεις στην άκρη όλα τα άλλα, σε αυτήν και τη δική της τη σωτηρία να δαπανάς όλη σου τη φροντίδα. Μην παραμελείς λοιπόν τον εαυτό σου και όσα σε αφορούν προσωπικά για την αιωνιότητα, επειδή αφιερώνεις τη φροντίδα σου σε ξένα πράγματα, πράγμα που κάνουν οι πολλοί τώρα, μοιάζοντας προς αυτούς οι οποίοι εργάζονται στα μεταλλεία (ως κατάδικοι). Πράγματι, και εκείνοι κανένα όφελος δεν έχουν από την εργασία αυτή, ούτε από τον πλούτο· αντιθέτως, είναι μεγάλη η ζημία τους, και διότι μοχθούν άσκοπα και διότι μοχθούν χάριν άλλων, χωρίς να αποκομίζουν τίποτα από τους ιδρώτες εκείνους που καθημερινά χύνουν και τους μεγάλους κόπους τους.


Υπάρχουν και τώρα πολλοί οι οποίοι τους μιμούνται, αυτοί που εργάζονται για να πλουτίσουν άλλοι· μάλλον δε εμείς και από αυτούς είμαστε αθλιότεροι, καθόσον αναμένει εμάς και η γέεννα μετά τους κόπους αυτούς. Διότι σε εκείνους μεν ο θάνατος αποτελεί το τέρμα των ιδρώτων εκείνων· σε εμάς όμως ο θάνατος γίνεται αρχή αναρίθμητων κακών. Εάν όμως έλεγες ότι απολαμβάνεις τους κόπους σου με το να πλουτίζεις, απόδειξέ μου ότι η ψυχή σου ευφραίνεται και ωφελείται και τότε θα πεισθώ. Διότι από όσα έχουμε, κυριότερο είναι η ψυχή· εάν όμως το σώμα παχαίνει, ενώ εκείνη φθείρεται, τίποτα δεν προσφέρει σε σένα η αφθονία αυτή· όπως πράγματι, και όταν ευφραίνεται η δούλη, τίποτε δεν προσφέρει η ευημερία της υπηρέτριας προς την οικοδέσποινα που κινδυνεύει, έτσι ούτε και η ασθένεια του σώματος δε θεραπεύεται από τη λαμπρότητα της στολής την οποία έχει ενδυθεί· αλλά θα σου πει πάλι ο Χριστός· «Τι είναι δυνατόν να δώσει ο άνθρωπος αντάλλαγμα υπέρ της ψυχής του;» προτρέποντάς σε να στρέφεις συνεχώς την προσοχή σου προς εκείνη, και για μόνη αυτή να επιδεικνύεις όλο το ενδιαφέρον σου.


Αφού τους ενέπνευσε λοιπόν τον φόβο με όλα αυτά, στη συνέχεια τους παρηγορεί και με την υπενθύμιση των αγαθών που πρόκειται να λάβουν αιωνίως με τους αγώνες τους αυτούς: «μέλλει γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρός αὐτοῦ μετά τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ, καί τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατά τήν πρᾶξιν αὐτοῦ. (Διότι μέλλει ο Υιός του ανθρώπου να έλθει περιβεβλημένος τη δόξα του πατρός Του με τους αγγέλους Του, και τότε θα αποδώσει στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του)» (Ματθ. 16, 27). Είδες πως μία είναι η δόξα του Πατρός και του Υιού; Εάν δε η δόξα είναι μία, φανερό είναι και ότι η ουσία είναι μία. Διότι εάν υπάρχει διαφορά δόξης σε μία ουσία («διότι άλλη είναι η λαμπρότητα του ήλιου, και άλλη της σελήνης και άλλη η λαμπρότητα των αστεριών· διότι άστρο από άστρο διαφέρει κατά τη λάμψη», παρά το ότι πρόκειται για μία ουσία), πώς εκείνων των οποίων η δόξα είναι μία, η ουσία θα θεωρηθεί άλλη;


Διότι δεν είπε, (ότι θα έλθει) με δόξα παρόμοια με αυτήν, την οποία έχει και ο Πατέρας, για να μην υποπτευθείς πάλι κάποια διαφορά· αλλά με σκοπό να δείξει την απόλυτη ακρίβεια, λέγει ότι θα έλθει περιβεβλημένος με την ίδια τη δόξα (του Πατρός), ώστε να τη θεωρούμε μία και την αυτήν. Γιατί λοιπόν, φοβάσαι, Πέτρε, όταν ακούς για θάνατο; Διότι τότε θα με δεις περιβεβλημένο τη δόξα του Πατρός. Εάν δε εγώ θα είμαι περιβεβλημένος με δόξα, και εσείς θα είστε (Ιω. 17, 24: «πάτερ, οὓς δέδωκάς μοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰμί ἐγώ κἀκεῖνοι ὦσι μετ᾿ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τήν δόξαν τήν ἐμήν ἣν δέδωκάς μοι, ὅτι ἠγάπησάς με πρὸ καταβολῆς κόσμου. ( Πάτερ, θέλω εκείνοι τους οποίους μου έχεις δώσει, να είναι μαζί μου όπου είμαι εγώ, για να βλέπουν και απολαμβάνουν την δόξα μου την οποία προαιωνίως μου έχεις δώσει, διότι με έχεις αγαπήσει προ πάντων των αιώνων, πριν να τεθούν τα θεμέλια του κόσμου)»· διότι δε θα παύσουν στην παρούσα ζωή τα δικά σας· αλλά θα σας αναμένει κάποιο άλλο καλύτερο τέλος.


Κι όμως παρά το ότι ανέφερε τα ευχάριστα, δεν αρκέστηκε μόνο σ’ αυτά, αλλά τα ανέμιξε και με τα φοβερά με το να κάνει αναφορά στο δικαστήριο εκείνο και τις αναπόφευκτες ευθύνες και την αμερόληπτη απόφαση και την αλάνθαστη κρίση. Ασφαλώς δεν άφησε να φανεί ο λόγος μόνο μελαγχολικός, αλλά τον συνδύασε και με ευχάριστες ελπίδες. Διότι δεν είπε ότι θα τιμωρήσει τότε αυτούς που αμάρτησαν, αλλά ότι «θα αποδώσει στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του». Έλεγε δε αυτό υπενθυμίζοντας όχι μόνο την τιμωρία στους αμαρτωλούς, αλλά και στους ενάρετους τα βραβεία και τους στεφάνους. Αλλά ο Κύριος μεν είπε αυτά, για να ενισχύσει το ηθικό των ενάρετων ανθρώπων, εγώ όμως πάντοτε φρίττω ακούγοντας αυτά· διότι δεν είμαι μεταξύ των στεφανουμένων. Νομίζω δε ότι και άλλοι συμμετέχουν στον φόβο και την αγωνία μου.


Διότι ποιον δεν είναι ικανός να φοβίσει αυτός ο λόγος, αν τον συνειδητοποιήσει κανείς, και να τον κάνει να φρίττει, και να τον πείσει ότι έχουμε ανάγκη σάκου μετανοίας και πολύ πιο μεγάλης νηστείας και από τον λαό των Νινευιτών; Διότι ο λόγος για εμάς δεν είναι περί καταστροφής πόλεως και του κοινού θανάτου, αλλά περί της αιωνίου κολάσεως και του ασβέστου πυρός. […] Ας μοχθούμε λοιπόν αδιάκοπα όσο ζούμε, για να φανούμε και στον Θεό αρεστοί και στους ανθρώπους άμεμπτοι και να επιτύχουμε τα μέλλοντα αγαθά, διά της χάριτος και της φιλανθρωπίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, διά του οποίου και μετά του οποίου στον Πατέρα ανήκει η δόξα, η τιμή, η εξουσία, συγχρόνως στο Άγιο και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF