ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2020

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ ΣΤΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΑ ΥΠ' ΑΥΤΟΝ ΠΑΛΑΜΙΚΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ





17ος αιών – Από το βιβλίο "Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και η Θεολογία του" του μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, σελ. κη’ – μβ’. 
Πρόλογος του αγίου Νικοδήμου 
στα μεταφρασμένα από αυτόν Παλαμικά συγγράμματα, 
τα οποία όμως αποτεφρώθησαν από πυρκαϊά στο τυπογραφείο της Βενετίας.


Αλλοίμονο στον καιρόν εκείνο που δεν σε αγαπούσα, λέγει κάπου προς τον Θεό, φλεγόμενος από έρωτα, ο άγιος Αυγουστίνος. Εγώ δε μεταβάλλοντας ελαφρώς τον λόγο, θα έλεγα αναλόγως: αλλοίμονο στον καιρόν εκείνο που δεν είχαν εκδοθή διά του τύπου τα πάνσοφα και θαυμαστά και θεόβροντα συγγράμματα του μεγάλου φωστήρος της Θεσσαλονίκης Γρηγορίου. Ας χαθή ο φθόνος! Μάλλον δε ο πατήρ του φθόνου, ο οποίος άφησε τα συγγράμματα αυτά κάπου τέσσερις αιώνες και πλέον μέσα στο σκότος, παραπεταμένα σε μίαν άκρη, και μόλις να σωθούν από την φθοράν, αυτά που ήσαν όχι μόνον άξια αλλά και υπεράξια να ιδούν το φως της οικουμένης ολοκλήρου, για να μην ειπώ άξια και του ιδίου του ουρανού.


Μαζί με τα άλλα δεινά που περιβάλλουν το δυστυχές γένος μας, ήταν και αυτό το καλόν, να στερηθούν τόσοι αδελφοί από τον φθόνο που παρακολουθεί κάθε καλό. Και για την στέρησιν αυτή θρηνεί η ηθική, η οποία καθαίρει από τα πάθη, διότι εζημειώθη την ακριβεστάτη διάκριση και στάθμη των αρετών και των παθών. Θρηνεί η φυσική θεολογία, η οποία φωτίζει την ψυχή, καθώς και η Θεόπνευστος Γραφή, που αναζητούν τους τρανούς και αληθείς λόγους τους. Προ παντός θρηνεί η θεολογική επιστήμη, η οποία οδηγεί στην τελειότητα, επειδή μένει ακόμη κάπως ατελής, και γι’ αυτό αναζητεί γοερώς την τελειότητά της.


Και για να ειπώ με ένα λόγον, όλη η Εκκλησία του Χριστού και όλον το ορθόδοξον πλήρωμα, όλος ο ιερός κλήρος που εισέρχεται στο ιερόν Βήμα και προσεγγίζει τον Θεόν, και όλος ο λαός, που παραμένει έξω από το Βήμα, ω, ποίαν δόξαν έχουν στερηθή, ποίαν δύναμη, ποίον πλούτον από την έλλειψη τοιούτων πνευματικών θησαυρών! Και για να μιλήσω κάπως πιο τολμηρά, ποίαν αδοξίαν η ένδοξος, ποίαν αδυναμίαν η δυνατή, ποίαν πτωχείαν είχε περιβληθή μέχρι σήμερα η πλουτοδότις Εκκλησία, επειδή δεν είχε τα συγγράμματα του θείου Παλαμά! Αλλά ας είναι ευλογητός εις τους αιώνας ο Υιός και Λόγος του Πατρός και Νοός, ο δοτήρ και αίτιος κάθε καλού και μάλιστα των λόγων περί Αυτού του ιδίου. Αυτός και τώρα τα μεταβάλλει όλα μόνον με την θέληση, και τον τωρινόν αιώνα τον κάμει μακαριστόν.


Και τον φθόνον διαλύει, και την λύπη μεταβάλλει σε χαράν, και στην Εκκλησίαν αποδίδει τον στολισμό της με την έκδοση των συγγραμμάτων αυτών. Και οικονόμησε έτσι τα πράγματα, όπως ημπορεί να συμπεράνη κανείς, ώστε να προηγηθούν παιδαγωγικώτερα συγγράμματα άλλων θεολόγων, για να καταστήσουν τους νόες δεκτικούς των υψηλών συγγραμμάτων του θείου τούτου Πατρός, τα οποία αποτελούν σύνοψη και κατάληξη όλων εκείνων και, κατά κάποιον τρόπον, επισφράγισμά των. Διότι αυτός είναι θεσμός και τάξις πανίερος, και στα αγγελικά τάγματα, πάντοτε και σε όλα, πρώτα δίδωνται τα ατελέστερα και στοιχειώδη, και ύστερα τα τελειότερα, εξ αιτίας της ατελείας εκείνων που θα τα δεχθούν. Αυτό βεβαιώνει ο Νόμος ο Μωσαϊκός και το Ευαγγέλιον. Ο μεν ως ατελής προκηρυττόμενος προς ατελείς, τα δε ως τέλειον αποκαλυπτόμενον ύστερα από τον νόμο προς τελείους. Άλλωστε αυτό φανερώνουν τυπικώς και οι φωνές της σάλπιγγος επάνω στο Σινά, οι οποίες, λέγει, έφθασαν βαθμιαίως σε μεγάλην ένταση.


Εκτός αυτών, δεν ήταν καθόλου ανεκτόν στον Θεόν, αλλά ούτε και δίκαιον, τους λόγους που έγραψε στις πλάκες της καρδίας όχι με μελάνι αλλά με το Πνεύμα, να τους αφήση να μένουν στο σκότος, αγνώστους, αδόξους, και έτσι να στερούνται και οι σύγχρονοι και οι μελλοντικοί χριστιανοί από τόσην ωφέλεια, αλλά και με τον τρόπον αυτόν να περιφρονήται ο φίλος του Γρηγόριος, που εκοπίασε να τους γράψη. Για να δείξω με ολίγα λόγια τoν άνδρα λέγω τα εξής: ο Γρηγόριος έφθασε στην ακρότητα της πράξεως και της θεωρίας, περισσότερο από τoν καθένα. Λοιπόν, ο τρισόλβιος εκάθισε σε έναν τόπον στον ιερόν Άθω, αθόρυβο και απλησίαστο και, αφού ανέβη επάνω από κάθε αισθητόν και κάθε σύγχυση (ας χρησιμοποιήσω για τoν εαυτόν του τα λόγια τα ιδικά του), δίδεται όλος στην νοεράν επιστροφή και εστίαση της προσοχής στoν έσω άνθρωπον, ή μάλλον στην επιστροφήν όλων των δυνάμεων της ψυχής προς τον νου, πράγμα θαυμαστόν και να το λέγη κανείς.


Και σπεύδει να αποπλύνη με το πένθος, το αποκρουστικόν προσωπείον το οποίο του προξένησε η περιπλάνησις στα γήινα. Και αφού ηνάγκασε σε περιορισμό με βίαν ισχυρά το πολυπόρευτον της διανοίας του, συνάπτεται με την Θεαρχικήν Τριάδα δια της συνεπτυγμένης και νοεράς προσευχής, και έκαμε το μοναδικόν του νου τριαδικόν, αν και δεν έπαυε να είναι ενιαίον. Καρτερώντας δε επί πολύν χρόνο στην κατάστασιν αυτή την γεννητικήν των απορρήτων μυστηρίων, και καθαρίζοντας όλο και περισσότερο τoν εαυτόν του, τoν αποσπογγίζει από κάθε δαιμονικήν επήρεια, αλλά και τoν απαλλάσσει από κάθε τι επίκτητο, έστω και αν αυτό είναι από τα πλέον αθώα και δεν ρυπαίνει τoν νου.


Αφού λοιπόν, κατά τον θείον Μάξιμον, ανήλθε όχι μόνον επάνω από τα πάθη, αλλά και επάνω από τους λόγους περί παθών, ούτε επάνω μόνον από την φύση, αλλά και επάνω απo τους λόγους της φύσεως, ούτε επάνω γενικώς από oσα νοητά δεν υπερβαίνουν την φαντασία, αλλά και από τους λόγους των, δέχεται στην καρδία του τoν ενυπόστατον φωτισμό της θείας χάριτος, και έτσι ευρίσκει μέσα του άλλον ουρανόν και άλλον ήλιον και την νοητήν σιγήν, η οποία επακολουθεί, φυσικώς στην κατάστασιν αυτή, την οποίαν ο Απόστολος Ιούστος ονομάζει ιεράν αφθεγξίαν, κατα την οποίαν ενεργείται ο λεγόμενος εγκάρδιος και εκπληκτικός έρως, όπως λέγει ο θείος Σιναϊτης Γρηγόριος.


Με αυτήν την εσωτερικήν εργασίαν οδεύοντας μέσα στην οδό του θείου φωτός, αρπάζεται και αυτός όπως ο Παύλος, όχι μόνον κατά τον νου και τις άλλες ψυχικές δυνάμεις, αλλά και κατ’ αυτήν την αίσθησιν, (πλήν της αναπνοής) με μίαν ολικήν και υπερφυσικήν αρπαγή, κατά την οποίαν γεννάται ο προς τον Κύριον εκστατικός έρως, όπως λέγει ο αυτός Σιναϊτης Γρηγόριος. Και ύστερα ανεβαίνει σε όρη αιώνια, ή ανάγεται όχι με την φαντασία της διανοίας αλλά με μίαν απόρρητο δύναμη του Πνεύματος, «είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος» μη γνωρίζων. Και, ω του θαύματος, γίνεται θεατής των υπερκοσμίων, όπου ακούει αλάλητα ρήματα, πράγμα το οποίο δεν ημπορεί να φανερωθή ή να εκφρασθή και να επιτευχθή. Ακολούθως δε, αφού έφθασε στον υπέρφωτο γνόφο της θείας πηγής, όπως λέγει ο κρυφιομύστης Διονύσιος, όπου είναι κεκαλυμμένα τα απλά και απόλυτα και άτρεπτα μυστήρια της θεολογίας, καταξιώνεται να ιδή και να γνωρίση διά μέσου της αβλεψίας και της αγνωσίας τον «υπέρ θέον και γνώσιν» με το να μην ιδή και να μη γνωρίση.


Διότι αυτό είναι η πραγματική όρασις και γνώσις. Και για να μιλήσω συνοπτικά, μένει όλος άνθρωπος κατά την ψυχή και το σώμα στην φύση, αλλά γίνεται όλος Θεός κατά την ψυχή και το σώμα με την απειρόδωρο χάρη της θεώσεως, όπως λέγει ο θεοφόρος Μάξιμος: «ηνώθη με τον κατά φύσιν Θεόν και εγνώρισε τόσο τον γινωσκόμενον, όσον είχε γνωρισθή αυτός από εκείνον που γνωρίζει τα πάντα». Είναι επίκαιρο να λεχθή εδώ το του Θεολόγου και συνωνύμου περί αυτού του συνωνύμου και Θεολόγου: «Βλέπει μεν τα οπίσθια του Θεού, το δε πρόσωπον αυτού δεν του εμφανίζεται καθόλου. Και, όπως ο Μωυσής, φίλος Θεού χρηματίζει. Επειδή δε τα των φίλων είναι κοινά, κατά την παροιμία, γι’ αυτό ο Θεός αποκαλύπτει στον φίλο του τα θεία του μυστήρια, και τον διδάσκει αποκρύφους λόγους της φύσεως, και σηκώνει το κάλυμμα κάποιων σκοτεινών νοημάτων της Γραφής.


Και του δίδει το χάρισμα, όχι μόνον της διοράσεως των όντων και εκείνων που ήδη υπάρχουν, ούτε μόνον το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων και των πραγμάτων, αλλά και το μέγιστον χάρισμα της προοράσεως εκείνων που θα γίνουν μετά πολύν χρόνον. Του δίδει ακόμη και το χάρισμα της θαυματουργίας, περισσότερον από κάθε άγιον, με αφθονίαν, και όταν ήταν στην ζωή και μετά θάνατον, ώστε να του αποδοθή από την Εκκλησία η επωνυμία του θαυματουργού. Αλλά το μεγαλύτερο θαύμα είναι το ιερόν του σκήνωμα, ευώδες και αδιάλυτον, επάνω από τους φυσικούς όρους, όπως ακόμη και μέχρι τώρα βλέπεται στην Θεσσαλονίκη. Και ο Θεός του αποκαλύπτει ωρισμένα από εκείνα τα συμβολικά «οπίσθια», δηλαδή λόγους θείας δυνάμεως και ενεργείας, σοφίας και αγαθότητος, δόξης και απειρίας, και όλων των γύρω από τον Θεόν φυσικώς θεωρουμένων, τα οποία ο θεολόγος νους πρέπει να ζητή. Διότι μόνα αυτά είναι προσιτά.


Αυτό δε που συμβολικώς λέγεται πρόσωπον του Θεού, δηλαδή αυτόν καθ’ εαυτόν τoν λόγο της ουσίας, είναι ανεπίτρεπτο να το ζητή οποιοσδήποτε άνθρωπος. Επειδή είναι τελείως απροσπέλαστος και απρόσιτος σε κάθε κτιστό νου και όχι μόνον ανέκφραστος, αλλά και εντελώς ανώνυμος και άγνωστος, και ευρίσκεται επάνω και από αυτήν την «καθ’ υπερουσιότητα θέσιν». Αλλά γιατί να λέγωμε πολλά; Ο Θεός μαζί με τα άλλα χαρίσματα του χαρίζει το δώρο να θεολογή ασφαλώς και απταίστως, που είναι το υψηλότατον από όλα τα δώρα, και πολυέραστο και καταλληλότατο στο να οδηγή στην θείαν αγάπη. Για τα χαρίσματα αυτά εμεσίτευσε η Μητέρα του Θεού και ο πρώτος των θεολόγων, ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής, ο οποίος με όραμα μυστικόν το ανήγγειλε στον Γρηγόριο, σε στιγμή που ευρίσκετο σε κατάστασιν εγρηγόρσεως. Και όχι μόνον αυτό, αλλά ο ίδιος ο Ιωάννης, σε νυκτερινήν οπτασίαν του συνιστά να συγγράψη οπωσδήποτε χάριν της ωφελείας των χριστιανών, όλα όσα του ενήχησε το πνεύμα στα ώτα της καρδίας.


Αυτό είναι το εξαιρετικόν πλεονέκτημα των συγγραμμάτων του ιδικού μου θεολόγου, κατά το οποίον υπερέχει από τους άλλους θεολόγους, ότι ήρχισε να συγγράφη όσα συνέγραψε όχι από προσωπικήν επιθυμία ούτε χωρίς θεία θέληση, αλλά κατόπιν θείας αποκαλύψεως και εντολής. Έτσι λοιπόν ο Γρηγόριος μέσα σε πολύν χρόνο, όχι μόνον έμαθε, αλλά και έπαθε τα θεία, και ετελειοποιήθη με την ένωση και την γνωριμία με αυτά, για να εκφρασθώ όπως ο Αρεοπαγίτης. Και έτσι αρχίζει να θεολογή απλανώς, επειδή ανήκε στην τάξιν όχι απλώς αυτών που καθαίρονται, αλλά εκείνων που έχουν ήδη καθαρθή την τελειοτάτην κάθαρση του νου και της καρδίας, αφού και ενωρίτερα είχε και θεοπτίες, οι οποίες υπερέχουν απείρως από την με μόνον τον λόγον θεολογίαν. Και αυτό διότι ήκουσε τον συνώνυμόν του Θεολόγον, ότι δεν είναι εύκολον το πράγμα, ούτε είναι για τον καθένα να θεολογή αληθώς, αλλά για εκείνους που έχουν καθαρθή στην ψυχή και στο σώμα, ή τουλάχιστον ευρίσκονται στο στάδιον της καθάρσεως.


Πηγή: https://alopsis.gr


Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 517 και εξής. 
Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF