«Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες, ὅτι Θεοῦ μαθηταί ἐσμέν,οὐχ ὅτι τά δαιμόνια ἡμῖν ὑπακούουσιν,ἀλλ᾿ ὅτι τά ὀνόματα ἡμῶν γέγραπται ἐν τῷ οὐρανῷ τῆς ταπεινώσεως»
Ἰωάν. Κλίμ. P.G. 88, 1000A
Ὑπάρχει δέ καί κοσμική ὑπερηφάνεια καί καλογερική. Κοσμική ὑπερηφάνεια ἔχει κανείς ὅταν ὑπερηφανεύεται εἰς βάρος τοῦ ἀδελφοῦ του ὅτι εἶναι πιό πλούσιος ἤ πιό ὄμορφος ἤ πιό καλοντυμένος ἤ πιό γενναῖος ἀπ᾿ αὐτόν. Ὅταν λοιπόν βλέπουμε ὅτι κενοδοξοῦμε μ᾿ αὐτά ἤ ὅτι τό μοναστήρι μας εἶναι πιό μεγάλο ἤ πιό πλούσιο ἤ ὅτι ἔχουμε πολλούς ἀδελφούς, πρέπει νά ξέρουμε ὅτι βρισκόμαστε ἀκόμα στό στάδιο τῆς κοσμικῆς ὑπερηφάνειας. Συμβαίνει ὅμως πολλές φορές νά κενοδοξεῖ κανείς καί γιά μερικά φυσικά χαρίσματα. Νά τί ἐννοῶ. Κενοδοξεῖ ὅτι ἔχει καλή φωνή καί ψάλλει ὡραῖα, ἤ ὅτι εἶναι ἐπιτήδειος καί ἐργάζεται μέ ἐπιμέλεια καί ἀκρίβεια καί ὑπηρετεῖ ἄδολα. Αὐτά εἶναι πιό ἐξευγενισμένα ἀπό τά πρῶτα, ὅμως καί αὐτά ἀνήκουν στό χῶρο τῆς κοσμικῆς ὑπερηφάνειας.
Καλογερική ὑπερηφάνεια ἔχει κανείς ὅταν κενοδοξεῖ ὅτι ἀγρυπνεῖ, ὅτι εἶναι νηστευτής, εὐλαβής, ἐνάρετος, σπουδαῖος. Συμβαίνει δέ πολλές φορές νά ταπεινώνεται κανείς γιά νά δοξαστεῖ. Αὐτά ἀνήκουν στό χῶρο τῆς καλογερικῆς ὑπερηφάνειας. Εἶναι βέβαια προτιμότερο, ἄν δέν μποροῦμε ἐντελῶς νά νικήσουμε τήν ὑπερηφάνεια, νά ὑπερηφανευόμαστε γιά τά μοναχικά καί ὄχι γιά τά κοσμικά προτερήματα. Νά, εἴπαμε λοιπόν ποιά εἶναι ἡ πρώτη ὑπερηφάνεια καί ποιά ἡ δεύτερη. Παρόμοια εἴπαμε ποιά εἶναι ἡ κοσμική καί ποιά ἡ καλογερική. Ἄς μάθουμε τώρα καί ποιές εἶναι οἱ δυό ταπεινώσεις.
Ἡ πρώτη ταπείνωση εἶναι τό νά θεωρεῖ κανείς τόν ἀδελφό του πιό συνετό καί σέ ὅλα καλύτερον ἀπ᾿ αὐτόν, καί μ᾿ ἕνα λόγο, ὅπως εἶπε ἐκεῖνος ὁ ἅγιος, νά θεωρεῖ τόν ἑαυτόν του χειρότερο ἀπ᾿ ὅλους1. Ἡ δεύτερη ταπείνωση εἶναι τό νά ἀποδίδει κανείς κάθε ἐπιτυχία του καί κάθε κατόρθωμά του στή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὅπως ἀκριβῶς τά δέντρα, ὅταν εἶναι φορτωμένα μέ πολύ καρπό, ὁ ἴδιος ὁ καρπός λυγίζει τά κλαδιά καί τά γέρνει πρός τά κάτω, τό δέ κλαδί πού δέν ἔχει καρπό ὑψώνεται πρός τά πάνω καί ἀνεβαίνει στητό – ὑπάρχουν βέβαια καί μερικά δέντρα πού ὅσο κρατάει τό βλάστημά τους, δέν κρατοῦν καρπό2, ἄν ὅμως πάρει κανείς πέτρα καί τήν κρεμάσει στό κλαδί καί τό τραβήξει πρός τά κάτω, τότε κάνει καρπό – ἔτσι εἶναι καί ἡ ψυχή. Ὅταν ταπεινώνεται, τότε καρποφορεῖ καί ὅσο καρποφορεῖ τόσο ταπεινώνεται3. Γιατί ὅσο προσεγγίζουν οἱ ἅγιοι τό Θεό, τόσο περισσότερο βλέπουν τόν ἑαυτόν τους ἁμαρτωλό4.
Θυμᾶμαι ὅτι κάποτε μιλούσαμε γιά τήν ταπείνωση καί κάποιος ἄρχοντας ἀπό τή Γάζα ἀκούγοντάς μας νά λέμε ὅτι ὅσο πλησιάζει κανείς τόν Θεό, τόσο πιό ἁμαρτωλό βλέπει τόν ἑαυτόν του, παραξενευόταν καί ἔλεγε: «Πῶς συμβαίνει αὐτό»; Καί δέν ἤξερε καί ζητοῦσε νά μάθει τό λόγο. Τοῦ λέω: «Ἀφέντη, γιά πές μου πῶς θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου ὅταν βρίσκεσαι στήν πόλη σου»; Μοῦ λέει ἐκεῖνος: «Θεωρῶ τόν ἑαυτό μου πρῶτο καί τρανό στήν πόλη». Τοῦ λέω: «Ἄν φύγεις καί πᾶς στήν Καισάρεια, πῶς θά θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου ἐκεῖ»; Λέει: «Θά τόν θεωρῶ σάν τόν πιό ἀσήμαντο ἀπό τούς ντόπιους ἄρχοντες». Τοῦ λέω: «Ἄν φύγεις καί πᾶς στήν Ἀντιόχεια, πῶς θά θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου»; «Θά νομίζω πώς εἶμαι ἕνας ἄξεστος χωριάτης». Τοῦ λέω: «Ἄν πήγαινες στήν Κωνσταντινούπολη κοντά στό βασιλιά, πῶς θά ἔβλεπες ἐκεῖ τόν ἑαυτό σου»; «Μοῦ λέει ἐκεῖνος: «Θά ἔνιωθα σάν φτωχός».
Τότε τοῦ λέω: «Νά ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι καί οἱ ἅγιοι. Ὅσο πλησιάζουν τό Θεό, τόσο πιό ἁμαρτωλούς βλέπουν τούς ἑαυτούς τους». Γιατί ὅταν ὁ Ἀβραάμ εἶδε τόν Κύριο, ὀνόμασε τόν ἑαυτόν του χῶμα καί στάχτη (Γεν. 18, 27). Ὁ δέ Ἡσαΐας ἔλεγε: «Ὤ, πόσο ταλαίπωρος καί ἀκάθαρτος εἶμαι ἐγώ»! (Ἡσ. 6, 5). Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τό Δανιήλ. Ὅταν ἦταν στό λάκκο μέ τά λιοντάρια, καί πῆγε ὁ Ἀββακούμ κρατώντας τό φαγητό καί λέγοντάς του, «Δέξου τό φαγητό πού σοῦ ἔστειλε ὁ Θεός», τί εἶπε τότε ὁ Δανιήλ; «Μέ θυμήθηκε ὁ Θεός»; (Δαν. 14, 36-37). Βλέπεις τί ταπείνωση εἶχε στήν καρδιά του; Ἐνῶ βρισκόταν στό λάκκο μέ τά λιοντάρια καί δέν τόν πείραζαν, καί ὄχι μόνο μιά φορά, ἀλλά καί δεύτερη (Δαν, 6, 14), μετά ἀπ᾿ ὅλα αὐτά ἀπόρησε λέγοντας: «Μέ θυμήθηκε ὁ Θεός»; Βλέπετε τήν ταπείνωση τῶν ἁγίων; Βλέπετε τί ταπεινά συναισθήματα ἔτρεφαν στήν ψυχή τους; Ἀλλά καί ὅταν ὁ Θεός τούς ἔστελνε γιά νά βοηθήσουν τούς ἀνθρώπους, δέν δέχονταν ἀπό ταπείνωση, ἀποφεύγοντας τή δόξα.
Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς, ὅταν κάποιος φοράει ὁλομέταξο ροῦχο καί τοῦ ρίξουν πάνω του ἕνα λερωμένο κουρέλι, φεύγει γιά νά μή λερωθεῖ τό πολύτιμο ροῦχο του, ἔτσι καί οἱ ἅγιοι, φορώντας τίς ἀρετές, ἀποφεύγουν τήν ἀνθρώπινη δόξα γιά νά μή μολυνθοῦν ἀπ᾿ αὐτή. Ὅσοι ὅμως ἐπιθυμοῦν τή δόξα, μοιάζουν μέ γυμνό πού ψάχνει νά βρεῖ κανένα κουρέλι ἤ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, γιά νά σκεπάσει τή γύμνια του. Ἔτσι καί αὐτός πού εἶναι γυμνός ἀπό ἀρετές ζητάει τή δόξα τῶν ἀνθρώπων5. Ὅταν λοιπόν στέλνονταν ἀπό τό Θεό οἱ ἅγιοι, γιά νά βοηθήσουν τούς ἄλλους, ἀπό ταπείνωση δέν δέχονταν. Ἀλλ᾿ ὁ μέν Μωϋσῆς ἔλεγε: «Σέ παρακαλῶ, διάλεξε ἄλλον πού νά μπορεῖ, γιατί ἐγώ ἔχω ἀδύνατη φωνή καί μπερδεύω τά λόγια μου» (Ἐξ. 4, 10). Ὁ δέ Ἱερεμίας ἔλεγε: «Εἶμαι πολύ νέος» (Ἱερ. 1, 6). Καί καθένας ἀπό τούς ἁγίους ἀπέκτησε αὐτή τήν ταπείνωση, ἀπό τήν πίστη ἐφαρμογή, ὅπως εἴπαμε, τῶν ἐντολῶν. Κανείς ὅμως δέν μπορεῖ νά ἐκφράσει μέ λόγια τό πῶς δημιουργεῖται αὐτή ἡ ταπείνωση στή ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἄν δέν τό μάθει μέ τήν πείρα τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς του. Μέ τά λόγια κανείς δέν μπορεῖ νά τήν μάθει6.
Κάποτε ὁ ἀββάς Ζωσιμᾶς μιλοῦσε γιά τήν ταπείνωση καί ἕνας σοφιστής πού βρέθηκε ἐκεῖ, ἀκούγοντας ὅσα ἔλεγε, ἐπειδή ἤθελε νά μάθει τήν ἀκρίβεια τοῦ λόγου τόν ρώτησε: «Πές μου, πῶς θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου ἁμαρτωλό; Δέν καταλαβαίνεις ὅτι εἶσαι ἅγιος; Δέν καταλαβαίνεις ὅτι ἔχεις ἀρετές; Δέν βλέπεις ὅτι τηρεῖς τίς ἐντολές; Πῶς, ἀφοῦ κάνεις αὐτά, πιστεύεις ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλός»; Ὁ Γέροντας ὅμως δέν εὕρισκε τρόπο νά τοῦ ἀπαντήσει, μόνο τοῦ ἔλεγε: «Δέν ξέρω πῶς νά στό πῶ, ἀλλά ἔτσι νιώθω, ἁμαρτωλός». Ὁ σοφιστής λοιπόν ἐπέμενε θέλοντας νά μάθει πῶς εἶναι δυνατόν νά συμβαίνει αὐτό. Ὁ δέ Γέροντας, μή βρίσκοντας πῶς νά τοῦ ἐξηγήσει αὐτό τό πράγμα, ἄρχισε νά λέει μέ τήν ἅγια ἁπλότητά του: «Μή μέ παραξηγήσεις, ἀληθινά τέτοιος εἶμαι». Μόλις λοιπόν εἶδα τό Γέροντα νά μήν ξέρει τί ν᾿ ἀπαντήσει, τοῦ λέω: «Μήπως ἄραγε αὐτό μοιάζει μέ τή σοφιστική ἤ τήν ἰατρική ἐπιστήμη; Ὅταν δηλαδή ὁ γιατρός ἤ ὁ σοφιστής τήν μαθαίνει καλά καί τήν ἐφαρμόζει, μέ τήν πράξη λίγο – λίγο ἡ σοφιστική ἤ ἡ ἰατρική γίνεται σ᾿ αὐτούς μιά παγιωμένη καί αὐτοματοποιημένη ἱκανότητα ταυτισμένη μέ τήν προσωπικότητά τους, ἀλλά οἱ ἴδιοι δέν μποροῦν καί δέν γνωρίζουν νά ποῦ πῶς ἔφτασαν ν᾿ ἀποκτήσουν αὐτήν τήν ἱκανότητα.
Σιγά – σιγά, ὅπως εἶπα, χωρίς νά τό καταλάβουν, ἡ ψυχή ἀπέκτησε αὐτήν τήν ἱκανότητα ἀπό τήν πράξη. Ἔτσι κάπως ἔχουν τά πράγματα. Καί στήν ταπείνωση δηλαδή, δημιουργεῖται αὐτή ἡ παγιωμένη κατάσταση ἀπό τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν, χωρίς νά μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ μέ λόγια. Μόλις λοιπόν ἄκουσε ὁ ἀββάς Ζωσιμᾶς αὐτό. Χάρηκε καί ἀμέσως μέ ἀγκάλιασε καί μοῦ λέει: «Τό βρῆκες, ὅπως τό εἶπες εἶναι». Ἔτσι ἱκανοποιήθηκε καί ὁ σοφιστής καί παραδέχτηκε καί αὐτός τήν ἐξήγηση. Γιατί μᾶς εἶπαν μέν οἱ παλιοί Γέροντες μερικά γιά νά καταλάβουμε τί εἶναι ἡ ταπείνωση, ἀλλ᾿ ὅμως αὐτήν τήν κατάσταση, πού δημιουργεῖται μέσα στήν ψυχή ἀπό τήν ταπείνωση, κανείς δέν μπόρεσε νά τήν ἑρμηνεύσει μέ λόγια. Ὅταν ὁ ἀββάς Ἀγάθων ἐπρόκειτο νά πεθάνει καί τοῦ εἶπαν οἱ ἀδελφοί: «Καί σύ φοβᾶσαι, Πάτερ;» εἶπε «Σ᾿ ὅλη μου τή ζωή ἔκανα ὅ,τι μποροῦσα γιά νά τηρήσω τίς ἐντολές, ἀλλά ἄνθρωπος εἶμαι. Ποῦ ξέρω, ἄν τό ἔργο μου ἄρεσε στό Θεό; Γιατί ἀλλιῶς κρίνει ὁ Θεός καί ἀλλιῶς οἱ ἄνθρωποι»7.
Νά λοιπόν, ὁ Γέροντας αὐτός μᾶς ἄνοιξε τά μάτια γιά νά καταλάβουμε τήν ταπείνωση καί μᾶς ἔδειξε τό δρόμο γιά νά τήν ἀποκτήσουμε. Ποιά ὅμως εἶναι ἡ φύση της ἤ πῶς τήν ἀποκτάει ἡ ψυχή, ὅπως πολλές φορές εἶπα, κανένας δέν μπόρεσε νά πεῖ, οὔτε μπόρεσε μέ τό λογικό νά τήν κατανοήσει, ἐκτός ἄν ἡ ἴδια ἡ ψυχή ἀξιωθεῖ μέ τήν πράξη νά τή μάθει. Οἱ Πατέρες μᾶς εἶπαν τί εἶναι αὐτό πού μπορεῖ νά τή χαρίσει στόν ἄνθρωπο. Γιατί λέει στό Γεροντικό ὅτι ρώτησε ἕνας ἀδελφός κάποιο Γέροντα λέγοντας: «Τί εἶναι ἡ ταπείνωση;» Καί ὁ Γέροντας εἶπε: «Ἡ ταπείνωση εἶναι μεγάλο καί θεϊκό ἔργο. Ὁ δέ δρόμος πού ὁδηγεῖ στήν ταπείνωση εἶναι μεγάλο οἱ σωματικοί κόποι πού γίνονται μέ ἐπίγνωση8 καί τό νά προσεύχεσαι ἀδιάλειπτα». Αὐτός εἶναι ὁ δρόμος πού φέρνει στήν ταπείνωση. Ἡ φύση ὅμως τῆς ταπεινώσεως εἶναι θεϊκή καί ἀκατάληπτη. Τῷ Θεῷ πρέπει κάθε δόξα τιμή καί προσκύνηση, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!
1 Ἀδελφός ἠρώτησε τόν ἀββᾶν Σισώην, λέγων· Ὁρῶ ἐμαυτόν, ὅτι ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ παραμένει μοι. Λέγει αὐτῷ ὁ γέρων· Οὐκ ἔστι μέγα τό εἶναι τόν λογισμόν σου μετά τοῦ Θεοῦ· μέγα δέ ἐστι, τό ἑαυτόν ὁρᾶν, ὑποκάτω πάσης τῆς κτίσεως. Τοῦτο γάρ καί ὁ σωματικός κόπος ὁδηγεῖ εἰς τόν τῆς ταπεινοφροσύνης τρόπον. (Ἀβ. Σισώης P.G. 65, 396 B, ιγ).
2 «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες, ὅτι Θεοῦ μαθηταί ἐσμέν, οὐχ ὅτι τά δαιμόνια ἡμῖν ὑπακούσιν, ἀλλ᾿ ὅτι τά ὀνόματα ἡμῶν γέγραπται ἐν τῷ οὐρανῷ τῆς ταπεινώσεως. Ἡ μέν ἀκαρπία φύσει εἰς ὕψος τούς τῶν λεγομένων κίτρων κλάδους ἀνυψοῦν πέφυκε· κατακαμφθέντες δέ θᾶττον καρποφόροι γίνονται. Ὁ νουνεχῶς γνούς ἐπίσταται». (Ἰωάν. Κλίμ. P.G. 88, 1000A).
3 «Καρπός πολύς κατακάμπτει κλῶνας δένδρων καί ἀρετῆς πλῆθος ταπεινοῖ φρόνημα ἀνδρός… Ὥσπερ βάρος καρποῦ καταράσσει κλῶνα, οὕτω ὑπερηφανία ἐνάρετον καταβάλλει ψυχή». (Ἀβ. Νεῖλ. P.G. 79, 1161 C).
4 «Εἶπεν ὁ ἀββᾶς Ματτώης· Ὅσον ἐγγίζει ἄνθρωπος τῷ Θεῷ τοσοῦτον ἁμαρτωλόν ἑαυτόν βλέπει. Ἡσαΐας γάρ ὁ προφήτης ἰδών τόν Θεόν, τάλαν καί ἀκάθαρτον ἔλεγεν ἑαυτόν». (Ἀβ. Ματτώης P.G. 65, 289C).
5 Ἡ ματαιοδοξία, ἡ φιλοδοξία καί ἡ ἀνθρωπαρέσκεια φανερώνουν τή γυμνότητα τοῦ ἀνθρώπου, πού τή δημιουργεῖ ἡ ἀπομάκρυνση, ὁ χωρισμός ἀπό τό Θεό, καί ἡ ἀχρείωση τοῦ «κατ’εἰκόνα». Ὁ ἄνθρωπος πού πορεύεται στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», πού στρέφεται δηλαδή ὑπαρξιακά πρός τό Ἀρχέτυπό Του, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι στρέφεται πρός τό μόνο «κάλλος», τή γνήσια πηγή κάθε δόξας καί κάθε ὡραιότητας καί ὅταν κοινωνήσει μαζί Του, τότε «κόρος ουκ ἐλπίζεται καί πλησμονή οὐχ εὑρήσεται, ἀλλά συμπαρατείνεται τῇ μετουσία ἡ ὄρεξις καί συνακμάζει τῇ ἀπολαύσῃ ὁ πόθος καί τῇ τοῦ ἐπιθυμητοῦ ἐπιτυχία οὐ περιγράφεται», ὅπως λέει ὁ Ἁγ. Γρηγόριος Νύσσης. (P.G. 44, 648C).
6 Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι ὁ ἀββάς Δωρόθεος, ἀκολουθώντας πιστά τήν ὀρθόδοξη θεολογία καί βίωση, τοποθετεῖ τήν ταπείνωση στή χώρα τῆς ἐμπειρίας, γιατί ἡ ταπείνωση σέ τελευταία ἀνάλυση εἶναι «χριστοειδής» κατάσταση: «Μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμί καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. Ια΄: 29). Ἡ εἰσαγωγική κατάσταση τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν «ἐγκεντρίζει» τήν ψυχή διά τοῦ Ἁγ. Πνεύματος εἰς τήν «ἐν Τριάδι» προτυπουμένη ζωή, πού ἐκφράζεται «ἐν Χριστῷ» σάν τέλεια ταπείνωση. Γι᾿ αὐτό καί ὁ «ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται» (Ματθ. Κγ΄: 12). Ἀποδοκιμάζεται ὄχι γιατί τόν ἐκδικεῖται ὁ Θός ἀλλά γιατί ὁ ἴδιος ξεπέφτει ἀπό τή «θεοειδῆ» μορφή τοῦ προσώπου του. «Θεοειδής ὁ ἄνθρωπος ἐγένετο καί μακάριος τῷ αὐτεξουσίῳ τετιμημένος… τό δι᾿ ἀνάγκης αὐτόν ἐπί τι μεταχθῆναι βιαίως ἀφαίρεσις τοῦ ἀξιώματος ἦν» (Γηγόριος Νήσσης P.G. 45, 486BC). Ἐνῶ ἀντίθετα «ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται». Ἐπιβραβεύεται ὄχι γιατί συμμορφώνεται πρός κάποιο νομικό ἤ ἠθικολογικό καταστατικό, ἀλλά ἐπειδή ξαναβρίσκει τή «δόξα» τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα». (Πρβλ. Ι Κορναράκη: Βιβλικά Ψυχογραφήματα Θεσ/κη 1975).
7 P.G. 65, 117B.
8 Οἱ σωματικοί κόποι, ὅσο βαρεῖς καί ἐξουδενωτικοί καί ἄν εἶναι, δέν καταλήγουν μόνοι τους στήν ταπείνωση, οὔτε καταξιώνονται σάν αὐτοσκοπός, ἀλλά ἀποτελοῦν μέσο γιά τήν ἀπόκτηση τῆς πνευματικῆς πτωχείας καί καθαρότητας. Ὅταν λοιπόν ἀπό τή σωματική ἄσκηση λείπει ἡ ἐπίγνωση τοῦ σκοποῦ, τῆς οὐσίας καί τοῦ νοήματος τῆς κακοπάθειας, τότε αὐτή εἶναι ματαία, ἄχρηστος «ὡς μήτρα ἄτεκνος» (Ἰσ. Σῦρος) καί «εἰς οὐδέν καταλήγουσα» (Συμ. Ν. Θεολόγος). Γι᾿ αὐτό καί ὁ Ὅσιος Νεῖλος λέει χαρακτηριστικά: «Ὅσον δοκεῖς τό σῶμα σκληραγωγεῖν τῇ ἐπιπόνῳ καί τραχυτέρα διαίτῃ, τοσούτῳ μᾶλλον τήν σεαυτοῦ καρδίαν ταπείνωσον, κατευτελίζων καί ἐξουδενῶν σεαυτόν, ἵνα μή τῆς κενοδοξίας χώραν λαβούσης ἐν σοί, ἀντί σίτου, κνίδην θερίσης, καί οἱ κόποι ἀπόλλυνται» (Ὅσ. Νεῖλου P.G. 79, 221).
Ἀπό τό βιβλίο: «Ἀββᾶ Δωροθέου ''ἔργα ἀσκητικά'' (Ε΄ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ σελ. 1)
Ἐκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»,
Ἱερά Μ. Τμίου Προδρόμου Καρέα
Εκ του ιστολογίου: ''Κύριος Ιησούς Χριστός-Υπεραγία Θεοτόκος''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου