ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 10 Απριλίου 2021

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: Δ' ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ - ΑΣ ΠΡΟΣΕΞΟΥΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ





«Πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· Παιδιόθεν» (Μᾶρκ. 9,21)


λοένα καὶ πλησιάζουμε στὴ μεγάλη ἑορτὴ τοῦ Πάσχα. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἑορτάσουμε τὴν Ἀνάστα­σι, χρειάζεται ψυχικὴ προετοιμασία. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς προσπαθεῖ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρα­κοστῆς μὲ τὶς πυ­κνότερες ἀκολουθίες, τοὺς ὡραίους ὕμνους καὶ τὰ τροπάρια. Τὴν Τετάρτη ποὺ μᾶς ἔρ­χεται εἶνε ἡ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Κανόνος καὶ θ᾽ ἀκούσουμε· «Ψυχή μου ψυ­χή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; τὸ τέ­λος ἐγγίζει καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι…». Καὶ ἡ σημερινὴ Κυριακή, ἡ Τετάρτη τῶν Νηστει­ῶν, εἶνε μία προετοιμασία γιὰ τὸ μεγάλο γεγονός.


κούσατε τὸ εὐαγγέλιο. Ὁ εὐ­αγγελιστὴς Μᾶρκος μᾶς διηγεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα θαύματα, ποὺ ἔκανε κάνει καὶ θὰ κάνῃ ὁ Κύρι­ός μας. Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἀποδεικνύει, ὅτι ὁ Χρι­στὸς εἶνε ὁ βασιλεὺς τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγ­γέλων, ὁ νικητὴς τῶν δαιμόνων, ὁ πραγματι­κὸς φίλος κάθε ἀνθρώπου ποὺ βασανίζεται.Τὸ ἱστορικὸ τοῦ θαύματος εἶνε γνωστό, δὲν θὰ τὸ διηγηθῶ λεπτομερῶς. Σύντομα λέω μόνο, ὅτι ἕνα παιδὶ ἀρρώστησε. Μακάρι νὰ ἦταν ἄρρωστο· αὐτὸ ἀπ᾽ τὸ ὁποῖο ἔπασχε ἦταν χειρότερο ἀπὸ ἀρρώστια· τὸ παιδὶ ἦταν δαιμονό­πληκτο.


σατανᾶς, ποὺ εἶνε μιὰ πραγματικό­της κι ἂς μὴ τὸ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, μπῆκε μέ­σα του σὰν ἀγκάθι, ῥίζωσε καὶ τὸ τυραννοῦσε. Ἔπεφτε στὸ νερό, στὴ φωτιά, ἀπὸ γκρεμούς, ἄ­φριζε, ἔτριζε τὰ δόντια, τοῦ ἔδεσε τὴ γλῶσσα νὰ μὴ μιλάῃ, τοῦ ἔ­φραξε τ᾽ αὐτιὰ νὰ μὴν ἀκούῃ· ἦταν ἕνα τρισ­άθλιο ὄν. Τό ᾽βλεπε ὁ πατέρας καὶ καιγόταν. Τὸ πῆγε σὲ πολλούς· κανείς δὲν μπόρεσε νὰ τὸ θεραπεύσῃ. Μόνο ὁ Χριστὸς τὸ θεράπευσε· πῶς; μόνο μὲ τὸν παν­­τοδύναμο λόγο του. Μὲ ὅση εὐκολία ὁ γιατρὸς βγάζει τὸ σά­πιο δόντι ποὺ πονάει, μὲ ἀκόμη με­γαλύτερη ὁ Χριστὸς ἔβγαλε μέσα ἀπ᾽ τὸ παιδὶ τὸ πονηρὸ πνεῦμα.


Τὸ παιδὶ ἐλευθερώθηκε, ἔγινε καλά, μιλοῦσε, ἄκουγε. Χαρὰ στὸν πατέρα! Κι ὁ πατέρας ἔπεσε στὰ πόδια καὶ εὐχαριστοῦσε τὸ Χριστό. Αὐτὸ μὲ συντομία εἶνε τὸ θαῦμα. Ὅποιος τὸ διαβάζει ὅμως καὶ προσέξῃ τὸ δι­άλογο μεταξὺ Χριστοῦ καὶ πατέρα, θὰ τοῦ γεννηθῇ μιὰ ἀπορία. Ἐμεῖς ξέρουμε καὶ πιστεύ­ουμε ἀκραδάντως ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς καὶ ὡς Θεὸς εἶνε παντογνώστης, τὰ ξέρει ὅ­λα· δὲν ὑπάρχει λεπτομέρεια τῆς ζωῆς μας ποὺ νὰ μὴν τοῦ εἶνε γνωστή.


Ἤ­ξερε λοιπὸν τὸν πα­τέ­ρα, ἤξερε καὶ τὰ μυστι­κὰ τῆς ζωῆς τοῦ παιδιοῦ καλύτερα ἀπ᾽ αὐτόν. Συνεπῶς ἤξερε καὶ πότε τὸ δαιμόνιο μπῆκε στὸ παιδί. Ἀφοῦ λοιπὸν ἤξερε, γιατί ρωτάει «Πόσος χρόνος ἐ­στὶν ὡς τοῦτο γέ­γονεν αὐτῷ;», ἀπὸ πότε τοῦ συνέβη αὐτό; (Μᾶρκ. 9,21). Ἀγνοοῦσε ὁ Χριστός; Ὄχι. Γιατί τότε ρώτησε; Ἐρώτησε, γιὰ νὰ δώσῃ ἀφορμὴ στὸν πατέρα ν᾽ ἀπαντήσῃ. Καὶ μὲ τὴν ἀπάντησι ποὺ ἔδω­σε, τὸ «Παιδιόθεν» ποὺ εἶπε, ὅτι τὸ κακὸ ἦταν ἀπ᾽ τὰ μικρά του χρόνια, θέλησε ὁ Χριστὸς νὰ παρατηρήσῃ – νὰ ἐλέγξῃ τὸν πατέρα γιὰ ἀμέλεια· διότι καὶ αὐτὸς ἦταν ὑπεύθυνος γιὰ τὸ κατάντημα τοῦ παιδιοῦ· ἔδειξε ἀδιαφορία, δὲν φρόντισε.


Στὴν ἀρχή, ποὺ ἡ «φωτιὰ» ἦταν μικρή, δὲν τὴ ἔσβησε· ἄφησε καὶ φούντωσε, κι ὅταν πιὰ τὸ κακὸ ῥίζωσε, τότε ἔτρεξε καὶ ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλ᾽ αὐτὴ ἡ ἐρώτησι τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀ­πάντησι τοῦ πατέρα εἶνε ἔλεγχος γιὰ τοὺς περισσοτέρους γονεῖς· ποὺ θά ᾽πρεπε σήμε­ρα νά ᾽νε ὅλοι στὴν ἐκκλησία, ν᾽ ἀκούσουν τὸ εὐ­αγγέλιο αὐτό· εἶνε ἕνας ἔλεγχος τῶν γονέων. Ὦ πατεράδες καὶ μανάδες μὲ μικρὰ παιδιά· τὰ καμαρώνετε, τὰ λέτε ἀγγελούδια. Εἶνε ἆ­ρα­γε; Μακάρι νὰ ἦταν. Τὰ παιδιά, ποὺ ἀγαπᾶ­τε καὶ θυσιάζεστε γι᾽ αὐτά, μὴ λησμονεῖτε ὅτι εἶνε παιδιὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, ἔχουν μέσα τους διάφορες κακίες καὶ ἐλαττώματα.


Βλέπεις αὐτὸ τὸ ἀγγελούδι κι ἅ­μα δὲν γίνῃ τὸ θέλημά του, γίνεται μέσα στὸ σπίτι τύραννος· ἂν δὲν γίνῃ τὸ θέλημά του, πεισμώνει, πέφτει κάτω χτυπιέται κι ἀφρίζει σὰν τὸ δαιμονισμένο τοῦ εὐ­αγγελίου. Εἶνε μικρὸ δαιμόνιο τὸ πεῖσμα; Νὰ σκεφτῆς, μάνα, πολὺ καλά· ἀλλοίμονο ἂν αὐτὸ τὸ πεῖσμα αὔριο μεγαλώσῃ. Βλέπεις ἐσὺ ἡ ἄλλη μάνα τὸ παιδί, ποὺ δὲν τολμάει νὰ τὸ πειράξῃ ἄλλο παιδί, ἀλλὰ μὲ τὴν παραμικρὴ ἀφορμὴ θυμώνει, ὁρμάει, ἁρπάζει πέτρες ἢ ὅ,τι ἄλλο βρῇ γιὰ νὰ χτυπήσῃ τὸ ἀ­δελφάκι του; Ἔχει τὸ δαιμόνιο τῆς ἔριδος, τῆς φιλονικίας. Εἶνε μικρὸ τὸ δαιμόνιο αὐτό;


Βλέπεις τὸ ἄλλο ἀγγελούδι σου, ποὺ τὸ λὲς «χρυσό μου», καὶ μόλις δώσῃ κανεὶς στὸ ἄλλο παιδὶ μιὰ κούκλα ἢ κάτι ἄλλο, κιτρινίζει σὰ λεμόνι. Τί ἔχει μέσα του; Ἔχει τὸ σοβαρὸ ἐ­λάττω­μα ποὺ λέγεται φθόνος. Εἶνε μικρὸ τὸ ἐ­λάτ­τωμα αὐτό, νὰ φθονῇ τὸ ἀδελφάκι του για­τὶ τὸ χάιδεψαν ἢ τοῦ ᾽δωσαν ἕνα παιχνιδάκι; Βλέπεις ἐσὺ μάνα τὸ ἄλλο ἀγγελούδι σου νὰ ἔχῃ μιὰ μανία καταστροφῆς· ὅ,τι βρῇ μπρο­στά του τὸ σπάζει, βασανίζει ζῷα, σκοτώνει πουλιά, περιπαίζει τοὺς γέρους. Ἔχει τὸ δαιμόνιο τῆς κακίας καὶ μοχθηρίας· οἱ ψυχολόγοι λένε ὅτι, ἂν δὲν τὸ προσέξῃς θὰ γίνῃ σαδιστής, νὰ χαίρεται ὅταν σφάζει τὸν ἄλλο.


Τὰ παιδιὰ εἶνε μῆλα ὡραῖα ἀπ᾽ ἔξω, ἀλλὰ μέσα ἔχουν σκουλήκι, ἔχουν μέσα τὸ κακό. Τί πρέπει νὰ γίνῃ; Πρέπει νὰ τὰ προσέξουμε ὅσο εἶνε μικρὰ καὶ τὸ κακὸ σὲ μικρὴ ἔκτασι. Κάποιος ὀνομαστὸς πνευμα­τικὸς πατέρας, γιὰ νὰ διδάξῃ τὰ παιδιά του ὅ­τι πρέπει ἀπὸ μικροὶ νὰ φρον­τίζουν, γιατὶ τὰ πολυχρόνια πάθη εἶνε δυσίατα ἂν ὄχι ἀθεράπευτα, τοὺς πῆγε μιὰ μέρα στὸ περιβόλι, ὅπου ὑπῆρχαν διάφορα δέντρα. Βλέπετε, λέει, αὐτὸ τὸ μικρό θάμνο; ξερριζῶ­στε τον. Τὸν ξερ­ρίζωσαν μὲ εὐκολία. Βλέπετε ἐ­κεῖνο τὸ δεντράκι; ξερριζῶστε το.


Τὸ ξερρίζω­­­σαν. Βλέπετε τὴ λεμονιά; ξερρι­ζῶ­στε την. Ἐδῶ δυσκολεύτηκαν λίγο. Βλέπετε τὴν ἀμυγδαλιά; γιά προσπαθῆστε. Προσπάθησαν ὅλοι μαζί, μὰ δὲν μπόρεσαν· εἶχε τὶς ῥίζες βαθειά. Καταλάβατε τί θέλω νὰ σᾶς πῶ; Τὰ ἐλαττώματα στὴν ἀρχὴ εἶνε σὰν τὰ μικρὰ δεντράκια· εὔκολα τὰ ξερριζώνεις· ἂν ἀφή­σῃς ὅμως τὸ κακὸ καὶ μεγαλώσῃ μαζὶ μὲ τὴν ἡλικία, τότε γίνεται γέρικο πλατάνι, καὶ δὲν ξερριζώνεται. Γι᾽ αὐτὸ ἀ­παιτεῖται προσοχὴ ἀπὸ τὴ μικρὴ ἡλικία. Θά ᾽θε­λα νά ᾽χα μπροστά μου ὅλους τοὺς γονεῖς, νὰ κρούσω τὸν κώδωνα καὶ νὰ τοὺς φω­νάξω·


Προσοχή! ὄχι στὰ πορτοφόλια, ὄχι στὰ κτήματα, ὄ­χι στὶς δουλειές, ἀλλὰ στὰ παιδιά. Προσοχὴ στὶς συναναστροφὲς μὲ φίλους καὶ φι­λενάδες· μιὰ κακὴ συναναστροφὴ μπορεῖ νὰ καταστρέ­ψῃ τὸ παιδί. Τὸ εἶπε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, τὸ εἶ­παν οἱ ἀρχαῖοι, τὸ εἶπε κι ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος· «Φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί», κατα­στρέφουν τὸν ἄνθρωπο οἱ κακὲς παρέες (Α΄ Κορ. 15,33). Προσοχὴ ἀκόμη στὰ ἀναγνώσματα (βιβλία, πε­ριοδικά, μυθιστορήματα)· ἕνα βιβλίο κακὸ εἶνε φαρμάκι, θανατώνει. Προσοχὴ στὶς ταινίες – τὰ θεάματα· ἀπὸ ᾽κεῖ βγαίνουν ἐγκληματίες. Προσοχὴ στὶς ἐκδρο­μές· μπορεῖ ἀπὸ μιὰ ἐκδρομὴ τὸ παιδὶ νὰ γυρίσῃ ῥάκος. Προσοχὴ μέρα – νύχτα.


κτὸς ἀπὸ τὴν προσοχὴ τί ἄλλο χρειάζεται; Κάτι ποὺ τὸ λησμόνησαν οἱ γονεῖς· τιμωρία. Ναί· ἀλλοίμονο ἂν δὲν τιμωρῇς τὸ παιδί. Χαρὰ στὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα ποὺ ἔχει τὸ κουράγιο νὰ τιμωρῇ· ὅταν πεθάνουν, τὸ παιδὶ θὰ θυ­μᾶται ὄχι τὰ χάδια ἀλλὰ τὶς τιμωρίες τους. Βλα­στημάει τὸ παιδὶ μπροστά σου, λέει αἰσχρά, κ᾽ ἐσὺ γελᾷς; Φωτιὰ σ᾽ ἐσένα, φωτιὰ καὶ σ᾽ αὐτό. Ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ τὴν προσοχὴ καὶ τὴν τιμωρία χρειάζεται καλὸ παράδειγμα ἀπὸ τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα. Τὸ παιδὶ δὲν προσέχει τὰ λόγια· προσέχει τὴ διαγωγή, τὴ ζωή. Μόνο γο­νεῖς ποὺ ζοῦν τὸ Χριστὸ μποροῦν νὰ φυτέψουν στὰ παιδιὰ χριστιανικὲς ἀρετὲς καὶ νὰ τὰ κάνουν παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ μας.


Εἶπα προσοχή, τιμωρία, παράδειγμα, μὰ κάτι λησμόνησα· παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα αὐτά, πατέ­ρα – μάνα, στὰ γόνατα, στὴν προσευχή! νὰ πα­­ρακαλῆτε τὸ Θεὸ νὰ φωτίζῃ τὰ παιδιά σας· ἂν δὲν τὰ φωτίσῃ, δὲν θὰ γίνῃ τίποτα. Δύσκολο πρᾶγμα ἡ ἀνατροφὴ καὶ ἀγωγὴ ἑ­νὸς παιδιοῦ, σήμερα μάλιστα. Κι ἂν οἱ γονεῖς ἀ­μελήσουν, ἡ τιμωρία θά ᾽νε μεγά­λη. Ἕνας μελ­λο­­θάνατος κακοῦργος φώναζε στὴ μάνα του· Ἐσὺ φταῖς, γιατὶ ὅ­ταν ἔκλεψα ἕνα ἀβγὸ δὲ μοῦ ᾽σπα­σες τὸ χέρι, ἔτσι ἔφτασα νὰ γίνω ἐγκληματίας.


ς προσέξουμε λοιπὸν ὅλοι. Νὰ στρέψουμε τὴν προσοχὴ στὸ παιδί. Τὸ κράτος –τὸ λέω μὲ λύπη– δὲν προσέχει. Κι ὄχι μόνο αὐ­τό· δυστυ­χῶς αὐτὸ εἶνε ὁ μεγαλύ­τερος διαφθορεὺς τῆς νεότητος. Μὲ πλῆθος τρόπους σπρώχνει στὴ διαφθορά. Γι᾽ αὐτὸ εἶνε δύσκολη ἡ ἀγωγή. Ἂν προσέξουμε, ἀπὸ αὐτὰ τὰ μικρὰ παιδιὰ θὰ βγῇ μιὰ νέα γενεά, χαρὰ τοῦ σπιτιοῦ, χαρὰ τῶν ἀγγέλων, χαρὰ τοῦ Χριστοῦ μας. Ἂν τ᾽ ἀ­φή­σουμε χωρὶς φροντίδα, τότε κρίμα στὰ χρή­μα­τα, στὰ σπίτια, στὰ γεφύρια…· ἅμα μεγαλώσουν, θὰ γίνουν φαῦλοι, διαρρῆκτες, ἐ­πι­κίν­­δυνοι ἄνθρω­ποι, θὰ βάλουν φωτιὰ νὰ τὰ κάψουν ὅλα.


Νὰ προσέξουμε τὰ παιδιά! φω­νάζει τὸ εὐ­αγ­γέλιο· γιὰ νά ᾽χουμε τὴν εὐ­λογία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.



(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στόν 

ἱ. ναό Μεταμορφώσεως Βύρωνος – Ἀθηνῶν τήν 8-4-1962.

Εκ του ιστολογίου Ορθόδοξη Δικτυακή Παρουσία.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF