ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ - ΕΙΚΟΝΑ






ταν αὐτοκράτωρ τῆς Ρώμης ἦτο ὁ Τιβέριος, πλησίον τῶν ἐκβολῶν τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, τό 28 ἡ 29 μ·Χ·, ἕνας ἄνθρωπος ἄρχισε τό κήρυγμά του. Ἰωάννης ἦταν τό ὄνομά του. Οἱ προφῆται τῆς Παλαιᾶς διαθήκης εἶχαν μιλήσει γι’ αὐτόν καί ἡ γέννησίς του ἦταν θαῦμα καί θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐπί πεντακόσια ἔτη δέν εἶχε φανῆ προφήτης τοῦ Θεοῦ εἰς τήν Παλαιστίνη. Γιά τοῦτο τό κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου ἐπέσυρε τήν προσοχή τοῦ πλήθους.


Οἱ κατωτέρω στίχοι, πού ἀφιερώνουν Οἱ ἱεροί Εὐαγγελισταί εἰς τήν προσωπικότητα τοῦ Προδρόμου, θά μᾶς βοηθήσουν εἰς τήν κατανόησιν τῆς μεγάλης αὐτῆς μορφῆς, τῆς θέσεώς της εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί τῆς ἁγίας εἰκόνος της. «Ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὡς γέγραπται ἐν τοῖς προφήταις, ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω τόν ἄγγελόν μου πρό προσώπου σου, ὅς κατασκευάσει τήν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου… ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν… Ἦν δέ ὁ Ἰωάννης ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου καί ζώνην δερματίνην περί τήν ὀσφύν αὐτοῦ, καί ἐσθίων ἀκρίδας καί μέλι ἄγριον…


δών δέ πολλούς τῶν Φαρισαίων καί Σαδδουκαίων ἐρχομένους ἐπί τό βάπτισμα αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς… Ἤδη δέ καί ἡ ἀξίνη πρός τήν ρίζαν τῶν δένδρων κεῖται πᾶν οὖν δένδρον μή ποιοῦν καρπόν καλόν ἐκκόπτεται καί εἰς πῦρ βάλλεται… Ό… Ἡρώδης κρατήσας τόν Ἰωάννην ἔδησεν αὐτόν καί ἔθετο ἐν φυλακῇ διά Ἡρωδιάδα τήν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ. Ἔλεγε γάρ αὐτῷ ὁ Ἰωάννης· οὐκ ἔξεστί σοι (=δέν σοῦ ἐπιτρέπεται) ἔχειν αὐτήν… Γενεσίων δέ ἀγόμενων τοῦ Ἡρώδου ὠρχήσατο ἡ θυγάτηρ τῆς Ἡρωδιάδος ἐν τῷ μέσῳ καί ἤρεσε τῷ Ἡρώδῃ· ὅθεν μεθ’ ὅρκου ὠμολόγησεν αὐτῇ δοῦναι ὅ ἐάν αἰτήσηται. Ἡ δέ… δός μοι, φησίν, ὧδε ἐπί πίνακι τήν κεφαλήν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ… Καί πέμψας ἀπεκεφάλισε τόν Ἰωάννην ἐν τῇ φυλακῇ. Καί ἠνέχθη ἡ κεφαλή αὐτοῦ ἐπί πίνακι καί ἐδόθη τῷ κορασίῳ, καί ἤνεγκε τῇ μητρί αὐτῆς» (Μάρκ.1,1-6, Ματθ. 3, 7.10. 14, 3-11).


πως βλέπομεν εἰς τό ἀνωτέρω κείμενο, τό μήνυμα τῆς σωτηρίας πού ἔφερε ὁ Χριστός εἰς τόν κόσμον, συνδέεται μέ τήν ἐμφάνισι τοῦ Προδρόμου. Αὐτός εἶναι ὁ «ἄγγελος», δηλαδή ὁ ἀγγελιαφόρος, ὁ ὁποῖος συμφώνως πρός τήν προφητείαν τοῦ προφήτου Μαλαχίου (3, 1) ἀπεστάλη διά νά προετοιμάση τόν δρόμον τοῦ Κυρίου καί νά προπαρασκευάση τάς ψυχάς τῶν ἀνθρώπων πρός ὑποδοχήν Του. Εἶναι ἡ «ὡραία τρυγών καί χελιδών ἡδύλαλος», πού προεμήνυσε τήν θείαν ἄνοιξιν, δηλαδή τόν Χριστόν. Καί ἄλλοι προφῆται μίλησαν διά τόν Μεσσία. Ὁ Τίμιος Πρόδρομος ὅμως εἶναι ὁ τελευταῖος, ὁ μεγαλύτερος καί ὁ σεβασμιώτερος τῆς ἡρωικῆς παρατάξεως τῶν προφητῶν. Εἶναι, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων (+386), «ὁ μέγιστος μέν ἐν προφήταις, ἀρχηγός δέ τῆς καινῆς διαθήκης, καί τρόπον τινά συνάπτων ἀμφοτέρας ἐν αὐτῷ τάς διαθήκας, παλαιάν τε καί καινήν» (Κατήχησις 10,19).


Δέν κήρυξε ἁπλῶς τόν Χριστόν, ἀξιώθηκε νά Τόν δείξη εἰς τά πλήθη, νά Τόν βαπτίση καί νά Τόν κηρύξη εἰς τόν κόσμον τῶν νεκρῶν. Τέλος διά τόν νόμον τοῦ Κυρίου καί τήν ἀλήθειάν Του ἔχυσε καί τό αἷμα του. Δικαίως λοιπόν εἶπε δι‘ αὐτόν ὁ Κύριος: «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ» (Ματθ. 11,11). Τήν θαυμαστήν ζωήν τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τό κήρυγμά του διά τόν Κύριον, τόν ζῆλον του καί τήν παρρησίαν του παρουσιάζει ὡραιότατα τό τρίτον Κάθισμα τοῦ Ὄρθρου τῆς ἑορτῆς τῆς ἀποτομῆς τῆς τιμίας κεφαλῆς του (29 Αὔγουστου). Εἶναι τό τροπάριον τοῦτο μία σύντομος βιογραφία τοῦ Βαπτιστοῦ εἰς ποιητικήν γλῶσσαν καί ψάλλεται εἰς τόν πλ. δ’ ἦχον:


«κ τῆς στείρας ἐκλάμψας ψήφῳ Θεοῦ καί δεσμά διαρρήξας γλώσσης πατρός, ἔδειξας τόν ἥλιον, ἑωσφόρον αὐγάζοντα· καί λαοῖς ἐν ἐρήμῳ τόν Κτίστην ἐκήρυξας, τόν ἀμνόν τόν αἵροντα τοῦ κόσμου τά πταίσματα· ὅθεν καί πρός ζῆλον βασιλέα ἐλέγξας, τήν ἔνδοξον κάραν σου ἀπετμήθης, ἀοίδιμε Ἰωάννη πανεύφημε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τήν ἁγίαν μνήμην σου». Ἡ θέσιςτοῦ Τιμίου Προδρόμου εἰς τήν Ἐκκλησίαν εἶναι τιμητική. Εἰς τάς δεήσεις καί τάς προσευχάς ἀναφέρεται μετά τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου. Μέ αὐτήν πλαισιώνει τόν Παντοκράτορα Κύριον εἰς τήν εἰκόνα τῆς δεήσεως ἤ τοῦ Τριμόρφου. (Ἔτσι λέγεται ἡ εἰκών, πού παρουσιάζει τόν Χριστόν εἰς τό μέσον μέ τήν Θεοτόκον ἐκ δεξιῶν Του καί ἐξ ἀριστερῶν Του τον Ἅγιον Ἰωάννην τόν Πρόδρομον εἰς στάσιν δεήσεως).


Ἅγιος Πρόδρομος εἰκονίζεται παραπλεύρως τοῦ Κυρίου καί εἰς τό εἰκονοστάσιον ἤ τέμπλον, ὅπου τοποθετοῦνται καί οἱ εἰκόνες τῆς Θεοτόκου καί τοῦ Ἁγίου ἤ τῆς Ἁγίας τοῦ ναοῦ. Τήν μεγαλωσύνην τοῦ Προδρόμου ἀναγνωρίζει ἡ Ἐκκλησία μέ τάς ἑορτάς, πού ἔχει ἀφιερώσει εἰς αὐτόν. Μία ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, ἡ Τρίτη, εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀφιερωμένη εἰς αὐτόν. «Αὐτόν λοιπόν τόν ἐπίγειο ἄγγελο καί τόν οὐράνιο ἄνθρωπο», γράφει ὁ Καθηγητής Ί. Φουντούλης, «ἐπαξίως τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἑορτάζει τά μαρτυρούμενα ἀπό τήν Καινή διαθήκη γεγονότα τοῦ βίου του, πάλι σέ σύνδεσμο μέ τά ἀντίστοιχα γεγονότα τοῦ βίου τοῦ Σωτῆρος.Τήν σύλληψή του στίς 23 Σεπτεμβρίου, ἕξ μῆνες πρίν ἀπό τόν Εὐαγγελισμό, πού ἔγινε «τῷ μηνί τῷ ἕκτῳ» ἀπό τήν σύλληψι τῆς Ἐλισάβετ τῆς μητρός τοῦ Προδρόμου. Τήν γέννησί του στίς 24 Ἰουνίου, ἕξ μῆνες πρίν ἀπό τά Χριστούγεννα. Ἴσως καί ἡ μνήμη τοῦ θανάτου του στίς 29 Αὐγούστου δέν εἶναι ἄσχετη πρός τήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ…


Γιατί ὄχι μόνο τήν σύλληψι καί τήν γέννησι τοῦ Βαπτιστοῦ ἡ Ἐκκλησία συνέδεσε μέ τό ρόλο τοῦ Ἰωάννου σάν προδρόμου τῆς συλλήψεως καί τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί σ’ αὐτόν τόν θάνατό του ἔδωσε προδρομικό χαρακτήρα. Ὁ Πρόδρομος πεθαίνει μαρτυρικά πρίν ἀπό τόν Σωτήρα προμηνύοντας, τρόπον τινά, τόν μαρτυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ καί πηγαίνοντας πάλι πρόδρομός Του στόν Ἅδη». Περιγραφή τῆς εἰκόνας Ἡ εἰκών πού θά περιγράψωμεν, εἰκονίζει τόν Ἅγιον Ἰωάννην, ὅπως τόν παρουσιάζουν τά Εὐαγγέλια καί τόν ὑμνεῖ ἡ Ἐκκλησία. Διά τήν Ἐκκλησίαν ὁ Πρόδρομος καί Βαπτιστής Ἰωάννης εἶναι ἄγγελος, Ἀπόστολος καί Μάρτυς. Ὁ Ἅγιός μας εἶναι κατ’ ἀρχάς ἄγγελος διά δύο λόγους: Πρῶτον, λόγῳ τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς του. Ἦτο «ἄνθρωπος μέν τῇ φύσει, Ἄγγελος δέ τόν βίον». Ἔτσι ἀνεδείχθη εἰς «ἐπίγειον ἄγγελον καί οὐράνιον ἄνθρωπον». (Βλέπ. τροπάρια τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεώς του).


Τίμιος Πρόδρομος εἶναι, δεύτερον, ἄγγελος διότι ἔφερε τό μήνυμα τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν ὡς ἀγγελιαφόρος τοῦ Κυρίου. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ἡ εἰκών τόν παρουσιάζει ὡς ἕνα ἀσκητήν, πού φέρει πτέρυγας. «Ζωγραφίζεται δέ ὁ Ἅγιος κάτισχνος καί κεραμόχρους ἐκ τοῦ καύσωνος, φορῶν τό δέρμα τῆς καμήλου καί περιβεβλημένος ἐπάνωθεν ἱμάτιον.Ἡ κεφαλή του εἶναι λιπόσαρκος, μέ τό ὄμμα πλῆρες πίστεως καί ἐγκαρτερήσεως. Οἱ βόστρυχοι τῆς κόμης καί τοῦ γενείου του εἶναι ἀνατεταραγμένοι ἀπό τόν ἄνεμον τῆς ἐρήμου ὡς ὄφεις, Οἱ βραχίονες καί οἱ πόδες του εἶναι λεπτοί καί ἄσαρκοι ὡς τῶν πτηνῶν. Φέρει δέ πτέρυγας ὡς οἱ ἄγγελοι, κατά τήν ρῆσιν τοῦ προφήτου Μαλαχίου «Ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω τόν ἄγγελόν μου πρό προσώπου σου, ὅς κατασκευάσει τήν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου». Τό ἱερόν τοῦτο ὄρνεον ἵσταται ἐπί ἀποτόμου βραχώδους κορυφῆς, ἐν τῷ μέσῳ φάραγγος μεταξύ δύο συντετριμμένων ὀρέων, δι’ ὧν ὑποδηλοῦται τό ἄγριον τῆς ἐρήμου» (Φ. Κόντογλου).


Τίμιος Πρόδρομος, ἐκτός ἀπό ἄγγελος, εἶναι καί Ἀπόστολος. Ὅπως οἱ Ἀπόστολοι ἔτσι καί αὐτός ἔλαβεν ἀπό τόν Θεόν τήν ἐντολήν νά κηρύττη καί νά βαπτίζη τούς ἀνθρώπους. Ὅ,τι ἔπραξε καί ἐκήρυξε, τό ἔκαμε κατ’ ἐντολήν τοῦ Κυρίου, τοῦ Θεοῦ μας. Πρός αὐτόν εἶναι ἐστραμμένον τό βλέμμα τοῦ Βαπτιστοῦ. Ὁ Κύριος εἰκονίζεται ἐντός ἡμικυκλίου, πού συμβολίζει τόν οὐρανόν, εἰς τό ἄνω ἀριστερόν μέρος τῆς εἰκόνος. Μέ τήν δεξιάν Του χεῖρα εὐλογεῖ τόν Ἀπόστολόν Του καί μέ τήν ἀριστεράν κρατεῖ εἰλητάριον. Εἰς τήν ἰδίαν στάσιν εὑρίσκεται καί ὁ Βαπτιστής. Ἡ δεξιά του χείρ εἶναι εἰς σχῆμα παρακλητικόν καί ἡ ἀριστερά του κρατεῖ εἰλητάριον, τό ὁποῖον γράφει: «Ὁρᾷς οἷα πάσχουσιν, ὦ Θεοῦ Λόγε, οἱ πταισμάτων ἔλεγχοι τῶν βδελυκτέων. Ἔλεγχον καί γάρ μή φέρων ὁ Ἡρώδης,τέτμηκεν, ἰδού, τήν ἐμήν κάραν, Σῶτερ». δηλαδή: Βλέπεις, Κύριε, πού εἶσαι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τί ὑποφέρουν ὅσοι ἐλέγχουν τά πταίσματα τῶν βδελυρῶν. Διότι καί ὁ Ἡρώδης, ἐπειδή δέν μποροῦσε νά βαστάση τόν ἔλεγχον (τῆς ἀνηθικότητός του), ἰδού, Σωτήρ μου, ἀπέκοψε τήν κεφαλήν μου.


Εἰς τήν δεξιάν γωνίαν τῆς εἰκόνος ζωγραφίζεται δρῦς, πού ἔχει μεταξύ τῶν κλάδων της μίαν ἀξίνην. Μᾶς ὑπενθυμίζει τούς ἀναφερθέντας λόγους τοῦ Βαπτιστοῦ πρός τούς Φαρισαίους καί Σαδδουκαίους: «Ἤδη δέ καί ἡ ἀξίνη πρός τήν ρίζαν τῶν δένδρων κεῖται…». Οἱ θρησκευτικῶς ἐντυπωσιακοί ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων καί οἱ ὅμοιοί των θά ἔχουν τήν τύχην τῶν ἄκαρπων, πού κόπτονται ὡς ἄχρηστα. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης εἶναι, τελευταῖον, καί ἕνας Μάρτυς. Τό βλέπομεν καί αὐτό εἰς τήν εἰκόνα. Μᾶς τό ὑπενθυμίζει ἡ ἀποτμηθεῖσα κεφαλή του, πού εἰκονίζεται ἐντός λεκάνης εἰς τό κάτω ἀριστερόν μέρος τῆς εἰκόνος. Φέρει εἰς τόν νοῦν τῶν πιστῶν τό μισητόν συμπόσιον τοῦ Ἡρώδου, πού ἔγινεν ἀφορμή νά διαπραχθῆ τό ἀνοσιούργημα τῆς ἀποτομῆς τῆς Τιμίας Κεφαλῆς τοῦ θεοκήρυκος Προδρόμου.


εἰκών πού περιεγράψαμεν, εἰκονίζει τόν Τίμιον Πρόδρομον μέ τήν τριπλῆν του ἀποστολήν: τοῦ ἀγγέλου, τοῦ Ἀποστόλου καί τοῦ Μάρτυρος. Ἔτσι τόν ὑμνεῖ ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός εἰς τό πρῶτον τροπάριον τῆς Λιτῆς τοῦ α’ ἤχου (29 Αὐγούστου): «Τί σέ καλέσωμεν Προφήτα; Ἄγγελον, Ἀπόστολον ἤ Μάρτυρα; Ἄγγελον, ὅτι ὡς ἀσώματος διήγαγες· Ἀπόστολον, ὅτι ἐμαθήτευσας τά ἔθνη· Μάρτυρα δέ, ὅτι σοῦ ἡ κεφαλή ὑπέρ Χριστοῦ ἐτμήθη. Αὐτόν ἱκέτευε, ἐλεηθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν»




Από το βιβλίο,
<<Ο μυστικός κόσμος των Βυζαντινῶν εικόνων>>,
Έκδοσις <<Ἀποστολικῆς Διακονίας>>.




ΠΟΙΜΗΝ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF