ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 11 Απριλίου 2022

Η ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ, ΤΥΠΟΣ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΟΥ





῾Ως ἐπίκαιρο σχολιασμὸ παραθέτω τρεῖς εἰκόνες ἢ σκηνὲς ἀπὸ τὸν βίο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἀποσπασμένες ἀπὸ σχετικὴ ὁμιλία μας κατὰ τὴν φετινὴ Ε΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν (2021). Ἡ προσευχή, ἄλλωστε, εἶναι πάντα ἕνα ἐπικαίρο καὶ ἀκανθῶδες θέμα στὸν ἀκανθώδη βίο τῶν σημερινῶν Χριστιανῶν.





πρώτη εἰκόνα εἶναι ἀπὸ τὴν «προσκυνηματικὴ ἐκδρομὴ» κάποιων Λίβυων καὶ Αἰγυπτίων πιστῶν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα, στὴν ὁποία συμμετεῖχε ἡ Ὁσία –νεαρὴ πόρνη τότε – ὄχι γιατὶ ἤξερε ποιὸς ἦταν ὁ σκοπὸς αὐτοῦ τοῦ ταξιδιοῦ, ἀλλὰ γιατὶ τὸ θεώρησε εὐκαιρία γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τοῦ πάθους της. Σ᾿ αὐτὸ τὸ προσκυνηματικὸ ταξίδι παρέσυρε πολλοὺς νέους προσκυνητὲς στὴν ἁμαρτία.


του Πρωτοπρεσβύτερου Θωμά Βαμβίνη


Οἱ «ἱερὲς ἀποδημίες» τώρα ὀνομάζονται «προσκυνηματικὲς ἐκδρομὲς» καὶ ἐπὶ τὸ κοσμικότερον «θρησκευτικὸς τουρισμός». Γιὰ πολλοὺς εἶναι μιὰ ἔξοδος ἀναψυχῆς. Καλὴ καὶ ὠφέλιμη, ἀλλὰ ὄχι ὅπως τὴν περιγράφει ὁ Ζακύνθιος λόγιος Μοναχὸς τοῦ 16ου αἰῶνα Παχώμιος Ρουσάνος, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει τὸ ἐκκλησιαστικὸ νόημα αὐτῶν τῶν ἀποδημιῶν. 


Παχώμιος Ρουσάνος «θεωρεῖ τὶς ἱερὲς ἀποδημίες στοὺς Ἁγίους [ἰδιαίτερα] Τόπους “ἀρετήν”, διότι “ὁ εἰς προσκύνησιν ἀπερχόμενος, οὐ τὸ ἴδιον θέλημα ἐκπληροῖ, ἀλλὰ τὸ τοῦ Θεοῦ”». Θεωρεῖ θέλημα Θεοῦ τὴν προσκύνηση στοὺς Ἁγίους Τόπους. Καὶ ὅλη αὐτὴ ἡ «ἀποδημία» γινόταν μὲ προσευχή, πνευματικὴ προετοιμασία καὶ ἐξομολόγηση. Ἦταν (καὶ πρέπει νὰ εἶναι) μιὰ κίνηση ἐμποτισμένη μὲ προσευχή, μιὰ τελετουργία προσευχητική, ὅπως οἱ λιτανεῖες.


Δυστυχῶς, γιὰ πολλούς, οἱ «προσκυνηματικὲς ἐκδρομές», δὲν ἔχουν εὐωδία θυμιάματος προσευχῆς. Ἀκραῖο παράδειγμα εἶναι ἡ Ὁσία Μαρία. Ἡ «ἱερὴ ἀποδημία», στὴν ὁποία συμμετεῖχε, γι᾿ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς νέους ποὺ παγίδευσε στὴν ἀσωτία, ἦταν μιὰ φοβερὴ ἁμαρτία καὶ ὄχι ἀρετή· δὲν ἦταν πρὸ παντὸς τελετουργία προσευχητική. Ὅμως, παρὰ τὴν ἀσωτία τοῦ ταξιδιοῦ, ὁ ἱερὸς τόπος ἐκδικήθηκε τὴν Μαρία σωτήρια. Ἔφερε σ᾿ αὐτὴν πνευματικὸ καρπό. Τὴν μετέθεσε, μὲ τὴν μετάνοια, ἀπὸ τὴν ἀσωτία στὴν ἁγιότητα.


περίπτωσή της μᾶς δείχνει πόσο δραστικὴ εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ σὲ τόπους ἱερούς, ἰδιαίτερα στὶς τελετουργίες ποὺ γίνονται ἐντὸς τῶν Ἱερῶν Ναῶν. Ὁπότε, ἡ προσέλευσή μας σ᾿ αὐτοὺς πρέπει νὰ γίνεται μὲ ἐπίγνωση, πνεῦμα μετανοίας καὶ προσευχή, γιατὶ ἔτσι, τελικά, ἄνοιξαν οἱ θύρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Χάριτος γιὰ τὴν μέχρι τότε πόρνη Μαρία. Αὐτὴ εἶναι ἡ δεύτερη εἰκόνα ποὺ θὰ μελετήσουμε. Ἡ Μαρία, μιμούμενη τοὺς ἄλλους προσκηνυτές, ἤθελε νὰ εἰσέλθη στὸν Ναὸ καὶ νὰ προσκυνήση.


Χάρη τοῦ Θεοῦ ὅμως ἀνέκοψε τὴν θρασύτητα τοῦ ἐκκλησιασμοῦ της. Τῆς φανέρωσε ὅτι ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν (ὅπως καὶ ἡ προσέλευση στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας) εἶναι πράξη, στὴν ὁποία πρέπει νὰ εἶναι σύμφωνη ὅλη ἡ ζωή μας. Προσκυνᾶ ὅλος ὁ ἑαυτός μας, μὲ ὅλο τὸν βίο μας, τὸν ὁποῖο ἀναθέτουμε στὸν Χριστὸ γιὰ ἀνακαίνιση. Ἔκανε τέσσερεις ἀπόπειρες. Ἀποκαμωμένη κάθησε σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς αὐλῆς τοῦ Ναοῦ καὶ ἐκεῖ, καθὼς στὴν σκέψη της ἦταν μόνον ὁ ἀποκλεισμός της ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ὄχι τὸ πάθος της, βρῆκε δίοδο στὴν ψυχή της καὶ τὴν ἐπισκέφθηκε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ.


ἴδια εἶπε στὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ: «Ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν τῆς καρδίας μου λόγος σωτήριος, ὑποδεικνύων μοι, ὅτι ὁ βόρβορος τῶν ἔργων μου ἦν, ὁ τὴν εἴσοδον κλείων μοι». Ἔχοντας αὐτὸν τὸν λόγο μέσα της, ἄρχισε νὰ κλαίη βγάζοντας στεναγμοὺς ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς της. «Κλαίουσα» εἶδε, «ἐπάνω τοῦ τόπου», στὸν ὁποῖο στεκόταν «εἰκόνα τῆς Παναγίας Θεοτόκου», καὶ ἄρχισε «πρὸς αὐτὴν ἀκλινῶς ἀτενίζουσα» μιὰ προσευχή, ποὺ ἦταν δοξολογία μέσα ἀπὸ αὐτοκατάγνωση καὶ αὐτομεμψία, ἀλλὰ καὶ γέννημα πίστης ποὺ ἔδινε ὑπόσταση σὲ ὅσα ἤλπιζε νὰ λάβη.


Βάζει κατόπιν τὴν Θεοτόκο ἐγγυητὴ τῆς μετανοίας της. Μετὰ τὴν προσευχή της ἡ δύναμη ποὺ προηγουμένως τὴν ἐμπόδιζε νὰ μπῇ στὸν Ναό, τὴν ὠθοῦσε στὰ ἐνδότερα. Προσκύνησε «τὸ Ζωοποιὸν Ξύλον» καὶ ὅπως ἡ ἴδια διηγήθηκε, μὲ τὴν θέα τοῦ Σταυροῦ εἶδε «τοῦ Θεοῦ τὰ μυστήρια, καὶ οἷός ἐστιν ἕτοιμος τοῦ δέχεσθαι τὴν μετάνοιαν». Στὴν περίπτωσή της βλέπουμε, ὅτι ἡ Εἰκόνα βοήθησε τὴν προσευχὴ καὶ τὴν μετάνοιά της, ἀφοῦ προηγουμένως λόγος σωτήριος ἀκούμπησε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς της.


ταν ὑπάρχη μέσα μας ἐνεργὸς ἕνας τέτοιος σωτήριος λόγος, ποὺ ἔρχεται ἀπευθείας ἀπὸ τὸν Θεὸ ἢ μέσα ἀπὸ ἀναγνώσματα ἱερῶν κειμένων, τότε προσκυνώντας τὶς ἱερὲς Εἰκόνες ἢ προσευχόμενοι μπροστὰ σ᾿ αὐτές, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ προσκύνησή μας μεταβαίνουν στὸ πρωτότυπο, δηλαδὴ στὸν Χριστό, τὴν Παναγία ἢ τοὺς Ἁγίους καὶ μᾶς δίνουν καρπὸ σωτήριο. Ἡ τρίτη εἰκόνα προσευχῆς εἶναι ἀπὸ τὴν ἔρημο. Οἱ σκληροὶ ἀγῶνες της διήρκεσαν δεκαεπτὰ ἔτη. Ἐκεῖ δὲν εἶχε κάποιο τυπικὸ τελετουργιῶν, ὅπως ἔχουν οἱ Ἱερὲς Μονές. Εἶχε τὴν ἐπιθυμία τῆς σωτηρίας καὶ τὸ νὰ εἶναι ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μὲ τὸν Θεό.


τσι, στὶς ἔντονες μνῆμες ἀπὸ τὴν παλαιὰ ζωή της ποὺ τὴν πολεμοῦσαν μὲ ρυπαροὺς λογισμούς, τοποθετοῦσε νοερὰ τὸν ἑαυτό της μπροστὰ στὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας, τῆς ἀναδόχου της, καὶ ἔκλαιγε ζητώντας νὰ διώξη τοὺς λογισμοὺς ποὺ τὴν ταλαιπωροῦσαν. «Ἀεὶ τὸ ὄμμα τῆς διανοίας μου πρὸς τὴν ἐγγυητὴν ἀκαταπαύστως ἀνέπεμπον, αἰτοῦσα βοήθειαν τῇ κινδυνευούσῃ κατὰ τὸ τῆς ἐρήμου πέλαγος καί γε βοηθὸν ἔσχον, καὶ τῆς μετανοίας συλλήπτορα». Εἶναι πολὺ σημαντικὸ τὸ «ἀκαταπαύστως ἀνέπεμπον». Τὸ ὄμμα τῆς διανοίας, τὴν προσοχή της, σήκωνε ἀκατάπαυστα πάνω ἀπὸ τὶς μνῆμες τῆς Αἰγύπτου, τοὺς πειρασμικοὺς λογισμοὺς καὶ τὸ προσήλωνε στὴν Θεοτόκο.


Τὴν εἶχε «συλλήπτορα» (βοηθό), ἀλλὰ γιὰ νὰ δέχεται τὴν βοήθειά Της ἔπρεπε ἀκατάπαυστα νὰ ἀναπέμπη τὸ ὄμμα τῆς διανοίας της –νὰ προσηλώνη δηλαδὴ ὅλη τὴν προσοχή της– πρὸς Αὐτήν. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ δάκρυα, καὶ χτυπώντας τὸ στῆθος της, ὅσο τῆς ἦταν δυνατὸν, ἔβλεπε, ὅπως διηγεῖται, «φῶς πάντοθεν περιαστράπτόν με· καὶ ἐντεῦθεν λοιπὸν γαλήνη τις σταθηρὰ ἐκ τρικυμίας ἐγένετό μοι». Τὸ τέλος τῆς προσευχῆς της ἦταν ἡ ἔλευση τῆς Χάριτος, ποὺ τῆς δώριζε σταθερὴ γαλήνη.


Σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀγῶνες, μὲ πυκνὲς ἐπισκέψεις τοῦ Φωτὸς τοῦ Θεοῦ, ἀπέκτησε δύναμη προσευχῆς ποὺ σήκωνε καὶ τὸ σῶμα της πάνω ἀπὸ τὸ ἔδαφος τῆς γῆς, ἀλλὰ τῆς ἔδωσε καὶ βαθειὰ ταπείνωση, χωρὶς ἀπελπισία καὶ καταθλιπτικοὺς λογισμούς. Ὁμολογοῦσε: «τί γὰρ καὶ ἔχω καυχήσασθαι σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ διαβόλου γενομένη;». Τὸ πῶς ἡ προσευχὴ ἀπορροφοῦσε ὅλο τὸν ἑαυτό της, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα της, φαίνεται στὴν πρώτη συνάντησή της μὲ τὸν Ὅσιο Ζωσιμᾶ.


πὸ τὰ πρῶτα λόγια ποὺ εἶπε ἡ Ὁσία στὸν ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ἦταν: «πῶς τὸ Χριστιανικὸν φῦλον πολιτεύεται σήμερον; Πῶς οἱ βασιλεῖς; Πῶς τὰ τῆς Ἐκκλησίας ποιμαίνεται;». Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς τῆς εἶπε, ὅτι ὁ Χριστὸς «εἰρήνην σταθηρὰν ἐχαρίσατο», ἀλλὰ τῆς ζήτησε νὰ προσευχηθῆ «ὑπὲρ τοῦ κόσμου παντὸς» καὶ τοῦ ἰδίου. Ἐκείνη τοῦ εἶπε, ὅτι αὐτὸ εἶναι δικό του ἔργο ὡς «ἱερέως ἀξίωμα ἔχοντα». Στὴν ἐπιμονή του ὅμως ὑπάκουσε.


Στράφηκε ἀνατολικά, σήκωσε τὰ μάτια καὶ τὰ χέρια της ψηλὰ καὶ «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίζουσα· φωνὴ δὲ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο ἔναρθρος». Ὅλος ὁ νοῦς της ἦταν στὸν Θεό, πρεσβευτὴς ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου. Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς στεκόταν σύντρομος, σιωπηλός, μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο στὴν γῆ. Σὰν εἶδε ὅμως ὅτι ἡ Ὁσία ἀργοῦσε στὴν εὐχή, σηκώνοντας λίγο τὸ πρόσωπό του, τὴν εἶδε «ὑψωθεῖσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω προσεύχεσθαι». Ἀπὸ τὸ θέαμα αὐτὸ τοῦ μπῆκε λογισμός, μήπως ἡ γυναίκα ποὺ ἔβλεπε δὲν ἦταν ἄνθρωπος, ἀλλὰ πνεῦμα ποὺ ὑποκρινόταν ὅτι προσεύχεται.


Ὁσία, ὅμως, χωρὶς αὐτὸς νὰ πῆ τίποτε, τὸν καθησύχασε: «Τί σε, ἀββᾶ, οἱ λογισμοὶ συνταράττουσι σκανδαλισθέντα ἐπ᾿ ἐμοί, ὡς ὅτι πνεῦμα ὑπάρχω καὶ τὴν εὐχὴν ὑποκρίνομαι; Πληροφορήθητι, ἄνθρωπε, ὅτι ἁμαρτωλόν εἰμι γύναιον, πλὴν τῷ βαπτίσματι τῷ ἁγίῳ τετείχισμαι».


λοι οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ εἴμαστε «τετειχισμένοι τῷ ἁγίῳ Βαπτίσματι». Θὰ πρέπει ὅμως νὰ μὴν ἀφήνουμε νὰ δραπετεύη ὁ νοῦς μας ἔξω ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ σωστικὸ τεῖχος, τὴν μεγάλη Χάρη τοῦ Βαπτίσματος, ἀλλὰ νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἀκουμπᾶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδιᾶς μας μὲ λόγους σωτήριους, ὥστε οἱ ἱερὲς Εἰκόνες, οἱ Ναοί, οἱ Ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ «ἱερὲς ἀποδημίες» σὲ τόπους ἁγίους,


νὰ καθιστοῦν διαρκῶς ἐνεργὸ τὴν Χάρη τοῦ Βαπτίσματος καὶ νὰ ἀνεβάζουν μὲ τὴν πίστη, τὴν μετάνοια, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν προσευχὴ ὅλη τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μας πάνω ἀπὸ τὸν χοϊκὸ βίο, καθοδηγώντας τὸ φρόνημα καὶ τὴν πράξη μας στὶς βαθμίδες τῆς κλίμακας πρὸς τὸν ἐν Χριστῷ δοξασμό, «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» καὶ ταῖς πρεσβείαις τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας.



ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF