Διηγεῖται ὁ Γερ. Τ.: «Πᾶνε περίπου τριάντα χρόνια ἀπὸ τότε· ἦταν ἡ πρώτη μου χρονιὰ ὡς Μοναχοῦ. Κατηφορίζαμε ἕναν δρόμο τοῦ Σὰν Φρανσίσκο μαζὶ μὲ ἕναν ἡλικιωμένο Ἐπίσκοπο. Μισὸ τετράγωνο μπροστά, ἕνας ἄνδρας μὲ βρώμικα καὶ κουρελιασμένα ροῦχα ἐρχόταν πρὸς τὸ μέρος μας. Ὅταν τὸν πλησιάσαμε, εἶδα ὅτι ἀπὸ τὰ ξεχαρβαλωμένα παπούτσια του φαίνονταν οἱ πατοῦσες τῶν ποδιῶν του. Ἐνστικτωδῶς, ἔπιασα τὸν Ἐπίσκοπο ἀπὸ τὸ μπράτσο καὶ προσπάθησα νὰ τὸν κατευθύνω στὸ ἀπέναντι πεζοδρόμιο. Ἐκεῖνος ἐπέμενε νὰ συνεχίσουμε ὅπως πηγαίναμε καὶ τότε ἐγὼ ἀναγκάστηκα νὰ πῶ, ὅτι ἦταν ἀνάγκη νὰ περάσουμε ἀπέναντι γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὸν ἄνδρα μὲ τὸ “σαλεμένο” βλέμμα ποὺ μᾶς πλησίαζε. Ὁ Ἐπίσκοπος ὅμως ἀγνόησε τὶς διαμαρτυρίες μου, καὶ ἔτσι συνεχίσαμε τὴν πορεία μας πρὸς τὸν βρώμικο ἄστεγο. Μόλις ἤρθαμε πρόσωπο πρὸς πρόσωπο, ὁ Ἐπίσκοπος σταμάτησε, ἔσκυψε πρὸς τὸ μέρος του, πῆρε τὰ βρώμικα χέρια του ἀνθρώπου στὰ δικά του καὶ τοῦ ἔδωσε ἕνα χαρτονόμισμα εἴκοσι δολαρίων: “Νὰ πάρεις κάτι νὰ φᾶς”. Ὁ ἄνδρας, ποὺ τόση ὥρα κοίταζε τὸ ἔδαφος, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ μᾶς κοίταξε μὲ τὰ πιὸ καθαρὰ γαλανὰ μάτια ποὺ εἶχα δεῖ ποτὲ στὴν ζωή μου, χαμογέλασε καὶ πῆρε τὰ χρήματα. Ἀποσβολώθηκα καὶ ἐνῶ συνεχίζαμε τὸν δρόμο μας, παρατήρησα, ὅτι ἐκεῖνα τὰ μάτια δὲν ἦταν μάτια κάποιου τρελοῦ, οὔτε κάποιου ἐξαθλιωμένου ζητιάνου, ἀλλὰ μάτια ἑνὸς πανέξυπνου ἀνθρώπου. Ὁ Ἐπίσκοπος ἀπάντησε, ὅτι “χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε, πέσαμε πάνω σ᾿ ἕναν ἄγγελο”. Ἡ ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔμοιαζε γεμᾶτος σοφία καὶ θεία ἀγάπη, ποτὲ δὲν μὲ ἄφησε καὶ μέχρι σήμερα μοῦ θυμίζει, ὅτι πρέπει νὰ χαιρετοῦμε ὅλους σὰν νὰ ἦταν ὁ Χριστός». Ἕνας ἄγγελος στὸν δρόμο μας
Ὁ Ἐρανιστὴς
† ὁ Μητροπολίτης Κυπριανὸς
28.8.2022 ἐκ. ἡμ.,
† Ὁσίου Μωϋσέως τοῦ Αἰθίοπος
Ιερά Μητρόπολη Ωρωπού και Φυλής
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου