ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2022

ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ



Μ
έσα στη σεπτή χορεία των δώδεκα μαθητών του Ιησού Χριστού εξέχουσα θέση κατέχει ο τιμώμενος υπό της Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας στις 30 Νοεμβρίου Άγιος Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος, ο οποίος από άσημος και απλοϊκός ψαράς κατέστη «ἁλιεύς τῶν ἀνθρώπων» και αναδείχθηκε μέγας διδάσκαλος του Ευαγγελίου του Χριστού και φλογερός Απόστολος του Γένους μας.


Ο Άγιος Ανδρέας υπήρξε κατ’ εξοχήν Απόστολος των Ελλήνων, αφού ήρθε στον ελλαδικό χώρο για να κηρύξει τον σωτηριώδη λόγο του Θεού και να ιδρύσει Εκκλησίες. Έτσι μετά από μία καρποφόρα ιεραποστολική περιοδεία, κατέληξε στην Πάτρα, την οποία επορφύρωσε με το τίμιο αίμα του και καθαγίασε με τον ένδοξο σταυρικό του θάνατο για να πρεσβεύει αδιάλειπτα στον Πανάγαθο Θεό για τη σωτηρία και προστασία του πατραϊκού λαού, αλλά και σύμπαντος του Ελληνικού Γένους.


Ο Πρωτόκλητος μαθητής του Κυρίου μας γεννήθηκε στην κωμόπολη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, η οποία βρίσκεται στη δυτική όχθη της λίμνης Τιβεριάδος (Γεννησαρέτ). Τόσο ο πατέρας του, ο Ιωνάς, όσο και ο ίδιος ο Ανδρέας, αλλά και ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Σίμωνας Πέτρος, εξασκούσαν το επάγγελμα του ψαρά.


Παρ’ όλο όμως που δεν απόκτησαν τα δύο αδέλφια ιδιαίτερη μόρφωση, χαρακτηρίζονταν από την ευσέβειά τους, αφού υπήρξαν μαθητές του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, του οποίου το πύρινο κήρυγμα σαγήνευσε τις ψυχές τους. Μάλιστα ο Ανδρέας, ο οποίος είχε φύγει από τη Βηθσαϊδά και συγκατοικούσε μαζί με τον έγγαμο αδελφό του, τον Πέτρο, στην Καπερναούμ, είχε την ευκαιρία να ακολουθεί συχνότερα τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και Βαπτιστή και να παρακολουθεί τα κηρύγματά του.


Έτσι όταν ο Πρόδρομος είδε τον Ιησού Χριστό «περιπατοῦντι» στην έρημο της Ιουδαίας, απευθυνόμενος στον Ανδρέα και τον Ιωάννη, τον υιό του Ζεβεδαίου, τον και μετέπειτα Ευαγγελιστή και ηγαπημένο μαθητή του Κυρίου, τους είπε: «Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. Α’, 36).


Η φράση αυτή σαγήνευσε σε τέτοιο βαθμό τους δύο απλοϊκούς, αλλά ευσεβείς ψαράδες, ώστε θέλησαν να γνωρίσουν από κοντά τον Ιησού Χριστό. Μόλις αντιλήφθηκε ο Κύριος την επιθυμία τους, απευθύνθηκε σ’ αυτούς και τους ρώτησε τι θέλουν. Εκείνοι τότε τον ρώτησαν: «Ραββί, που σημαίνει Διδάσκαλε πού μένεις;». Τότε ο Κύριος τους απάντησε: «Ἔρχεσθε καί ἴδετε», δηλαδή ελάτε και θα δείτε.


Κατόπιν οι δύο ψαράδες πήγαν και είδαν από κοντά τον χώρο, όπου έμενε ο Κύριος. Μόλις ο Ανδρέας γνώρισε από κοντά τον Ιησού Χριστό, ενθουσιάσθηκε τόσο πολύ, ώστε έτρεξε αμέσως να ενημερώσει τον αδελφό του, τον Σίμωνα Πέτρο. Όταν τον βρήκε, του είπε: «Εὑρήκαμεν τόν Μεσσία», δηλαδή τον Χριστό.


Γι’ αυτό και ο Ανδρέας έλαβε το τιμητικό και ένδοξο προσωνύμιο «Πρωτόκλητος», αφού ήταν ο πρώτος που δέχθηκε την κλήση του Ιησού Χριστού. Στη συνέχεια οδήγησε τον αδελφό του στον Κύριο, ο Οποίος του είπε: «Εσύ είσαι ο Σίμων, ο γιος του Ιωνά, εσύ θα ονομασθείς Κηφάς, που σημαίνει Πέτρος».


Αλλ’ ο Ανδρέας δεν περιορίσθηκε στο να φέρει κοντά στον Χριστό μόνο τον αδελφό του, τον Πέτρο, αλλά παρακίνησε και τον φίλο του, τον Φίλιππο, τον συμπατριώτη του από τη Βηθσαϊδά, ώστε και αυτός να γευθεί την πνευματική χαρά της γνωριμίας και συναναστροφής μαζί Του.


Όμως η επίσημη και οριστική κλήση στο αποστολικό αξίωμα τόσο των δύο αδελφών, Ανδρέου και Πέτρου, όσο και των υιών του Ζεβεδαίου, Ιακώβου και Ιωάννου, θα γίνει αργότερα, όταν ο Ιησούς Χριστός «περιπατῶν παρά τήν θάλασσα τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τόν λεγόμενον Πέτρον καί Ἀνδρέαν τόν ἀδελφό αὐτοῦ… καί λέγει αὐτοῖς˙ δεῦτε ὀπίσω μου, καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων, οἱ δέ εὐθέως ἀφέντες τά δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ (Ματθ. δ΄, 18-20). Ακούγοντας λοιπόν αυτά τα λόγια, άφησαν αμέσως τα δίχτυά τους και ακολούθησαν τον Ιησού Χριστό.


Έκτοτε ο Ανδρέας κατετάγη στον κύκλο των δώδεκα μαθητών του Κυρίου, η δε παρουσία του ήταν εξέχουσα, αλλά και η σχέση του με τον Χριστό ήταν ξεχωριστή. Άλλωστε οι Ευαγγελιστές Ματθαίος, Μάρκος και Λουκάς τον αναφέρουν δεύτερο στη χορεία των Αποστόλων μετά τον αδελφό του, τον Σίμωνα Πέτρο.


Αλλά το όνομα του Πρωτοκλήτου Αποστόλου Ανδρέου αναφέρεται και στο θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων ανδρών (Ιω. στ’, 5-8), αλλά και στο περιστατικό της επιθυμίας των Ελλήνων «τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ» για να δουν τον Ιησού (Ιω, ιβ’, 20-23), καθώς και στη συνομιλία του Κυρίου με τον Ανδρέα, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη περί των εσχάτων, όταν είχε προαναγγείλει ο Κύριος την καταστροφή του ναού του Σολομώντα (Μαρκ. ιγ’, 3-4).


Ο Απόστολος Ανδρέας ήταν παρών μαζί και με τους άλλους Αποστόλους στην Ανάληψη του Κυρίου (Πραξ. α’, 9-14), ενώ κατά την ευφρόσυνο ημέρα της Πεντηκοστής δέχθηκε την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος (Πραξ. β’, 1-13). Σύμφωνα μάλιστα με τις Πράξεις των Αποστόλων, ο Πρωτόκλητος Ανδρέας βρισκόταν στο υπερώο κατά την ημέρα της Πεντηκοστής και ήταν μεταξύ αυτών που κατέβηκε το Άγιο Πνεύμα «ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν καί ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις, καθώς τό Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι».


Αποστολική δράση Μετά την επιφοίτηση του Παναγίου Πνεύματος άρχισε ο Απόστολος Ανδρέας την ιεραποστολική του περιοδεία σύμφωνα με την παραγγελία του Ιησού Χριστού: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη …».


Σύμφωνα με τη γραπτή παράδοση και τις διασωθείσες συναξαριακές πηγές ο Άγιος Ανδρέας κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού στις χώρες παρά τη Μαύρη Θάλασσα (Εύξεινος Πόντος), τη Σκυθία, τη Γοτθία, την Κριμαία και την Ιβηρία (σημερινή Γεωργία), καθώς και στην Καππαδοκία, τη Γαλατία και σε όλη σχεδόν τη δυτική Μικρά Ασία (Φρυγία, Μυσία, Βιθυνία).


Σύμφωνα μάλιστα με το Συναξάριο της Κωνσταντινουπόλεως, ο Απόστολος Ανδρέας κήρυξε στη Σεβαστούπολη, την Αμισό (Σαμψούντα), την Τραπεζούντα, την Ηράκλεια, την Αμάστριδα, τη Σινώπη και το Βυζάντιο. Μάλιστα στην πόλη του Βύζαντα χειροτόνησε τον Στάχυ, ο οποίος ήταν ένας από τους εβδομήκοντα Αποστόλους, πρώτο επίσκοπο της πόλεως.


Μ’ αυτόν τον τρόπο έγινε ο ιδρυτής της τοπικής Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία από τον 4ο αιώνα εξελίχθηκε στο πρώτο Πατριαρχείο της Ανατολής, ο δε επίσκοπός της κατέστη από τον 7ο αιώνα Οικουμενικός Πατριάρχης. Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα ο Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος είναι ο ιδρυτής και προστάτης της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.


Μάλιστα η ετήσια εορτή της μνήμης του, στις 30 Νοεμβρίου, αποτελεί τη Θρονική Εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία και εορτάζεται με κάθε εκκλησιαστική λαμπρότητα στον πάνσεπτο Πατριαρχικό Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι της Κωνσταντινουπόλεως. Κατά τη διάρκεια επίσης του καρποφόρου ιεραποστολικού του έργου ο άγιος Ανδρέας εκχριστιάνισε τους αρχαίους λαούς Αλανούς, Αβασγούς, Ζηκχούς, Βοσπορινούς και Χερσονίτες, ενώ μέσω της Θράκης, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας κατέληξε στην αχαϊκή γη και συγκεκριμένα στην πόλη των Πατρών, όπου και τελείωσε το αποστολικό του έργο.


Αξιομνημόνευτη υπήρξε η ιεραποστολική του δράση στη Σινώπη, πόλη της αρχαίας Παφλαγονίας, στις ακτές του Ευξείνου Πόντου, όπου βρήκε πλήθος Ελλήνων και Ιουδαίων, οι οποίοι μεταξύ τους ήταν διαιρεμένοι εξ αιτίας των διαφορετικών θρησκειών. Ενδεικτικό είναι μάλιστα το γεγονός ότι είχαν σε τέτοιο βαθμό «ἀνήμερον τό ἦθος καί τόν τρόπον βάρβαρον», ώστε τους αποκαλούσαν ανθρωποφάγους.


Μάλιστα κατά τη διάρκεια της ευεργετικής παρουσίας του Αποστόλου Ανδρέου στη Σινώπη, ο οποίος κατόρθωσε και θεμελίωσε στην πόλη τον χριστιανισμό, οι αποκαλούμενοι «ανθρωποφάγοι» συνέλαβαν τον Απόστολο Ματθία που συνόδευε τον Ανδρέα στις ιεραποστολικές του περιοδείες και αφού τον φυλάκισαν, σκόπευαν να τον θανατώσουν. 


Αλλ’ ο Απόστολος Ανδρέας τον απελευθέρωσε θαυματουργικά και αναχώρησε μαζί με τον Ματθία και με άλλους μαθητές για την Αμισό (τη σημερινή Σαμψούντα), πόλη στη νότια ακτή του Ευξείνου Πόντου με ονομαστό λιμάνι, όπου φιλοξενήθηκε στο σπίτι ενός Ιουδαίου, ονόματι Δομετιανός. Στην Αμισό ο άγιος Ανδρέας παρέμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα και χάρη στο φλογερό του αποστολικό κήρυγμα και τα θαύματα που επιτέλεσε, ίδρυσε χριστιανική Εκκλησία και χειροτόνησε πρεσβυτέρους και διακόνους.


Ο Πρωτόκλητος Ανδρέας ύστερα από μία πλούσια ιεραποστολική περιοδεία στην Τραπεζούντα, την Ιβηρία (σημερινή Γεωργία), την Έφεσο, τη Λαοδικεία της Φρυγίας, την Οδυσσούπολη της Μυσίας, όπου χειροτόνησε επίσκοπο τον Άππιο, τη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου χειροτόνησε επίσκοπο τον Δρακόντιο, τη Νικομήδεια, την Καλχηδόνα και την Αμάστριδα, όπου χειροτόνησε επίσκοπο τον Πάλμα, επισκέφθηκε για δεύτερη φορά τη Σινώπη.


Μόλις όμως οι κάτοικοι πληροφορήθηκαν την άφιξη του Αποστόλου Ανδρέου, ο οποίος είχε απελευθερώσει τον Ματθία, όρμησαν με βαναυσότητα εναντίον του και αφού τον συνέλαβαν, άρχισαν να σκέπτονται με πιο βασανιστικό τρόπο θα τον θανατώσουν. Τελικά αποφάσισαν να τον δέσουν από τον τράχηλο με σχοινί και να τον σύρουν στις πλατείες και τους δρόμους της πόλεως, όταν δε αποβιώσει, να τεμαχίσουν το σώμα του για να το φάνε.


Ο Ανδρέας υπεβλήθη στο φρικτό και απάνθρωπο αυτό μαρτύριο, αλλά παρ’ όλο που ήταν εξαντλημένος, δεν πέθανε. Έτσι οι βασανιστές του τον οδήγησαν στη φυλακή με δεμένα τα χέρια του πίσω, ενώ την επομένη ημέρα τον υπέβαλαν εκ νέου στο ίδιο φρικτό βασανιστήριο.


Το βράδυ εξαντλημένο τον οδήγησαν και πάλι στη φυλακή και το πρωί επανέλαβαν το ίδιο βασανιστήριο, ελπίζοντας ότι την άλλη ημέρα δεν θα είναι πλέον ζωντανός, διότι όπως χαρακτηριστικά έλεγαν: «ἠτόνησε καί αἱ σάρκες αὐτοῦ ἐδαπανήθησαν». Αλλά τη νύχτα εμφανίσθηκε ο Κύριος στη φυλακή και αφού άπλωσε το χέρι Του, είπε στον Ανδρέα: «Δός μοι τήν χεῖρά σου καί ἀνάστα ὑγιής».


Και αμέσως ο Πρωτόκλητος μαθητής του Κυρίου σηκώθηκε υγιής και ευχαρίστησε τον Κύριο που επιτάχυνε τη βοήθειά Του σ’ αυτόν. Ταυτόχρονα όμως ξέσπασε κατακλυσμός αλμυρών υδάτων, ο οποίος απείλησε ολόκληρη την πόλη, ενώ πολλοί ήταν αυτοί που έχασαν τη ζωή τους από πνιγμό.


Μπροστά σ’ αυτή τη συμφορά οι κάτοικοι της Σινώπης αναγκάσθηκαν να καταφύγουν στον Απόστολο Ανδρέα και να ζητήσουν τη βοήθεια του Θεού, τον Οποίο πιστεύει και επικαλείται. Τότε ο Ανδρέας τους λυπήθηκε και αφού ζήτησε τη βοήθεια του Κυρίου, ο κατακλυσμός σταμάτησε.


Μ’ αυτόν τον τρόπο απελευθερώθηκε από τη φυλακή και αμέσως βρήκε την ευκαιρία να κηρύξει ελεύθερα και με ένθερμο ιεραποστολικό ζήλο το Ευαγγέλιο του Χριστού στους κατοίκους της Σινώπης. Μάλιστα χειροτόνησε διακόνους και πρεσβυτέρους και κατόπιν αναχώρησε για την Αμισό και την Τραπεζούντα, όπου ίδρυσε τοπική Εκκλησία.


Στη συνέχεια επισκέφθηκε τη Φούστα, τη Σεβαστούπολη, την περιοχή της Ζηκχίας και έφτασε στον Βόσπορο, όπου «κατέσπειρε τά θεῖα λόγια καί πολλούς πρός καρποφορίαν ἐπιτηδείους κατέστησεν». Αφού επισκέφθηκε στη συνέχεια τη Χερσώνα, επέστρεψε στη Σινώπη, όπου χειροτόνησε τον πρώτο επίσκοπο της πόλεως, ονόματι Φιλόλογο.


Κατόπιν αναχώρησε για το Βυζάντιο, όπου ίδρυσε την τοπική Εκκλησία, χειροτονώντας επίσκοπο τον Στάχυ. Το γεγονός αυτό, όπως προαναφέρθηκε, τον κατέστησε ιδρυτή της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ στη συνέχεια μετέβη στην Ηράκλεια, πόλη της Ανατολικής Θράκης στα παράλια της Προποντίδος. Κατόπιν αναχώρησε για πόλεις και χωριά της Μακεδονίας, όπου κήρυττε, νουθετούσε, θεράπευε ασθενείς, χειροτονούσε ιερείς και καθοδηγούσε πνευματικά τους κατοίκους.


Η άφιξη του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα στην Πάτρα και το μαρτύριό του Μετά από αυτή την ευδόκιμη ιεραποστολική του περιοδεία και αφού πέρασε από τη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα, έφτασε στην Πελοπόννησο και αφίχθη στην Πάτρα, η οποία την εποχή εκείνη ήταν ειδωλολατρική πόλη. Μάλιστα φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Σωσσίου, ο οποίος κατοικούσε μόνιμα στην Πάτρα, αλλ’ έπασχε από μία ανίατη και θανατηφόρα ασθένεια.


Ο Ανδρέας όμως επικαλούμενος το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού θεράπευσε τον Σωσσία διά επιθέσεως των χειρών του. Το επιτελεσθέν θαύμα διαδόθηκε ταχύτατα σε ολόκληρη την πόλη και το πληροφορήθηκε και ο ειδωλολάτρης ανθύπατος Λέσβιος, ο οποίος χαρακτήρισε τον Απόστολο του Χριστού «μάγο και απατεώνα». Μάλιστα αποφάσισε να τον συλλάβει και να τον θανατώσει.


Όμως τη νύχτα και ενώ σχεδίαζε τη σύλληψη και εξόντωσή του, αρρώστησε βαριά και από την ασθένειά του παρέμεινε για πολλές ώρες άφωνος. Όταν συνήλθε λίγο, παρακάλεσε κλαίγοντας τους στρατιώτες του να αναζητήσουν τον Ανδρέα και να τον παρακαλέσουν να τον επισκεφθεί. Μόλις ήρθε ο Απόστολος του Χριστού, άρχισε ο ανθύπατος κλαίγοντας να τον παρακαλεί να δείξει το έλεός του σ’ έναν άνθρωπο που είναι πλανεμένος και αμαρτωλός.


Τότε ο Πρωτόκλητος μαθητής του Κυρίου συγκινημένος βαθύτατα επέθεσε το δεξί του χέρι στο σώμα του Λεσβίου και υψώνοντας τα μάτια του στον ουρανό, παρακάλεσε τον Ιησού Χριστό να θεραπεύσει τον ασθενή σωματικά και ψυχικά και να τον καταστήσει σκεύος της εκλογής Του και άξιο μαθητή Του. Αμέσως με τη βοήθεια του θεηγόρου Αποστόλου σηκώθηκε ο Λέσβιος εντελώς υγιής.


Το νέο αυτό θαύμα διαδόθηκε αστραπιαία στην Πάτρα και πολλοί ήταν εκείνοι που έφερναν τους ασθενείς τους στον πνευματέμφορο Απόστολο, ο οποίος «ἐπιθείς τάς χεῖρας ἐφ’ ἑκάστῳ αὐτῶν παρευθύ πάντας ἰάσατο». Η πλούσια αυτή θαυματουργική δράση του Πρωτοκλήτου Αποστόλου σε συνδυασμό με το φλογερό του κήρυγμα και την αξιοθαύμαστη εντύπωση που δημιουργούσε με την αγιότητά του, προσέλκυε ολοένα και περισσότερους ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη και έτσι στην Πάτρα είχε δημιουργηθεί μία πολυάριθμη χριστιανική κοινότητα.


Μεταξύ αυτών που ασπάσθηκαν τον χριστιανισμό ήταν και ο πρώην ειδωλολάτρης ανθύπατος Λέσβιος, πολλοί δε από τους μεταστραφέντες στη χριστιανική πίστη πρώην ειδωλολάτρες εισέβαλαν στους ειδωλολατρικούς ναούς και τους παρέδωσαν στη φωτιά, ενώ συνέτριψαν και τα ευρισκόμενα σ’ αυτούς ειδωλολατρικά αγάλματα.


Μόλις όμως πληροφορήθηκε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας τη μεταστροφή πολλών ειδωλολατρών στον χριστιανισμό, μεταξύ δε αυτών και του ανθυπάτου Λεσβίου, έπαυσε, κατόπιν και εισηγήσεων από ιδιοτελείς συμβούλους, τον Λέσβιο από το αξίωμά του και τον αντικατέστησε με τον Αιγεάτη. Μάλιστα ο πρώην ανθύπατος άρχισε να ακολουθεί τον Απόστολο Ανδρέα στην πλούσια ιεραποστολική του δραστηριότητα στην περιοχή της Αχαΐας και κατέστη πιστός ακόλουθος και ένθερμος συνοδοιπόρος του.


Στο μεταξύ η σύζυγος του νέου ανθυπάτου Αιγεάτου, ονόματι Μαξιμίλλα, αντιμετώπιζε με συμπάθεια τη χριστιανική θρησκεία και πληροφορούμενη την ιεραποστολική δράση του θεηγόρου Αποστόλου στην Πάτρα, θέλησε να τον γνωρίσει από κοντά. Γι’ αυτό και έστειλε στο σπίτι του Σωσσίου, στο οποίο διέμενε ο Ανδρέας, μία έμπιστη συγγενή της, την Ιφιδάμα. Αλλ’ η Μαξιμίλλα αρρώστησε βαριά και απελπισμένη από τις ανεπιτυχείς προσπάθειες των ιατρών, ζήτησε να την επισκεφθεί ο Απόστολος Ανδρέας.


Μόλις μπήκε ο Πρωτόκλητος μαθητής του Κυρίου στο σπίτι του ανθυπάτου, βρήκε τον Αιγεάτη να κρατά απεγνωσμένος στα χέρια του ένα μαχαίρι, με το οποίο είχε αποφασίσει να θανατώσει τόσο τον εαυτό του όσο και την ετοιμοθάνατη σύζυγό του. Αλλ’ ο Απόστολος του Χριστού του είπε με ηρεμία και πραότητα ν’ αφήσει το μαχαίρι και να επικαλεσθεί τη βοήθεια του Θεού, ο Οποίος θα τον σώσει, εάν πιστέψει σ’ Αυτόν.


Κατόπιν, αφού επέθεσε το χέρι του πάνω στη Μαξιμίλλα, την εθεράπευσε. Περιχαρής τότε ο ανθύπατος θέλησε να ανταμείψει τον Ανδρέα πλουσιοπάροχα, δίνοντάς του χίλια χρυσά νομίσματα, αφού δεν κατενόησε το μεγαλείο του αληθινού Θεού και θεώρησε τον Απόστολο ως επαγγελματία ιατρό. Ο Ανδρέας όμως αρνήθηκε μία τέτοια ανταμοιβή, αφού του είπε να κρατήσει τα νομίσματα για τον εαυτό του, διότι ο δικός του μισθός θα έρθει πολύ σύντομα, υπονοώντας τη μεταστροφή της Μαξιμίλλας στη χριστιανική πίστη.


Μετά τη διάσωση της συζύγου του Αιγεάτου ο ειδωλολάτρης ανθύπατος αναχώρησε για τη Ρώμη. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του ήρθε στην Πάτρα ο αδελφός του, ο Στρατοκλής, τον οποίο συνόδευε ο έμπιστος υπηρέτης Αλκμάν. Οι δύο αυτοί άνδρες γνώρισαν τον Πρωτόκλητο Απόστολο, αλλ’ ξαφνικά ο Αλκμάν προσβλήθηκε από νευρική ασθένεια. Τότε ο Στρατοκλής καθ’ υπόδειξη της Μαξιμίλλας αναζήτησε τον Ανδρέα, ο οποίος πήγε στο πραιτώριο, όπου διέμενε ο Στρατοκλής.


Όταν κατόρθωσε παρά την άρνηση των υπηρετών να μπει μέσα, επειδή φαινόταν άσημος και φτωχός άνθρωπος, βρήκε μάγους και ιατρούς να στέκονται απελπισμένοι πάνω από τον ασθενή χωρίς να μπορούν να προσφέρουν βοήθεια. Τότε ο Ανδρέας προσευχήθηκε ένθερμα στον Θεό να θεραπεύσει τον υπηρέτη Αλκμάν και αφού άπλωσε το χέρι του προς τον ασθενή, τον σήκωσε και έτσι αποκαταστάθηκε η υγεία του.


Το νέο αυτό θαύμα εξαφάνισε κάθε δυσπιστία για τη νέα θρησκεία και αυτό είχε ως αποτέλεσμα αρχικά η Μαξιμίλλα και η συγγενής της, η Ιφιδάμα, και κατόπιν ο Στρατοκλής και ο υπηρέτης του, ο Αλκμάν, αλλά και άλλοι από τη συνοδεία τους να λάβουν το χριστιανικό βάπτισμα και να αρχίσουν να ζουν μέσα στην πνευματική χαρά της χριστιανικής αγάπης και ενότητος.


Όταν επέστρεψε στην Πάτρα ο Αιγεάτης και πληροφορήθηκε τη μεταστροφή της Μαξιμίλλας και των υπολοίπων στη χριστιανική πίστη, απαίτησε από τη σύζυγό του να επιστρέψει στην ειδωλολατρική θρησκεία. Αλλά η Μαξιμίλλα πρότεινε στον σύζυγό της να ασπασθεί και εκείνος τον χριστιανισμό. Η στάση αυτή εξόργισε τον Αιγεάτη σε τέτοιο βαθμό, ώστε διέταξε να συλλάβουν και να φυλακίσουν τον Απόστολο Ανδρέα, αφού σύμφωνα με την άποψή του ήταν ο υπαίτιος της μεταστροφής της συζύγου του. Μάλιστα τον απείλησε ότι θα υποβαλλόταν σε φρικτά βασανιστήρια, εάν δεν έπειθε τη Μαξιμίλλα να ασπασθεί και πάλι την ειδωλολατρία.


Αλλά και απευθυνόμενος στη σύζυγό του, την παρακάλεσε να μείνει κοντά του, όπως ήταν πρώτα, υποσχόμενος ότι θα είναι η κυρίαρχος όλης της περιουσίας του. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή δεν ακολουθήσει τις προτροπές του, θα οδηγούσε τον Ανδρέα σε σταυρικό θάνατο. Η απειλή αυτή προκάλεσε τον τρόμο της Μαξιμίλλας, η οποία έσπευσε με την Ιφιδάμα στη φυλακή, προκειμένου να ενημερώσει τον Απόστολο για τις απειλητικές διαθέσεις του Αιγεάτου.


Αλλ’ ο Ανδρέας την καθησύχασε, λέγοντάς της ότι οι θλίψεις και οι δοκιμασίες της παρούσης ζωής είναι σύντομες και υπομένοντας αυτές, ζει κανείς μετά μέσα στην αιώνια χαρά. Επιπλέον αποτελεί μεγάλη τιμή να υποστεί τον σταυρικό θάνατο, διότι μ’ αυτόν τον τρόπο μιμείται τον Κύριο και έτσι θα βρεθεί πολύ γρήγορα πλησίον Του. Ακούγοντας η Μαξιμίλλα αυτά τα λόγια, παρηγορήθηκε και ενισχύθηκε ψυχικά.


Γι’ αυτό και όταν συνάντησε τον σύζυγό της, του δήλωσε με αξιοθαύμαστη γενναιότητα ότι θεωρεί προτιμότερο τον θάνατο από την πρόσκαιρη ζωή, όταν μάλιστα διάγει τον βίο της μ’ έναν ειδωλολάτρη. Η θαρραλέα αυτή ομολογία εξαγρίωσε τόσο πολύ τον Αιγεάτη, ώστε την απείλησε ότι εάν δεν τη μετέπειθε ο γέροντας Ανδρέας, τότε θα παραδίδονταν και οι δύο στον θάνατο.Σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή ο Απόστολος του Χριστού την ενθάρρυνε για να παραμείνει σταθερή και ακλόνητη στην πίστη της, ενώ για τον εαυτό του της δήλωσε ότι κανένα βασανιστήριο δεν επρόκειτο να τον φοβίσει και να τον κάνει να υποχωρήσει, διότι πάνω από όλα βρίσκεται ο «διά Χριστόν ἔρως».


Άλλωστε μόνον έτσι θα μπορέσουμε να συμμετέχουμε στη Βασιλεία Του, αφού «πρός Αὐτόν γάρ, τόν Κύριον ἡμῶν ὁρῶμεν καί Αὐτόν ποθοῦμεν, τόν ἡμᾶς ὑπεραγαπήσαντα καί πρός Αὐτόν ἐπειγόμεθα». Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο Στρατοκλής συγκινήθηκε τόσο πολύ, ώστε άρχισε δακρυσμένος να αναστενάζει ασταμάτητα. Τότε ο Ανδρέας του είπε ότι χαίρεται που του αποκάλυψε τον λόγο του Κυρίου και γι’ αυτό δεν πρέπει να αναστενάζει και να στεναχωριέται.


Αλλά ο Στρατοκλής του απάντησε ότι η στεναχώρια του οφειλόταν στο ότι απειλείτο ο Ανδρέας με θάνατο και αυτό σήμαινε ότι δεν επρόκειτο ν’ ακούσει ξανά τον λόγο του για τον Χριστό. Ο γέροντας όμως Απόστολος του τόνισε ότι η διδασκαλία του δεν θα έπεφτε στο κενό, διότι ο θάνατός του θα ήταν για χάρη του ονόματος του Κυρίου και του Ευαγγελίου Του.


Βλέποντας όμως ο Αιγεάτης ότι η Μαξιμίλλα δεν άλλαζε την πίστη της, αποφάσισε να στρέψει όλη την οργή του εναντίον του Αποστόλου Ανδρέου, φοβούμενος ότι οποιαδήποτε ενέργεια εναντίον της συζύγου του, θα προκαλούσε και την αντίδραση των επιφανών γονέων της. Έδωσε λοιπόν διαταγή να οδηγηθεί ο Απόστολος του Χριστού ενώπιόν του, διατυπώνοντας εναντίον του την κατηγορία ότι διέδιδε θρησκεία, την οποία «οἱ Ρωμαῖοι βασιλεῖς ἐξαφανίσαι ἐκέλευσαν». Μάλιστα του είπε ότι ο Ιησούς Χριστός, τον Οποίο ο Ανδρέας εκήρυττε, αποδοκιμάσθηκε από τους συμπατριώτες του, τους Ιουδαίους, οι οποίοι Τον οδήγησαν στον σταυρικό θάνατο.


Ακολούθησε διάλογος μεταξύ του θεόπτου Αποστόλου και του ανθυπάτου Αιγεάτου, όπου ο Ανδρέας του τόνισε ότι ο Κύριος σταυρώθηκε με τη θέλησή Του για την αγάπη και τη σωτηρία των ανθρώπων και αυτό το επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο Απόστολος, αφού ήταν αυτόπτης μάρτυς στα όσα διαδραματίστηκαν πριν την προδοσία Του από τον Ιούδα και τη σταύρωσή Του, την οποία θα μπορούσε και να αποφύγει.


Ο Αιγεάτης επέμεινε στην άποψή του ότι ο Κύριος σταυρώθηκε με ατιμωτικό θάνατο ως κακούργος, αλλ’ ο Ανδρέας του απάντησε ότι «μέγα ἐστί τό μυστήριον τοῦ σταυροῦ», για το οποίο του πρότεινε να του μιλήσει. Όμως ο λόγος του Αποστόλου για «τήν δόξα τοῦ σταυροῦ» δεν βρήκε απήχηση στη μωρία και τον ειδωλολατρικό φανατισμό του ανθυπάτου, ο οποίος τον πρόσταξε να θυσιάσει στους ειδωλολατρικούς θεούς, διότι διαφορετικά θα σταυρωνόταν, όπως είχε σταυρωθεί και ο διδάσκαλός του.


Κατόπιν οδηγήθηκε ο Ανδρέας κατ’ εντολήν του ανθυπάτου στη φυλακή, εξαντλώντας μ’ αυτόν τον τρόπο και την τελευταία ελπίδα για τη μεταστροφή του Πρωτοκλήτου και της Μαξιμίλλας. Κατά τη διάρκεια όμως του εγκλεισμού του στη φυλακή πολλοί χριστιανοί, αλλά και θαυμαστές του είχαν την πρόθεση να βιοπραγήσουν εναντίον του Αιγεάτου, προκειμένου να απελευθερωθεί ο Ανδρέας.


Εκείνος όμως τους απέτρεψε, λέγοντάς τους ότι ο Κύριος παραδόθηκε επιδεικνύοντας μακροθυμία και γι’ αυτό δεν πρέπει να εμποδίσουν και το δικό του μαρτύριο. Παράλληλα τους απηύθυνε λόγους πνευματικής οικοδομής, διδάσκοντάς τους ότι έπρεπε με ανδρεία να αντιμετωπίζουν τις απειλές των ειδωλολατρών και με υπομονή να υπομένουν τις θλίψεις της παρούσης ζωής, διότι αυτές ήταν πρόσκαιρες. Άλλωστε μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να ζήσουν αιώνια μέσα στη Βασιλεία του Θεού.


Μάλιστα κατά τη διάρκεια της νύχτας ο Πρωτόκλητος Απόστολος τέλεσε στη φυλακή το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και αφού μετέδωσε στους παρόντες το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, χειροτόνησε τον Στρατοκλή επίσκοπο της πόλεως των Πατρών, ο οποίος κατόπιν χειροτόνησε ιερείς για την τοπική Εκκλησία. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος ίδρυσε την Εκκλησία των Πατρών, την οποία στη συνέχεια θεμελίωσε με τον σταυρικό του θάνατο. Έκτοτε η Εκκλησία αυτή φέρει τον τιμητικό και επίζηλο τίτλο της «Αποστολικής».


Στο μεταξύ ο Αιγεάτης πληροφορήθηκε τα συμβάντα μέσα στη φυλακή και εξοργισμένος διέταξε να φέρουν τον Ανδρέα ενώπιόν του, καλώντάς τον να προσφέρει θυσία στους προγονικούς θεούς. Τον προειδοποίησε μάλιστα ότι στην περίπτωση που δεν συμμορφωνόταν στις προσταγές του, θα υφίστατο τον σταυρικό θάνατο. Ο Πρωτόκλητος μαθητής του Κυρίου του απάντησε όμως με παρρησία ότι ήταν έτοιμος να υπομείνει με καρτερία και το φρικτότερο βασανιστήριο, αφού όσο σκληρότερα βασανιζόταν για το όνομα του Ιησού Χριστού, τόσο περισσότερο θα Τον ευαρεστούσε. Στο άκουσμα αυτής της θαρραλέας ομολογίας ο ειδωλολάτρης Αιγεάτης εξαγριώθηκε και διέταξε να τον δείρουν ανελέητα.


Κατόπιν για τελευταία φορά τον κάλεσε να θυσιάσει στα είδωλα για να αποφύγει τον σταυρικό θάνατο. Αλλά ο θεόπτης Απόστολος του απάντησε ότι ήταν δούλος Χριστού και επιθυμούσε διακαώς το τρόπαιο του σταυρού, ενώ τον προειδοποίησε ότι εάν δεν πίστευε στον Χριστό, θα υφίστατο το αιώνιο κολαστήριο και την αιώνια τιμωρία. Τότε ο Αιγεάτης διέταξε να τον κρεμάσουν στον σταυρό με δεμένα τα χέρια και τα πόδια του για να παραταθεί το μαρτύριό του περισσότερες ημέρες. Στο άκουσμα αυτής της απόφασης χάρηκε πολύ ο Ανδρέας, αλλά καθώς οδηγείτο στον τόπο του μαρτυρίου, αρκετοί χριστιανοί μαζί με τον Στρατοκλή επιχείρησαν να τον απελευθερώσουν.


Ο Ιερός Ναός Αγίου Ανδρέα Πατρών, ο μεγαλύτερος της χώρας μας Τότε ο Απόστολος του Χριστού τους συμβούλεψε να έχουν πραότητα, επιείκεια και ταπεινοφροσύνη και να μην ανταποδίδουν το κακό. Μάλιστα όταν έφτασε ο Ανδρέας στον τόπο του μαρτυρίου, όπου ήταν εμπεπηγμένος «ὁ σταυρός πρός τό χεῖλος τῆς θαλασσίας ψάμμου», αφού εξύμνησε τον σταυρό ως σύμβολο σωτηρίας, αγάπης και αγιότητος και προέτρεψε τους παρόντες να μην προβάλλουν καμία αντίσταση, προσδέθηκε από τους δημίους σφιχτά στον χιαστό σταυρό με το κεφάλι προς τα κάτω.


Αλλά και πάνω στον σταυρό ο Απόστολος Ανδρέας επί τρία ολόκληρα ημερόνυχτα συνέχισε να διδάσκει και να οικοδομεί πνευματικά τους παρευρισκόμενους χριστιανούς, μεταξύ δε των άλλων τους είπε: «Ἀποτάξασθε πάσας τάς κοσμικάς ἐπιθυμίας, ἀποτινάξασθε τήν ραθυμίαν καί τόν ζόφον ἀπό τῶν καρδιῶν ὑμῶν καί γίνεσθε καθαροί καί τέλειοι, ἄμεμπτοι καί ἀνεπίληπτοι τῷ καθαρῷ Θεῷ ἡμῶν».


Όταν έφτασε όμως η τέταρτη ημέρα, το συγκεντρωμένο πλήθος εξαγριώθηκε και όρμησε προς τον Αιγεάτη, λέγοντάς του ότι η απόφαση του για τη σταυρική καταδίκη του Αποστόλου Ανδρέου ήταν άδικη, αφού η παρουσία του στην Πάτρα υπήρξε ευεργετική και εποικοδομητική. Γι’ αυτό και έπρεπε αμέσως να λυθεί από τον σταυρό ο Απόστολος του Κυρίου, ώστε να επέλθει η ειρήνη στην πόλη.


Τότε ο Αιγεάτης τρομοκρατημένος μετέβη στον τόπο του μαρτυρίου και υποσχέθηκε ότι θα απέλυε τον Ανδρέα. Η χαρμόσυνη αυτή είδηση έφτασε στη Μαξιμίλλα και τον Στρατοκλή, αλλά και στον ίδιο τον Απόστολο, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε γι’ αυτές τις αντιδράσεις των χριστιανών που έδειχναν ότι ήταν προσκολλημένοι ακόμη στα γήινα, ενώ ζήτησε από τους παρόντες να τον αφήσουν να πεθάνει πάνω στον σταυρό.


Μάλιστα μόλις ήρθε ο ανθύπατος, του ζήτησε να μην τον απελευθερώσει, αφού χαρακτηριστικά είπε: «Ἤδη γάρ τόν Βασιλέα μου ὁρῶ καί προσκυνῶ καί λοιπόν ἐνώπιον αὐτοῦ παρίσταμαι …». Παράλληλα βλέποντας το πλήθος να αποζητά επίμονα την απελευθέρωσή του, είπε: «Μή ἐπιτρέψης, Δέσποτα, ἐμέ τόν ἐπί ξύλου ἀναρτηθέντα πάλιν λυθῆναι». Κατόπιν απευθύνθηκε στον Κύριο, προαισθανόμενος το επίγειο τέλος του, και αφού είπε προσευχόμενος τις τελευταίες του σκέψεις, παρέδωσε το πνεύμα του.


Μετά την εκδημία του ογδοντάχρονου Αποστόλου Ανδρέου, η οποία έλαβε χώρα την 30ήν Νοεμβρίου του 66 μ.Χ. επί των ημερών του Ρωμαίου αυτοκράτορος Νέρωνος, η Μαξιμίλλα μαζί με τον επίσκοπο Στρατοκλή έλυσαν το σώμα του μακαρίου Πρωτοκλήτου και το ενταφίασαν με πολλή ευλάβεια και με τις πρέπουσες εκκλησιαστικές τιμές στον τάφο πλησίον του αιγιαλού, ο οποίος επιδεικνύεται μέχρι σήμερα στον περιώνυμο παλαιό Ιερό Ναό του Αγίου στην Πάτρα.


Μετά τον ενταφιασμό του ιερού λειψάνου η Μαξιμίλλα έμεινε κλεισμένη σε σπίτι πλησίον του τάφου του Αγίου και δεν ήθελε καμία επικοινωνία με τον σύζυγό της. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τέτοια απόγνωση και ψυχική ανισορροπία στον Αιγεάτη, ώστε κάποια νύχτα ξέφυγε από την προσοχή όλων στο πραιτώριο, όπου διέμενε, και αφού έπεσε από μεγάλο ύψος «ἐν μέσῃ ἀγορᾷ τῆς πόλεως κυλιόμενος ἐξέπνευσε». Το σώμα του ενταφιάσθηκε από τον αδελφό του, τον Στρατοκλή, ο οποίος δεν θέλησε να λάβει τίποτα από την περιουσία του ειδωλολάτρη αδελφού του που φόνευσε τον Απόστολο του Κυρίου.


Το θαύμα που χάρισε την όραση σε ένα τυφλό παιδί Σύμφωνα με μια παλιά Κυπριακή παράδοση, σε μια περιοδεία του, ο Απόστολος Ανδρέας, πήγε και στην Κύπρο. Το καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του Αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα «Κλείδες», αναγκάστηκε να αράξει εκεί, σ’ ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις ημέρες εκείνες της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό. Ένα πρωί, που ο πλοίαρχος βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον άγιο Απόστολο. Δυστυχώς όμως δεν βρήκαν πουθενά νερό.


Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που ‘ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο Άγιος Ανδρέας γονάτισε μπροστά σ’ έναν κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό. Ποθούσε το θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό. Ύστερα σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από τη ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως άφθονο τρεχούμενο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ’ ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας και από κει προχωρεί και βγαίνει από μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό «Αγίασμα» του αγίου Ανδρέα.


Το ευλογημένο νερό, που τόσους ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό παιδί του καπετάνιου. Ο Απόστολος, που ήταν εκεί, έσπευσε και έδωσε στο παιδί ένα δοχείο γεμάτο από το δροσερό νερό. Όμως το παιδί προτίμησε, αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει πρώτα το πρόσωπό του. Και ω του θαύματος! Μόλις το δροσερό νερό άγγιξε τα μάτια του παιδιού, εκείνο αιδί άρχισε να βλέπει! Κι ο Άγιος Απόστολος Ανδρέας, που τον κοίταζαν όλοι με θαυμασμό και δοξάζοντας τον Θεό, άρχισε έτσι να τους μιλά και να τους διδάσκει τη νέα θρησκεία.


Ένα άγνωστο μεγάλο θαύμα του Αγίου Ανδρέου το 1912 Ένα μεγάλο θαύμα του Αποστόλου Ανδρέου, που έγινε το 1912, όπως τουλάχιστον καταγράφεται μέσα σε ιστορικά ντοκουμέντα και κείμενα, που ίσως λίγοι Έλληνες γνωρίζουν! Α’ περιγραφή: Την 10ην Αυγούστου 1912 γίνεται μέγα και πρωτάκουστον θαύμα. Ακούσατε με πολλή προσοχή να θαυμάσετε και να δοξάσετε τον πανεύφημον θαυματουργόν Απ. Ανδρέαν. Από την πόλιν Αλλαγίαν της Μικράς Ασίας ήταν μια γυναίκα Ελληνίδα ονόματι Μαρία, που είχε έναν υιόν 13 ετών, τον Παντελή. Μίαν ημέραν ενώ είχε βγη έξω ο Παντελής, τον επήραν οι Τούρκοι και τον έφεραν κρυφά στην Κωνσταντινούπολη.


Εκεί τον εσπούδασαν, παρά τη θέλησήτου, τα τούρκικα και τον έκαμαν δερβίσην. Φανερά ήταν δερβίσης, αλλά εις το κρυπτόν ήτο ορθόδοξος Χριστιανός και έκρυπτε πολύ μυστικά μέσα στα ενδύματά του ένα εικόνισμα της Παναγίας της Ευαγγελίστριας, το οποίον προσκυνούσε τακτικά. Η δυστυχής μητέρα, που δεν εγνώριζε πού ευρίσκετο ο υιός της και αν ήταν ζωντανός ή πεθαμένος, έκλαιε απαρηγόρητα ημέρα και νύκτα. Εγονάτιζε και παρακαλούσε θερμά το Θεό και όλους τους Αγίους δια να της φανερώσουν πού βρίσκεται ο υιός της, αν ζη ή απέθανε δια να υπάγη να τον εύρη.


Μια νύχτα ενώ ήταν γονατισμένη και έκλαιγε απαρηγόρητα παρακαλώντας το Θεό και τους Αγίους, απεκοιμήθη με συντροφιά τον πόνο. Ενώ εκοιμάτο είδε στο όνειρο της τον πολυθαύμαστον Απόστολον Ανδρέαν, ο οποίος της είπε: «Γρηά, γιατί κλαίεις απαρηγόρητα;» Κι’ αυτή του αποκρίνεται: «Έχασα το γιο μου 20 χρόνια τώρα, εγύρισα πόλεις και χωριά πολλά, μα δεν άκουσα πουθενά αν ζη ή απέθανε».


Και τότε ο Άγιος με τη χάρη του Θεού, της λέγει: «Ακουσε γρηά να σε καθοδηγήσω για να βρης το γιο σου. Να υπάγης την τάδε ημέρα του τάδε μηνός με ένα Αυστριακό καράβι, που πηγαίνει στην Κύπρο και εκεί θα βρης το γιο σου, ο οποίος ζη και είναι καλά. Να επιστρέψης με το ίδιο πλοίο. Να σημειώσης την ημερομηνία κατά την οποίαν θα υπάγης στο λιμένα της Μερσίνας και θα εύρης το πλοίο. Θα παρακαλέσης τον Καπετάνιο και θα του πης όλα τα συμβάντα».


Πραγματικώς όταν κατέβη η γρηά στο λιμένα την ημέρα που της είπεν ο άγιος, ήταν το πλοίο έτοιμο για το ταξείδι του. Το καράβι ανεχώρησε για την Κύπρο. Κάποτε εφάνησαν τα παράλιά της και στο βάθος πρόβαλλε η Εκκλησία του Αποστόλου Ανδρέου. Οι Κύπριοι επιβάται όταν την είδαν, έκαμαν το σταυρό τους λέγοντας: «Να, η Εκκλησία του Αποστόλου Ανδρέου». Σε μια στιγμή την πλησιάζει και ένας δερβίσης (ο υιός της), που είχε την ίδια επιθυμία, δηλ. να ανταμωθή με τους γονείς του και ν’ απαλλαγή από αυτή τη μισητή ζωή. Ο δερβίσης, λοιπόν, που ήταν μορφωμένος και φορούσε τούρκικο σαρίκι και μεγάλο γένι, λέγει της γρηάς:


«Γιατί, κυρά μου, κλαίεις έτσι απαρηγόρητα; Τι έχεις;». Η γρηά βλέποντας και ακούοντας έναν τούρκο, του λέγει: «Αφέντη, αφού τόσον επιμένεις και θέλεις να μάθης τους πόνους μου, άκουσε. Προ 20 ετών εχάθη ο υιός μου πηγαίνοντας σχολείο και από τότε δεν ηκούσθη τίποτε πού βρίσκεται.


Μετά, όμως, από πολλάς δεήσεις που έκαμα εις τον Θεόν και τους αγίους, με ωραμάτισεν ο Απόστολος Ανδρέας να υπάγω στην Κύπρο όπου είναι η Εκκλησία του για να προσκυνήσω». Τότε, Θεού οικονομία και του Αγίου ενεργεία, ο δερβίσης εγύριζε κι αυτός να βρη τους γονείς του. Λέγει, λοιπόν, προς αυτήν: «Άκουσε γρηά, να σου ειπώ κάτι γι’ αυτά που ζητάς vα μάθης. Πες μου, ο σύζυγος σου ζη ακόμη και πώς ονομάζεται;». Η γρηά του λέγει: «Έχει καιρόν που απέθανεν ο άνδρας μου και ωνομάζετο Δημήτριος».


Έχεις και άλλον υιόν; – Μάλιστα. – Πες μου, εσύ πώς ονομάζεσαι; – Μαρία, του λέγει εκείνη. – Και το όνομα του υιού σου, που εχάθηκε; – Παντελής, του λέγει η γρηά. Ο δερβίσης όταν άκουσε το όνομα του πατέρα του, της μητέρας του, του αδελφού του, το δικό του, συνεκινήθη πολύ, αλλά εβάσταξε ακόμη την τελευταίαν και σπουδαιοτέραν απόδειξιν, που είχε για τον εαυτό του, δηλαδή το σημάδι που είχεν εκ γενετής πάνω του, μια εληά κάτω από το μάγουλο. – Γρηά, θα σε ερωτήσω ακόμη κάτι. Ενθυμείσαι αν ο υιός σου είχε κανένα σημάδι πάνω του; Τότε η γρηά συγκινήθηκε γιατί κατάλαβε ότι κάτι ήξευρεν ο δερβίσης για το γιο της και του λέγει: -Μάλιστα, είχε μίαν εληά κάτω από το μάγουλο».


Τότε ενηγκαλίσθη τη γρηά μητέρα του και εφιλήθηκαν επί ένα λεπτόν, συνοδευόμενοι από δάκρυα χαράς και συγκινήσεως. Πόση χαρά δοκίμασαν, που εκφράστηκε σαν δοξολογία προς το Θεό και τον Άγιον. Μετά την βάπτισιν του Παντελή επήγαν και οι τρεις εις την εκκλησίαν του Απ. Ανδρέου, τον οποίον και προσεκύνησαν με δάκρυα χαράς, μετανοίας και συγκινήσεως. Όλη δε η Κύπρος εχάρη δια το θαύμα του Απ. Ανδρέου.


Β’ Περιγραφή: Την περίοδο της ηγουμενίας του Οικονόμου Χριστόφορου Κυκκώτη συνέβηκε ένα θαυμαστό γεγονός, που συγκλόνισε τους κατοίκους της Κύπρου και αύξησε το σεβασμό και την αγάπη τους προς τον Απόστολο Ανδρέα και το μοναστήρι του. Συγκεκριμένα γύρω στο 1896, οι Τούρκοι είχαν απαγάγει στην πόλη Αλλαγιά της Μικράς Ασίας το μοναχογιό μιας φτωχής Ελληνίδας της Μαρίας. Παρά τις προσπάθειες της γυναίκας να επανεύρει το γιο της, τούτο δυστυχώς δεν κατέστη δυνατό.


Ο μικρός Παντελής Χατζηγεώργη είχε οδηγηθεί από τους απαγωγείς του στις στρατιωτικές σχολές του κατακτητή και τα ισλαμικά τάγματα ώστε, μετά την αποφοίτησή του, να υπηρετήσει το Σουλτάνο και το Μωάμεθ. Έκτοτε η μητέρα του εναπόθεσε στο Θεό τις ελπίδες της για την ανεύρεσή του και με καθημερινές και συνεχείς προσευχές Τον ικέτευε να την ελεήσει. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1912, είδε στον ύπνο της κάποιον Ανδρέα, και της ανακοίνωσε ότι σύντομα θα συναντούσε το χαμένο γιο της.


Η μάνα πεπεισμένη ότι ο επισκέπτης της δεν ήταν άλλος από το πρωτόκλητο μαθητή του Χριστού, αναχώρησε αμέσως με το αυστριακό ατμόπλοιο που εκτελούσε το δρομολόγιο Σμύρνης – Λάρνακας για προσκύνημα στο μοναστήρι του Αγίου, στην Κύπρο. Με το ίδιο καράβι ταξίδευαν επίσης πολλοί Κύπριοι -άνδρες και γυναίκες- οι οποίοι εργάζονταν στη Μερσίνα και στα Άδανα ως υπάλληλοι γερμανικής εταιρίας που κατασκεύαζε τα μεγάλα σιδηροδρομικά έργα της Ανατολής. Στο καράβι υπήρχε επίσης και μια μικρή ομάδα από δερβίσηδες, που επισκέπτονταν την Κύπρο για να διευθετήσουν διάφορες οικονομικές εκκρεμότητες των τεκέδων του νησιού.


Σε κάποια στιγμή, η Μαρία διηγήθηκε τα συμβάντα στις άλλες γυναίκες που συνταξίδευαν μαζί της και εξέφρασε τη βαθιά της πεποίθηση πως με τη βοήθεια του Αγίου θα επανεύρισκε το γιο της. Τη διήγησή της ακροαζόταν με πολύ ενδιαφέρον ένας από τους Δερβίσηδες, ο οποίος και παρατηρούσε προσεχτικά τη γυναίκα. Τελικά την πλησίασε και της απηύθυνε το λόγο, διαπιστώνοντας ότι ήταν η μητέρα του, αφού όπως φαίνεται, παρά την πολύχρονη παραμονή του στα τουρκικά ιεροδιδασκαλεία, εξακολουθούσε να διατηρεί ενθυμήσεις από την παιδική του ζωή. Αφαίρεσε τότε το κάλυμμα της κεφαλής και αφού ντύθηκε με ελληνικά ρούχα, ομολόγησε την χριστιανική του πίστη.


Η χαρά και των δύο, όπως και όσον άλλων Χριστιανών ταξίδευαν μαζί τους, ήταν πολύ μεγάλη και ξεπερνούσε τα όρια της συγκίνησης. Μόλις δε το καράβι προσάραξε στη Λάρνακα, μητέρα και γιος έτρεξαν στο ναό του Αγίου Λαζάρου, όπου προσευχήθηκαν θερμά και ευχαρίστησαν τον Απόστολο Ανδρέα. Στη συνέχεια ο Παντελής ομολόγησε για δεύτερη φορά, μπροστά στον ιερέα του ναού παπά Ιωάννη Μακούλη, πίστη στο Τριαδικό Θεό.


Ο παπά Ιωάννης σφράγισε την επάνοδο του Παντελή στο Χριστιανισμό με την τέλεση του μυστηρίου του χρίσματος. Ακολούθως αφού επισκέφθηκαν το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, όπου προσκύνησαν τον Άγιο και τον ευχαρίστησαν για τη θαυμαστή βοήθειά του, μετέβησαν στο μοναστήρι του Κύκκου, στο οποίον παρέμειναν για λίγες μέρες.



*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΠΟΛΙΤΗΣ» στις 14/2/1999. *Αναδημοσίευση εκ του ιστολογίου <<Κιμιντένια>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF