ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2023

ΣΑΡΑΝΤΟΥ ΚΑΡΓΑΚΟΥ: ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ (ΤΡΙΤΟ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟΥ 1922)


 Η στάση του Στεργιάδη – Ο «συνωστισμός»1


Κατάπληκτος ο Ύπατος Αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης από το μέγεθος της στρατιωτικής ήττας, συνειδητοποίησε μια κατάσταση που του ήταν τόσο δύσκολο να αγνοήσει όσο και ν’ αγνοήσει τον νόμο της βαρύτητας. Άλλ’ η συνειδητοποίηση αυτή δεν περιλάμβανε την πρόνοια για την προστασία του τοπικού πληθυσμού αλλά τη σωτηρία του υλικού, εμψύχου και αψύχου, της Αρμοστείας.


Ο Στεργιάδης είδε την ανάγκη για αποχώρηση ως μία τυπική γραφειοκρατική διαδικασία. Δεν αισθανόταν το ιστορικό και το ανθρώπινο μέγεθος της τραγωδίας. Γι’ αυτό είχε φροντίσει, μάλιστα πολύ ενωρίς, να εκδώσει από τις 19 Αυγούστου διαταγή προς όλους τους ανωτέρους υπαλλήλους της Αρμοστείας, που ήσαν τοποθετημένοι στα μεγάλα άστη της Μικράς Ασίας, να συσκευάσουν σε κιβώτια όλα τα αρχεία και οι υπάλληλοι να είναι έτοιμοι προς αναχώρηση, όταν τους δοθεί η σχετική εντολή. Κι όλα αυτά να γίνουν μυστικά, χωρίς να το αντιληφθεί ο τοπικός πληθυσμός, για να μην προκληθεί πανικός, ασχέτως αν αυτό θα άφηνε τον πληθυσμό έκθετο στα χέρια των Τούρκων για σφαγιασμό.


Είναι ενδεικτικό της γραφειοκρατικής νοοτροπίας το κρυπτογραφικό τηλεγράφημα του Γενικού Γραμματέα της Αρμοστείας Γουναράκη, που απευθυνόταν προς όλες τις δημόσιες υπηρεσίες: όλα να γίνουν εν κρυπτώ και παράλληλα οι υπάλληλοι να καθησυχάζουν τον τοπικό πληθυσμό ότι όλα βαίνουν καλώς και δεν συντρέχει λόγος μετακινήσεως. Έχει διατυπωθεί η υποψία – που δεν είναι αβάσιμη – ότι η μεταφορά του μικρασιατικού πληθυσμού όχι τόσο προς τα νησιά όσο προς τον Πειραιά, θα προκαλούσε μια γενικευμένη εξέγερση που θα «σάρωνε» την κυβέρνηση σαν «κάρφος2 αχύρου». Το παράδειγμα των Μπολσεβίκων, που υπό τον Λένιν είχαν εγκαθιδρύσει στη Ρωσία προλεταριακή εξουσία, τρόμαζε τις τότε εξουσίες μήπως και γινόταν μιμητική πράξη για τις εξαθλιωμένες μάζες. Ήταν συνεπώς προτιμότερο να μείνει στη διάθεση των Τούρκων ο μικρασιατικός πληθυσμός παρά να φθάσει εγκαίρως στην παλαιά Ελλάδα, οπότε θα συνιστούσε διαρκή απειλή για την εξουσιαστική κάστα. Η σκιά του Μακιαβέλλι δεν απουσιάζει από καμμιά δύσκολη καμπή της ιστορίας.


Θα ήταν πάντως άδικο να ρίξουμε την ευθύνη για τη μακιαβελλική αυτή τακτική αποκλειστικά στον Στεργιάδη. Ο Ύπατος Αρμοστής είχε ενημερώσει εγκαίρως την κυβέρνηση και είχε ζητήσει εντολή για το πώς πρέπει να ενεργήσει, σχετικά με την αναχώρηση ή μη του τοπικού πληθυσμού. Η κυβέρνηση του τηλεγράφησε ότι πρέπει με κάθε θυσία να εμποδίσει την κάθοδο του ελληνικού πληθυσμού της ενδοχώρας προς την παραλία. Μόνον οι υπάλληλοι πρέπει να είναι έτοιμοι προς αναχώρηση. Συνεπώς, η ευθύνη για την τύχη του μικρασιατικού πληθυσμού πέφτει στην κυβέρνηση. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο Στεργιάδης, που ήταν παρών, είναι άμοιρος ιστορικών ευθυνών.


Αλλά οι τοπικοί πληθυσμοί, μετά από μία τριετία γνωριμίας με τις ελληνικές αρχές, δεν είχαν καμμιά εμπιστοσύνη προς τον Στεργιάδη και τους υπαλλήλους του. Πλήθη Ελλήνων, Αρμενίων, Κιρκασίων από την ενδοχώρα άρχισαν να κατακλύζουν τις ακτές και να προσπαθούν με κάθε μέσο να διαπεραιωθούν στα απέναντι ελληνικά νησιά, όπου οι κάτοικοι έκαναν το παν για να τους περιθάλψουν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έλειψαν και κάποια κρούσματα αθλιότητας.


Η Σμύρνη, παρά τους απαγορευτικούς ορισμούς του Στεργιάδη, κατά το τρίτο δεκαήμερο του Αυγούστου είχε πλημμυρίσει από τον πληθυσμό της ενδοχώρας.


Όλη η προκυμαία, το περίφημο «Και» (από το γαλλικό Quail), που δεν ήταν τότε ιδιαιτέρως πλατειά, είχε καταληφθεί από μία ανθρώπινη μάζα, που με κάθε μέσο προσπαθούσε να επιβιβαστεί σε κάποιο πλωτό μέσο για να γλυτώσει από τη βέβαιη σφαγή, ατίμωση, αιχμαλωσία. Ο Στεργιάδης έκανε χρήση του κατάπτυστου νόμου περί διαβατηρίων. Μπορούσαν – σύμφωνα με κυβερνητική διαταγή – να αναχωρήσουν για την Ελλάδα όσοι ήταν κάτοικοι ελληνικού διαβατηρίου. Ήταν το τελευταίο που μπορούσε να σκεφθεί ο μικρασιατικός πληθυσμός: ότι δηλαδή ένα διαβατήριο ισοδυναμούσε με σωσίβιο! Όμως, τα πλήθη ήσαν πολλά και η πίεση τόσο ασφυκτική, ώστε ο νόμος αυτός de facto καταργήθηκε. Όποιος μπορούσε έφευγε με ό,τι μέσο έβρισκε. Αλλά αυτό δεν το μπορούσαν όλοι. Εδώ ίσχυσε το «Beati possidendes», μακάριοι οι κατέχοντες όχι μόνον διαβατήριο αλλά και χρήματα για να μισθώσουν πλωτό μέσο.


Ο Στεργιάδης κατά μαρτυρία του Μιχ. Ροδά, που ήταν αυτόπτης μάρτυς, έβγαζε την ώρα της συμφοράς υστερικές κραυγές και έβριζε την κυβέρνηση, επειδή τάχα δεν έλαβε υπόψη τις εισηγήσεις του και αποδυνάμωσε το μέτωπο με το να στείλει την Α’ Μεραρχία στη Θράκη σε εφαρμογή του σχεδίου Χατζανέστη (κατάληψη ΚΠόλεως). Η κυβέρνηση, όταν πλέον τα πράγματα είχαν χαθεί, έφερε την τελευταία στιγμή (23 Αυγούστου) με μεταγωγικά την Α’ Μεραρχία από την Θράκη στο λιμάνι της Σμύρνης. Δύο τάγματα αποβιβάστηκαν και στάλθηκαν σιδηροδρομικώς προς τη Μαινεμένη, για να αποκόψουν την αναχώρηση των εντοπίων και να τονώσουν το ηθικό τους. Αλλά προ του πανικού των φευγόντων, έχασαν και το δικό τους. Παρασύρθηκαν και αυτά και επανήλθαν πανικόβλητα στη Σμύρνη. Κατόπιν αυτού οι άλλες μονάδες αρνήθηκαν να αποβιβαστούν και απαίτησαν – με απειλή εξεγέρσεως – να επιστρέψουν στη Θράκη.


Ευτυχώς, από την 25η Αυγούστου πολλά μεγάλα πλοία είχαν καταπλεύσει στο λιμάνι της Σμύρνης κι έπαιρναν χωρίς κανέναν τυπικό έλεγχο τον πληθυσμό. Ο όγκος των επιβιβαζομένων ήταν τριπλάσιος του κανονικού. Ακόμη και παροπλισμένα ιστιοφόρα χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά στα κοντινά νησιά. Ήταν ευτύχημα που κατά τις ημέρες αυτές της συμφοράς, επικρατούσε στη θάλασσα γαλήνη κι έτσι η συμφορά δεν έγινε μεγαλύτερη. Στις 25 Αυγούστου ο Αρχιστράτηγος Γ. Πολυμενάκος και το επιτελείο του εγκαταστάθηκαν στο ατμόπλοιο «Κύκνος» και από εκεί προσπαθούσαν με σπασμωδικές διαταγές2 να συντονίσουν τις κινήσεις των υποχωρούντων προς διάφορες κατευθύνσεις τμημάτων. Περισσότερο από αυτό ονομάσθηκε ο Πολυμενάκος «Πλωτός Στρατηγός», (βλ. παραπάνω).


Η φυγή του Στεργιάδη


Στις 26 Αυγούστου άρχισαν να αποπλέουν από το λιμάνι της Σμύρνης τα τελευταία ελληνικά πλοία που πήραν μαζί τους τις στρατιωτικές και πολιτικές αρχές. Ο Αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης με ατμάκατο θέλησε να επιβιβαστεί σ’ ένα αγγλικό πλοίο. Αλλά το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί προ της οικίας του εμπόδιζε την αναχώρησή του. «Παρέστη ανάγκη να ενισχυθή ο Διευθυντής της Αστυνομίας και υπό Άγγλων ναυτών μέχρι της επιβιβάσεώς του υπό τας εντόνους αποδοκιμασίας και τους γιουχαϊσμούς του πλήθους που εγκατελείπετο εις τον όλεθρον της τουρκικής θυριωδίας. Φωναί, κατάραι και ανάθεμα εις τον προδότην συνώδευσαν μέχρι της αγγλικής ατμακάτου τον ανάξιον Αρμοστήν», γράφει ο Χρ. Αγγελομάτης. Άλλοι λέγουν ότι έφυγε κρυφά. Ο Χ ρ. Αγγελομάτης στη δυσεύρετη τώρα πια ιστορία του είναι έναντι του Στεργιάδη αμείλικτα καταπελτικός:


«Αυτός ο ωμός σατράπης, ο κατεξευτελίσας σεβαστούς ιεράρχας, ο προ ουδεμίας ασεβείας και βιαιοπραγίας ορρωδήσας,3 ο βαρυνόμενος με την κατάραν εκατομμυρίων ανθρώπων˙ αυτός ο επιβαλών την δουλείαν του εις ανθρώπους που, καίτοι δούλοι, είχαν ελευθέραν την ψυχήν˙ αυτός, τέλος, ένας από τους κυριωτέρους ενόχους, ντυμένος πάντοτε με σκούρο κουστούμι, με χρυσά ματογυάλια και κρατών το μπαστούνι του, κατηυθύνθη προς την αγγλικήν ατμάκατον με γοργόν βήμα. Δεν εκρατούσε τίποτε άλλο εις το χέρι ή ένα μικρό βαλιτζάκι. Δεν είχε αποσκευάς, πράγμα που σημαίνει ότι αι αποσκευαί του είχαν προαποσταλεί εις το αγγλικόν πολεμικόν, ότι είχαν γίνει προσυνεννοήσεις».4


Κατά τα δύσκολα νεανικά μου χρόνια, όταν για λόγους ενδείας ως φοιτητής, εργάστηκα στα μεγαλύτερα καταστήματα Σμυρναίων εμπόρων της οδού Αιόλου και Σταδίου (Δραγώνα, Κολλάρου, Αποστόλου), είχα την ευκαιρία να γνωρίσω την «αφρόκρεμα» της Σμυρναϊκής κοινωνίας που είχε διασωθεί από την καταστροφή: γνώρισα τον Σολωμονίδη και τον Σωκράτη Ρωνά (αυτός έγραφε τις «Λωλάδες της Ευταλίας» της Σμυρνιάς στο περιοδικό «Θησαυρός», αλλά και τενόρους της Λυρικής και έναν λαϊκό παλαιστή («Πεχλιβάνη»). Από κανέναν δεν άκουσα καλή κουβέντα για τον Στεργιάδη. Ο Μπάρμπα Σπύρος Κολλάρος, που μ’ αγαπούσε εξαιρετικά και μου εμπιστευόταν διάφορα μυστικά, μου είπε κάποτε με σμυρναίικη προφορά: -Αυτός μπε, ήρθε στη Σμύρνη για αγάς!5


Ασφαλώς, ο Στεργιάδης δεν πήγε στη Σμύρνη ως Έλλην τοποτηρητής. Έπρεπε να δείξει ότι είναι Αρμοστής ίσος προς όλους. Δεν επέτρεψε στους Έλληνες να νομίσουν ότι χάρη στη δική του παρουσία είναι πιο… ίσοι. Με διάφορες, όμως, ενέργειές του το επέτρεψε στους Τούρκους, που σε κάθε διαφορά – παντός τύπου διαφορά – τον χρησιμοποιούσαν σαν στήριγμά τους. Στη Σμύρνη ο Στεργιάδης έζησε επί μία τριετία σαν ξένος, χωρίς καμμιά συναισθηματική επαφή με τον πληθυσμό˙ και το χειρότερο: ούτε και με τον ελληνικό στρατό. Φερόταν με μπαρουτοκαπνισμένους αξιωματικούς σαν σατράπης. Ήταν – λόγω αξιώματος – σαν να ζούσε σ’ ένα επιχρυσωμένο κενό. Υποπτεύω πως ούτε ο Στεργιάδης κατάλαβε την αποστολή του, ούτε και οι Έλληνες κατάλαβαν την αποστολή του Στεργιάδη.


Η είσοδος των Τούρκων στη Σμύρνη. – Ο εμπρησμός


Η άλλοτε ακμαία πόλη της Ιωνίας έμοιαζε, ως προς το εσωτερικό της με άδειο δοχείο. Οι δρόμοι ήσαν έρημοι. Έτσι τους βρήκε η ΙΙ Μεραρχία υπό τον Φράγκου, πουν μπήκε στην πόλη, κατευθυνόμενη προς την Ερυθραία. Στην πλατεία του Διοικητηρίου όλα τα οικήματα ήσαν κενά. Μόνον στρατιώτες εξαντλημένοι και ξαπλωμένοι πάνω στα πεζοδρόμια. Ήταν αδύνατο να τους πάρει μαζί του. Τους άφησε στην τύχη τους και αυτός κατευθύνθηκε προς τα Βρυούλα.


Οι πρώτοι Τούρκοι ανιχνευτές που έφθασαν προ της Σμύρνης δεν πίστευαν στα μάτια τους. Ούτε μία γραμμή άμυνας! Η πόλη ήταν παντελώς αφύλακτη. Κατόπιν αυτού στις 11 π. μ. της 27ης Αυγούστου 400 Τούρκοι ιππείς εισέδυσαν στην πόλη και έφθασαν ως την προκυμαία, όπου ανέμεναν τα εναπομείναντα πλήθη. Ακολούθως, και αφού δόθηκε το κατάλληλο μήνυμα, άρχισαν να εισέρχονται έφιπποι Τούρκοι άτακτοι, οι διαβόητοι τσέτες, με τον καπετάνιο τους επικεφαλής, και κατόπιν, κατά τις εσπερινές ώρες, τμήματα του τουρκικού τακτικού στρατού, ερχόμενα από την οδό του Νυμφαίου.6 Την επομένη (28 Αυγούστου) μπήκε στη Σμύρνη, τώρα ως Διοικητής, ο Νουρεντίν Πασάς, που πρώτα φρόντισε να εκδικηθεί τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο (βλ. παρακάτω) για την απομάκρυνσή του.7 Επίσης, ο Νουρεντίν, άφησε τους χριστιανούς κατοίκους στο έλεος των τσετών, του στρατού του και του οθωμανικού όχλου της πόλης. Γράφει ξένος ιστορικός:


«Η κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους συνοδεύτηκε από τη σφαγή 30.000 Ελλήνων και Αρμενίων Χριστιανών. Από τη μεγάλη φωτιά που ξέσπασε, μόνον η Τουρκική και η Εβραϊκή συνοικία διασώθηκαν» (Richard Clogg όπ. π. σ. 103).


Εντελώς συμπτωματικά φυσικά!


Η φωτιά ήταν εμπρησμός, μελετημένος μεθοδικά. Άρχισε στις 31 Αυγούστου, αρχικά από την αρμενική συνοικία, και μετά εξαπλώθηκε, λόγω του ισχυρού ανέμου προς την πολυτελέστερη ελληνική, που είχε εν τω μεταξύ λεηλατηθεί. Τα πυροσβεστικά οχήματα, αντί για νερό, μετέφεραν πετρέλαιο κι έτσι αντί να σβήσουν τη φωτιά, τη μεγάλωναν. Η ελληνική συνοικία, που ήταν όχι μόνον η πλουσιότερη αλλά και η μεγαλύτερη, αποτεφρώθηκε. Έγινε μια έρημος με καπνίζοντα ερείπια. Μετά τη φωτιά, όσοι είχαν απομείνει στα σπίτια τους, ξεγελασμένοι από τις υποσχέσεις του Κεμάλ, αλλόφρονες έσπευδαν προς την παραλία.


Το πλήθος έγινε ξανά μια τεράστια «μυρμηκιά». Κάποιοι προσπαθούσαν με κάθε πλεούμενο να σωθούν στα ξένα πλοία που ήσαν αραγμένα μακριά από την αποβάθρα˙ μητέρες πνίγονταν με τα παιδιά τους και άλλοι προσπαθούσαν κολυμπώντας να φθάσουν στα ξένα πλοία. Αλλά βοήθεια καμμιά. Δεν θέλουμε να πιστέψουμε στα περί ζεματιστού νερού που έρριχναν τάχα από πάνω οι ξένοι ναύτες, όπως διηγούνται όσοι έζησαν τη συμφορά. Ούτε πάλι μπορούμε να τη μικρύνουμε σε μέγεθος τεχνουργήματος (ενώ πρόκειται περί κακουργήματος), σαν αυτό που έφτιαξαν οι αρχαίοι τορευτές Μυρμηκίδης και Καλλικράτης.8 Κατά τη δική μας εκτίμηση, οι εξοντωθέντες κατά τις τραγικές αυτές ημέρες στη Σμύρνη και στα πέριξ φθάνουν τις 200.000.9


Πολλοί βέβαια χάθηκαν λόγω πνιγμού ή λόγω του συνωστισμού. Είναι, όμως, χρήσιμο για τους νέο-ιστορικούς που επικαλούνται αυτά, να έχουν υπόψη τους το εξής: όταν η απειλή της σφαγής δημιουργεί θύματα – και μάλιστα πολλά θύματα – «εκ συνωστισμού», τότε και ο συνωστισμός, κι αν δεν είναι σφαγή, είναι πάντως εξόντωση. Και επειδή οι τα τοιαύτα λέγοντες και γράφοντες εμφανίζονται σήμερα σαν προοδευτικοί ιστορικοί, προτού παραπέμψουμε σ’ έναν «συντηρητικό» ιστορικό, δίνουμε τον λόγο στον πρώτο αξιόλογο μαρξιστή ιστορικό, τον Γ. Κορδάτο, που είχε μάλιστα τότε ηγετική θέση στο αρτισύστατο ΣΕΚΕ. Γράφει, λοιπόν, ο Κορδάτος τα εξής:


«Στις 8 του Σ/βρη (ν. η) οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη και την έκαψαν. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Σωστή κόλαση. Ο ελληνικός πληθυσμός έτρεξε στην παραλία. Άλλοι με βάρκες και άλλοι κολυμπώντας πήγαιναν στα πολεμικά πλοία της Γαλλίας, Αγγλίας και Ιταλίας, ζητώντας άσυλο. Αλλά οι ναύτες τους πετούσαν στη θάλασσα, όταν σκαρφάλωναν στα πλοία και ακόμα τους έκοβαν τα χέρια ή τους κλωτσούσαν. Οι Τούρκοι έσφαξαν το Μητροπολίτη Χρυσόστομο10 και πολλούς Σμυρνιούς. Θρήνος και κλαυθμός. Οι φλόγες είχαν υψωθεί ως τον ουρανό και το αίμα έτρεχε στους δρόμους της γκιαούρ Σμύρνης που ήταν πολλά χρόνια η εμπορική και βιοτεχνική πρωτεύουσα της Μικρασίας. Στο λιμάνι μέρες έπλεαν τα πτώματα».11


Αποκλείεται οι ξένοι ναύτες να έδειξαν τόση απανθρωπιά έναντι δυστυχούντων συνανθρώπων τους, αν δεν είχαν σαφείς και κατηγορηματικές εντολές από τους αξιωματικούς και αυτοί από τις κυβερνήσεις τους. Οι «γκιαούρηδες» της άλλοτε αρχοντικής Σμύρνης ήταν το «δώρο» των τυπικά ακόμη «Συμμάχων» της Ελλάδος προς τον νικητή. Για μια ακόμη φορά το «vae victis» του Βρέννου βρήκε την επαλήθευσή του. Πάντως, αυτή η αντιανθρωπιστική στάση εκ μέρους των πληρωμάτων προερχομένων από τρεις δυτικές χώρες καλλιέργησε στον επόμενο καιρό ένα πολιτικό κλίμα, τον Αντιδυτικισμό, που, εξ αιτίας κι άλλων αναλόγων περιστατικών, διατηρείται ως σήμερα. Αυτά τα οποία κατέγραψε ο Κορδάτος για τον οποίο μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι τα διογκώνει ως κομμουνιστής, τα επιβεβαιώνει κι ένας Μικρασιάτης ιστορικός, ο Παύλος Καρολίδης, που είχε γεννηθεί στο Ανδρονίκειον της Καππαδοκίας το 1849 και είχε μάλιστα εκλεγεί μετά το κίνημα των Νεοτούρκων βουλευτής στο τουρκικό κοινοβούλιο κατά την τετραετία 1908- 1912. Ο Καρολίδης που συχνά από αριστερούς συγγραφείς κατηγορείται σαν «συντηρητικός», στο συμπλήρωμα της ιστορίας του Κων/νου Παπαρρηγόπουλου γράφει τα ακόλουθα για τη συμπεριφορά των «Συμμάχων» μας:


«Οι σύμμαχοι και ιδιαιτέρως οι Άγγλοι, έγραφαν οι εφημερίδες, επέδειξαν κατά τας τραγικάς εκείνας στιγμάς, ανήκουστον αναισθησίαν. Τα πληρώματα των εν Σμύρνη ναυλοχούντων πολεμικών των απέκοπτον τας χείρας και έθραυον τας κεφαλάς των δυστυχών εκείνων Ελλήνων, που ενόμιζαν ότι ημπορούσαν, αποφεύγοντες την τουρκικήν μάχαιραν, να εύρουν άσυλον και προσωρινήν φιλοξενίαν εις τα πολεμικά σκάφη. Έστρεψαν, μάλιστα, και τους προβολείς των πλοίων των επί της προκυμαίας της Σμύρνης, δια να απολαύσουν το μακάβριον και ανατριχιαστικόν θέαμα της ομαδικής σφαγής των Ελλήνων! Και όμως θα ήρκουν τότε ελάχιστοι κανονιοβολισμοί των αγγλικών πλοίων, δια να σωθή τουλάχιστον η πόλις και δια να προληφθούν αι σφαγαί και τα μαρτύρια του πληθυσμού. Αφ’ ετέρου οι Γάλλοι, εις τα Μουδανιά, έρριψαν ζεματιστό νερό εις όσους απεπειράθησαν να ανέλθουν επί των πλοίων των. Τέλος, ο Αμερικανός πρόξενος εν Σμύρνη, όταν επήγε τότε εις το γεύμα, όπου ήτο προσκεκλημένος και ο Γάλλος πρόξενος, τον ήκουσε να δικαιολογή με απερίγραπτον κυνισμόν την επιβράδυνση της αφίξεώς του: Η λέμβος που τον έφερεν από το γαλλικόν πλοίον προέκρουσεν εις πτώματα Ελληνίδων γυναικών που έπλεον εις την παραλίαν».12


Προσωπικά αυτό που μου εμποιεί φρίκη δεν είναι μόνον ότι κάποιοι ναύτες συμπεριφέρθηκαν στους απελπισμένους κολυμβητές όπως στο Μαραθώνα οι Πέρσες στον Κυνέγειρο αλλά και η ψυχική απάθεια των ξένων αξιωματούχων να παραθέτουν γεύματα εν μέσω τέτοιας εκτάσεως συμφοράς˙ όταν το λιμάνι της Σμύρνης ήταν γεμάτο από επιπλέοντα σώματα, κυρίως γυναικών. Βέβαια, οι φραγκολεβαντίνοι είχαν κάθε λόγο να πανηγυρίζουν για την εξόντωση του ανταγωνιστικού προς αυτούς ελληνικού στοιχείου.


Τούτο μακιαβελλικώς είναι κατανοητό (ασχέτως αν μετά ήλθε και η δική του η σειρά), αλλά η συμμετοχή προξένων σε δεξίωση δείχνει ότι οι επίσημες κυβερνήσεις τους ουσιαστικά «συνεόρταζαν» με τον Κεμάλ τη νίκη επί των Ελλήνων που τόλμησαν κάποια στιγμή να υψώσουν το ανάστημά τους και να έχουν κι αυτοί συμμετοχή στη «Λέσχη των Μεγάλων». Γι’ αυτό χρειάζεται μεγάλη προσοχή από τη μεριά των νέων ερευνητών στα Αρχεία των Γάλλων, των Ιταλών, των Άγγλων και των Αμερικανών. Οι εκθέσεις είναι «πεπλασμένες», ώστε να φαίνεται ότι ο «κακός» της ιστορίας είναι οι Έλληνες.13 Ενώ οι Τούρκοι ήσαν άκακοι αμνοί. Το ίδιο ισχύει και για ανταποκρίσεις δημοσιογράφων που πολλοί ήσαν όργανα διαφόρων υπηρεσιών, ώστε με τις ανταποκρίσεις τους να δυσφημείται η παρουσία και η δράση των Ελλήνων στη Μικρά Ασία. Γι’ αυτό, άλλωστε, εμφανίζονται σήμερα σχιζοφρενικοί ισχυρισμοί πως τάχα τη φωτιά στην ελληνική συνοικία της Σμύρνης την έβαλαν… Έλληνες!


Το πόσον οι αφηγήσεις του απλού λαού είναι αντικειμενικές, δείχνει η μαρτυρία των επιζησάντων από την κόλαση της Σμύρνης: μόνον τα αμερικανικά πληρώματα φέρθηκαν καλά σε όσους μπόρεσαν να φθάσουν σε πλοία αμερικανικά. Κι ακόμη προστάτης – άγγελος των απελπισμένων Ελλήνων στάθηκε ο Αμερικανός πρόξενος George Horton, που έκανε τα αδύνατα δυνατά για να σώσει τα γυναικόπαιδα από το «φάσγανο» του μανιασμένου τουρκικού πλήθους. Το αυτό έπραξαν κι άλλοι φιλάνθρωποι Αμερικανοί (ιεραπόστολοι κυρίως), με κίνδυνο της ζωής τους, αλλά και άλλοι δυτικοευρωπαίοι που είχαν μια κάποια αποστολή, που να εμπνέει στους Τούρκους κάποιο φόβο.


Ο G. Horton δεν αρκέσθηκε στα όσα ευεργετικά έπραξε τότε υπέρ των Ελλήνων αλλά το 1926 εξέδωκε στην Ινδιανάπολη των ΗΠΑ ένα βιβλίο – φραγγέλιο κατά της τουρκικής βαρβαρότητας αλλά και κατά της δυτικοευρωπαϊκής πολιτικής κυνικότητας. Πρόκειται για το πασίγνωστο βιβλίο «Η Κατάρα της Ασίας», που κυκλοφορήθηκε προ τριών δεκαετιών σε ελληνική μετάφραση. Από το βιβλίο αυτό θα παραθέσουμε μερικά ενδεικτικά αποσπάσματα. Το πρώτο είναι η εξομολόγηση μιας Αμερικανίδος (Μiss Mils ) που έγινε προς τον Horton στις 30 Ιανουαρίου 1925, με την ευκαιρία ενός ιεραποστολικού συνεδρίου στην Ουάσιγκτον. Λέγει η Miss Mils, που ήταν παρούσα τις ώρες της μεγάλης καταστροφής:


«Μπορούσα να ιδώ καθαρά τους Τούρκους που μετέφεραν τα δοχεία πετρελαίου μέσα στα σπίτια, απ’ τα οποία σε κάθε περίπτωση, ξεπετιόντουσαν φλόγες αμέσως κατόπι. Δε φαινόταν ούτε ένας Αρμένιος και τα μόνα πρόσωπα που μπορούσε να ιδεί κανείς ήταν οι Τούρκοι στρατιώτες του τακτικού στρατού με ωραίες στολές» (όπ. π. σ.99). Όσο για την ύπαρξη σχεδίου,14 ο Horton παραθέτει την έκθεση μιας Αμερικανίδος που συνδεόταν με τις αμερικανικές αποστολές και η οποία απερίφραστα γράφει: «Κατά τη γνώμη μου είναι ολοφάνερο ότι υπήρχε ένα ωρισμένο σχέδιο να πυρποληθεί η χριστιανική συνοικία, αφού προηγουμένως ελεηλατείτο. Η ώρα που θα άρχιζε η μεγάλη πυρκαϊά ήταν όταν ο άνεμος θα φυσούσε μακριά από την Τουρκική συνοικία. Όταν άρχισε η πυρκαϊά είπα: ¨Είμαι σίγουρη πως οι Τουρκικές Αρχές θα πουν ένα από τα δύο, ότι δηλαδή τη φωτιά την έβαλαν ο Ελληνικός στρατός που υποχωρούσε ή οι Αρμένιοι. Αυτό ακριβώς δημοσιεύτηκε σε ιταλικές και γαλλικές εφημερίδες. Να μην πιστέψετε λέξη απ’ όλα αυτά! Εμείς είμαστε μέσα στη Χριστιανική συνοικία όταν άρχισε η φωτιά. Όλοι σχεδόν οι Αρμένιοι, εκτός από εκείνους που ήταν κρυμμένοι, είχαν ληστευθεί και σκοτωθεί μια – δυο μέρες – ή και πιο νωρίτερα – προτού αρχίσει η φωτιά. Οι Έλληνες στρατιώτες είχαν περάσει ήσυχα ανάμεσα απ’ τα προάστια τρεις ή τέσσερις περίπου μέρες πρωτήτερα» (G. Horton, όπ. π. σ. 101).


Όντως, η φάλαγγα του στρατηγού Φράγκου είχε περάσει από τη Σμύρνη στις 27 Αυγούστου, ενώ η πυρκαϊά ξέσπασε στις 31 Αυγούστου. Θα κλείσουμε τις περιγραφές του Horton με μια περικοπή που αποτελεί ιστορικό σπίλο (=στίγμα, κηλίδα) και για την τουρκική αγριότητα αλλά και για τη δυτικοευρωπαϊκή παθητικότητα και κυνικότητα: «Πραγματικά στην Σμύρνη τίποτε δεν έλειπε σχετικά με την θηριωδία, την ακολασία, τη σκληρότητα και όλη τη μανία του ανθρώπινου πάθους, το οποίο εξ αιτίας της ολοκληρωτικής αναπτύξεώς του κατεβάζει το ανθρώπινο γένος σε επίπεδο χαμηλότερο κι απ’ το σκληρότερο και φρικτότερο επίπεδο του κτήνους. Γιατί καθ’ όλη τη διάρκεια του διαβολικού αυτού δράματος οι Τούρκοι λήστευαν και βίαζαν. Ακόμα και ο βιασμός μπορεί να κατανοηθεί σαν ένα ορμέμφυτο της φύσεως, ακαταγώνιστο ίσως, όταν τα πάθη εξαπλώνονται άγρια μέσα σε έναν λαό χαμηλής νοοτροπίας και κατώτερου πολιτισμού, αλλά ο επανειλημμένος βιασμός γυναικών και κοριτσιών δεν ημπορεί ν’ αποδοθεί ούτε σε θρησκευτική μανία ούτε σε κτηνώδη πάθη. Ένα απ’ τα δυνατότερα συναισθήματα που πήρα μαζί μου απ’ τη Σμύρνη ήταν το συναίσθημα της ντροπής, διότι ανήκα στο ανθρώπινο γένος.


Στην καταστροφή της Σμύρνης υπήρχε ένα χαρακτηριστικό που δεν ημπορεί να βρει κανείς στην καταστροφή της Καρχηδόνας. Δεν υπήρχε στόλος Χριστιανικών πολεμικών στον λιμένα της Καρχηδόνος που παρακολουθούσε μια κατάσταση για την οποία ήταν υπεύθυνες οι κυβερνήσεις των. Στην Καρχηδόνα δεν υπήρχαν Αμερικάνικα καταδρομικά. Οι Τούρκοι εχόρταιναν ελεύθερα τα ακόλαστα φυλετικά και θρησκευτικά τους ένστικτα για σφαγή, βιασμούς και λεηλασία σε απόσταση βολής λίθου απ’ τα συμμαχικά και Αμερικανικά πολεμικά, γιατί είχαν διαφωτισθεί συστηματικά, ώστε να πιστέψουν ότι αυτά δεν θα επαινέβαιναν. Μια κοινή διαταγή απ’ τους διοικητάς των πολεμικών ή από ένα ή δύο απ’ αυτούς – μια εντελώς αβλαβής οβίδα που θα ριχνόταν επάνω απ’ την τουρκική συνοικία – θα είχε ξαναφέρει τους Τούρκους στα λογικά τους.


Κι αυτή η παρουσία των πολεμικών εκείνων στον λιμένα της Σμύρνης στο σωτήριο έτος 1922, που παρακολουθούσαν άπρακτα την τελευταία μεγάλη σκηνή της τραγωδίας των Χριστιανών της Τουρκίας, ήταν το θλιβερώτερο και σημαντικώτερο χαρακτηριστικό της όλης εικόνας» (G. Horton, όπ. π. σσ’. 104-105). Σε όλες αυτές τις μαρτυρίες δεν πρέπει να παραβλέψουμε και τα όσα γράφει ο έγκυρος και έγκριτος Μιχ. Ροδάς που έζησε από κοντά το δράμα της καταστροφής. Κατά την άποψή του, δεν επρόκειτο για έκρηξη βαρβαρότητας που θα μπορούσε η ευθύνη να πέσει στο αποθηριωμένο πλήθος. Επρόκειτο περί σχεδίου που είχαν καταρτίσει από παλιά οι Νεότουρκοι, και το οποίο εκδηλώθηκε με τους διωγμούς του 1914, συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε επί Κεμάλ με μια πολιτική γενικώτερης εξοντώσεως του χριστιανικού στοιχείου της Σμύρνης. Μπορεί ο Τούρκος στρατηγός Νουρεντίν, για λόγους εκδικητικούς, να ήταν ο εκτελεστής, ο Κεμάλ, ωστόσο ήταν ο εμπνευστής, που από το Μέγαρο του Κορδελιού παρακολουθούσε όλες τις φάσεις του μακελλειού. Όταν μπήκε με την ακολουθία του στη Σμύρνη για κάποια στιγμή, που μετριέται σε ώρες, επικράτησε γαλήνη. Ήταν όμως η γαλήνη του έσχατου τρόμου.


Και για μεν τα γυναικόπαιδα δείχθηκε κάποια ανοχή όσα μπορούσαν να φύγουν για την Ελλάδα, για τον ανδρικό πληθυσμό υπήρξε πολιτική εξοντώσεως. Όλοι οι άνδρες από ηλικίας 18 έως 45 ετών αιχμαλωτίσθηκαν και οδηγήθηκαν στα βάθη της Μ. Ασίας. Πάμπολλοι από αυτούς πέθαναν από τις στερήσεις, τις κακουχίες και την άγρια μεταχείριση. Ο Ηλίας Βενέζης15 με το περίφημο μυθιστόρημα «Το Νούμερο 31328» και ο Στρατής Δούκας με την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου», μας έχουν δώσει συγκλονιστικές μαρτυρίες, υψηλού λογοτεχνικού επιπέδου, για το δράμα της εξοντωτικής αιχμαλωσίας και της εντάξεως στα «τάγματα» που ενέπνευσαν στον Χίτλερ την ιδέα της δημιουργίας ειδικού τύπου ταγμάτων, προκειμένου για τους εγκλείστους στα στρατόπεδα της Μεγάλης Φρίκης. Μόνον που ο Χίτλερ, καλλιτεχνικότερος του Κεμάλ, έδωσε σ’ αυτά πιο αισθητική ονομασία: «Τάγματα χαράς»! και εφάρμοσε σ’ αυτά το σύστημα «θάνατος μετά μουσικής», διότι η πορεία προς το θάνατο γινόταν με τη συνοδεία χαρούμενης μουσικής που εξέπεμπε μια τραγική ορχήστρα κρατουμένων!


Φυσικά, το πιο γνωστό στην κάπως νεώτερη γενιά βιβλίο για τη γενοκτονία του μικρασιατικού Ελληνισμού, είναι το πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα της Διδούς Σωτηρίου, τα «Ματωμένα χώματα».16 Όσοι το διαβάσουν δύσκολα, θα δεχθούν τα ωραία χρώματα, με τα οποία βάφεται το φάντασμα της ελληνοτουρκικής φιλίας. Αυτό δεν γράφεται με κακία, αλλά με ρεαλισμό. Άπειρες φορές έχω γράψει: μπορεί η ιστορία να μας χωρίζει με τους Τούρκους, η γεωγραφία μας ενώνει. Χρειαζόμαστε ένα modus Vivendi με τους Τούρκους.17 Άλλ’ όταν η Τουρκία παριστάνει – και είναι – ο σταχτής λύκος, η Ελλάς, δεν πρέπει να φαίνεται ή να γίνεται… «κανίς». Διότι τότε δεν την υπολογίζει κανείς!


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1. Στο συνωστισμό απέδωσε τη συμφορά του ελληνικού πληθυσμού «διδακτικό» – υποτίθεται – εγχειρίδιο ιστορίας που προοριζόταν για παιδιά του Δημοτικού!
2. Κάρφος = άχυρο, λεπτό ξυλαράκι.
3. Ορρωδέω – ώ: φοβάμαι, τρέμω, ζαρώνω (αβέβαιης ετυμολογίας). Χρησιμοποιείται επί ανθρώπων που δεν διστάζουν μπρος σε τίποτε.
4. Κατ’ άλλους, ο Στεργιάδης επιβιβάσθηκε σ’ ένα ρουμανικό πλοίο, το οποίο τον έφερε στη Ρουμανία. Από εκεί αναχώρησε για τη Γαλλία, στην οποία έζησε ως το τέλος της ζωής του.
5. «Στις σχέσεις του με τους ντόπιους Έλληνες, ο Στεργιάδης είχε την τάση, όταν έχανε την ψυχραιμία του, να χρησιμοποιεί σωματική βία, κρατούσε ένα ραβδί για να χτυπάει τους ηλίθιους ή τους αδιάλλακτους, και συχνά καυχιόταν για την πρόθεσή του να κυβερνάει μ’ αυτό» (Μ. LI. Smith, όπ. π. σ. 189). Το ζήτημα είναι: πως μπορούσε ένας παράφρων να ξεχωρίσει το ποιοι ήσαν οι ηλίθιοι;
6. Ο Αμερικανός Ρίτσαρντ Ράινχαρντ στο εμπαθές βιβλίο του – λογοτεχνική αδεία – γράφει για την είσοδο του τουρκικού στρατού και για τη λιποψυχία των λειψάνων ελληνικού στρατού τα ακόλουθα: «Την επομένη μέρα, λίγο πριν το μεσημέρι, το τουρκικό ιππικό πέρασε καλπάζοντας μπροστά απ’ το σπίτι. Προχωρούσαν σε δύο σειρές, καθισμένοι στις σέλες με σιγουριά, ξεκούραστοι και ήρεμοι, με κάποια υπεροψία που θάπρεπε να οφείλεται στην πεποίθηση πως ήταν θέλημα Θεού να ξαναπάρουμε πίσω τη Σμύρνη. Τα πιο πολλά απ’ τα σπίτια στην Προκυμαία ήταν αμπαρωμένα (…), μερικοί όμως Έλληνες με φέσια στα κεφάλια τους έδειχναν την υποταγή και την ευπείθειά τους στην Τουρκική κυβέρνηση, χαιρετίζοντας το ιππικό με κόκκινες σημαίες». Και σ’ ότι αφορά σ’ ένα ελληνικό στρατιωτικό απόσπασμα, ο συγγραφέας μέσα από τα μάτια ενός ήρωά του το βλέπει: «… να στέκεται προσοχή τη στιγμή που εμφανίστηκαν οι Τούρκοι. Ένας Τούρκος αξιωματικός φώναξε μια διαταγή. Ο Έλληνας επικεφαλής του αποσπάσματος την μετέφρασε στους στρατιώτες του. -Ρίξτε τα όπλα στη θάλασσα! Και οι Έλληνες πέταξαν τα όπλα τους μέσα στη θάλασσα» (Ρίτσαρντ Ράινχαρντ: «Οι στάχτες της Σμύρνης», σσ’. 457-458).
7. Ο Νουρεντίν δεν επαναπαύθηκε στην απροσδόκητη αυτή επιτυχία. Πάντα είχε το φόβο της επανόδου των Ελλήνων. Γι’ αυτό, ως ικανός στρατιωτικός, μόλις έφθασε στη Σμύρνη, «διέταξε τας υπ’ αυτόν δυνάμεις, όπως (=να) προελάσωσι προς Βρυούλα, παρακολουθούσαι τα εν υποχωρήσει Ελληνικά στρατεύματα. Η πρόθεσίς του δεν ήτο να επιτεθή εναντίον των, καθ’ όσον εγνώριζεν ότι η χερσόνησος της Ερυθραίας, εξ ης (=από την οποία) συνετελείτο η αποχώρησις του ελληνικού στρατού, επροστατεύετο αποτελεσματικώς από ξηράς και θαλάσσης, αλλά απλώς και μόνον να παρακολουθήση την επιβίβασί των και να βεβαιωθή περί αυτής» (Επίτομος Ιστορία της εις Μικράν Ασίαν Εκστρατείας 1919-1922» (ανατύπωση 198), εκδ. Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, σσ’. 427-428). Αυτό επιβεβαιώνει την άποψή μας ότι απαρχής η Ερυθραία έπρεπε να είχε μεταβληθεί σε απόρθητο φρούριο και προς αυτήν να είχε μεταφερθεί το πανικόβλητο πλήθος που συνέρεε στα παράλια – κυρίως στη Σμύρνη – υπό συνθήκες υστερίας.
8. Κατά τον Πλούταρχο, οι εν λόγω τορευτές (= σκαλιστές μικροτεχνημάτων) τεχνούργησαν ένα τέθριππο άρμα και δίπλα του τον οδηγό, σε τόσο μέγεθος μικρό, που μπορούσε να καλυφθεί από το φτερό μύγας! Λέγεται ακόμη ότι οι δύο αυτοί τεχνίτες πάνω σ’ ένα κόκκο σουσαμιού έγραψαν με χρυσά γράμματα ένα δίστιχο, κατά τη μαρτυρία του Αιλιανού, ή έναν ομηρικό στίχο, κατά τη μαρτυρία του Πλουτάρχου!
9. Πέρα όμως από τις απώλειες σε ανθρώπινες ψυχές, υπήρξε και μία τεράστια απώλεια πολιτιστικού επιπέδου. Στην «Επίτομον Ιστορίαν της εις Μικράν Ασίαν Εκστρατείας 1919-1922» του ΓΕΣ αναγράφεται, παρά την ψυχρή στρατιωτική γλώσσα, μία φράση έντονου συναισθηματισμού: «Επί τετραήμερον, ήτοι μέχρι της 3ης Σεπτεμβρίου, το πυρ εμαίνετο, αποτεφρώσαν το μέγιστον μέρος της πόλεως. Ό,τι είχε δημιουργηθεί επί πέντε ολοκλήρους αιώνας, εγένετο παρανάλωμα του πυρός και ο πλούτος ολοκλήρων γενεών μετεβλήθη εις τέφραν και ερείπια» (όπ. π. σ. 426).
10. Σχολικό βιβλίο, στο οποίο μάλιστα διαγωνίζονταν στις Γενικές Εξετάσεις οι απόφοιτοι Λυκείου επί μία 20ετία, βιβλίο που έβριθε από αναρίθμητα – κατά το ειωθώς – λάθη, που γράφτηκε από πενταμελή επιτροπή υπό την εποπτεία του Φανούριου Βώρου, γράφει για την καταστροφή και για το μαρτυρικό θάνατο του Χρυσοστόμου: «Τα θύματα υπήρξαν μυριάδες, ανάμεσά τους και ο μητροπολίτης Χρυσόστομος» («Θέματα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας από τις πηγές» (σ. 344). Αλλά στις πηγές υπάρχει μόνον ένα μικρό απόσπασμα και από την ιστορία του Διον. Κόκκινου και αυτό ειλημμένο από το βιβλίο του Μιχ. Ροδά, όπου παρουσιάζεται το α’ μέρος της συνομιλίας Νουρεντίν – Χρυσοστόμου. Ο μαθητής εισπράττει την αντίληψη ότι οι δύο άνδρες συνομίλησαν σαν «καρντάσηδες» και πιθανώς ακολούθως ο Χρυσόστομος να έπεσε θύμα τροχαίου ατυχήματος!
11. Γ’ Κορδάτος, όπ. π. τ. Ε’, σ. 577.
12. Κων/νος Παπαρρηγόπουλος: «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», εκδ. Ελευθερουδάκη, συμπλήρωμα Π. Καρολίδη, τ. Ζ’ σσ’. 327-328.
13. Ένας νεώτερος ερευνητής πολύ σωστά στο βιβλίο του παρατηρεί: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ιστορία χωρίς έρευνα δεν είναι δυνατόν να γίνει. Δυστυχώς κάνουμε στην Ελλάδα πολλή ιστορία χωρίς έρευνα» (Σπύρος Ι. Ασδραχάς: (Ζητήματα ιστορίας», εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1985, σ. 157). Χρειάζεται, όμως, προσοχή από τη μεριά του ερευνητή των διαφόρων αρχείων, διότι συχνά ό,τι προσφέρεται προς έρευνα, αντί να ανοίγει τη θύρα της αλήθειας, ανοίγει τη θύρα του ύπουλου διπλωματικού ψεύδους.
14. Σχετικά με την ύπαρξη σχεδίου, ενδεικτικά είναι όσα γράφει ο σερ Michael LI. Smith στο βιβλίο του «Όραμα της Ιωνίας», που εκδόθηκε στα αγγλικά το 2000 και στα ελληνικά το 2004. «Μπαίνοντας στην πόλη ο Τούρκος διοικητής (Νουρεντίν) έιχε προμηθευτεί καταλόγους Ελλήνων και Αρμενίων που είχαν εκτεθεί για τη δράση τους κατά τη διάρκεια της ελληνικής κατοχής. Αυτούς τους συνελάμβαναν ομαδικά, τους περνούσαν από στρατοδικείο και τους εκτελούσαν. Σύμφωνα μ’ έναν μάρτυρα, κυνηγώντας Αρμενίους που λεγόταν πως είχαν καταταγεί στη μικρασιατική Άμυνα, Τούρκοι τακτικοί μπήκαν στην προσωπική εκδίκηση, την παρέδωσαν στη λεηλασία και στη βία με τη λόγχη και με το μαχαίρι. Τα καταστήματα της αρμενικής συνοικίας άδειασαν. Κάρα και γαϊδούρια φορτωμένα με ρούχα και υφάσματα ξεχύνονταν βγαίνοντας από τη συνοικία. Αργότερα οι Αμερικανοί είδαν κάρα φορτωμένα πτώματα που έπαιρναν τον ίδιο δρόμο» (όπ. π. σ’. 531). Κατά τον αυτό συγγραφέα, προ της βέβαιης σφαγής, οι Αρμένιοι αντιστάθηκαν κι έτσι άρχισε ο εμπρησμός.
15. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ηλίας Μέλλος. Είχε γεννηθεί στις Κυδωνίες (Αϊβαλί). Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την πατρίδα του, ο Βενέζης με 3.000 συμπατριώτες του οδηγήθηκε αιχμάλωτος στα βάθη της Μ. Ασίας για να εργασθεί στα «Τάγματα Εργασίας» («αμελέ Ταμπουρού»). Έζησε σ’ αυτά 14 μήνες φρίκης. Ο αριθμός 31.328 ήταν το νούμερο με το οποίο είχε καταχωρηθεί στα τουρκικά «κιτάπια». Συγκλονιστική είναι και η περιγραφή των συνθηκών της αιχμαλωσίας από το λοχαγό Ασημάκη, ο οποίος βρήκε στα βάθη της Ανατολής και ειδικά σχολεία εκτουρκισμού συλληφθέντων Ελληνοπαίδων.
16. «Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε η Σμύρνη μας! Γκρέμισε η ζωή μας», γράφει στα «Ματωμένα χώματα» η Διδώ Σωτηρίου. Όταν το συναίσθημα κυριαρχεί κατά την ανάγνωση ενός συναρπαστικού λογοτεχνικού βιβλίου, σπάνια ο αναγνώστης σκέπτεται τη βαρύτητα των λέξεων. Στην παραπάνω φράση παρενείρονται τρία κτητικά «μας». Αυτό το «μας» μπορεί να ίσχυε πληθυσμιακά, οικονομικά, πολιτιστικά. Η Σμύρνη όμως και οι Κυδωνίες ήσαν λαμπρές σαπουνόφουσκες στη θάλασσα του τουρκικού imperium. Οι Τούρκοι μπορούσαν όποια στιγμή ήθελαν να τις σπάσουν και ήταν μαθηματικά βέβαιο πως θα τις έσπαγαν, αν δεν ήσαν στο μέλλον υπό ελληνική διοίκηση ή υπό ένα καθεστώς ισχυρής αυτονομίας. Μήπως αυτό δεν έπραξαν στα μετέπειτα χρόνια με το «βαρλίκ» και με τους διωγμούς των εναπομεινάντων κατοίκων της ΚΠόλεως κατά το 1955 και το 1964; Κατά πόσο σεβάστηκαν το προνομιακό καθεστώς της Ίμβρου και της Τενέδου;

17. Πολλοί ήσαν οι κήρυκες μιας ελληνοτουρκικής συνυπάρξεως κι έκαναν σύνθημα το ¨λήθη στο παρελθόν¨. Ένας μάλιστα που έζησε αιχμάλωτος των Τούρκων στο βιβλίο του γράφει: «Να ξεχασθούν όλα. Να δώσουμε τα χέρια. Γιατί είμαι βέβαιος, ότι κατά βάθος ο τουρκικός λαός δε μισεί τους Χριστιανούς. Τη θέλει τη συμβίωση. Έζησα υπό τις πιο σκληρές συνθήκες μέσα στη Μικρά Ασία και εγνώρισα την ψυχολογία του Τούρκου. Και πολλοί Χριστιανοί ευεργετηθήκαμε και μας συμπόνεσαν πολλοί Τούρκοι. Αλλά και οι Τούρκοι είδαν πολλά καλά από τους Χριστιανούς». (Χρήστος Σπανιολάκης: «Μπεϊλέρ σοκάκ» (Αθήναι 1996, σ. 93). Προσωπικά δεν έχω καμμιά αντίρρηση για μια ειρηνική συμβίωση, αρκεί τόσον οι Έλληνες πολίτες όσο και οι πολιτικοί να μην ξεχνούν τη σοφή τουρκική παροιμία: «Kart tuyunu degistirir, huyunu degistirmes» («Ο λύκος αλλάζει την τρίχα του, δεν αλλάζει το ¨χούι¨του, δηλαδή το χαρακτήρα του και τις συνήθειές του).



*Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Η Μικρασιατική εκστρατεία, 1919 -1922». Από το 'Επος στην τραγωδία. Αθήνα 2013. Μέρος Δ. Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη. *Αναδημοσίευση εκ του ιστολογίου <<Ορθόδοξη Πορεία>> της 28.8.2023 πολ. ημ. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF