ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2023

ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥ: ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΣ




Ὅσιος καὶ Θεοφόρος πατὴρ ἡμῶν Σάββας, ὁ ἄγγελος ἐν σώματι καὶ τῆς ἐρήμου τῆς Παλαιστίνης πολιστής, γεννήθηκε στὴ Μουταλάσκη (σημ. Τάλας), μικρὸ χωριὸ τῆς Καππαδοκίας, τὸ 439. Ἤδη σὲ ἡλικία ὀκτὼ ἐτῶν κατενόησε τὴν ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων καὶ μὲ καρδιὰ πλήρη θείου ἔρωτος προσῆλθε στὴν Μονὴ τῶν Φλαβιανῶν ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν γενέτειρά του. Παρὰ τὶς προσπάθειες τῶν συγγενῶν του νὰ τὸν ἀπομακρύνουν, ὁ Σάββας ἔμεινε στὴν Μονὴ καὶ γρήγορα μυήθηκε στὴν τάξῃ τοῦ μοναχικοῦ βίου καὶ ἰδιαίτερα στὴν ἐγκράτεια καὶ στὴν ἀποστήθιση τοῦ Ψαλτηρίου.


Μία ἡμέρα, τὴν ὥρα ποὺ ἐργαζόταν στὸν κῆπο, τοῦ ἦλθε ἡ ἐπιθυμία νὰ φάῃ ἕνα μῆλο. Μόλις ὅμως τὸ ἔκοψε ἀπὸ τὸ δέντρο, ἀμέσως κατανίκησε τὸν δαίμονα τῆς γαστριμαργίας λέγοντας: «ὡραῖος ἦν εἰς ὅρασιν καὶ καλὸς εἰς βρῶσιν ὁ θανατώσας καρπὸς διὰ τοῦ Ἀδάμ, αὐτοῦ προτιμήσαντος τοῦ νοητοῦ κάλλους τὸ τοῖς σαρκίνοις ὀφθαλμοῖς φανὲν τερπνὸν καὶ τῶν πνευματικῶν ἀπολαύσεων τὴν πλησμονὴν τῆς γαστρὸς τιμιωτέραν θεμένου, δι᾿ οὗ καὶ ὁ θάνατος εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθεν μὴ τοίνυν ἀπονεύσω τοῦ κάλλους τῆς ἐγκρατείας ψυχικῷ τινι νυσταγμῷ βαρηθεὶς ὥσπερ γὰρ πάσης καρποφορίας προηγεῖται ἄνθος, οὕτως ἡ ἐγκράτεια πάσης προηγεῖται ἀγαθοεργίας». Πέταξε τὸ μῆλο καταγῆς καὶ τὸ ποδοπάτησε, κατατροπώνοντας τὸν πειρασμὸ μέχρι τέλους τοῦ βίου του δὲν ἔφαγε ποτέ του μῆλο.


Τὸ μικρὸ παιδὶ ἦταν τόσο ἀποφασισμένο καὶ εἶχε ἀποκτήσει τόση ὡριμότητα, ὥστε ἀφιερωνόταν στοὺς ἀγῶνες τῆς νηστείας καὶ τῆς ἀγρυπνίας ὡσὰν ἔμπειρος ἀσκητής, καὶ ὑπερέβαινε τοὺς συμμοναστές του στὴν ταπείνωση, τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἐγκράτεια. Μετὰ ἀπὸ δέκα χρόνια στὴν μονή, ἔλαβε τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου νὰ μεταβῇ στὰ Ἱεροσόλυμα (456). Πληροφορήθηκε τὴν φήμη τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου [20 Ἰαν.] καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια τὸν ἱκέτευσε νὰ τὸν δεχθῇ μεταξὺ τῶν μαθητῶν του· ὁ ὅσιος γέροντας ὅμως τὸν ἔστειλε πρῶτα στὸ κοινόβιο ποὺ διηύθυνε ὁ ὅσιος Θεόκτιστος [3 Σεπτ.] διότι δὲν συνήθιζε νὰ δέχεται ἀγενείους νέους μεταξὺ τῶν σκληραγωγημένων ἀναχωρητῶν τῆς ἐρήμου.


πόδειγμα ταπείνωσης καὶ ἀποκοπῆς τοῦ ἰδίου θελήματος, ὁ Σάββας ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Θεοκτίστου ἀφιέρωνε ὅλη τὴν ἡμέρα στὴν ὑπηρεσία τῶν ἀδελφῶν καὶ περνοῦσε ὅλη τὴν νύχτα δοξολογώντας τὸν Κύριο. Σὲ τέτοια τελειότητα ἀρετῆς εἶχε φθάσει, ὥστε ὁ ἅγιος Εὐθύμιος τὸν ὀνόμασε «παιδαριογέροντα».


Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ὁσίου Θεοκτίστου (469), ὁ Σάββας πῆρε εὐλογία νὰ ἀποσυρθῇ καὶ νὰ ἀσκητεύσῃ μόνος σ᾿ ἕνα σπήλαιο σὲ κάποια ἀπόσταση ἀπὸ τὸ κοινόβιο. Τὶς πέντε ἡμέρες τῆς ἑβδομάδας προσευχόταν ἀδιαλείπτως σὲ ἀπολύτη νηστεία, ἔχοντας ὡς ἐργόχειρο τὸ πλέξιμο καλαθιῶν ἀπὸ φύλλα φοινίκων. Τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ ἐρχόταν στὸ κοινόβιο, γιὰ νὰ ἐκκλησιαστῇ καὶ νὰ φάῃ στὴν τράπεζα μὲ τοὺς ἀδελφούς.


Κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς (ἀπὸ 14 Ἰανουαρίου ἕως τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων), ὁ ὅσιος Εὐθύμιος συνήθιζε νὰ τὸν παίρνῃ μαζί του στὴν ἔρημο Ῥουβᾶ γιὰ νὰ ἀσκηθῇ στὶς ὑψηλότερες ἀρετές, πλησιάζοντας τὸν Κύριο ἐν σιωπῇ καὶ ἀπουσίᾳ κάθε ἀνθρωπίνης παρηγορίας. Ἔφθασε ἔτσι ὁ Σάββας στὰ μέτρα τῶν μεγάλων ἀσκητῶν τῆς εὐσεβείας καὶ μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου ἀποσύρθηκε ὁριστικῶς στὴν ἀδυσώπητη ἔρημο γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσῃ ὁλομόναχος τὸν Σατανᾶ καὶ τοὺς δούλους του ὁπλισμένος μόνο μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴν ἐπίκληση τοῦ ἁγίου Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ.


Μετὰ τέσσερα χρόνια στὴν ἔρημο, ἕνας ἄγγελος τὸν ὁδήγησε σ᾿ ἕνα σπήλαιο στὸ χεῖλος μιᾶς ῥεματιᾶς τῆς ἀριστερῆς ὄχθης τοῦ χειμάῤῥου τῶν Κέδρων. Πέρασε πέντε χρόνια (478-483) ἀφιερωμένος στὴν προσευχὴ καὶ στὴν θεωρία. Κατόπιν, ἔχοντας πληροφορία ἀπὸ τὸν Θεὸ ὅτι ἦταν πλέον καιρός, ἄρχισε νὰ δέχεται μαθητές. Σὲ καθέναν ἔδινε ἕνα κελλὶ σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ σπήλαια τῆς περιοχῆς καὶ τοὺς δίδασκε ἔμπρακτα τὶς ἀρετὲς τοῦ μοναχικοῦ βίου. Καθὼς οἱ μαθητὲς τοῦ εἶχαν φθάσει τοὺς ἑβδομήκοντα, εἰσακούσθηκαν οἱ προσευχὲς τοῦ ἁγίου καὶ ὁ Κύριος ἔκανε ν᾿ ἀναβλύσῃ μία πηγὴ στὴν ῥεματιὰ γιὰ τὴν παρηγορία τους.


Γιὰ τὶς κοινὲς Ἀκολουθίες οἱ ἀδελφοὶ συγκεντρώνονταν σ᾿ ἕνα μεγάλο σὲ σχῆμα ναοῦ σπήλαιο, τὸ ὁποῖο ἀνακάλυψε ὁ ἅγιος Σάββας ὁδηγούμενος ἀπὸ πύρινο στύλο. Ἡ λαύρα μεγάλωνε ἀδιάκοπα, ἑκατὸν πενῆντα ἀσκητὲς ἐγκαταβίωναν ἐκεῖ, καὶ μεγάλος ἦταν ὁ ἀριθμὸς τῶν προσκυνητῶν ποὺ προσέρχονταν, γιὰ νὰ βροῦν τὴν ὑγεία τους καὶ νὰ προσφέρουν τὰ δῶρα τους, χάρις στὰ ὁποῖα καλύπτονταν ὅλες οἱ ἀνάγκες τῶν μοναχῶν, ποὺ ἔτσι ἀπέφευγαν τὶς βιοτικὲς μέριμνες. Παρὰ τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἀποφύγῃ τὴν ἱερωσύνη, ὁ ταπεινὸς Σάββας ἀναγκάσθηκε νὰ δεχθῇ τὴν χειροτονία σὲ πρεσβύτερο, σὲ ἡλικία πενῆντα τριῶν ἐτῶν, γιὰ νὰ διασφαλίσῃ τὴν σωστὴ τάξη τοῦ πνευματικοῦ ποιμνίου του.


μεγάλος ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν δὲν ἐμπόδισε ὡστόσο τὸν πόθο του γιὰ τὴν ἡσυχία, καὶ κάθε χρόνο, πιστὸς στὶς συνήθειες τοῦ πνευματικοῦ πατρός του Εὐθυμίου, ἀποσύρονταν στὰ βάθη τῆς ἐρήμου γιὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Μιὰ χρονιὰ ἐγκαταστάθηκε στὸν λόφο τοῦ Καστελλίου, τὸν ὁποῖο λυμαίνονταν δαίμονες. Ἀφοῦ τοὺς ἐξεδίωξε μὲ τὶς προσευχές του, ἵδρυσε ἐκεῖ ἕνα νέο κοινοβιακὸ μοναστῆρι γιὰ ἤδη δοκιμασμένους μοναχοὺς (492). Γιὰ ἐκείνους ποὺ εἶχαν μόλις ἀποτάξει τὰ ἐγκόσμια ἵδρυσε ἕνα τρίτο καθίδρυμα, βόρεια τῆς λαύρας, ὥστε νὰ διδαχθοῦν τὰ τοῦ ἀσκητικοῦ βίου καὶ νὰ μάθουν ἀπὸ στήθους τὸ Ψαλτήριο. Ἄφησε νὰ ἐγκαταβιώνουν κατὰ μόνας μόνο οἱ ἔμπειροι μοναχοί, ποὺ εἶχαν ἤδη ἀξιωθεῖ τῆς διακρίσης τῶν λογισμῶν καὶ τῆς νήψης, ἦταν ταπεινοὶ τῇ καρδίᾳ καὶ εἶχαν πλήρως ἀποκόψει τὸ ἴδιον θέλημα.


σο γιὰ τοὺς ἀγένειους νέους, τοὺς ἔστελνε στὸ κοινόβιο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου [11 Ἰαν]. Καθὼς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ πολυάριθμοι μοναχοὶ τῆς Παλαιστίνης ταράσσονταν ἀπὸ τὶς μηχανεύσεις τῶν αἱρετικῶν μονοφυσιτῶν, ποὺ ἀντιτίθεντο στὴν Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος, ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Σαλούστιος ὅρισε τὸν ἅγιο Θεοδόσιο καὶ τὸν ἅγιο Σάββα ἀρχιμανδρίτες καὶ ἐξάρχους (494) ὅλων τῶν μονῶν ποὺ ἐξαρτῶντο ἀπὸ τὴν Ἁγία Πόλη: τὸν Θεοδόσιο γιὰ τοὺς κοινοβιάτες καὶ τὸν Σάββα γιὰ τοὺς ἀναχωρητὲς καὶ τοὺς κελλιῶτες μοναχοὺς στὶς λαῦρες. Φοβερὸς πολέμιος τῶν δαιμόνων, ὁ ἅγιος Σάββας ἦταν ὅλος πραότητα καὶ διάκριση ἔναντι τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι, ὅταν δύο φορὲς κάποιοι ἀπὸ τοὺς μοναχούς του στράφηκαν ἐναντίον του (490 καὶ 503), ὁ ὅσιος γέροντας ἀποσύρθηκε οἰκειοθελῶς δίχως νὰ προσπαθήσῃ νὰ δικαιολογηθῇ ἢ νὰ ἐπιβάλῃ τὴν ἐξουσία του, καὶ ἐδέχθη νὰ ἐπανέλθῃ στὴν θέση καὶ τὸ ἀξίωμά του μόνον κατόπιν ἐπίμονης παρακλήσεως τοῦ Πατριάρχου.


χοντας κατακτήσει τὴν μακαρία ἀπάθεια, ἀκλόνητα προσηλωμένος στὸν Κύριο, ὁ ἅγιος Σάββας εἰρήνευε τὰ θηρία, θεράπευε τοὺς ἀῤῥώστους καὶ μὲ τὶς προσευχές του ἔφερνε εὐεργετικὲς βροχὲς στὴν περιοχὴ ἐκείνη ποὺ τὴν ἔπληττε ξηρασία καὶ λιμός. Ἵδρυσε καὶ ἄλλα μοναστήρια, ὥστε πέρα ἀπὸ τὸ λειτούργημα τοῦ ἐξάρχου τῶν ἐρημιτῶν ἦταν ἡγούμενος ἑπτὰ μοναστηριῶν. Ὁ οἰκιστὴς αὐτὸς τῆς ἐρήμου καθοδηγοῦσε μὲ σύνεση τὶς λεγεῶνες τῶν πνευματικῶν πολεμιστῶν του καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὶς διατηρήσῃ στὴν ἑνότητα τῆς πίστεως.


Τὸ 512 ἐστάλη μαζὶ μὲ ἄλλους μοναχοὺς στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸν αὐτοκράτορα Ἀναστάσιο (491-518), ποὺ εὐνοοῦσε τοὺς μονοφυσίτες, γιὰ νὰ στηρίξῃ τὴν ὀρθοδόξη πίστη καὶ νὰ ἀποσπάσῃ φορολογικὲς ἐλαφρύνσεις ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων. Ὁ πτωχός, ταπεινὸς καὶ ῥακένδυτος αὐτὸς ἀσκητής, τὸν ὁποῖον οἱ φρουροὶ τῶν ἀνακτόρων στὴν ἀρχὴ τὸν ἀπομάκρυναν νομίζοντάς τον ζητιάνο, ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση στὸν αὐτοκράτορα, καὶ καθ᾿ ὅλη τὴν μακρὰ παραμονή του στὴν Βασιλεύουσα, ὁ Ἀναστάσιος συχνὰ τὸν καλοῦσε στὸ παλάτι γιὰ νὰ ὠφεληθῇ ἀπὸ τὶς διδαχές του. Ἐπιστρέφοντας στὴν Παλαιστίνη, ὁ ἅγιος Σάββας ἀναγκάσθηκε νὰ ἀγωνισθῇ πεισματικὰ ἐνάντια στὶς μηχανεύσεις τοῦ αἱρετικοῦ πατριάρχη Ἀντιοχείας Σεβήρου.


Τὸ 516, ὁ Σεβῆρος, ἔχοντας ἐκ νέου παρασύρει τὸν αὐτοκράτορα στὰ δίχτυα τῆς πλάνης, κατόρθωσε νὰ ἐκδιώξῃ τὸν ἅγιο Ἠλία [20 Ἰουλ.] ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῶν Ἱεροσολύμων. Μὲ προτροπὴ ὅμως τοῦ ὁσίου Σάββα καὶ τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου, ἕξι χιλιάδες μοναχοὶ συγκεντρώθηκαν γιὰ νὰ πείσουν τὸν διάδοχό του Ἰωάννη νὰ ὑπεραμυνθῇ τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος. Καθὼς μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν διαδήλωση ὁ αὐτοκράτορας ἦταν ἕτοιμος νὰ κάνῃ χρήση βίας, ὁ Σάββας τοῦ ἔστειλε ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν μοναχῶν τῶν Ἁγίων Τόπων μία θαῤῥαλέα ἀναφορά. Τὴν ἴδια χρόνια (518) πέθανε ὁ Ἀναστάσιος καί, δόξα τῷ Θεῷ, ὁ διάδοχός του Ἰουστῖνος Α´ (518-527) ὑπερασπίσθηκε τὴν ὀρθόδοξη Πίστη καὶ διέταξε νὰ ἐγγραφῇ ἡ Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνος στὰ ἱερὰ δίπτυχα. Ὁ ἅγιος Σάββας ἐστάλη τότε στὴν Σκυθόπολη καὶ στὴν Καισάρεια γιὰ νὰ ἀναγγείλῃ ὁ ἴδιος τὴν νίκη, ἐν μέσῳ τῆς γενικῆς χαρᾶς.


Τὸ 531, μετὰ τὴν αἱματηρὴ ἐξέγερση τῶν Σαμαρειτῶν, ὁ Γέροντας ἐστάλη ἐκ νέου στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸν εὐλαβῆ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ (527-565), ζητώντας τὴν συνδρομὴ καὶ τὴν προστασία του. Ἐπιστρέφοντας προφήτευσε στὸν αὐτοκράτορα τὴν ἐπανάκτηση τῆς Ῥώμης καὶ τῆς Ἀφρικῆς καθὼς καὶ τὴν ὁριστικὴ νίκη ἐπὶ τοῦ μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ νεστοριανισμοῦ καὶ τοῦ ὠριγενισμοῦ, ποὺ θὰ ἀποτελοῦσε τὴν δόξα τῆς βασιλείας του.


πιστρέφοντας στὰ Ἱεροσόλυμα, ὁ ἅγιος Σάββας ἔγινε δεκτὸς μὲ μεγάλες χαρὲς καὶ ὁ ἀκαταπόνητος αὐτὸς ἐργάτης τοῦ Κυρίου βρῆκε τὸν χρόνο νὰ ἱδρύσῃ ἄλλη μία μονή, τὴν λεγομένη τοῦ Ἱερεμίου, προτοῦ ἀποσυρθῇ ὁριστικὰ στὴν Μεγάλη Λαύρα. Σὲ ἡλικία ἐνενήντα τριῶν ἐτῶν, ἀσθένησε καὶ ἐκοιμήθη εἰρηνικὰ ἐν Κυρίῳ τὴν Κυριακὴ 5 Δεκεμβρίου 532. Τὸ σκήνωμά του, τὸ ὁποῖο θαυματουργικῶς διατηρήθηκε ἄφθορο, κατατέθηκε ἀρχικὰ στὴν Λαύρα, παρουσίᾳ πλήθους μοναχῶν καὶ λαϊκῶν. Τὴν ἐποχὴ τῶν σταυροφοριῶν μεταφέρθηκε στὴν Βενετία καὶ πρόσφατα ἐπεστράφη στὴν Μονή του (26 Ὀκτωβρίου 1965).


Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα ἔγινε στὴν συνέχεια κοινοβιακὴ Μονὴ καὶ διαδραμάτισε πρωταγωνιστικὸ ῥόλο στὴν ἱστορία τοῦ μοναχισμοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας στὴν Παλαιστίνη. Μεγάλος ὁ ἀριθμὸς τῶν Ἁγίων ποὺ ἐγκαταβίωσαν ἐκεῖ: Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς [4 Δεκ.], Κοσμᾶς τοῦ Μαϊουμᾶ [14 Ὀκτ.], Στέφανος [28 Ὀκτ.], Ἀνδρέας Κρήτης [4 Ἰουλ.], κ.ἄ. Ἐκεῖ συνετάχθη καὶ καθιερώθη τὸ Τυπικὸν ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα κανονίζει τὶς Ἀκολουθίες μας, καὶ ἐκεῖ ἐγράφησαν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας μας. *Συναξαριστὴς Ἰνδίκτου. Δεκέμβριος. Σελ. 51. Κύριλλος Σκυθοπολίτης Βίος τοῦ ὁσίου Σάββα ΕΠΕ, Φιλοκαλία 5, 195-445.*Εκ του ιστοτόπου «users.uoa.gr/~nektar/». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF