ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2023

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ ΤΟΥ ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΥ

 



1. Ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως τῆς ἱερᾶς Λαύρας ἕως τῆς ἀραβικῆς κατακτήσεως (438-638). Ἡ κατὰ τὴν ἔρημον τῆς Ἰουδαίας ἱερὰ καὶ σεβασμία Λαύρα τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου ἀποτελεῖ φαινόμενον μοναδικὸν εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν, χάρις εἰς τὴν συμβολήν της εἰς τὴν διαμόρφωσιν τῆς ὀρθοδόξου λατρείας, τῆς μοναχικῆς τάξεως καὶ τῆς ὑμνογραφίας, εἰς τὴν ἐν αὐτῇ παρουσίαν πλήθους Ἁγίων, αὐστηρῶν ἀναχωρητῶν, θεοπνεύστων θεολόγων καὶ μαρτύρων ἀκόμη, ἀκόμη χάρις εἰς τὸν σπουδαῖον ῥόλον τὸν ὁποῖον διεδραμάτισεν εἰς τὴν καταπολέμησιν ὅσων αἱρέσεων ἐνεφανίσθησαν εἰς τὴν Ἁγίαν Γῆν μετὰ τὴν ἵδρυσίν της καὶ εἰς τὴν προάσπισιν τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῶν δικαιωμάτων τοῦ μόνου κανονικοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, τοῦ Ἑλληνορθοδόξου.


ριθμοῦσα ὑπὲρ τὰ 1500 ἔτη ζωῆς (483-2002) ἄνευ διακοπῆς τῆς λειτουργίας της, ἡ Μεγίστη τοῦ Ἁγίου Σάββα Λαύρα ὀφείλει τὴν ἵδρυσιν καὶ τὴν μετέπειτα ἐξέλιξιν αὐτῆς εἰς τὸν θεοχαρίτωτον, πνευματέμφορον μοναστὴν Ἅγιον Σάββαν (439-532), ὁ ποῖος ἀπετέλεσε λύχνον ἐν ὑψηλῷ τόπω δι᾿ ὅσους ἠθέλησαν νὰ ζήσουν τὴν ἀναχωρητικὴν ζωήν, καὶ ἰσχυρὸν πρεσβευτὴν πρὸς τὸν Κύριον ὑπὲρ πάντων τῶν μεταγενεστέρων «Σαββαϊτῶν» Μοναχῶν. Τὸν πρῶτον πυρῆνα τῆς Λαύρας ἐδημιούργησαν οἱ ἑβδομήκοντα ἀναχωρηταί, οἱ ὁποῖοι συνεκεντρώθησαν περὶ τὸν Ἅγιον Σάββαν ἀπὸ τὸ 483 καὶ ἑξῆς.


Κατόπιν ἡ Λαύρα μετεφέρθη ἐκ τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς τοῦ χειμάῤῥου τῶν Κέδρων, ὅπου τὸ ἀσκητήριον τοῦ Ἁγίου Σάββα, εἰς τὴν δυτικήν, ὅπου καὶ ἐκτίσθη ἡ Θεόκτιστος Ἐκκλησία (486, ἐγκαίνια 491), ἡ αὔξησις τῆς ἀδελφότητος κατέστησεν ἀναγκαίαν τὴν οἰκοδόμησιν καὶ μεγάλου ναοῦ τῆς Θεοτόκου (502) καὶ τὴν διοργάνωσιν τῶν κτισμάτων καὶ τῶν ὑπηρεσιῶν τῆς Λαύρας, ὥστε νὰ ἀνταποκρίνωνται εἰς τὰς ὁλονὲν ὀγκουμένας ἀνάγκας. Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητος τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ ἡ ἕνεκα αὐτῆς ἀνάδειξις τοῦ εἰς ἀρχηγὸν καὶ νομοθέτην πάντων τῶν περὶ τὰ Ἱεροσόλυμα ἀναχωρητῶν (493) ἔσχον ἀντίκτυπον καὶ εἰς τὴν Μεγίστην Λαύραν, ἡ ὁποία ἀπετέλεσε προτυπoν κατά τε τὸν βίον καὶ τὴν λειτουργικὴν τάξιν, τὸ Τυπικόν, ὄχι μόνον διὰ τὰς λοιπὰς τρεῖς λαύρας καὶ τὰ ἓξ κοινόβια, τὰ ὁποῖα ὁ Ἅγιος Σάββας μέχρι τοῦ θανάτου του (532) ἵδρυσε, ἀλλὰ καὶ διὰ τὰς ἐπιλοίπους μονὰς τῆς Παλαιστίνης, κατὰ δὲ τοὺς μέσους χρόνους καὶ διὰ τὴν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησίαν.


Μεγίστη Λαύρα ὑπὸ τὸν Ἅγιον Σάββαν κατ᾿ ἀρχὴν διεξήγαγεν ἰσχυροὺς ἀγῶνας κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοφυσιτισμοὺ κατὰ τὰ ἔτη 512-516, ἀντιπαρατεθεῖσα πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἀναστάσιον καὶ πρὸς τὰ λοιπὰ τρία Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς, εὑρισκόμενα τότε εἰς χεῖρας μονοφυσιτῶν ἡ σθεναρὰ κινητοποίησις καὶ ὁμολογία τῶν ἀναχωρητῶν τῆς ἐρήμου διέσωσαν τὸ Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων ἀπὸ τὴν αἵρεσιν. Οἱ διάδοχοι τοῦ Ἁγίου Σάββα εἰς τὴν ἡγουμενίαν τῆς Λαύρας ἀνέδειξαν αὐτὴν καὶ πάλιν ἄσειστον προπύργιον κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Ὠριγενισμοῦ· ὑπὸ τὴν καθοδήγησιν τοῦ Σαββαΐτου Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἡσυχαστοῦ, πρῴην ἐπισκόπου Κολωνίας (454-558), οἱ ἡγούμενοι τῆς Λαύρας Γελάσιος (537-546), Κασσιανὸς (547-548) καὶ Κόνων (548-568) ἀπέκρουσαν τὰς μεθοδείας τῶν Ὠριγενιστῶν καὶ τὰς παρὰ τῷ αὐτοκράτορι Ἰουστινιανῷ δολοπλοκίας των, ὄχι ὅμως ἄνευ ἀντιποίνων· οἱ μοναχοὶ τῆς Λαύρας, τῆς μόνης που εἶχεν ἀπομείνει εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους, ὑπέστησαν διωγμοὺς καὶ βιαιοπραγίας, ἀκόμη καὶ τὴν διὰ τῆς βίας ἐνθρόνισιν Ὠριγενιστοῦ ἡγουμένου (τοῦ Γεωργίου, 547).


μως ὁ Θεὸς ἐφύλαξε τὴν Λαύραν, αἱ δὲ ἐνέργειαι τοῦ Κόνωνος συνέβαλον τὰ μέγιστα εἰς τὴν σύγκλησιν τῆς Ε´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (553), ἡ ὁποία κατεδίκασε τὰς πλάνας τοῦ Ὠριγένους ἅπαξ διὰ παντὸς καὶ χάριν πάσης τῆς Ἐκκλησίας ἐσαεί. Ἡ ἐμφάνισις τῶν Περσῶν εἰς τὴν Ἁγίαν Γῆν (614) ἀπετέλεσε τὸ προοίμιον διὰ τὴν μετ᾿ αὐτὴν ἔλευσιν τῶν Ἀράβων τοῦ Ἰσλάμ (638). Παρομοίως, τὴν ἀπαρχὴν τῶν ὁσιομαρτύρων τῆς Λαύρας ἀπετέλεσαν οἱ ὑπὸ τῶν Περσῶν σφαγιασθέντες Σαββαΐται, τεσσαράκοντα τέσσαρες τὸν ἀριθμόν, εἰς τὰς 16 Μαΐου τοῦ ἔτους 614.


2. Ἐπὶ τῶν Ἀράβων, τῶν Σταυροφόρων καὶ τῶν Μαμελούκων (638-1517). Τὴν μετὰ τὴν ἀραβικὴν κατάκτησιν ἀναδιοργάνωσιν τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σάββα ὑπὸ τοῦ πατριάρχου Μοδέστου, ἠκολούθησεν ἡ ἐνδοξoτέρα περίοδος, ὁ «χρυσοῦς αἰὼν» τῆς Λαύρας, δηλαδὴ ὁ 8ος καὶ μέρος τοῦ 9ου αἰῶνος. Ὁ ἐπιφανέστερος θεολόγος τοῦ 8ου αἰ. Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ καὶ ὑμνογράφος, Κοσμᾶς ὁ Ἁγιοπολίτης, Στέφανος ὁ Μελῳδός, Μιχαὴλ ὁ Σύγκελλος, Θεόδωρος καὶ Θεοφάνης οἱ Γραπτοί, Θεόδωρος ὁ ἐπίσκοπος Καῤῥῶν (Ἀβουκάρας), πάντες ἐπιφανεῖς κατὰ τὴν ἁγιότητα ἢ καὶ τὴν θεολογίαν, οἱ Ἅγιοι Στέφανος ὁ Θαυματουργός, Θεόδωρος ἐπίσκοπος Ἐδέσσης καὶ Μιχαὴλ ὁ Ὁσιομάρτυς συναποτελοῦσιν ἐκλεκτὴν χορείαν, ἡ ὁποία ἐκόσμησε τὴν Ἐκκλησίαν Ἱεροσολύμων ἀλλὰ καὶ τὴν καθόλου Ἐκκλησίαν.


Παρὰ τὰς ἐναντίον τῆς Λαύρας βιαίας καὶ φονικὰς ἐπιθέσεις ποικιλωνύμων βαρβάρων (796, 809, 813) καὶ τὴν γενικὴν ἀταξίαν, ἡ προσφορὰ τῆς Λαύρας εἰς τὴν Ἐκκλησίαν φθάνει εἰς τὸ ἀποκορύφωμά της. Ἡ συμβολὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ εἰς τὴν πρώτην (726-787) καὶ τῶν Ἁγίων Μιχαὴλ τοῦ Συγκέλλου, Θεοφάνους καὶ Θεοδώρου τῶν Γραπτῶν εἰς τὴν δευτέραν (814-843) φάσιν τῆς εἰκονομαχίας ὑπὲρ τῆς ἐπικρατήσεως τῆς τιμῆς τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἀποδεικνύει τὴν σημασίαν τῆς Λαύρας διὰ τὴν θεολογίαν ἀλλὰ καὶ τὴν γενικὴν τιμήν, τῆς ὁποίας ἀπελάμβανε,


καθόσον οἱ τρεῖς τελευταῖοι ὁμολογηταὶ προσεκλήθησαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου δι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγον, πλὴν τῆς θεολογικῆς συγγραφικῆς παραγωγῆς, ἡ Λαύρα δύναται κατὰ τὴν ἐποχὴν αὐτὴν νὰ ἐπιδείξῃ καὶ πλουσίαν ἀντιγραφικὴν καὶ μεταφραστικὴν δραστηριότητα καθίσταται τὸ κέντρον τῆς γεωργιανὴς γραμματείας ἀπὸ τὸν 7ον ἕως τὸν 10ον αἰ., ὅπως ἐπίσης κέντρον μεταφράσεως ἐκκλησιαστικῶν συγγραμμάτων ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴν εἰς τὴν ἀραβικήν.


Χαρακτηριστικὸν εἶναι ὅτι τὰ σήμερον πασίγνωστα «Ἀσκητικὰ» τοῦ Ἁγίου Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου μετεφράσθησαν ἐκ τῆς συριακῆς γλώσσης εἰς τὴν ἑλληνικὴν διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὴν Λαύραν ὑπὸ τῶν μοναχῶν Ἀβραμίου καὶ Πατρικίου περὶ τὰ τέλη τοῦ 8ου αἰ. Ἀπὸ τοῦ 9ου ἕως τοῦ 13ου αἰ. ἡ λειτουργικὴ τάξις, τὸ λειτουργικὸν Τυπικὸν τῆς Λαύρας μαζὶ μὲ τοὺς ὕμνους τῶν Σαββαϊτων ἁγίων ὑμνογράφων καὶ ἴσως μερικαὶ μοναστικαὶ συνήθειαι τῆς Λαύρας, διαδίδονται εὐρέως ἀπὸ διακεκριμένους ἁγίους ἱδρυτὰς μονῶν.


Εἰς μείζονα ἐλάσσονα βαθμὸν τὸ Τυπικὸν τῆς Λαύρας ἐπηρέασε τὰ μοναστηριακὰ Τυπικά, τὰ ὁποῖα συνέγραψαν οἱ Ἅγιοι Θεόδωρος ὁ Στουδίτης (9ος αἰ.), Παῦλος ὁ Νέος τοῦ Ὄρους Λάτρος (ἀρχαὶ 10ου αἰ.), Νικῶν ὁ Μαυρορείτης (τέλη 11ου αἰ.), Χριστόδουλος τῆς Πάτμου (11ος αἰ.), Λάζαρος ὁ Γαλησιώτης (10ος-11ος αἰ.), Λουκᾶς τῆς Μεσσήνης (Σικελία 12ος αἰ.), Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος (Κύπρος, 12ος- 13ος αἰ.) καὶ Νεῖλος Ταμασίας (Ἱ. Μ. Μαχαιρᾶ, Κύπρος, ἀρχαὶ 13ου αἰ.). Ἤδη ἀπὸ τὸν 9ον αἰ. εἶχε διαδοθῇ τὸ λειτουργικὸν τοῦτο Τυπικὸν εἰς τὴν ἀπόμακρον Γεωργίαν (ὑπὸ Γρηγορίου Khandzta, τὸ 826). Παραλλήλως τεραστία ὑπῆρξεν ἡ διάδοσις τοῦ νέου ὑμνογραφικοῦ εἴδους που ἀνεπτύχθη κυρίως ὑπὸ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ τῆς μετ᾿ αὐτὸν «ἁγιοσαββιτικῆς ποιητικῆς σχολῆς», δηλαδὴ τοῦ κανόνος. Ἢ ὑμνογραφικὴ παραγωγὴ τῆς Λαύρας ἀπετέλεσε τὸ θεμέλιον τῆς μετὰ τὴν εἰκονομαχίαν διαῤῥυθμίσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς Λατρείας.


ἀποδιδομένη εἰς τὸν Δαμασκηνὸν καθιέρωσις τῶν ὀκτὼ ἤχων τῆς μελωδήσεως ἐπεκράτησεν εἰς τὴν Λατρείαν, ἡ δὲ ὑπ᾿ αὐτοῦ συγγραφεῖσα Ὀκτάηχος ἀπετέλεσε τὴν πρώτην μορφὴν τῆς Παρακλητικῆς, τοῦ κυριωτέρου λειτουργικοῦ βιβλίου τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπὶ τῆς κυριαρχίας τῶν Σταυροφόρων ἡ θέσις τοῦ ἡγουμένου τῆς Λαύρας παρουσιάζεται ἰδιαιτέρως ὑψηλὴ παρὰ τοῖς Λατίνοις, ἐλλείψει Ὀρθοδόξου πατριάρχου εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ Λαύρα προικίζεται διὰ νέων περιουσιακῶν στοιχείων ὑπὸ τῆς Βασιλίσσης Μελισσάνθης (1131-1162), ἐνῶ ὁ ναὸς τῆς Θεοτόκου καὶ αἱ ἁγιογραφίαι του ἀνακαινίζονται ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος τῶν Ῥωμαίων Μανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ (1143 -1180) περὶ τὸ ἔτος 1169.


νίκη τῶν Μαμελούκων τοῦ Σαλαδδὶν ἐπὶ τῶν Σταυροφόρων ἐν ἔτει 1187 ἐσήμανε νέα δεινὰ διὰ τὸν Μοναχισμὸν τῆς Παλαιστίνης παρὰ τὴν σφαγὴν καὶ πάλιν Σαββαϊτῶν μοναχῶν, ἡ Λαύρα παρέμεινεν ἐν λειτουργίᾳ, μόνη αὕτη ἀνάμεσον τῶν λοιπῶν ἠρημωμένων μονῶν τῆς ἐρήμου. Εἰς τὴν περίοδον αὐτὴν ἀνάγεται ἡ συῤῥίκνωσις τῆς Λαύρας περὶ τὸν πυρῆνα της, ἡ ἀνέγερσις τείχους περὶ αὐτὴν καὶ ἡ υἱοθέτησις τοῦ κοινοβιακοῦ τρόπου ζωῆς, ἐγκαταλειφθέντος τοῦ λαυρεωτικοῦ. Ἡ Λαύρα εἰσέρχεται εἰς τὴν δυσκολωτέραν ἴσως φάσιν τοῦ ἀγῶνος ἐπιβιώσεώς της εἰς περιβάλλον ἐχθρικόν, καθίσταται παρὰ ταῦτα διὰ τὴν Ἁγιοταφιτικὴν Ἀδελφότητα ἀξιολογώτατον σχολεῖον, διδάσκον τὰ περὶ τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ τὰ ἀφορῶντα εἰς τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα.


Νέα ἀνακαίνισις τοῦ καθολικοῦ τῆς Λαύρας καὶ τοῦ Κουβουκλίου τοῦ τάφου τοῦ Ἁγίου Σάββα ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου τοῦ Καντακουζηνοῦ (1347-1354) ἔλαβε χώραν εἰς τὰ μέσα τοῦ 14ου αἰ., πρωτοφανὴς ὅμως εἰς τὴν ἐποχὴν αὐτὴν καὶ καθοριστικὴ διὰ τὸ μέλλον τῆς ὀρθοδόξου λατρείας κατέστη ἡ ἑξάπλωσις τοῦ λεγομένου «νεο-σαββαϊτικοῦ λειτουργικοῦ Τυπικοῦ» (δηλ. τῆς συνθέσεως τοῦ παλαιοῦ σαββαϊτικοῦ καὶ στοιχείων τοῦ στουδιτικοῦ Τυπικοῦ). Τὸ Τυπικὸν τοῦτο, ἀφοῦ παρεμέρισε τὰ Τυπικὰ τῶν Μονῶν Στουδίου καὶ Εὐεργέτιδος, καθιερώθη εἰς τὴν ἰδίαν τὴν Κωνσταντινούπολιν κατὰ τοὺς 13ον καὶ 14ον αἰῶνας (Μοναὶ Χειλέων, Ἅγ. Δημητρίου Κελλιβαρᾶ, Θεοτόκου Βεβαίας Ἐλπίδος). 


οὺς ἰδίους αἰῶνας τὸ Τυπικὸν διεδόθη καὶ εἰς τὴν Σερβίαν ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Σάββα (1175-1236) καὶ τοῦ Νικοδήμου Ἀρχιεπισκόπων Σερβίας (1317-1324). Τὸ νέον τοῦτο σαββαϊτικὸν Τυπικόν, μετὰ τὴν ἐπικράτησιν τοῦ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατὰ τὴν περίοδον τῶν ἡσυχαστικῶν ἐρίδων καὶ τὴν νέαν μορφήν, τὴν ὁποίαν τότε ἔλαβε, διεδόθη χάρις εἰς τὴν ἀκτινοβολίαν τῆς θεολογίας τοῦ Ἡσυχασμοῦ καὶ εἰς τὴν λοιπὴν Βαλκανικήν, ἐν ᾗ καὶ εἰς Βουλγαρίαν, καθὼς καὶ εἰς τὴν Ῥωσσίαν. Ἀπὸ τῆς ὁριστικῆς του ἐπικρατήσεως πανταχοῦ, τὸν 16ον αἰ. ἕως τῆς σήμερον, τὸ σαββαϊτικὸν-ἀθωνικὸν λειτουργικὸν Τυπικὸν ἀποτελεῖ τὸ λειτουργικὸν Τυπικὸν συμπάσης τῆς Ὀρθοδοξίας.


3. Ἀπὸ τῆς τουρκικῆς κυριαρχίας ἕως τῆς σήμερων Ἡ ἐμφάνισις τῶν Τούρκων εἰς τὴν Παλαιστίνην μὲ τὸν Σουλτάνον Σελὴμ ἐπικεφαλῆς, ἡ ὁποία συνωδεύθη ὑπὸ νέας σφαγῆς Σαββαϊτῶν, εἶχε δυσμενεῖς ἐπιπτώσεις εἰς τὴν ζωὴν τῆς Λαύρας. Μολονότι ἐξεδόθησαν ὑπὲρ τὰ τριάκοντα φιρμάνια τῶν Σουλτάνων κατὰ καιροὺς (μεταξὺ 1533 καὶ 1735) περὶ ἐπισκευῶν ἐν τῇ Λαύρᾳ, φοροαπαλλαγῶν, προστασίας καὶ δικαιωμάτων τῶν Σαββαϊτῶν Πατέρων, οὗτοι ὑπέστησαν πολλὰ δεινά, ἀκόμη καὶ τὴν ἐπὶ πολλὰ ἔτη ἐγκαταβίωσιν ἐν τῇ Λαύρᾳ ὁλοκλήρων ἀραβικῶν χωρίων.


ἰσχυρὰ παρουσία Σέρβων Μοναχῶν ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἡ ὁποία ὑπῆρξεν εὐεργετικὴ δι᾿ αὐτήν, ὅτε κατὰ τὸν 16ον αἰ. ἡ Λαύρα εἶχεν ἐλαχίστους Ἕλληνας Μοναχούς, ἐτερματίσθη εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ 17ου αἰ., ὅτε κατέστη εἰς τοὺς Σέρβους ἀδύνατος ἡ ἐξόφλησις τῶν χρεῶν, τὰ ὁποῖα ἡ οἰκοδομική των δραστηριότης εἶχε δημιουργήσει ἡ παρέμβασις τοῦ πατριάρχου Θεοφάνους τοῦ Γ´ (1608-1644) μόλις ἔσωσε τὴν Λαύραν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν δανειστῶν ἢ τῶν ἐποφθαλμιώντων αὐτὴν Ἀρμενίων καὶ Λατίνων.


Μεταξὺ πάντων τῶν εὐεργετῶν καὶ δωρητῶν τῆς Λαύρας πλέον ἀξιομνημόνευτοι ἔχουν καταστῇ οἱ πατριάρχαι Ἱεροσολύμων Νεκτάριος (1660-1669) καὶ Δοσίθεος ὁ Β´ (1669-1707), ὁ ὀνομασθεὶς καὶ μέγας εὐεργέτης αὐτῆς, οἱ ὁποῖοι κατώρθωσαν νὰ ἐπαναφέρουν τὴν Λαύραν εἰς ἀποκλειστικὴν χρῆσιν καὶ κατοίκησιν τῶν Σαββαϊτῶν Πατέρων, προέβησαν δέ, ἰδίως ὁ Δοσίθεος, εἰς ἐκτενεῖς καὶ πολυεξόδους ἀνακαινίσεις ἢ ἐπεκτάσεις τῶν ναῶν, τῶν δωμάτων, τῶν δεξαμενῶν καὶ τῶν τειχῶν τῆς Μονῆς (ἀντιστοίχως κατὰ τὰ ἔτη 1667 καὶ 1686).


Τὴν σημερινὴν μορφὴν τῶν οἰκοδομημάτων της ἡ Ἱερὰ ἡμῶν Λαύρα ὀφείλει εἰς τὴν οἰκοδομικὴν δραστηριότητα ἡ ὁποία ἀνεπτύχθη ἐν αὐτῇ μετὰ τὰς καταστροφὰς τοῦ σεισμοῦ τῆς 13ης Μαΐου 1834 καὶ κατὰ τὴν ἐπακολουθήσασαν ἡγουμενίαν τοῦ περιφανοῦς Ἡγουμένου, κτίτορος καὶ μεγάλου εὐεργέτου τῆς Λαύρας Ἰωάσαφ τοῦ Κρητός (1845-1874), ὁσιακῆς μορφῆς τοῦ παλαιστινοῦ Μοναχισμοῦ τῶν ἐσχάτων χρόνων. Ἀπόδειξις τοῦ πνευματικοῦ βάρους τοῦ ὁσίου, ἁπλοῦ, ταπεινοῦ καὶ διακριτικοῦ αὐτοῦ Μοναστοῦ ὑπῆρξε καὶ ἡ διὰ πρώτην φορὰν μετὰ ἀπὸ αἰῶνας ὑπ᾿ αὐτὸν αὔξησις τῶν Σαββαϊτῶν εἰς περίπου ὀγδοήκοντα τὸν ἀριθμόν.


Αἱ ἀλλεπάλληλοι πολιτικαὶ ἀλλαγαὶ κατὰ τὸν 20οῦ αἰ. εἰς τὴν Ἐγγὺς Ἀνατολὴν Χάριτι Θεοῦ καὶ πρεσβείαις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Σάββα δὲν ἐπεσώρευσαν ἐπὶ τῆς Λαύρας τοσοῦτον πλῆθος προβλημάτων, ὅσον ἐπὶ ἄλλων μονῶν καὶ προσκυνημάτων τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριαρχείου, ἀντιθέτως ἡ ἐν ἔτει 1965 ἐπιστροφὴ τοῦ ἀφθόρου ἱεροῦ Σκηνώματος τοῦ Ἁγίου Σάββα μετὰ μακρὰν ἀπουσίαν αἰώνων (ἴσως ἀπὸ τοῦ 13ου) ἀπετέλεσε μεγίστην εὐλογίαν διὰ τὴν Ἁγιοταφιτικὴν Ἀδελφότητα, τοὺς ἐν τῇ Λαύρᾳ ἀγωνιζομένους καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς τῆς Ἁγίας Γῆς καὶ ὁπωσδήποτε αἰτίαν βεβαίας ἐλπίδος εἰς τὸν Θεὸν καὶ τεκμήριον τῆς πατρικῆς καὶ ἀδιαλείπτου μερίμνης τοῦ Ἁγίου Σάββα διὰ τὴν Λαύραν του.


πνευματικὴ ζωὴ τῆς Λαύρας καὶ ἡ ποικίλη αὐτῆς συνεισφορὰ εἰς τὴν ἀντιμετώπισιν προβλημάτων τῶν Ἁγιοταφιτῶν, τοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου καὶ τῶν εὐλαβῶν προσκυνητῶν τῶν Ἁγίων Τόπων, δύναται καὶ σήμερον νὰ ἐπαληθεύσῃ τὴν πρὸ αἰώνων γενομένην διαπίστωσιν: «Ὅπως ἡ Ἱερουσαλὴμ εἶναι ἡ βασίλισσα πασῶν τῶν πόλεων, οὕτω καὶ ἡ λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα εἶναι ὁ πρίγκηψ πασῶν τῶν ἐρήμων, καὶ καθ᾿ ὅσον ἡ Ἱερουσαλὴμ εἶναι τὸ πρότυπον ἄλλων πόλεων, τοσοῦτον καὶ ὁ Ἅγιος Σάββας τὸ παράδειγμα δι᾿ ἄλλας μονάς». *Πηγή: Ἱερὰ Λαύρα Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, θεόκτιστος Ἔπαλξις Ὀρθοδοξίας 1500 ἔτη. *Εκ του ιστοτόπου «users.uoa.gr/~nektar/». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF