ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

ΟΙ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ




Η αντίσταση των Ελλήνων μετά το 1453 ήταν εξίσου σημαντική ήταν και στο πνευματικό πεδίο (Ορθοδοξία, γλώσσα, ιστορική συνείδηση και λαϊκή παράδοση).


του Γιώργου Καραμπελιά


Η αντίσταση στους έξι αιώνες της ξένης κατοχής δεν περιορίστηκε μόνο στο στρατιωτικό πεδίο (όπως είδαμε στο προηγούμενο αφιέρωμα μας, Η αντίσταση των Ελλήνων μετά το 1453), αλλά εξίσου σημαντική ήταν και στο πνευματικό πεδίο (Ορθοδοξία, γλώσσα, ιστορική συνείδηση και λαϊκή παράδοση).


Αν, για τους λογίους και τους πεπαιδευμένους Έλληνες, συστατικό και ενισχυτικό της ταυτότητάς τους, εκτός από τη θρησκεία, ήταν η γλώσσα και η ιστορία, για τον λαό, ιδιαίτερα για τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, η ορθόδοξη πίστη αποτελούσε το μοναδικό ανάχωμα στην απώλεια της ταυτότητας και τους εξισλαμισμούς. Εξ ου και η τεράστια σημασία των νεομαρτύρων και η ευρύτατη διάδοση των «Μαρτυρολογίων» και των «Συναξαριστών». Ο Νεκτάριος Τέρπος, προς παραδειγματισμό των λιποψυχούντων, αναφέρεται ιδιαίτερα στην περίπτωση του «νεομάρτυρα» της Β. Ηπείρου, άγιου Νικόδημου του Ελβασάν, που μαρτύρησε το 1722 και η μνήμη του τιμάται στις 11 Ιουλίου:


«Καὶ ἀ­κού­σα­τε. Ἐ­τοῦ­τος ὁ ἅ­γιος ἦ­τον ἀ­πὸ τὰ Βε­λά­γρα­δα [ ] φθό­νῳ τοῦ δι­α­βό­λου, ἀρ­νή­θη τὸν Χρι­στὸν παῤ­ῥη­σί­α, καὶ ἔ­γι­νεν Ἀ­γα­ρη­νός[ ]. Ἡ δὲ γυ­νὴ αὐ­τοῦ ἐ­λυ­πᾶ­το πολ­λὰ δι’ αὐ­τόν, καὶ ἐ­πα­ρα­κά­λει… διὰ νὰ ἐ­πι­στρέ­ψῃ πά­λιν πρὸς Κύ­ριον. Τέ­λος ὑ­πῆ­γε εἰς τὸ Ἅ­γιον Ὅ­ρος καὶ ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη, [ ] ἔ­λα­βε τὸ Ἅ­γιον Σχῆ­μα καὶ ἔ­γι­νε κα­λό­γε­ρος. (Τρία χρόνια μετά) ἐ­βου­λή­θη νὰ ἐ­πι­στρέ­ψῃ εἰς τὰ Βε­λά­γρα­δα, νὰ μαρ­τυ­ρή­σῃ διὰ τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Χρι­στοῦ. [ ] … ἐ­παῤ­ῥη­σιά­σθη εἰς τοὺς ἀ­σε­βεῖς. …τὸν ἐ­πῆγαν εἰς τὸν ἡ­γε­μό­να λε­γό­με­νον Χου­σὲν πα­σιᾶς.


δὲ ἅ­γιος τοῦ ἀ­πη­λο­γή­θη· μὴ γέ­νοι­το, ὦ ἡ­γε­μὼν νὰ ἀρ­νη­θῶ πο­τὲ τὸν (Μωάμεθ) πι­στεύ­ω πῶς εἶ­ναι προ­φή­της τοῦ σα­τα­νᾶ, καὶ κά­θε­ται μέ­σα εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰ­ώ­νιον, αὐ­τὸς καὶ ὅ­σοι τὸν πι­στεύ­ουν διὰ προ­φή­την. Ταῦ­τα εἰ­πὼν ὁ ἅ­γιος, ὁ ἡ­γε­μὼν ἐ­θυ­μώ­θη καὶ ἐν τῷ ἅ­μα τὸν ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ τὸν ἀ­πο­κε­φα­λί­σουν. Καὶ ἡ μὲν ἁ­γί­α του ψυ­χὴ ἀ­νέ­βη στε­φη­φό­ρος εἰς τὸν χο­ρὸν τῶν ἁ­γί­ων μαρ­τύ­ρων, τὸ δὲ ἅ­γιον αὐ­τοῦ λεί­ψα­νον, λα­βόν­τες οἱ χρι­στια­νοὶ κα­τέ­θε­σαν αὐ­τὸ εἰς τὸν να­ὸν τῆς Θε­ο­τό­κου λε­γό­με­νον Σου­ρούμ­που­λη, εἰς δό­ξαν Θε­οῦ[1].»


Ο Νικόδημος Αγιορείτης πρώτος εξέδωσε, το 1799, μαρτυρίες με τους βίους και ορισμένες ακολουθίες νεομαρτύρων, καταγράφει δε 86 τον αριθμό. Ο Κ. Σάθας τους ανεβάζει σε 101, ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος σε 124, ο δε Ιωάννης Περαν­τώ­νης, βιογραφεί 162[2]. Για τους νεομάρτυρες διατηρείται ακόμα και σήμερα μια προφορική παράδοση, χαμένη σε θρύλους και μύθους πολλών τοπικών κοινωνιών, και μια γραπτή παράδοση μαρτυρολογίων και λειτουργιών.


«… τα Μαρτύρια των αιώνων 15ου-17ου, είναι της λόγιας βυζαντινής παράδοσης, ενώ αυτά που γράφηκαν κατά τους 18ο-19ο αι., είναι της δημοτικής παράδοσης. Της λόγιας παράδοσης, ανήκουν σε συγγραφείς, όπως ο Ανώνυμος του 15ου αι., συγγραφέας του μαρτυρίου του νεομάρτυρα αγίου Γεωργίου, που άθλησε στην Αδριανούπολη (+1437, Μαρτίου 26), οι Ιωάννης Μόσχος, Παχώμιος Ρουσάνος, Νικόλαος Μαλαξός, Δαμασκηνός Στουδίτης, Μελέτιος Συρίγος και Ιωάννης Καρυοφύλλης, κ.ά. Τα Μαρτύρια της δεύτερης περιόδου, ήτοι της δημοτικής παράδοσης, προέρχονται από συγγραφείς, όπως οι Ιωνάς Καυσοκαλυβίτης, Νικόδημος Αγιορείτης, Μακάριος Νοταράς, Νικηφόρος Χίος, Αθανάσιος Πάριος κ.α».[3]


Καθόλου τυχαία, από τα μέσα του 18ου αιώνα, πολλαπλασιάζονται οι νεομάρτυρες, ιδιαίτερα στις περιοχές της Δυτικής Μικράς Ασίας, της Θράκης, της Μακεδονίας. Η Κων/πολη, η Χίος, η Μυτιλήνη, η Θεσ/νίκη, η Δυτική Μ. Ασία, είναι τα μεγάλα κέντρα της δράσης και του μαρτυρίου των νεομαρτύρων. Η επίταση της εμφάνισης νεομαρτύρων κατά τον 18ο αι. και η γεωγραφική επικέντρωσή τους μαρτυρεί είτε μια σκλήρυνση των τουρκικών αντιδράσεων, καθώς το ελληνικό στοιχείο ενισχύεται, είτε μια αυξανόμενη αντίσταση των ραγιάδων στους εξισλαμισμούς, είτε όλα μαζί. Πάντως, ούτως ή άλλως, καταρρίπτει το σχήμα μιας απάλυνσης της οθωμανικής θηριωδίας, ή της εξασθένισης της θρησκευτικής αντιπαράθεσης: Από τους 140 νεο­μάρτυρες της Τουρκοκρατίας, τους οποίους τιμά η Εκκλησία, οι 58 μαρτύρησαν κατά την περίοδο 1780-1830[4].


Παράλληλα με την ενίσχυση των επαναστατικών κινήσεων του ελληνισμού, [ ]ίσως, σε περιοχές όπου η αντίθεση δεν μπορούσε να πάρει τη μορφή επαναστατικών κινήσεων, σε λαϊκά στρώματα που είχαν μικρότερη επαφή με την εκπαίδευση και ήταν περισσότερο εκτεθειμένα στις καταφρονητικές συμπεριφορές των Τούρκων, εκεί θα ακολουθήσει μάλλον τον δρόμο των νεομαρτύρων.


«Από τούς διαφόρους επαγγελματίες σημαντικός είναι ο αριθμός των ραπτών και των κηπουρών. [Ράπται ήσαν] ο Ιωάννης από τα Ιωάννινα, ο Δούκας ο Μυτιληναίος, ὁ Ιωάννης από την Θάσον, ο Δαμασκηνός από την Κωνσταντι­νούπολιν, ο Γεώργιος από την Μυτιλήνην, ο Μύρων από την Κρήτην. Ενώ κηπουροί καταγράφονται ο Χρίστος από την Αλβανίαν, ο Μιχαήλ από τας Αθήνας, ο Γεώργιος από την Κωνσταντινούπολιν.


Επίσης καταγράφονται πραγματευταί, ο Ιωάννης από το Ασπρόκαστρον, ο Πολύδωρος από την Λευκωσίαν, ο Γεώργιος από την Σερβίαν, ο Συμεών από την Τραπεζούντα, ο Αγγελής από την Κων/­πολιν, χρυ­σο­χόοι… ναύται, ο Αναστάσιος από το Ναύπλιον, ο Θεόδωρος ο νέος ο Βυζαντιεύς, ζωγράφοι·… ο Αυξέντιος από τα Ιωάννινα, ο Ζαχαρίας από την Άρταν, γουνα­ράδες·… ο Χριστόδουλος από την Κασσάνδραν, ο Χατζή Γεώργιος από την Φιλα­δέλφειαν, αμπατζήδες…»[5].


Χαρακτηριστική για τη νέα διάσταση που αποκτά, λίγο πριν την Επανάσταση, το κίνημα των νεομαρτύρων υπήρξε η περίπτωση του οσίου Νικήτα, που μαρτύρησε στις Σέρρες, στις 4 Απριλίου 1808, ανήμερα του Πάσχα. Όπως επισημαίνει ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, «Σπανιώτατα ήταν τα παραδείγματα νεομαρτύρων προκαλεσάντων το μαρτύριον εκ θρησκευτικού ενθουσιασμού και ακατασχέτου πόθου», δεδομένου μάλιστα ότι «η εκκλησία δεν ενέκρινε το εκ προ­κλήσεως μαρτύριον»[6]. Τωόντι, η συντριπτική πλειοψηφία αφορούσε εξισλα­μισθέντες, οι οποίοι διεκδικούσαν ανοικτά την επιστροφή στην ορθοδοξία και υφίσταντο μαρτυρικό θάνατο.


Ο νεομάρτυρας Άγιος Νικήτας, όμως, ο οποίος δεν είχε αλλαξοπιστήσει ο ίδιος αλλά οι γονείς του, ήταν κρυπτοχριστιανοί του Πόντου έδειξε έναν «ακατάσχετο πόθο» για τον θάνατό του. Πήγε σε ένα τζαμί και προκάλεσε έναν ανάπηρο μουσουλμάνο να ασπαστεί τον χριστιανισμό για να θεραπευτεί! Το αποτέλεσμα ήταν να συλληφθεί, να βασανιστεί και εν τέλει να κρεμαστεί. Ο Δ. Μιχαλόπουλος, με αφορμή αυτό το γεγονός, επισημαίνει την εθνική διάσταση που αποκτά το κίνημα των Νεομαρτύρων:


«…Το αποφασιστικό βήμα προς την Επανάσταση δεν έγινε ούτε το 1806 στην Πελοπόννησο, με την εξέγερση του Κολοκοτρώνη, ούτε το 1814, οπότε σχηματίστηκε ο πυρήνας της Φιλικής Εταιρείας, αλλά το 1808 στη Μακεδονία, συγκεκριμένα στις Σέρρες. Εκεί, πράγματι, εμφανίστηκε, τη Μεγάλη Δευτέρα ο ιερομόναχος Νικήτας, από τη Σκήτη της Αγίας Άννης, στο Άγιον Όρος… Διότι οι γονείς του ήταν κρυπτοχριστιανοί από τον Πόντο και ο Νικήτας έφερε βαρύτατα το γεγονός ότι είχαν κάνει έστω και ψεύτικα σουνέτι. Υπήρχε όμως και άλλη αιτία, σπουδαιότερη: Ο Νικήτας αναζητούσε ενδομύχως να αποδείξει ότι η –όποια– συμβίωση Ελ­λήνων και Τούρκων αποτελούσε πια παρελ­θόν. Είχε ήδη έλθει ο καιρός να φτιάξουν οι Έλληνες, Χριστιανοί Ορθόδοξοι, δικό τους Κράτος»[7].


Ένας νεώτερος μελετητής, ο Μ. Γ. Βαρβούνης, επισημαίνει και αυτός την αντιστασιακή υφή του φαινομένου των νεομαρτύρων: «Σε τελική ανάλυση, ο νεομάρτυρας αντιπροσωπεύει ένα πρότυπο δρώντος ανθρώπου της τουρκοκρατίας. Υπάρχει και ένα δεύτερο υπόδειγμα δράσης κατά την ίδια ιστορική περίοδο που αντιπροσωπεύεται από τις μορφές του κλέφτη και του αρματωλού. [ ] Και οι δύο αντιστέκονται στη βία, την υποδούλωση και την καταπίεση, με διαφορετικά όμως όπλα και με άλλους τρόπους. Μέσα όμως στον υπόδουλο ελληνισμό είναι η μεταφυσική προοπτική των νεομαρτύρων και η αγωνιστική οπτική των κλεφταρματωλών, που δίνουν τον τόνο στην προσπάθεια για την αναγέννηση του δούλου Γένους»[8].


Δηλαδή, η πλέον ανυποχώρητη αντίσταση θα πάρει δύο μορφές – την ένοπλη αντιπαράθεση και τη ριζική απόρριψη της ιδεολογίας και του κόσμου του κατακτητή, την απόρριψη του ισλάμ και την μαρτυρία υπέρ της ορθοδοξίας.



Νεομάρτυρες στη Σμύρνη



Στη Σμύρνη, την 1η Μαΐου 1819, θα καρα­τομηθεί, μετά από φρικτά βασανιστήρια, ο νεομάρτυς Αγαθάγγελος (κατά κόσμον Αθανάσιος). Σύμφωνα με τον εφημέριο Γουίλιαμσον, ιδρυτή της Αγγλικής Βιβλικής Εταιρείας, ο Αθανάσιος, γιος βαρκάρη, πείστηκε σε μια νύχτα μέθης να αλλαξοπιστήσει, αλλά δώδεκα μήνες μετά, γεμάτος τύψεις, έφυγε για τη Μονή Εσφιγμένου και προετοιμάστηκε πνευματικά για τη θυσία. Με το ένδυμα του μοναχού, επισκέφτηκε τον καδή της Σμύρνης και του δήλωσε πως αποκηρύσσει το ισλάμ· οι Τούρκοι τον φυλάκισαν και, με βασανιστήρια, συνοδευόμενα από υποσχέσεις, προσπάθησαν μάταια να τον μεταπείσουν:


Την ημέρα της εκτέλεσης, ο Αθανάσιος οδηγήθηκε έξω από τη φυλακή με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα, περπάτησε αγέρωχα στην πλατεία, μπροστά από το μεγάλο τέμενος: εκεί για μία ακόμα φορά του προσέφεραν την σωτηρία αν έμενε Τούρκος, με αντάλλαγμα, πλούτη, γυναίκες, άλογα και σπίτια, αλλά τίποτε δεν μπόρεσε να τον μεταπείσει… Τελικώς, ένας Τούρκος σιδεράς πήρε εντολή… να του κόψει το κεφάλι. Ο εκτελεστής, του έκοψε ένα μέρος από το δέρμα του λαιμού του [ ], ώστε να φοβηθεί και να υποχωρήσει· ενώ ο Αθανάσιος γονατιστός διακήρυσσε με ηρεμία και αξιοπρέπεια πως γεννήθηκε με τον Χριστό και θα πεθάνει με αυτόν, η τρομακτική πράξη ολοκληρώθηκε με ένα και μόνο κτύπημα.


Η τουρκική φρουρά έριξε αμέσως κουβάδες με νερό στο λαιμό του νεκρού και στην καρατομημένη κεφαλή, ώστε να εμποδίσει το πλήθος των Ελλήνων να βουτήξουν τα μαντήλια τους στο αίμα του, ως ενθύμιο του μεγάλου γεγονότος. Το πτώμα παρέμεινε φρουρούμενο για τρεις μέρες, με το στήθος και το στομάχι στραμμένα στο έδαφος και την κεφαλή τοπο­θε­τημένη ανάμεσα στους μηρούς, πάνω στον πρωκτό. Στη συνέχεια το παρέδωσαν στους Έλληνες και το έθαψαν στο κεντρικό νεκροταφείο»[9].


Ο Αθανάσιος μαρτύρησε σε ηλικία μόλις 19 ετών και ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, συνέθεσε τροπάριο, αντί του «Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν»[10]: «Πλη­θὺς ἡ τῶν Σμυρ­ναί­ων ἐν ᾠδαῖς εὐ­φη­μή­σω­μεν ἡμῶν τὸν πο­λι­οῦ­χον καὶ τῆς Αἴ­νου τὸ βλά­στη­μα, πρό­μα­χον θερ­μὸν Ἀ­γα­θάγ­γε­λον ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρα ἐ­σθλόν· ἐ­πλά­κη γὰρ γεν­ναί­ως τῷ δυ­σμε­νεῖ καὶ τοῦ­τον κα­τε­πό­νη­σε· διὸ καὶ ἐν οὐ­ρα­νο­μάρ­τυ­σι συ­να­γάλ­λε­ται ὑ­πὲρ ἡμῶν ἐ­ξευ­με­νί­ζων τὸν μό­νον φι­λάν­θρω­πον.»


Ο Αγαθάγγελος δεν ήταν παρά ο τελευταίος νεομάρτυρας της Σμύρνης – αναφέρονται οκτώ περιπτώσεις, οι έξι εκ των οποίων κατά την περίοδο 1763-1819. Στις 10-4-1763, αποκεφαλίστηκε ο ψαράς «Δήμος εν Σμύρνη», οι δε Σμυρναίοι θεωρούσαν τον τάφο του θαυματουργό. Ο «Μιχαήλ ο Βουρλιώτης», γανωματής, μαρτύρησε στις 16-4-1772, το δε πτώμα του το περισυνέλλεξαν από τη θάλασσα και το έθαψαν με τιμές στην Αγία Φωτεινή. Στις 26-5-1794, θα πάρει τον δρόμο του μαρτυρίου ο «Αλέξανδρος Θεσσαλονικεύς ο Δερβίσης»· ο τσαγκάρης «Ιωάννης εκ Θεσσα­λονίκης ο Νάννος» αποκεφαλίστηκε, στις 29-5-1802, και οι Έλληνες μπόρεσαν να τον θάψουν καταβάλλοντας 3.000 γρόσια στους Τούρκους· ο Προκόπιος Βάρνης θα αποκεφαλιστεί την 25η Ιουνίου 1810, για να ακολουθήσει ο Αγαθάγγελος το 1819[11].


Οι Κολλυβάδες πατέρες προβάλλουν τους Νεομάρτυρες ως την πρωταρχική μορφή αντίστασης. Ο Νικόδημος Αγιορείτης (1749-1809) θα εκδώσει το Νέο Μαρτυρολόγιον και θα συγγράψει τον Συναξαριστή[12], καθώς και πλήθος ακολουθιών. Ο Αθανάσιος Πάριος (1722-1813), θα γράψει την «Ακολουθία του νεομάρτυρος Δημητρίου του Χίου», που αποκεφαλίστηκε στην Πόλη το 1802, καθώς και το «Μαρτύριον του Ιωάννου του Κρητός»[13], που μαρτύρησε στη Νέα Έφεσο, το 1811 τονίζοντας πως «οἱ νέ­οι μάρ­τυ­ρες εἰ­σὶν ἅ­γιοι καὶ πρέ­πει νὰ τι­μῶν­ται ὡς τοι­οῦ­τοι καὶ ἄ­νευ κα­νο­νι­κῆς δι­α­τυ­πώ­σε­ως τῆς Μ. Ἐκ­κλη­σί­α­ς»[14]. Την ίδια όμως στιγμή, στο απέναντι στρατόπεδο, του εκδυτικισμένου Διαφωτισμού, ο Ανώνυμος συγγραφέας του Λιβέλλου κατά των Αρχιερέων, που είχε εκδοθεί στη Σμύρνη, επιτίθεται στην εκκλησιαστική παράδοση:


Δυ­σχε­ραί­νου­σιν οἱ Ἅ­γιοι ὅ­ταν βλέ­που­σι ἐκ­δι­δό­με­να βι­βλί­α ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ καὶ φι­λο­λο­γι­κά, τὰ ὁ­ποῖα φω­τί­ζου­σι τὸ γέ­νος. Ὡς φαί­νε­ται, δὲν ἐ­χόρ­τα­σαν οὗ­τοι ἀ­πὸ Συ­να­ξά­ρια καὶ Μαρ­τυ­ρο­λό­για, Νέ­ους Πα­ρα­δεί­σους καὶ Ὅρ­μους σω­τη­ρί­ους, Ὀρ­θο­δο­ξί­ας Πη­δά­λια, Λαυ­σα­ϊ­κά, Ἀ­σκη­τι­κὰ καὶ ἄλ­λας σα­προ­λο­γί­ας, μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α οἱ με­λα­νο­φό­ροι καὶ με­λα­νό­ψυ­χοι ἀ­πε­ζό­φω­σαν τὸ γέ­νος… ποίαν ὠ­φέ­λειαν προ­ξε­νοῦ­σιν εἰς τὸν πε­πο­λι­σμέ­νον καὶ κο­σμι­κὸν ἄν­θρω­πον τὰ Λαυ­σα­ϊ­κὰ τοῦ Ἀβ­βᾶ Ἰ­σα­άκ, τὰ Ἀ­σκη­τι­κὰ τοῦ Ἐ­φραὶμ τοῦ Σύ­ρου καὶ ἄλ­λων τῆς Θη­βα­ΐ­δος ἀ­σκη­τῶν λα­χα­νο­φά­γων, οἵ­τι­νες ἔ­ζη­σαν εἰς τὰς ἐ­ρή­μους μα­χό­με­νοι μὲ τοὺς δαί­μο­νας; Εἰς τὶ συν­τεί­νου­σιν αἱ ὀ­πτα­σί­αι καὶ τὰ τε­ρα­τώ­δη ὀ­νεί­ρα­τα τοῦ Μα­κα­ρί­ου τοῦ Αἰ­γυ­πτί­ου, τὰ ὁ­ποῖα εὐ­νο­οῦσι μᾶλ­λον τὸν ἐ­με­τὸν ἢ τὸν γέ­λω­τα»[15];


Επρόκειτο για δύο κόσμους που αδυνατούσαν να επικοινωνήσουν. Ο «Προκόπιος Βάρνης» οδηγείται στο μαρτύριο, εμπνεόμενος από αυτούς τους «Νέους Παραδείσους», που «εὐ­νο­οῦσι μᾶλ­λον τὸν ἐ­με­τὸν ἢ τὸν γέ­λω­τα» στον «πε­πο­λι­σμέ­νον καὶ κο­σμι­κὸν ἄν­θρω­πον»,. Ενδεικτική εξ άλλου της αδυναμίας τους να κατανοήσουν το ιερό πάθος των νέων Αγίων, είναι η τελευταία αποστροφή της επιστολής του Γουίλιαμσον, αυτόπτη μάρτυρα του αποκεφαλισμού του Αθανασίου:


Εν συνεχεία (το πτώμα) δόθηκε στους Έλληνες και κηδεύτηκε στο κεντρικό νεκροταφείο. Πανάκριβα εξαγορασμένη ταφή!!! … είναι δύσκολο να πει κανείς ποιοι είναι οι περισσότερο ένοχοι, οι Τούρκοι ή οι Έλληνες; Οι Τούρκοι είναι άγριοι, πάντα έτοιμοι να χύσουν το αίμα ενός Χριστιανού. Αλλά πόσο απαίσιο είναι το γεγονός ότι μια Εκκλησία, μια Χριστιανική Εκκλησία, θα αρνούνταν τη συγγνώμη της σε ένα εκπεσόν μέλος της!»[16].


Ο προτεστάντης πάστορας αδυνατούσε να κατανοήσει την ενέργεια του μάρτυρα, που θυσιάστηκε για την πίστη του, και μάλιστα έφθασε να πιστέψει πως η θυσία του είχε προκληθεί από «πίεση» της ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ πολύ συχνά, οι νεομάρτυρες προχωρούσαν στο διάβημά τους παρά τις προσπάθειες των μοναχών να τους αποτρέψουν. Η αντίληψή του είναι συνέπεια της τεράστιας απόστασης που χώριζε έναν λαό που πάλευε απεγνωσμένα για την πίστη και την ελευθερία του από τους λαούς της Δύσης. Όμως, το γεγονός ότι και ένας Έλληνας, ο «Ανώνυμος», αδυνατούσε να κατανοήσει τη σημασία των «Συναξαρίων» καταδεικνύει το εύρος του χάσματος που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στις διαφορετικές πτέρυγες του ελληνισμού.





[1] Κωνσταντίνος Γαρίτσης. Ο Νεκτάριος Τέρπος και το έργο του: εισαγωγή, σχόλια, κριτική έκδοση του έργου του Πίστις, εκδ. «Ο Θεσβίτης», Θήρα 2002, σσ. 265-267.


[2] Χρ. Παπαδόπουλος, Οι νεομάρτυρες,21934· Otto F. A. Meinardus, The Saints of Greece, George Scouras, 1970· I­. Πε­ραν­τώ­νης, Λε­ξι­κόν των νε­ο­μαρ­τύ­ρων, ΕΕΕΕ, 1972· Πρακτικά Διορθόδοξου Συνεδρίου, «Κωνσταντίνος ο Υ­δραί­ος-Νε­ο­μάρ­τυ­ρες προ­άγ­γε­λοι της α­να­στά­σε­ως του γέ­νους», Ύ­δρα, 10-14/11/2000, Μη­τρό­πο­λις Ύ­δρας, Σπε­τσών, Αι­γί­νης, Ερμιονίδος και Τροι­ζη­νί­ας, Ύδρα 2007· Έλ­λη­νες Νε­ο­μάρ­τυ­ρες, 1453-1821, Πρα­κτ. Συνεδρίου, Λι­δω­ρί­κι 29-30 Μα­ΐ­ου 1997· Μ.Γ. Βαρ­βού­νης, Λαογραφικά των νεομαρτύρων, ΔΠΘ, Κο­μο­τη­νή 1998. Για τη σχέ­ση ε­θνο­μαρ­τύ­ρων και νε­ο­μαρ­τύ­ρων, βλ. Γ. Τζεδόπουλος, «Ε­θνι­κή ο­μο­λο­γί­α και συμ­βο­λι­κή στην Ελ­λά­δα του 19ου αι­ώ­να, οι ε­θνο­μάρ­τυ­ρες», Μνή­μων, τ. 24, 2002, σσ. 107-143· Π. Γ. Νι­κολόπουλος, «Νεομάρτυρες: Καυχή­ματα τοῦ σκλαβωμένου Γένους», εφ. Εστία, 1.4.2005 –7.4.2005.


[3] Βα­σί­λει­ος Ψευ­τογ­κάς, «Η νεομαρτυρο­λο­γι­κή γραμ­μα­τεί­α και τα εί­δη της», στο Έλ­λη­νες νε­ο­μάρ­τυ­ρες…, ό.π., σσ. 83.


[4]http://www.apostoliki-diakonia.gr/GR_MAIN/catehism/theologia_zoi/themata.asp?cat= hist&contents= con­­tents_Genos.asp&main=ecclesia_history&file=8/8.2.htm.


[5] Π. Γ. Νι­κο­λό­που­λος, «Νε­ο­μάρ­τυ­ρες…», ό.π., Ε­στί­α, 1.4.2005 έ­ως 7.4.2005.


[6] Χρυ­σό­στο­μος Παπα­δό­που­λος, Οι νε­ο­μάρ­τυ­ρες, Α­θή­να 21934, σ. 9.


[7] Δη­μή­τρης Μι­χα­λόπουλος, «Η εθνική και γε­νι­κό­τε­ρη ση­μα­σί­α της στά­σης των νε­ο­μαρτύρων» στο, Έλληνες νεομάρτυ­ρες, ό.π., σσ. 83.


[8] Μ.Γ. Βαρ­βού­νης, Λα­ο­γρα­φι­κά…, ό.π.,σσ. 71-73.


[9] Charles Williamson, επιστολή στον Joseph Tarn· βλ. R. Clogg, «A little-known Orthodox Neo-Martyr, Athanasios of Smyrna (1819)», Anatolica, Studies in the Greek East in the 18h and 19th Centuries, Variorum, σσ. XV, 28-36. και στο βιβλίο μου, Κοινωνικές συγκρούσεις και διαφωτισμός στην Προεπαναστατική Σμύρνη, (1788-1820). ΕΕ, Αθήνα 2009, Γ.Κ. , II.


[10] Ν.Κ. Χατζηκωστής, Σμυρναϊκά Ανάλεκτα, Mélanges Smyrnéens2, Αθήνα 1906, σ. 7.


[11] Ι. Πε­ραν­τώ­νης, ό.π., τ. Α΄, σσ. 171-172, 58-59, τ. Β΄, σσ. 259-261, τ. Γ΄, σσ. 439-441.


[12] Νέ­ον Μαρ­τυ­ρο­λό­γιον, Βενετία, 1799· Συ­να­ξα­ρι­στής, Βενετία 1819, Δό­μος, Α­θή­να 2005.


[13] Νέ­ον Λει­μω­νά­ριον, ΙΙ, Βε­νε­τί­α 1819, σσ. 101-114, 328-331.


[14] Χρ. Πα­πα­δο­πού­λου, Οι νε­ο­μάρ­τυ­ρες, ό.π., σ. 10.


[15] Βλ. Π. Κιτρομηλίδης, «Ιδεολογικές συνέπειες της κοινωνικής διαμάχης στη Σμύρνη (1809-1810)», Δελτίο ΚΜΣ, 3, Αθήνα 1982, σσ. 32-33.


[16] Στο R. Clogg, «A little-known…», ό.π., σ. XV, 35. *Εκ του ιστολογίου «ardin-rixi.gr» της 25.8.2024. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF