ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2024

ΟΙ ΔΙΩΓΜΟΙ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ ΑΥΣΤΡΟΟΥΓΓΡΙΚΩΝ ΑΡΧΕΙΩΝ (Α' ΜΕΡΟΣ)




Ήρθα άπό την Βιέννη, — άλλά δέν πρόκειται νά σας μιλήσω γιά μουσική. “Η μάλλον ναί! Γιατί ή γιγαντιαία ιστορική τοιχογραφία πού θέλω νά σάς δείξω είναι και μιά ήρωϊκή συμφωνία, άφοϋ μάς άναστατώνει άκόμη και τώρα έγγίζοντας τά πιό γνήσια στρώματα τοϋ άνθρώπου. Συχνά σταματούμε βουβοί και μπερδεμένοι στήν σκέψι μπροστά σέ ό,τι συνέβη, σέ ό,τι μάς κόβει άκόμη άπό τόν φόβο τήν άνάσα. Είναι πράγματι μιά ήρωϊκή συμφωνία, γραμμένη μέ αίμα των προγόνων μας πού θυσιάστηκαν και μέ τά δάκρυα έκείνων πού έμειναν πίσω, κάπου στήν Ελλάδα. Και ό,τι περίσσεψε είναι έγγραφα — τά έγγραφα ξένων άρχείων. Γι’ αύτά θέλω νά σάς μιλήσω. Θά υποφέρουμε βέβαια άπό τήν άνάμνησι, άλλά θά άποζημιωθούμε ίσως μέ τήν διαπίστωση ότι θά μάθουμε νεώτερα, κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες. Περισσότερο φώς στήν ιστορία μας δέν μπορεί νά κάνει κακό — τουλάχιστον σέ όσους πιστεύουν στήν πρόοδο και στήν έλευθερία.



Γράφει ο Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης


Τό άντικείμενο της εργασίας αύτής είναι οί διωγμοί τών συμπατριωτών μας τών Ποντίων στά χρόνια τοϋ πρώτου μεγάλου πολέμου. Πολλοί άπ’ αύτούς έπέζησαν και είχαν καί τό κουράγιο μάλιστα νά τούς περιγράψουν σέ άπομνημονεύματα, σέ ιστορικές συνθέσεις, σέ συλλογές τών λευκών βίβλων. Καί ή τέχνη δέν έμεινε άδιάφορη. Ή ποίησι καί τό μυθιστόρημα, τό θέατρο καί ή ζωντανή στοματική παράδοσι άνάμεσα ατούς επιζώντες, καλλιέργησαν σάν ένα είδος κρυφής λατρείας τόν πόνο γιά τήν πατρίδα πού ήθελαν νά ξεχάσουν καί δέν ξεχνιόταν. Όταν, σ’ ένα πληθυσμό 700.000 Ποντίων, 350.000 περίπου έκτοπίζονται καί περίπου 180.000 έξοντώνονται, ένώ τό ύπόλοιπο ξεριζώνεται άπό τά χώματα μέ τά οποία είχε ζυμωθή, όχι χτές, όχι προχτές, άλλά άπό πάντοτε, έ, τότε τουλάχιστο άπό καιρό οέ καιρό νά στεκόμαστε σιωπηλοί μπροστά στήν καταστροφή καί σάν σέ μνημόσυνο νά μελετούμε τις θυσίες καί τούς νεκρούς μας.


Τίποτε άλλο. Γιατί — καί πρέπει αύτό νά τό πούμε έδώ — δέν ξέρουμε περίπτωση στήν έλληνική ιστορία, πού νά άξιοποιήσαμε τό μαρτύριο καί τήν θυσία μέ τήν βοήθεια της έπιστήμης, της τέχνης καί της πολιτικής. Καί ό τελευταίος πόλεμος άπέδειξε ότι σάν “Ελληνες δέν έχουμε τό μονοπώλιο τής θυσίας, άλλά καί μάς θύμησε ότι έχουμε τό προνόμοιο μιάς άλλης μοναδικότητας. Νά πολεμούμε, νά ύποφέρουμε, καί νά χαιρόμαστε ότι συνεχίζουμε αύτό πού είμαστε. Καί είναι καλό αύτό πού είμαστε. Έχει κάποιο μεγαλείο ή έθνική μας αύτή άφέλεια.


Τί περιέχουν τά άρχεία


Επανέρχομαι λοιπόν στά έγγραφα της Βιέννης. Έν πρώτοις μερικές λέξεις γιά τίς νέες σπουδαίες αύτές πηγές τής εύρωπαϊκής ιστορίας. Τά άρχεία αύτά της παλαιάς Αύστροουγγαρικής μοναρχίας δόθηκαν τό 1958 έλεύθερα στήν ιστορική έρευνα μέχρι τό 1918, έπειτα άπό σχετική άπόφασι τής Αύστριακής Κυβερνήσεως. Είμαι σέ θέσι νά γνωρίζω ότι ή Αύστριακή Δημοκρατία δέν θα έδέχετο να παρακρατήση ώρισμένα άποθέματα άπό τά άποδεσμευμένα έγγραφά της, άκόμη καί άν αύτά τά έγγραφα δέν θά ήσαν πολύ εύχάριστα εις αύτήν ή έκείνην τήν χώραν, εις αύτήν ή έκείνην τήν ιστορική προσωπικότητα. Για μιά κακώς έννοουμένη άβροφροσύνη είναι πολύ ύψηλό άντίτιμο ή συγκάλυψις τής ιστορικής άλήθειας.


Καί τώρα τό έρώτημα! Σέ ποιά μεγάλα θέματα τοΰ Ποντιακού ‘Ελληνισμού τής έποχής τοϋ πρώτου πολέμου μάς δίνουν μιά νέα, ή συμπληρωματική ή καί άποκαλυπτική άπάντησι τά έγγραφα τής Βιέννης; Έν πρώτοις στό πρόβλημα τών σχέσεων Ελλήνων καί Τούρκων καί πώς οί σχέσεις αύτές χάλασαν μέ τόν καιρό γιά νά οδηγήσουν στις γνωστές ώμότητες. “Αλλο θέμα: Ποιό ρόλο έπαιξε ό Διχασμός ώς πρός τήν μοίρα τοϋ Ποντιακού Ελληνισμού καί ποιός ύπήρξε ό έμπνευστής καί ό ρυθμιστής τών εκτοπίσεων καί τοϋ μακελειού. Πώς δημιουργήθηκαν τά άνταρτοσώματα τών Ποντίων, τό ισοζύγιο τών καλών καί τών δεινών πού δημιούργησαν καί τίς σχέσεις των πρός τον ρωσικό στρατό και τά ρωσικά υποβρύχια. Μας παρέχουν άκόμη τά έγγραφα αύθεντικές περιγραφές της έξορίας και των σφαγών των Ελλήνων καί των Αρμενίων τοΰ Πόντου, τίς έπίσημες συνομιλίες γύρω άπό τά θέματα των ξένων προσβευτών καί προξένων μέ τήν Τουρκική Κυβέρνησι καί τίς τοπικές αρχές ή καί τήν επίσημη αλληλογραφία μεταξύ των κυβερνήσεων Βερολίνου-Βιέννης καί Κωνσταντινουπόλεως. Θά ανέφερα ώς τελευταίο, άλλά δέν είναι τελευταίο σέ σημασία, τό άλλο κέρδος πού έχουμε άπό τά νέα αύτά έγγραφα της Βιέννης.


Δηλαδή τόν ρόλο πού έπαιξαν κρυφά ή φανερά στήν δραματική αύτή έποχή προσωπικότητες τοϋ Πόντου, γνωστές καί τιμημένες οικογένειες, νοικοκυραίοι, άνθρωποι τοϋ λαού. Καί μέσα σ’ όλα τά άναρίθμητα έλληνικά ονόματα των ξένων έγγράφων, λάμπουν άπό έσωτερική μεγαλοπρέπεια δύο μαρτυρικές μορφές τοϋ Πόντου καί της Εκκλησίας μας. Ό Τραπεζοϋντος Χρύσανθος καί ό Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης. Δύο ιεράρχες πού ήσαν Ισως διαφορετικοί στόν χαρακτήρα καί στήν πολιτική των. Αποδεικνύεται όμως ότι ήσαν αί δύο όψεις της ίδιας δύναμης πού λέγεται Μικρασιατικός ‘Ελληνισμός. Κι άν θά μέ ρωτήσετε ώς πρός τό γενικό συμπέρασμα άπό τήν έρευνα αύτή γύρω άπό τήν ιστορία καί τίς θυσίες τοϋ Πόντου, θά σας άπαντοΰσα μέ μιά λέξι: Περηφάνεια είναι τό άποτέλεσμα, περηφάνεια γιά κάθε τι τό Ποντιακό, γιά κάθε άνθρωπο, γιά κάθε πέτρα τής χαμένης μας πατρίδας. 'Ηταν ένας κόσμος καθαρός, άγνός στά συναισθήματα καί τίς πράξεις του. Ήσαν συνειδήσεις χωρίς λεκέδες.


Αλλά καιρός είναι νά σάς δώσω καί τό άντίκρυσμα τής ύπερηφάνειας αύτής πού αισθάνθηκα στήν Βιέννη, διαβάζοντας τά ντοκουμέντα μακρυά άπό τήν Ελλάδα καί άκόμη πιό μακρυά άπό τόν Πόντο. Γιά τά θέματα πού έθιξα θά σάς παρουσιάσω τά χαρακτηριστικά τεκμήρια τής ύψηλής πολιτικής καί τών χαμηλών λειτουργών της.


Τό «Κρητικό ζήτημα»


Οί σχέσεις Ελλήνων καί Τούρκων στόν Πόντο μετά τήν ϊδρυσι τοϋ ‘Ελληνικού κράτους βελτιώνονται συνεχώς καί μετά τόν Ρωσοτουρκικό πόλεμο τοϋ 1876 μπορούν νά χαρακτηρισθούν ώς καλές γενικώς. Κατά βάθος βέβαια διεπίστωναν οί ξένοι διπλωμάται ότι ήταν μια νόθος κατάστασις. Στούς Τούρκους διέκριναν τήν κρυφή λαχτάρα, πότε θά έρθη ή ήμέρα Χ γιά νά έξοφληθοϋν μέ τούς Έλληνας παλιοί λογαριασμοί. Μέ τό Κίνημα τών Νεοτούρκων τοΰ 1908 καί τήν δημιουργία τοϋ Κρητικού Ζητήματος παρουσιάζονται οί πρώτες ρωγμές. Ό τουρκικός έθνικισμός άνατινάζει τά θεμέλια μιας άνεκτής συμβιώσεως αιώνων. Ή Αύστροουγγαρία, πού έστήριζε καί αύτή τήν ϋπαρξί της στήν ειρηνική συμβίωσι διαφόρων έθνοτήτων, διαβλέπει τόν κίνδυνο γιά τήν οθωμανική αύτοκρατορία, άλλά πρός τό παρόν έκεΐνο πού τήν ένδιαφέρει είναι νά συμμετάσχη στό μοίρασμα ώς μεγάλη δύναμις καί νά πάρη καί μεγάλη μερίδα. Όλες οί έκθέσεις τών διπλωματών της μέχρι τήν έκρηξι τοΰ πολέμου άναφέρουν τά γεγονότα έναντίον τών Ελλήνων όπως συνέβησαν καί σχεδόν βλέπουμε τούς διπλωμάτας νά κινοϋν τό κεφάλι ώς πρός τήν τουρκική νοημοσύνη. Άκοϋστε μιά τέτοια έκθεσι τοϋ αύστριακοϋ προξένου Μόριτς, γραμμένη στήν Τραπεζούντα στις 14 Ιουνίου 1910. Γράφει πρός τόν ύπουργόν τών Εξωτερικών “Αλοίς Έρενταλ.


«Χθές έλαβε χώραν εδώ μία διαδήλωσις Τούρκων διά τό Κρητικόν Ζήτημα. Εις ένα δημόσιον κήπον έγένοντο δεκτοί έθελονταί. Έδηλώθησαν περίπου 500, ήλικίας 14 έως 70 ετών. Ή όλη ύπόθεσις είχε τήν σφραγίδα τής σκηνοθεσίας, μολονότι δέν αμφισβητείται ότι οί Τούρκοι λαμβάνουν σοβαρώς ύπ’ όψιν τάς διαμαρτυρίας των καίτάς αξιώσεις ώς πρός τό Ζήτημα τής Κρήτης. Εις αύτήν τήν διάθεσιν οφείλεται καί τό γεγονός ότι ή συγκέντρωσις έγινε μέ μεγάλην συμμετοχήν τοϋ πληθυσμού, άν καί ή πλειονότης άπετελεϊτο άπό περιέργους. Εις μίαν λευκή ν σημαίαν άνεγράφετο μέ κόκκινον χρώμα ή τουρκική φράσις: “Κρήτη ή θάνατος”. Ό πρώτος ομιλητής ήτο ένας μολλάς, ό οποίος έπειτα άπό είκοσάλεπτον προσευχήν έκλεισε τόν λόγον του μέ τό έξης έρώτημα: “Ό Αλλάχ καίό προφήτης νά είναι μάρτυρες ότι θάχύσωμεν τό αίμα μας υπέρ τής πατρίδος μέχρι τελευταίας ρανίδος;” Ή άπάντησις ήτο ένα μυριόστομον: “Ναι είμεθα έτοιμοι”.»


Καί ήσαν έτοιμοι γιά όλα. Ή περίοδος τοΰ μπούκοτάζ κάθε ελληνικού έχει άρχίσει. Τά έλληνικά πλοία περνούν σχεδόν άδεια άπό τά ποντιακά λιμάνια. Ακόμη καί οί περιβόητοι τούρκοι καϊκτσήδες συμμετέχουν καθ’ ύψηλήν έντολήν στήν έξαψι τοϋ τουρκικοϋ αύτοΰ έθνικισμοϋ. Ό φόβος άρχίζει νά τυλίγη τόν Ελληνισμό τοϋ Πόντου. Οί διορατικώτεροι βλέπουν τήν μελλοντική καταστροφή καί ζοΰν ήδη τώρα στήν σκιά της. Οί βαλκανικοί πόλεμοι καί ή ελληνική έπέκτασις άνησυχοϋν αύτήν τήν φορά τούς Τούρκους. Ό φόβος πηγαίνει πρός τό μέρος τους. Οί άπειλές είναι πλέον άνοικτές. Τά έγγραφα τής Βιέννης μεταβιβάζουν τούς πύρινους λόγους τών ήγετών τοϋ νεοτουρκικού κομιτάτου «Ένωσις καί Πρόοδος». Νά τί είπε ό ομιλητής Όμέρ Νατζή μπέης σέ μιά συγκέντρωσι τής Τραπεζοϋντος, σύμφωνα μέ μιά έκθεσι τοϋ προξένου Μόριτς τής 29ης Νοεμβρίου 1913:


«Πρίν άναχωρήσω αύριο γιά τήν Κωνσταντινούπολη είπε ό Νατζή μπέης, θεωρώ πατριωτικό μου καθήκον νά σας πώ ότι κάθε Οθωμανός πρέπει νά σκέπτεται πάντοτε τήν έκδίκησι πού πρέπει νά έτοιμάσωμε κατά τών έχθρών μας. Μάλιστα, ή έκδίκησι πρέπει νά είναι τό έμβλημά μας έναντίον τού βασιλιά Κωνσταντίνου, τού θερμόαιμου αύτοΰ Έλληνος («Βυ gapkin Yunan Konstantin»), πού πιστεύει ότι είναι ό κληρονόμος τών βυζαντινών αυτοκρατόρων καί γι ‘ αύτό τόν λόγο θέλει νά λέγεται Κωνσταντίνος ό Δωδέκατος. Πρέπει νά δείξωμε μεγαλύτερο πατριωτισμό. Βρίσκομε άκόμη στήν αύτοκρατορία μας πόλεις μέ τά άρχαϊα τους έλληνικά ονόματα, Τραπεζούς, Αμισός, Αγιά Σοφιά καί άλλα. Γιατί δέν τ’ αλλάξαμε καί γιατί δέν τ’ άλλάζουμε τώρα;».


Οί σφαίρες τοϋ Σεραγιέβου καί τά γεγονότα τών πρώτων μηνών τοϋ πολέμου άπλοποίησαν τίς σχέσεις ‘Ελλήνων καί Τούρκων. Τώρα έλειπαν πλέον καί τά προσχήματα. Γράφει ό αύστριακός πρόξενος τής Τραπεζοΰντος Κβιατκόβσκι τον Ιούνιο τοϋ 1914: «Οί κυβερνώντες Νεότουρκοι βασίζονται έπί ένός μέρουςτοϋ ύπαλληλικοϋ κόσμου, κατόπιν ατούς χαμάληδες, τούς άραμπατζήδες, και διό τήν προπαγανδιστικήν των δραστηριότητα στηρίζονται εις τούς καϊκτσήδες των όποιων τάς καταχρήσεις ευνοούν διά μιας σιωπηρός ανοχής. Κατ’ αύτόν τόν τρόπον ώδήγησαν αί τελευταίοι βουλευτικοί έκλογαί, παρά τήν έντυπωσιακήν άποχήν των έκλογέων, εις πλήρη νίκην των νεοτούρκων υποψηφίων, οί οποίοι αντιπροσωπεύουν άπλώς τήν μειονότητα τοϋ πληθυσμού». Αύτά γράφει ό αύστριακός διπλωμάτης άπό τήν Τραπεζούντα, ένώ έπειτα άπό ένα χρόνο, τόν Σεπτέμβριο τοϋ 1915, διαβάζομεν εις μίαν αύστριακήν έκθεσιν άπό τήν Άμισόν, τά έξης χαρακτηριστικά:


«Οί έδώ Τούρκοι είναι ώς έπί τό πλείστον μέ τό μέρος των Κεντρικών Δυνάμεων. Μόνο μία μικρή μερίς έχθρική πρός τό Κομιτάτον «Ένωοις και Πρόοδος» είναι έναντίον μας. Οί Έλληνες εύρίσκονται άνευ έξαιρέσεων μέ το μέρος τών έχθρων μας διά τόν λόγον ότι έχομεν συμμαχήσει μέ τούς Τούρκους. Ή ύπό τής Ελλάδος άκολουθουμένη πρός ήμάς φιλική πολιτική δέν ευρίσκει μεταξύ των ούδεμίαν άπήχησιν. Ό διακαής των πόθος είναι νά εισέλθουν συντόμως εις τήν Κωνσταντινούπολη οί “Αγγλοι και οί Γάλλοι διά νά τούς ελευθερώσουν άπό τόν τουρκικόν ζυγόν». Ό Ιδιος αύστριακός διπλωμάτης της Αμισού γράφει άκόμη: « Όλοι οί Έλληνες τής Τουρκίας θεωρούν ώς πραγματικήν των πατρίδα τήν Ελλάδα, ένώ οί έθνικοί των στοχασμοί κατευθύνονται άποκλειστικά πρός τάς Αθήνας».


Γερμανοί καί Τούρκοι


Αλλά στάς Αθήνας μαίνεται ό Διχασμός. Είναι Σεπτέμβριος τοϋ 1915. Ό Βενιζέλος άναγκάζεται νά παραιτηθή γιά δεύτερη φορά. Αιτία τό τηλεγράφημα τοϋ Πασσάρωφ. Ή Βουλγαρία παροτρύνεται νά χτυπήση τήν Σερβία. Ή Ελλάς μένει ούδετέ-ρα παρά τις συμμαχικές της ύποχρεώσεις. Οί Κεντρικές Δυνάμεις καί μαζύ τους ή Τουρκία είχαν κερδίσει τόν πρώτο γύρο. Οί Νεότουρκοι πιστεύουν ότι έφτασε ή μεγάλη τους ήμέρα. Τό στρατιωτικό πνεύμα τής Γερμανίας, πού δέν άγαπά κανενός είδους δισταγμό, βρίσκει στό πρόσωπο τών Νεοτούρκων τόν άδίστακτο έκτελεστή τών πιό βάρβαρων μέτρων. Στρατολόγησι τοϋ χριστιανικού πληθυσμού, ένταξι στά περιβόητα τάγματα έργασίας καί έκτόπισι τών παραλιακών πρός τήν ένδο-χώραν είναι τά πρώτα μέτρα τοϋ στρατάρχου Λίμαν Φόν Σάντερς. Αύτός έδωσε τις θεωρητικές αύτές ντιρεκτίβες, οί Τούρκοι τις έξετέλεσαν, καί ώς άμοιβή τοϋ έδωσαν τόν τίτλο τοϋ πασά. Πριν όμως άκούσουμε τόν ίδιο αύτόν Γερμανό φεσοφόρο στρατάρχη, άς δοϋμε πώς έσκέπτοντο οί ίδιοι οί Τούρκοι ώς πρός τά μέτρα κατά τών Ελλήνων. Από τά μέτρα αύτά ύπέφερε έως θανάτου ή πόλις τής Αμισού καί τής περιοχής της. Τρομαγμένος καί αύτός ό αύστριακός πρόξενος τής Αμισοϋ Κβιατκόβσκι, ένημερώνει τόν Νοέμβριο τοϋ 1916 τήν κυβέρνησί του μέ τά έξής:


«Ή διάθεσις τών Τούρκων άπέναντι τών Ελλήνων έκφράζεται έντονώτατα μέ τάς δύο κάτωθι γνώμας τοϋ έδώ μουτεσαρίφη Ραφέτ μπέη, ό όποιος είναι κατά τά άλλα ένας ήσυχος άνθρωπος. Εις τάς 26 Νοεμβρίου τρέχοντος έτους (1916) μου είπε ό Ραφέτ μπέης: “Τελικά μέ τούς Έλληνας πρέπει νά ξεκαθαρίσωμε όπως καί μέ τούς Αρμενίους. Ή Ελλάς θά είσέλθη εις τόν πόλεμον τό άργότερον κατά τάς διαπραγματεύσεις τής ειρήνης, οπότε θά είμεθα έλεύθεροι γιά δράσι”. »Μετά δύο ή μέρας μού είπεν ό Ραφέτ μπέης: “Πρέπει τώρα νά τελειώνουμε μέ τούς Έλληνες. Έστειλα σήμερα εις τά περίχωρα τάγματα διά νά σκοτώσουν έπάνω στό δρόμο κάθε Έλληνα”.»


Καί τό μακελειό άρχισε.


Ό θάνατος περιοδεύει σέ πανάρχαιες πολιτείες τοϋ Πόντου. Οί Έλληνες έξοντώνονται κατά χωριά. Οί γυναίκες βιάζονται, οί πρόκριτοι οδηγούνται στήν κρεμάλα, άν γλυτώσουν άπό τά δεινά τής έξορίας, οί περιουσίες λεηλατούνται. Είναι άδύνατο νά άναφέρομε έδώ τό πλήρες χρονικό τοϋ έγκλήματος. Οί έκθέσεις τών προσεβευτών καί τών προξένων φαίνονται σάν νά έχουν άποσπασθή άπό φανταστικά μυθιστορήματα συγγραφέων πού τούς χτύπησε ή τρέλλα. Ιδού μερικά άποσπάσματα άπό τάς έκθέσεις τοϋ μαρκησίου Παλλαβιτσίνι, πρεσβευτοϋ τής Αύστροουγγαρίας στήν Κωνσταντινούπολι. Άφοροϋν τήν πόλι έκείνη πού ύπέφερε ίσως περισσότερο άπό κάθε άλλη. Άφοροϋν τή Σαμψούντα! Νά τί συνέβαινε, σε στυλ τηλεγραφήματος: «11 Δεκεμβρίου 1916. Λεηλατήθηκαν 5έλληνικάχωριά, κατόπιν έκάησαν. Οί κάτοικοι έξετοπίσθησαν. 12 Δεκεμβρίου 1916: Εις τά περίχωρα τής πόλεως καίονται χωριά.


14 Δεκεμβρίου: Ολόκληρα χωριά καίονται μαζί μέ τά σχολεία καί τις έκκλησίες. Ό πληθυσμός έχει παραδοθή εις τήν μεγαλύτερη άθλιότητα
16 Δεκεμβρίου: Χθές έκαψαν τό μεγαλύτερο καπνοχώρι.
17 Δεκεμβρίου 1916: Εις τήν περιφέρειαν τής Σαμψούντος έκαψαν 11 χωριά. Μαίνεται ή λεηλασία. Κακοποιούνται οί χωρικοί.
31 Δεκεμβρίου 1916: 18 έλληνικά χωριά κάηκαν έξ ολοκλήρου, 15 έν μέρει. Περίπου 60 γυναίκες έβιάσθησαν. Έλεηλάτησαν άκόμη καί έκκλησίας».
Στις 20 Ιανουαρίου 1917 γράφει ό πρέσβυς Παλλαβιτσίνι πρός τόν ύπουργόν του στήν Βιέννη:


«Έκ Σαμψούντος άγγέλλονται νέοι έκτοπισμοί καί φυλακίσεις Ελλήνων. Ή κατάστασις τών έξορισθέντων προκαλεί τήν άπόγνωσιν. Όλους τούς άναμένει ό θάνατος. Προσπάθησα νά έπιστήσω τήν προσοχή τοϋ Μεγάλου Βεζύρη έπί τών γεγονότων καί νά τονίσω πόσον λυπηρό ν θάήτοέάν οί διωγμοί τοϋ έλλη νικοϋ στοιχείου θά έλάμβανον τήν μορφήν καί τάς διαστάσεις τών άρμενικών διωγμών. Ό Μέγας Βεζύρης μοί ύπεσχέθη ότι θά προσπαθήση νά άσκήση τήν έπιρροήν του έπί τοϋ Ταλαάτ μπέη καί τοϋ Έμβέρ πασά». Τήν ίδια ύπόσχεσι έδωσε ό διαβόητος αύτός Ταλαάτ μπέης καί στόν Αμερικανό πρέσβυ. Είπε ότι θά έξαιρέση άπό τούς έκτοπισμούς τουλάχιστο τίς γυναίκες καί τά παιδιά. Αλλά τήν έπομένη ήμέρα κιόλας, 31 ‘Ιανουαρίου 1917, εκμυστηρεύεται ό αιμοσταγής αύτός πασας καί Μέγας Βεζύρης Ταλαάτ μπέης τά έξης σ’ ένα αύστριακό πράκτορα: «Βλέπω γιά τήν Τουρκία νά πλησιάζη ή ώρα νά ξεκαθαρίσουμε τώρα μέ τούς Έλληνες όπως τό 1915 μέ τούς Αρμενίους».


Τίς έπίσημες αυτές ειδήσεις μεταβιβάζει ό υπουργός των Εξωτερικών της Αύστρίας πρός τό Βερολίνον μέ τό έρώτημα τί δέον γενέσθαι. Ό ύπουργός συνοδεύει τίς έκθέσεις των πρεσβευτών του μέ τό έξης έρώτημα: «Αί έκ της Τουρκίας καταφθάνουσαι ειδήσεις καθιστούν όλονέν καί πιθανωτέραν τήν ύπόθεσιν, ότι αί συνέπειαι αί προκληθεϊσαι έκ της άγκιστρώσεως των Ρώσων εις τάς τουρκικός άκτάς της Μαύρης Θαλάσσης μεταξύ των έκεϊ χριστιανικών (ελληνικών) πληθυσμών, δηλαδή οι σχηματισμοί ανταρτικών σωμάτων, χρησιμεύουν ώς προσχήματα διά τούς Τούρκους διό μίαν έκτεταμένην γενικήν καταδίωξιν τοϋ έλληνικού στοιχείου, μέ τήν έκδηλον τάσιν νά έξοντώσουν ολοσχερώς τούς Έλληνας ώς έχθρούς τού κράτους όπως προγενεστέρως καί τούς Αρμενίους. Τήν τακτικήν αύτήν έφαρμόζουν οι Τούρκοι καταπολεμοϋντες όχι μόνον τούς άντάρτας άλλά καί έκτοπίζοντες τούς πληθυσμούς, άνευ διακρίσεως της δυνατότητος άν θά έπιζήσουν, άπό τάς άκτάς εις τό έσωτερικόν τής χώρας χωρίς τήν λήψιν καταλλήλων μέτρων έκ μέρους τής τουρκικής διοικήσεως, ώστε οι έκτοπιζόμενοι νά είναι έκτεθειμένοι εις τήν άθλιότητα καί τόν έκ πείνης θάνατον.


Τά έγκαταλειπόμενα σπίτια τών έξοριζομένων λεηλατούνται εις τό πλείστον ύπό τών τουρκικών ταγμάτων τιμωρίας, ή καίονται καί καταστρέφονται. Καί όλα τά άλλα μέτρα, τά οποία εις τούς διωγμούς τών Αρμενίων εύρίσκοντο εις τήν ήμερησίαν διάταξιν, έπαναλαμβάνονται τώρα έναντίον τών Ελλήνων. Τά γεγονότα αύτά, συνεχίζει ό Αύστριακός ύπουργός, ένδείκνυται φυσικά νά προκαλέσουν εις όλόκληρον τόν πολιτισμένον κόσμον κύμα άγανακτήσεως έναντίον τοϋ τουρκικού καθεστώτος. Εκτός αύτού ύφίσταται και ό κίνδυνος, ή Ελληνική Κυβέρνησις, τής όποιας ή στάσις άπέναντι της Τουρκίας ούδαμώς έμπνέεται ύπό της φροντίδος διά τό ελληνικόν στοιχεϊον τής οθωμανικής αύτοκρατορίας, θά ήτο δυνατόν νά έγκαταλείψη την έν λόγω στάσιν της έάν καταλήξη εις τό συμπέρασμα ότι δέν είναι εις θέσιν νά άποτρέψη τήν μοϊραν τών συμπατριωτών της εις τήν Τουρκίαν». *Από το περιοδικό Ελλοπία τ. 8, Χειώμνας 1991-1992, σελ. 44-47. *Εκ του ιστολογίου «cognoscoteam.gr» της 30.7.2021. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF