ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024

ΑΓΙΟΥ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ: Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ

 


κεῖνος πού ἔλαβε τὰ πέντε τάλαντα, ἐπεμελήθη καὶ τὰ ἐδιπλασίασεν· ὁμοίως καὶ ἐκεῖνος πού ἔλαβε τὰ δύο, ἐκέρδησε ἀπὸ αὐτὰ ἄλλα δύο. Ὁ ἄλλος ὅμως, ποὺ ἔλαβε τὸ ἕνα, ἔσκαψε τὴν γῆ καὶ ἔκρυψε ἐκεῖ τὸ ἀργύριον τοῦ Κυρίου του. Καὶ μετὰ πολὺν χρόνον ἔρχεται ὁ Κύριος τῶν δούλων ἐκείνων νά ἀξιολογήση τὸ ἔργον τους.


Θέλοντας ὁ Δεσπότης καὶ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς νά μᾶς φανερώση τὸ ἔξαφνον τῆς Δευτέρας Του Παρουσίας, μᾶς νουθετεῖ μέ τὴν παραβολὴν ταύτην σοφώτατα· καὶ ἀφοῦ πρῶτα εἶπε, «γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται», ἀμέσως μετὰ προσέθεσε καὶ αὐτά: καθὼς ἕνας ἄνθρωπός πού ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν τόπον του, ἔτσι καί ὁ Κύριος, ὅταν ἔφευγε ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦτον σωματικῶς γιά τοὺς οὐρανούς, προσεκάλεσε τοὺς δούλους Του καὶ τοὺς παρέδωσε τὰ οὐράνια καὶ θεία μυστήρια. Οἱ δοῦλοι εἶναι οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ διάδοχοί τους, οἱ μυσταγωγοὶ τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ οἱ ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς καὶ διάκονοι, στούς ὁποίους ἔχει ἀνατεθῆ ἡ διακονία τοῦ λόγου, ἔλαβαν δὲ καί πνευματικὰ χαρίσματα, ἄλλοι μεγαλύτερα καὶ ἄλλοι μικρότερα· διότι τὰ χαρίσματα διαχωρίζονται καὶ διαφέρουν τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο. 


Πλὴν ὅμως αὐτὸς ὁ Θεός, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι πού ἐνεργεῖ σὲ ὅλους καὶ τοὺς ἐνισχύει· «καὶ ἄλλῳ μὲν διὰ τοῦ Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας» κατὰ τὴν Γραφήν, «ἄλλῳ δὲ λόγος γνώσεως κατὰ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα, ἑτέρῳ δὲ πίστις ἐν τῷ αὐτῷ Πνεύματι, ἄλλῳ δὲ χαρίσματα ἰαμάτων ἐν τῷ αὐτῷ Πνεύματι, ἄλλῳ δὲ ἐνεργήματα δυνάμεων…» καὶ σὲ ἄλλους ἄλλα χαρίσματα. «Πάντα δὲ ταῦτα ἐνεργεῖ ἕν καὶ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα διαιροῦν ἰδία ἑκάστῳ καθὼς βούλεται». Καὶ πάλιν σὲ αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴ ὁ θεῖος Ἀπόστολος λέγει: «Ὑμεῖς ἐστέ σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους. Καὶ οὗς μὲν ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον Ἀποστόλους, δεύτερον Προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν». Λοιπὸν δέν εἶναι ὅλοι Ἀπόστολοι ἢ δυνάμεις, καὶ δέν ἔχουν ὅλοι τὸ χάρισμα νά θεραπεύουν ἢ νά ὁμιλοῦν γλῶσσες καὶ νά ἐρμηνεύουν, ἀλλὰ κάθε ἕνας κατὰ τὴν δύναμίν του λαμβάνει τὸ χάρισμα, δηλαδή κατά τὸ μέτρον τῆς πίστεως καὶ τῆς καθάρσεως.


Διότι ἀνάλογα μέ τὴν πρόοδόν που παρουσιάζει κάποιος στήν κατὰ τὸ εὐαγγέλιον ζωή, λαμβάνει ἀπὸ τὸν Θεὸν τὴν δωρεὰν καὶ τὸ χάρισμα.Ἐάν δώσωμεν ὀλίγον, ὀλίγην χάριν λαμβάνουμε· ἐὰν ὅμως δώσωμε μεγάλην προσπάθεια, λαμβάνουμε καὶ μεγάλην χάριν. Ὅπως καὶ ἐκεῖνος πού ἔλαβε τὰ πέντε τάλαντα δέν ἔδειξε ὀκνηρία, οὔτε ποσῶς παρημέλησεν, ἀλλὰ παρευθὺς προσπάθησε ὡς εὐγνώμων δοῦλος καὶ οἰκονόμος ἐπιμελέστατα, νά διπλασιάση τὸ χάρισμα. Ἐπειδή ὅποιος ἔχει λόγον ἢ πλοῦτον ἢ ἄλλην τέχνην καὶ δύναμιν καὶ δέν κοιτάζει μόνον τὸν ἑαυτὸν του ἀλλὰ προσπαθεῖ νά ὠφελήσῃ καὶ τὸν πλησίον του, αὐτὸς διπλασιάζει τὸ χάρισμα τὸ ὁποῖον ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Θεό ὡς εὐγνώμων· ὁ δὲ ἀχάριστος καὶ ἄχρηστος, ὁ ὁποῖος παρέχωσε τὸ τάλαντον, εἶναι αὐτός πού φροντίζει νά ὠφελήσῃ μόνον τὸν ἑαυτὸν του, καὶ για τὴν σωτηρία τῶν ἄλλων δέν τὸν ἐνδιαφέρει καθόλου· γι’ αὐτὸν τὸν λόγον ὁ τοιοῦτος κατακρινεται καὶ δικαίως καταδικάζεται, διότι ἔκρυψε τὴν χάριν τὴν ὁποίαν ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Κύριον.


μοίως ὅταν κάποιος εἶναι εὐφυὴς καὶ ἐπιτήδειος ἄνθρωπος καὶ γνωρίζει πολλά, δέν ἐπιδίδεται ὅμως σὲ πράγματα πού ἀφοροῦν τὴν ψυχήν, ἀλλὰ σὲ πρόσκαιρες φροντίδες καὶ δολιότητες, κατακρίνεται καὶ αὐτὸς μαζί μέ ἐκεῖνον πού ἔκρυψε τὸ τάλαντον, διότι δέν ἐχρησιμοποίησε τὴν εὐφυΐαν καὶ τὴν προκοπὴν του σὲ θεῖα καὶ ὠφέλιμα πράγματα ἀλλὰ σὲ ἀνωφελῆ καὶ γήϊνα. Μετὰ δὲ χρόνον πολύν, ἔρχεται ὁ Κύριος πού ἔδωσε τὸ ἀργύριον ἢ τὰ λόγια Του, διότι «ἀργύριον πεπυρωμένον» εἶναι τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, ἢ καὶ κάθε χάρισμα γενικῶς μπορεῖς νά εἴπῃς ὅτι εἶναι ἀργύριον, ἐπειδὴ λαμπρύνει ἐκεῖνον πού τὸ ἔχει καὶ τὸν κάνει ἔνδοξον. «Καὶ συναιρεῖ λόγον» ὁ Δεσπότης, ἐξετάζει δηλαδὴ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τὰ τάλαντα καὶ τοὺς ζητεῖ νά Τοῦ ἀποδώσουν ὄχι μόνον τὸ κεφάλαιον, ἀλλὰ καὶ τὸ ὄφελος. Γι’ αὐτὸ καί κάθε ἕνας πού ἔλαβε χάρισμα, εἶναι χρεώστης στόν Θεόν, νά ἀγωνισθῇ νά τὸ διπλασιάση τὸ γρηγορώτερον, δηλαδὴ νά ὠφελήσῃ καὶ τὸν πλησίον του. Διότι ὅποιος διδάσκει τὸν ἀδελφὸν του, ἢ τοῦ κάνει κάποιαν ἄλλην εὐεργεσίαν, ἂς γνωρίζῃ ὅτι περισσότερο τὸν ἑαυτὸν του ὠφελεῖ, ἐπειδὴ διπλασιάζει τὸ κέρδος του καί λαμβάνει ἀπὸ τὸν Δεσπότην πλουσίαν τὴν ἀνταπόδοσιν.


Καὶ ἐκεῖνοι μὲν οἱ ὁποῖοι ἠγωνίσθησαν ἐργαζόμενοι αὐτά πού ἔλαβαν, ἐπαινοῦνται ἀπὸ τὸν Δεσπότην ὡς δοῦλοι καλοί καὶ χρήσιμοι καὶ ἀξιώνονται, τόσον ἐκεῖνος πού ἔλαβε τὰ δύο, ὅσον καὶ ὁ ἄλλος πού ἔλαβε τὰ πέντε τάλαντα, ὁμοίας ὑποδοχῆς, ἀκούγοντας καὶ οἱ δύο τὸν ἴδιον λόγον ἀπὸ τὸν Κύριον, δηλαδὴ τὸ «εὖ δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ᾖς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου». Ἀγαθός νοεῖται ἐδῶ ἀληθῶς ἐκεῖνος πού ἔχει ἀγαπητικὴν διάθεσιν, ἀπηλλαγμένην ἀπὸ φθόνον, καὶ μεταδίδει πρὸς τὸν πλησίον τὴν καλωσύνην του. Καὶ ἐπειδὴ στά ὀλίγα ἐφάνησαν πιστοὶ καὶ ἀγαθοὶ δοῦλοι, κληρονομοῦν πολλὰ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐκεῖ στήν Βασιλείαν Του, τὰ ὁποῖα ὑπερβαίνουν κάθε φαντασίαν διότι ἂν καὶ ἐδῶ ἀξιώνονται νά λάβουν δωρήματα, ὅμως αὐτὰ δέν εἶναι τίποτε συγκρινόμενα μέ τὰ μέλλοντα ἀγαθὰ τὰ ὁποῖα κληρονομοῦν στόν Παράδεισον. Χαρά δέ τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ παντοτεινὴ καὶ αἰώνιος εὐφροσύνη, τὴν ὁποίαν ἔχει ὁ Θεὸς εὐφραινόμενος στά ἔργα Του, κατὰ τὸν Προφήτην «Εὐφρανθήσεται Κύριος ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ».


Τοιαύτην λοιπὸν εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίασιν ἀπολαμβάνουν οἱ Ἅγιοι, εὐφραινόμενοι «ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν», ἐνῶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀντιθέτως πικραίνονται γιά τὰ ἔργα τους καὶ μεταμελοῦνται ἀνώφελα. Οἱ δὲ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὸν πλοῦτον τοῦ Κυρίου, χαίρουν μέ αὐτὸν καὶ ἀγάλλονται· καί ἐκεῖνος πού ἔλαβε τὰ δύο ἀξιώνεται ἴσης τιμῆς καὶ ἀγαθῶν μέ τὸν ἄλλον πού ἔλαβε τὰ πέντε τάλαντα· διότι ὅταν κάποιος οἰκονομήσῃ καλὰ τὴν μικρὴν χάρι πού ἔλαβε, ἀπολαμβάνει ἴσην τιμήν μέ ἐκεῖνον πού κατώρθωσε τὰ πολλά, ἀφοῦ ὁ καθένας τους ἐδιπλασίασε τὸ χάρισμα πού ἔλαβε καὶ ἀπολαμβάνουν ὁμοίαν τιμήν, ἐπειδὴ καὶ ὁμοίαν προσπάθειαν ἐπέδειξαν. Ἢ ἂς τὸ εἰποῦμε καί μέ ἄλλον τρόπον: ἐπαινοῦνται μὲν ἴσα καὶ τοποθετοῦνται σὲ ἕναν τόπον, ἀλλὰ ὁ καθένας ἀπολαμβάνει τὴν ἀνταμοιβὴν ἀνάλογα μέ τὸ κέρδος πού ἔκαμε.


Οἱ ἀγαθοὶ λοιπὸν καὶ εὐγνώμονες δοῦλοι τοιαύτης χαρᾶς καὶ τιμῆς ἠξιώθησαν, ὁ δέ πονηρὸς καὶ ὀκνηρός ἔλαβε τὴν παίδευσιν πού τοῦ ἔπρεπε, σύμφωνα μέ τὴν ἀπολογίαν καὶ τὴν πονηρίαν του. Ἐπειδὴ ἀπεκάλεσες σκληρὸν τὸν Δεσπότην, γι’ αὐτὸ κατεκρίθης περισσότερο καὶ ἀσυγχώρητα· διότι ἀφοῦ ἐγνώριζες ὅτι ὁ Κύριός σου ἦταν σκληρὸς καὶ ἔπαιρνε τὰ ξένα πράγματα, ἔπρεπε καὶ σύ, ἀνόητε ἄνθρωπε, νά ἐπαυξήσης αὐτά πού ἔλαβες καὶ νά κάμῃς μαθητάς, νά λάβῃ ὁ Δεσπότης ἀπὸ ἐκείνους τὸ ὀφειλόμενον. «Τραπεζίτας» ὠνόμασε τούς μαθητάς ἐπειδή αὐτοί ἔχουν τὴν διάκρισι νά δοκιμάσουν τὸν λόγο καὶ νά ἀποδοκιμάσουν ὅ,τι δέν εἶναι γνήσιον· ἀπὸ αὐτοὺς ζητεῖ τὴν ὠφέλειαν, δηλαδὴ τὴν ἐπίδειξι τῶν ἔργων. Διότι ὅταν ὁ μαθητὴς δέχεται τὸν λόγον ἀπὸ τὸν Διδάσκαλον, ὠφελεῖται μὲν καὶ αὐτός, ἀποδίδει δὲ καὶ τὸν λόγον ὁλόκληρον, ἀκόμη δὲ ἀποδίδει καὶ τὴν ἐργασίαν τοῦ καλοῦ ὡς ὠφέλειαν.


πὸ τὸν πονηρὸν ὅμως δοῦλον τὸ χάρισμα στρέφεται ὀπίσω, διότι ὅποιος ἔλαβε τὸ χάρισμα γιά νά ὠφελήσῃ ἄλλους καὶ δεν τὸ μεταχειρισθῇ γιά τὴν ὠφέλεια τῶν ἄλλων, ἀλλὰ ζητεῖ νά ἐξυπηρετῆ μόνον τὸν ἑαυτὸν του, τότε χάνει καὶ αὐτό πού ἔλαβε. Σέ ἐκεῖνον δὲ ὁ ὁποῖος ἀγωνίζεται νά ἐπαυξήση τὸ χάρισμα, ὁ Κύριος τοῦ ἐπιστρέφει περισσοτέραν δωρεάν· διότι σὲ ὅποιον ἀγωνίζεται, ἡ χάρις θὰ πολλαπλασιασθῆ, ἐνῶ ἀπὸ ἐκεῖνόν πού δέν ἀγωνίζεται τοῦ παίρνουν καὶ ἐκεῖνο τὸ ὀλίγον χάρισμα πού φαίνεται πώς ἔχει, ἐπειδὴ τὸ ἠμαύρωσε μέ τὴν ὀκνηρίαν καὶ τὴν ἀμέλειάν του. Ἅγιος Γερμανὸς Κωνσταντινουπόλεως. *Εκ του ιστολογίου «imaik.gr». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF