ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ: ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ

 



«῞Ωσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, καὶ ᾧ μὲν ἐδῶκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύνά μιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως». (Ματθ. κε’ 14,15).


Μὲ τόν ἄνθρωπο ἐδῶ πρέπει νά κατανοήσουμε τὸν παντογνώστη Θεό, τὸν Δοτῆρα παντὸς ἀγαθοῦ. Δοῦλοι εἶναι οἱ ἄγγελοι κι οἱ ἄνθρωποι. Ἀποδημία τοῦ Θεοῦ πρέπει νά λογαριαστεῖ ἡ μακροθυμία Του. Τάλαντα εἶναι τὰ πνευματικὰ χαρίσματα, ποὺ χορηγεῖ ὁ Θεὸς σ’ ὅλα τὰ λογικὰ πλάσματά Του. Τὸ ὅτι ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγάλα, φαίνεται ἀπὸ τὴν εἰδικὴ ὀνομασία τους, τὰ «τάλαντα». Τάλαντο ἦταν ἕνα νόμισμα μεγάλης ἀξίας, ἴσο μέ τὴν ἀξία πέντε χρυσῶν δουκάτων.


παναλαμβάνουμ πώς ὁ Κύριος σκόπιμα ὀνόμασε τὰ χαρίσματά Του «τάλαντα», γιά νά δείξει πώς ἀξίζουν πολύ, πὼς ὁ μεγαλόδωρος Δημιουργὸς προίκισε πλούσια τὰ πλάσματά Του. Εἶναι τόσο μεγάλα τά χαρίσματα αὐτά, ὥστε ἀκόμα κι αὐτός πού ἔλαβε τὸ ἕνα τάλαντο, πρέπει νά ὑπολογίσουμε πώς ἔλαβε ἀρκετά. Ὁ ἄνθρωπος ὑποδηλώνει τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ, ποὺ λέει πώς ἦταν «ἄνθρωπός τίς εὐγενὴς» (Λουκ. ιθ’, 12). Εὐγενὴς ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου.


Αὐτὸ τὸ διαπιστώνουμε καθαρὰ κι ἀπὸ ἄλλα λόγια τῆς ἰδίας εὐαγγελικὴς περικοπῇς: «Ἄνθρωπός τίς εὐγενὴς ἐπορεύθη εἰς χώραν μακρὰν λαβεῖν ἑαυτῷ βασιλείαν καὶ ὑποστρέψαι.». Μετὰ τὴν Ἀνάληψή Του ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἀνέβηκε στόν οὐρανὸ γιά νά λάβει τήν Βασιλεία Του καὶ ὑποσχέθηκε πώς θὰ ἐπιστρέψει στήν γῆ ὡς Κριτής. Ὅταν κατανοήσουμε ὡς ἀνθρωπο τὸν Κύριο Ἰησοῦ, τότε δοῦλοι Του εἶναι οἱ ἀπόστολοι, οἱ ἐπίσκοποι, οἱ κληρικοὶ καὶ ὅλοι οἱ πιστοί.


Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἔχει χορηγήσει πολλὰ χαρίσματα στόν καθένα τους (μέσα ἀπὸ τήν διαφορετικότητα καὶ τὴν ἀνισότητά τους). Ἔτσι ὁ ἕνας συμπληρώνει τὸν ἄλλον κι ὅλοι μαζὶ φτάνουν στήν πνευματικὴ ἀνάπτυξη καὶ στήν τελείωσή τους. «Διαιρέσεις δὲ χαρισμάτων εἰσί, τὸ δὲ αὐτὸ Πνεῦμα· καὶ διαιρέσεις διακονιῶν εἰσι, καὶ ὁ αὐτὸς Κύριος· καὶ διαιρέσεις ἐνεργημάτων εἰσίν, ὁ δὲ αὐτός ἐστι Θεός, ὁ ἐνεργῶν τὰ πάντα ἐν πᾶσιν. Ἑκάστῳ δὲ δίδοται ἡ φανέρωσις τοῦ Πνεύματος πρὸς τὸ συμφέρον… πάντα δὲ ταῦτα ἐνεργεῖ τὸ ἕν καὶ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα, διαιροῦν ἰδία ἑκάστῳ καθὼς βούλεται» (Α΄ Κορ.ιβ’ 4-7, 11).


Μὲ τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος ὅλοι οἱ πιστοὶ δέχονται πλούσια τὰ χαρίσματα αὐτά. Μὲ τὰ ἄλλα μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τὰ χαρίσματα αὐτὰ ἐνισχύονται καὶ πολλαπλασιάζονται ἀπὸ τὸν Θεό. Μὲ τά πέντε τάλαντα οἱ ἐρμτήνευτὲς κατανοοῦν τίς πέντε αἰσθήσεις, μὲ τά δύο τάλαντα τήν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καί μέ τό ἕνα τάλαντο τήν ἑνιαία ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ πέντε σωματικὲς αἰσθήσεις δόθηκαν στόν ἄνθρωπο γιά νά ὑπηρετοῦν τὸ πνεῦμα καὶ τήν σωτηρίᾳ του. Ἀνήκει στήν θέληση τοῦ ἀνθρώπου νά ὑπηρετήσει τὸν Θεό μέ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του καὶ νά ἐμπλουτίσει τὸν ἑαυτὸ του μέ τήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί μέ καλὰ ἔργα. Ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀφεθεῖ στήν διάθεση τοῦ Θεοῦ.


Στήν παιδικὴ του ἡλικία ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μέ τίς πέντε αἰσθήσεις του. Αὐτὴ εἶναι μία ἀπόλυτα σωματική ζωή. Ὅταν ὡριμάσει ὁ ἄνθρωπος κατανοεῖ τήν δυαδικότητά του καὶ τὸν πόλεμο πού διεξάγεται ἀνάμεσα στό σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα. Στήν πλήρη πνευματικὴ ὡριμότητά του ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὸν ἑαυτὸ του ὡς ἐνιαῖο πνεῦμα, ξεπερνώντας τήν διαίρεση τοῦ ἑαυτοῦ του σὲ πέντε ἢ σὲ δύο. Σ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν πλήρη ὡριμότητά του ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν αἴσθηση τοῦ νικητή, ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἀπειλεῖται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια, ἀπὸ τὴν ὑποτίμηση τῶν ἄλλων καὶ τὴν ἀνυπακοὴ στόν Θεό. Ὅταν φτάσει στά μέγιστα ὕψη, τότε πέφτει στήν μεγαλύτερη καταστροφὴ καὶ θάβει τὰ ταλέντά του στήν γῆ.


Θεὸς δίνει στόν καθένα ἀνάλογα μέ τήν δύναμή του, ὅσα δηλαδὴ μπορεῖ κανεὶς ν’ ἀντέξει καὶ νά χρησιμοποιήσει.Ὁ Θεὸς, βέβαια, δίνει στόν καθένα ἀνάλογα καί μέ τὸ σχέδιο τῆς θείας Προνοίας Του. Ὅλα τὰ μέλη μιᾶς οἰκογένειας δέν ἔχουν τίς ἴδιες ἱκανότητες γιά νά κάνουν τὴν ἴδια δουλειά. Ἕνας ἔχει μερικὲς ἱκανότητες κι ἄλλος κάποιες ἄλλες. Ὁ καθένας προσφέρει ἀνάλογα μέ τίς δικὲς του ἱκανότητες.


«Καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως». Τὰ λόγια αὐτὰ φανερώνουν τήν ταχύτητα τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο, τὸ ἔκανε γρήγορα. Ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἦρθε στήν γῆ γιά χάρη τῆς Νέας Κτίσης, γιά τὴν ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου, ἔφερε σὲ πέρας τὸ ἔργο Του γρήγορα: ἀποκάλυψε καὶ χορήγησε τίς δωρεὲς Του κι ἀμέσως ἀκολούθησε τὸ δρόμο Του.


Τὶ ἔκαναν τώρα οἱ ὑπηρέτες τὰ τάλαντα πού ἔλαβαν;


«Πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα, ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. Ὁ δὲ τὸ ἕν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ» (Ματθ. κε’ 16-18). Ὄλες οἱ ἐφαρμογὲς καὶ οἱ συναλλαγές πού γίνονται ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπούς, εἶναι μία εἰκόνα αὐτοῦ πού γίνεται ἤ πού πρέπει νά γίνεται στό βασίλειο τῶν ψυχῶν τους. Ἀπὸ ἐκεῖνον πού κληρονομεῖ κάποια περιουσία, περιμένουν νά τὴν αὐξήσει.


πὸ ἐκεῖνον πού ἔχει κληρονομήσει ἀγρούς, περιμένουν νά τοὺς καλλιεργήσει. Ἀπὸ ἐκεῖνον πού ἔμαθε κάποια δουλειά, περιμένουν νά τήν χρησιμοποιήσει, τόσο γιά τὸ δικὸ του ὄφελος ὅσο καὶ γιά τοὺς δικοὺς του. Ἀπ’ αὐτόν πού γνωρίζει κάποια τέχνη, ἀναμένουν νά τὴν μεταδώσει σὲ κάποιον ἄλλον. Ἀπὸ αὐτόν πού ἐπένδυσε χρήματα στό ἐμπόριο, περιμένουν νά τ’ αὐξήσει. Οἱ ἄνθρωποι κινοῦνται, ἐργάζονται, βελτιώνουν τὰ πράγματα, μαζεύουν, συναλλάσσονται, ἀγοράζουν καὶ πουλάνε.


λοι ἀγωνίζονται γιά νά ἀποκτήσουν ἐκεῖνα πού εἶναι ἀπαραίτητα γιά τὶς σωματικὲς τοὺς ἀνάγκες, προσπαθοῦν νά βελτιώσουν τὴν ὑγεία τους, μεριμνοῦν γιά τὶς καθημερινὲς ἀνάγκες τους καὶ ἀγωνίζονται νά ἑξασφαλίσουν τὴν καλοπέρασή τους γιά ὅσο περισσότερο χρόνο γίνεται. Κι αὐτὸ εἶναι ἁπλὰ εἶναι ἁδρὸ σχέδιο αὐτῶν πού πρέπει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος γιά τὴν ψυχὴ του, ἀφοῦ ἡ ψυχὴ εἶναι πιὸ σπουδαία ἀπὸ τὸ σῶμα. Ὅλες οἱ ἐξωτερικὲς ἀνάγκες μας εἶναι μία εἰκόνα τῶν πνευματικῶν μας ἀναγκῶν, μία ὑπενθύμιση καὶ μία διδαχή πώς πρέπει ν’ ἀσκοῦμε τὸν ἑαυτὸ μας, ὥστε νά φροντίζει γιά τοὺς πεινασμένους καὶ διψασμένους, γιά τοὺς γυμνοὺς καὶ τοὺς ἀρρώστους, τοὺς ἀκάθαρτους καὶ τοὺς δυστυχισμένους, τόσο σωματικὰ ὅσο καὶ ψυχικά.


ποιος ἀπὸ μᾶς ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ πέντε τάλαντα ἢ δύο ἢ ἕνα, τάλαντα πίστης, σοφίας, γενναιοδωρίας, φόβου Θεοῦ, δίψας γιά πνευματικὴ καθαρότητα καὶ δύναμη, ταπείνωσης καὶ ὑπακοῆς στόν Θεό, πρέπει ν’ ἀγωνιστεῖ ὥστε τουλάχιστον νά τὰ διπλασιάσει, ὅπως ἔκαναν ὁ πρῶτος κι ὁ δεύτερος δοῦλος κι ὅπως κάνουν κατὰ κανόνα οἱ ἄνθρωποι ὅταν ἀσχοληθοῦν μέ τὸ ἐμπόριο ἤ μέ κάποια τέχνη. Ἐκεῖνος πού δέν πολλαπλασιάζει τὸ χάρισμα πού τοῦ δόθηκε – ὅσο μεγάλο ἢ μικρὸ κι ἂν εἶναι τὸ χάρισμα αὐτὸ – θὰ κοπεῖ σὰν ἄκαρπο δέντρο καὶ θὰ καεῖ. Αὐτό πού κάνει ὁ οἰκοδεσπότης σὲ κάθε καρποφόρο δέντρο πού δέν καρποφορεῖ, ποὺ μάταια τὸ εἶχε σκάψει, τὸ εἶχε περιποιηθεῖ καὶ φράξει, θὰ κάνει κι ὁ μεγάλος Οἰκοδεσπότης τοῦ σύμπαντος, γιά τὸν Ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὰ πολύτιμα δέντρα. Προσέξτε μὲ πόση ἔκπληξη καὶ χλευασμὸ ἀντιμετωπίζουν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνον πού κληρονόμησε ἐδάφη ἀπὸ τὸν πατέρα του καὶ δέν κάνει τίποτα, ἀλλὰ κάθεται καὶ σπαταλᾶ τὸν πλοῦτο του στίς προσωπικὲς σωματικὲς ἀνάγκες καὶ ἀπολαύσεις του.


Οὔτε ὁ εὐτελέστερος ἀπὸ τοὺς ζητιάνους δέν προκαλεῖ τόσο τὴν περιφρόνηση τῶν ἀνθρώπων, ὅσο ὁ τεμπέλης. Τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι ἡ ἴδια ἡ εἰκόνα τοῦ πνευματικὰ ὀκνηροῦ πού ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἕνα τάλαντο πίστης ἢ σοφίας ἢ εὐγλωττίας ἢ ὁποιοδήποτε ἄλλο χάρισμα καὶ τὸ ἔθαψε ἀχρησιμοποίητο στήν λάσπη τοῦ σώματός του. Δέν τὸ αὔξησε μέ τὸν μόχθο του, δέν τὸ ἔδειξε σὲ κανέναν ἀπὸ ὑπερηφάνεια, δέν ὠφέλησε κανέναν μ’ αὐτό, ἀπὸ φιλαυτία.


«Μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ᾿ αὐτῶν λόγον» (Ματθ. κε’ 19). Ὁ Θεὸς δέν ἀπομακρύνεται οὔτε στιγμὴ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ βοήθειά Του συνεχίζεται ἀπὸ μέρα σὲ μέρα, σὰν ποτάμι πού ξεχειλίζει. Ὁ καιρὸς τῆς κρίσης Του ὅμως, ὁ καιρὸς τοῦ λογαριασμοῦ πού θὰ κάνει μέ τοὺς ἀνθρώπους, ἀργεῖ νά ἔρθει. Ὁ Θεὸς εἶναι γρήγορος νά βοηθήσει ἐκείνους πού ζητοῦν τήν βοήθειά Του, ἀργεῖ ὅμως νά ζητήσει τὸ λογαριασμὸ ἀπὸ ἐκείνους πού τὸν ἐξοργίζουν, ποὺ χαραμίζουν ἄσκοπα τὰ χαρίσματά Του. Ἐδῶ μιλᾶμε γιά τὴν Τελικὴ Κρίση Του, ὅταν ἔρθει ἡ συντέλεια τοῦ χρόνου καὶ θὰ κληθοῦν ὅλοι οἱ ἐργάτες νά λάβουν τὸ μισθὸ τους.


«Καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. 21 ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. 22 προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. 23 ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου» (Ματθ. κε’ 20-23).


νας ἕνας οἱ δοῦλοι ἐμφανίστηκαν στόν κύριό τους καὶ παρουσίασαν τὸν λογαριασμὸ τους: πόσα ἔλαβαν καὶ πῶς τὰ διαχειρίστηκαν. Θά ἐμφανιστοῦμε κι ἐμεῖς ἕνας ἕνας μπροστὰ στόν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ θὰ παρουσιάσουμε τὸν λογαριασμὸ μας μπροστὰ σὲ ἑκατομμύρια μαρτύρων: Πόσα λάβαμε καί τί χρήση τοὺς κάναμε. Τήν στιγμή ἐκείνη τίποτα δέν μπορεῖ νά μείνει κρυφό. Τό φῶς τοῦ Κυρίου θὰ φωτίσει ὅλους ὅσοι θὰ παρευρίσκονται κι ὅλοι θὰ γνωρίζουν τὴν ἀλήθεια ὅλων, ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου. Ἂν στήν ζωὴ αὐτὴ κατορθώσαμε νά διπλασιάσουμε τὰ χαρίσματά μας, θὰ παρουσιαστοῦμε στόν Κύριό μέ πρόσωπο λαμπερό, μὲ καρδία ἐλεύθερη, ὅπως οἱ δύο πρῶτοι καλοί καὶ πιστοὶ δοῦλοι.


Θὰ φωτίστοῦμε ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Κυρίου καὶ θὰ παραμείνουμε αἰώνια ζωντανοί, ἀκούγοντας τὰ λόγια Του: «εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! Ἀλίμονό μας ὅμως ἂν παρουσιαστοῦμε στόν Κύριο καὶ στούς ἀγγέλους Του ὅπως ὁ τρίτος δοῦλος, μὲ ἄδεια χέρια, πονηροὶ καὶ ὀκνηροὶ δοῦλοι. Τί σημαίνουν τὰ λόγια,«ἐπὶ ὀλίγα ᾖς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω»; Σημαίνουν πὼς ὅλα τὰ χαρίσματα πού λάβαμε ἀπὸ τὸν Θεὸ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὅσα κι ἂν εἶναι αὐτά, εἶναι λίγα ἂν συγκριθοῦν μέ τίς εὐλογίες πού ἀναμένουν τοὺς πιστοὺς στήν μέλλουσα βασιλεία. Ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτὸν» (Α’ Κορ. β’ 9).


παραμικρὴ προσπάθεια πού γίνεται ἀπὸ ἀγάπη στόν Θεό, ἀνταμείβεται ἀπὸ Ἐκεῖνον μέ πλούσια καὶ βασιλικὰ δῶρα. Γι’ αὐτόν τό λίγο πού ὑπομένουν οἱ πιστοὶ σ’ αὐτὴ τήν ζωή ἀπὸ ὑπακοὴ στόν Θεό, ὅσο μικρὴ κι ἂν εἶναι ἡ προσπάθειά τους γιά τὴν ψυχὴ τους, ὁ Θεὸς θὰ τοὺς στεφανώσει μέ δόξα τέτοια, πού ποτέ δέν ἔχουν γνωρίσει ἢ φανταστεῖ βασιλεῖς αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Τὶ ἔγινε τώρα μέ τὸν πονηρὸ καὶ ὀκνηρὸ δοῦλο; «Προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε· ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν.» (Ματθ. κε’ 24-25). Ἔτσι δικαιολόγησε τὴν πονηρία καὶ τὴν ὀκνηρία του στόν κύριό του ὁ τρίτος δοῦλος. Μὰ δέν ἦταν μόνος του σ’ αὐτό. Πόσοι τέτοιοι ὑπάρχουν ἀνάμεσά μας, ποὺ κατηγοροῦν καὶ ἐνοχοποιοῦν τὸν Θεὸ γιά κάθε κακία, ἀμέλεια, ὀκνηρία καὶ φιλαυτία τους; Δέν ἀναγνωρίζουν καὶ δέν ὁμολογοῦν τὴν ἁμαρτία τους, δέν εἶναι σίγουροι ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ γι’ αὐτὸ ἀντιτίθενται στόν Θεὸ ἀπὸ τὴν κακία, τήν φτώχεια καὶ τὴν ἀποτυχία τους.


Κάθε λέξη πού ἀπευθύνει ὁ ὀκνηρὸς δοῦλος στόν κύριό του εἶναι ἀπόλυτα ψευδής. Ποῦ θερίζει ὁ Θεὸς ἐκεῖ ποῦ δέν ἔσπειρε; Ποῦ συνάζει ἐκεῖ ποῦ δὲν σκόρπισε; Ὑπάρχει ἔστω κι ἕνας μοναδικὸς σπόρος στήν γῆ πού δέν τὸν ἔσπειρε ὁ Θεός; Ὑπάρχουν καλοὶ καρποὶ στό σύμπαν ὁλόκληρο πού δέν εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ; Οἱ πονηροὶ καὶ ἄπιστοι παραπονοῦνται, γιά παράδειγμα, ὅταν ὁ Θεὸς τοὺς παίρνει τὰ παιδιά. «Δέστε, φωνάζουν, πόσο ἄσπλαχνα παίρνει τὰ παιδιὰ μας πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα τους». Ἀπό ποία ἄποψη εἶναι δικὰ σας τὰ παιδιά; Προτοῦ ἐσεῖς τὰ ὀνομάσετε δικὰ σας, δέν ἦταν δικὰ Του; Καὶ γιατὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα τους; Ἐκεῖνος πού δημιούργησε τὸν χρόνο, δέν ξέρει πότε εἶναι ὁ σωστὸς χρόνος τους; Οὔτε ἕνας ἰδιοκτήτης στήν γῆ δέν περιμένει νά ὠριμάσει ὁλόκληρο τὸ δάσος γιά νά κάνει τὴν κοπὴ τῶν δέντρων, ἀλλὰ κόβει μικρὰ ἢ μεγάλα δέντρα, ἀνάλογα μέ τίς ἀναγκες τοῦ σπιτιοῦ του, εἴτε τὰ φύτεψε πολὺ καιρὸ νωρίτερα εἴτε πρόσφατα. Ἀντί νά κατηγοροῦμε τὸν Θεὸ καὶ νά καταριόμαστε Ἐκεῖνον ἀπὸ τὸν Ὁποῖο ἐξαρτᾶται ἡ κάθε ἀνάσα μας, θὰ ἦταν καλύτερα νά λέμε μαζί μέ τὸν πολύαθλο Ἰώβ: «Ὁ Κύριος ἐδῶκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο· ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο· εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἰώβ, 1, 21).


Οἱ πονηροὶ καὶ ἄπιστοι κατηγοροῦν τὸν Θεὸ ὅταν τὸ χαλάζι καταστρέφει τὰ σπαρτὰ τους, ὅταν τὰ πλοῖα τους πού εἶναι φορτωμένα μέ ἐμπορεύματα χάνονται στήν θάλασσα ἢ ὅταν ἀρρωσταίνουν κι εἶναι ἀβοήθητοι. Ὁ γογγυσμὸς κι ἡ ἀγανάκτηση ἐναντίον τοῦ Θεοῦ εἶναι σκληρὸ πρᾶγμα. Τό κάνουν αὐτὸ ὅμως οἱ ἀνθρωποι ἐπειδὴ ξεχνοῦν τὴν ἁμαρτία τους, ἢ ἐπειδὴ δέν μποροῦν ἀπ’ αὐτὰ ν’ ἀντλήσουν διδάγματα γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Ὁ Κύριος ἀπαντᾶ στίς ψεύτικες δικαιολογίες τοῦ δούλου: «Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα! ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ.» (Ματθ. κε’ 26-27). Οἱ τραπεζίτες κάνουν συναλλαγές μέ χρήματα. Ἀνταλλάσσουν χρήματα καὶ κερδίζουν τὸν τόκο.Ἐδῶ ὅμως κρύβεται κι ἄλλο νόημα. Μὲ τοὺς τραπεζίτες πρέπει νά κατανοήσουμε τοὺς εὐεργέτες.


Τὰ χρήματα ὑποδηλώνουν τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ. Τόκος εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς. Βλέπετε πώς ὅλα ὅσα γίνονται ἐδῶ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, εἶναι εἰκόνα αὐτῶν πού γίνονται καὶ πού θὰ γίνουν στό πνευματικὸ βασίλειο αὐτῆς τῆς ζωῆς; Ἀκόμα κι οἱ τραπεζίτες μποροῦν νά χρησιμοποιηθοῦν σὰν εἰκόνα τῆς πνευματικῆς πραγματικότητας πού ὑπάρχει μέσα στόν ἄνθρωπο. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θέλει νά πεῖ ὁ Κύριος στόν ὀκνηρὸ δοῦλο: Ἔλαβες ἕνα δῶρο ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν θέλησες νά τὸ χρησιμοποιήσεις γιά τήν σωτηρίᾳ σου. Γιατὶ δέν τὸ ἔδωσες τουλάχιστον σὲ κάποιον εὐεργέτη, σὲ κάποιον εὐαίσθητο ἄνθρωπο, ποὺ θὰ ἔδινε τὸ δῶρο αὐτὸ σὲ ἄλλους πού τὸ εἶχαν ἀνάγκη καὶ θὰ τὸ χρησιμοποιοῦσαν γιά τήν σωτηρία τους; Ἔτσι ὅταν θὰ ἐρχόμουν Ἐγώ, θὰ ‘βρισκα περισσοτέρους ἀνθρώπους σωσμένους, πολλούς πού θὰ ἦταν πιστοί, συμπαθεῖς καὶ ταπεινοί. Ἀντὶ γι’ αὐτὸ ἐσὺ ἔκρυψες τὸ ταλέντο στήν γῆ τοῦ σώματός σου, αὐτὸ σάπισε στόν τάφο καὶ τώρα σοῦ εἶναι ἄχρηστο. Αὐτὰ θὰ πεῖ ὁ Κύριος στήν Τελικὴ Κρίση Του.


Πόσο, ἀλήθεια, καθαρή ἀλλὰ καὶ φοβερὴ εἶναι ἡ διδαχὴ αὐτὴ γιά ἐκείνους πού διαθέτουν πλοῦτο πολὺ καὶ δὲ δίνουν στούς φτωχούς, ἢ σ’ ἐκείνους πού ἔχουν σοφία μεγάλη καὶ τὴν κλειδώνουν μέσα τους, σὰν νὰ εἶναι τάφος, ἢ σ’ αὐτούς πού ἔχουν κάθε εἶδος ἀγαθοῦ ἢ ἱκανότητες καὶ δέν τὰ δείχνουν σὲ κανέναν, ἢ δύναμη μεγάλη καὶ δέν προστατεύουν τοὺς ἀδυνάμους καὶ δυστυχεῖς, ἢ ἔχουν ὄνομα δυνατό, εἶναι διάσημοι καὶ δὲ ῥίχνουν οὔτε μία ἀκτῖνα σ’ αὐτούς πού ζοῦν στό σκοτάδι! Τὸ καλλίτερο πού θὰ μποροῦσε νά πεῖ κανεὶς γι’ αὐτούς, εἶναι πώς εἶναι ληστές. Τά δῶρα τοῦ Θεοῦ τὰ λογαριάζουν δικὰ τους, παίρνουν αὐτά πού ἀνήκουν στούς ἄλλους καὶ κρύβουν αὐτά πού τοὺς δόθηκαν. Δέν εἶναι ἁπλὰ ληστὲς ἀλλὰ διαρρῆκτες, ἀφοῦ δέν βοηθοῦν αὐτούς πού μποροῦν καὶ δέν τοὺς ὁδηγοῦν στήν σωτηρία τους. Ἡ ἁμαρτία τους δέν εἶναι μικρότερη ἀπὸ ἐκείνη τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου πού καθόταν στήν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ μ’ ἕνα σχοινὶ κι ἔβλεπε κάποιον ἄλλον πού πνιγόταν, μὰ δέν τοῦ πέταγε τὸ σχοινὶ γιά νά σωθεῖ.


Σὲ τέτοιους ἀνθρώπους ὁ Κύριος θὰ πεῖ ὁπωσδήποτε αὐτά πού εἶπε στόν ὀκνηρὸ δοῦλο τῆς παραβολῆς: «Ἄρατε οὖν ἀπ’ αὐτοῦ τὸ τάλαντόν καὶ δότε τῷ ἔχοντι δέκα τάλαντα· τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὁ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ’ αὐτοῦ· καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων» (Ματθ. κε’ 28-30). Πολλὲς φορὲς συμβαίνει σ’ αὐτὴ τήν ζωή ὥστε τὸ λίγο πού ἔχει ἕνας ἄνθρωπος νά τοῦ τὸ παίρνουν καὶ νά τὸ δίνουν σὲ κάποιον πού ἔχει πολλά. Αὐτὸ δέν εἶναι παρὰ μία εἰκόνα ἐκείνων πού γίνονται στό πνευματικὸ βασίλειο. Δέν παίρνει κάποιος πατέρας χρήματα ἀπὸ ἕνα γιό πού ἔχει ἔκλυτη ζωή, γιά νά τὰ δώσει στόν σοφὸ γιό του πού ξέρει πώς νά τὰ χρησιμοποιήσει; Δέν παίρνουν τὸ ὄπλο ἀπὸ ἕναν ἀναξιόπιστο στρατιώτη γιά νά τὸ δώσουν σ’ ἕναν ἄλλον ἀξιόπιστο;


Θεὸς παίρνει πίσω τὰ δῶρα Του ἀπὸ τοὺς ἀπίστους δούλους, ἀκόμα κι ἀπ’ αὐτὴ τήν ζωή. Σκληρόκαρδοι πλούσιοι ἄνθρωποι συχνὰ χρεωκοποῦν καὶ πεθαίνουν φτωχοί. Φίλαυτοι σοφοὶ ἄνθρωποι καταλήγουν σὲ παράνοια καὶ τρέλα. Ἅγιοι πού νικήθηκαν ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια πέφτουν στήν ἁμαρτία καὶ τελειώνουν τήν ζωή τους ὡς μεγάλοι ἁμαρτωλοί. Τύραννοι ἄρχοντες καταντοῦν γελοῖοι καὶ χάνουν τὴν ἐξουσία τους. Ἱερεῖς πού δὲν δίδαξαν τοὺς ἄλλους μέ τὸν λόγο ἢ τὸ παράδειγμά τους πέφτουν ὅλο καὶ πιὸ βαθιὰ στήν ἁμαρτία, ὡσότου τελειώσουν τήν ζωή αὐτήν μέ μεγάλα βάσανα. Χέρια πού δὲν θέλησαν νά κάνουν αὐτό πού μποροῦσαν, ἀρχίζουν νά τρέμουν ἢ νά σκληραίνουν, νά παθαίνουν ἀγκύλωση. Γλῶσσες πού δέν ἔλεγαν τὴν ἀλήθεια πού μποροῦσαν νά ποῦν, πρίζονται ἢ μένουν νεκρές. Καὶ γενικὰ ὅλοι ὅσοι κρύβουν τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ τελειώνουν τήν ζωή τους ὡς ἐπαῖτες, μὲ ἄδεια χέρια.


να δῶρο πού δόθηκε σ’ ἕναν πονηρό, σκληρὸ καὶ φίλαυτο ἄνθρωπο, δέν τὸ παίρνουν ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατό του καὶ τὸ δίνουν στούς στενότερους συγγενεῖς του, πού τὸν κληρονομοῦν; Τὸ σπουδαιότερο πράγμα εἶναι πώς τὸ δῶρο πού δόθηκε στόν ἄπιστο τὸ παίρνουν πρῶτα, τοῦ τὸ ἀφαιροῦν κι ἔπειτα τὸν στέλνουν γιά νά καταδικαστεῖ. Ὁ Θεὸς δέν καταδικάζει κανέναν ἐνῶ κρατᾶ ἀκόμα τὸ πολύτιμο δῶρο Του. Ὁ ἄνθρωπος πού καταδικάστηκε ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια δικαστήρια, προτοῦ τὸν στείλουν νά ὑπηρετήσει τὴν ποινὴ του, τὸν ἀπογυμνώνουν ἀπὸ τὰ δικὰ του ῥοῦχα καὶ τοῦ φοροῦν τήν στολή τῆς φυλακῆς, τήν στολή τῆς καταδίκης καὶ τῆς ντροπῆς. Αὐτὸ γίνεται καί μέ κάθε δικασμένο ἁμαρτωλό. Πρῶτα τοῦ βγάζουν κάθε θεϊκό πού ἔχει πάνω του καὶ μετὰ τὸν στέλνουν στό σκότος τὸ ἐξώτερον, ἐκεῖ ὅπου ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Ἡ παραβολὴ αὐτὴ μᾶς δίνει μία ξεκάθαρη διδαχή πώς δὲν θὰ κατακριθεῖ ἐκεῖνος μόνο πού διαπράττει τὸ πονηρό, ἀλλὰ κι αὐτός πού δέν πράττει τὸ καλό. Ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος διδάσκει: «Εἰδότι οὖν καλὸν ποιεῖν καὶ μὴ ποιοῦντι, ἁμαρτία αὐτῷ ἐστιν» (Ἰακ. δ’ 17).


λες οἱ διδαχὲς τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ τὸ παράδειγμά Του, μᾶς συνιστοῦν νά κάνουμε τὸ καλό. Τό νά ἀπέχουμε ἀπὸ τήν διάπραξη τοῦ κακοῦ, εἶναι τὸ σημεῖο ἐκκινήσης. Ὁλόκληρος ὁ δρόμος τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ὅμως πρέπει νά στρωθεῖ μέ λουλούδια, δηλαδὴ καλὰ ἔργα. Ἡ τέλεση καλῶν ἔργων μᾶς βοηθάει ἄπειρα στό νά προφυλαχτοῦμε ἀπὸ τὰ κακὰ ἔργα. Εἶναι δύσκολο νά προφυλαχτεῖ κανεὶς ἀπὸ τὸ κακό, ἂν ταυτόχρονα δέν προχωρήσει στήν τέλεση τοῦ καλοῦ, δέν μπορεῖ νά προφυλαχτεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἂν δέν ἀσκήσει τήν φιλανθρωπία. Ἡ παραβολὴ αὐτὴ μᾶς διαβεβαιώνει πώς ὁ Θεὸς εἶναι ἀμέριστα εὔσπλαχνος πρὸς ὅλους μας, ἀφοῦ σὲ κάθε πλασμένο ἀνθρωπο ἔχει δώσει καὶ κάποιο χάρισμα. Εἶναι ἀλήθεια πώς σὲ μερικοὺς ἔχει δώσει περισσότερα καὶ σὲ ἄλλους λιγότερα, αὐτὸ ὅμως δέν ἀλλάζει μέ κανένα τρόπο τὴν κατάσταση, ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἀπαιτεῖ περισσότερα ἀπὸ ἐκεῖνον πού ἔλαβε πολλὰ καὶ λιγότερα ἀπὸ αὐτόν πού ἔλαβε λίγα. Σὲ ὅλους ὅμως δόθηκαν ἀρκετὰ γιά νά σωθοῦν οἱ ἴδιοι, ἀλλὰ καὶ νά βοηθήσουν στήν σωτηρία τῶν ἄλλων.


Θὰ εἶναι λάθος νά σκεφτεῖ κανείς πώς στήν παραβολὴ αὐτὴ ὁ Κύριος μιλάει μόνο γιά τοὺς πλουσίους αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὄχι. Ὁ Χριστὸς μιλάει γιά ὅλους τοὺς ἀνθρώπους χωρὶς διάκριση. Ὅλοι, χωρὶς ἐξαίρεση, ἦρθαν σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο μέ κάποιο χάρισμα. Ἡ χήρα πού ἔδωσε τὰ τελευταῖα δύο της λεπτὰ στόν ναὸ τῆς Ἱερουσαλήμ, ἄν ὑπολογίσουμε τὸ χρῆμα ἦταν παρὰ πολὺ φτωχή, ἦταν πολὺ πλούσια ὅμως ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς θυσίας καὶ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ. Καὶ γιά τὴν καλὴ χρήση αὐτοῦ τοῦ δώρου – μάλιστα, τοῦ δώρου τῶν δύο λεπτῶν – τὴν ἐγκωμίασε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἡ χήρα ἡ πτωχὴ αὐτὴ πλεῖον πάντων ἔβαλε τῶν βαλλόντων εἰς τὸ γαζοφυλάκιον» (Μάρκ.12, 43)….


Παραβολὴ τῶν ταλάντων φέρνει φῶς, γνώση καὶ εἰρήνη στίς ψυχές μας. Μᾶς ἐνθαρρύνει νά μὴν εἴμαστε ἀργοί στήν ἐκτέλεση τοῦ ἔργου γιά τὸ ὁποῖο μᾶς ἔστειλε ὁ Κύριος στήν ἀγορὰ αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὁ χρόνος περνάει πιὸ γρήγορα κι ἀπὸ τὸ γρηγορότερο ποτάμι. Σύντομα – τὸ ἐπαναλαμβάνω, σύντομα – θὰ μᾶς εὕρει τὸ τέλος τοῦ χρόνου. Κανένας δὲν θὰ μπορέσει νά γυρίσει πίσω ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα γιά νά πάρει αὐτό πού ἔχει ξεχάσει καὶ νά κάνει αὐτό πού ἄφησε ἄφτιαχτο. Γι’ αὐτό ἄς βιαστοῦμε, ἂς κάνουμε χρήση τοῦ χαρίσματος πού μᾶς δόθηκε, τὸ ταλέντο πού μᾶς δάνεισε ὁ Κύριος τῶν κυρίων. Δόξα καὶ αἶνος στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ γιά τήν θείᾳ αὐτήν διδαχή Του, μαζί μέ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν. *Εκ του ιστολογίου «imaik.gr». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF