Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Έτος: 12ο (2013 - 2025)
Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης
Διαχειριστής:
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine
«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».
«Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας ἐν ἡμέραις Ἡρῴδου τοῦ βασιλέως, ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ(:Όταν λοιπόν ο Ιησούς γεννήθηκε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας τις ημέρες του βασιλιά Ηρώδη, ιδού σοφοί αστρονόμοι από τα μέρη της ανατολής ήλθαν στα Ιεροσόλυμα και άρχισαν να ρωτούν: ‘’Πού είναι ο βασιλιάς των Ιουδαίων που τώρα τελευταία γεννήθηκε; Διότι είδαμε το αστέρι Του να ανατέλλει και να δίνει έτσι την είδηση για τη γέννηση του νέου βασιλιά και ήρθαμε να Τον προσκυνήσουμε’’)» [Ματθ.2,1-3].
Μας χρειάζεται, αδελφοί μου, πολλή αγρυπνία, πολλές προσευχές, ώστε να μπορέσουμε να εξετάσουμε ικανοποιητικά αυτό το χωρίο και να μάθουμε ποιοι είναι αυτοί οι μάγοι και από πού ήλθαν και πώς και ποιος τους έπεισε και τι ήταν αυτό το αστέρι. Καλύτερα όμως, εάν θέλετε, ας αναφέρουμε πρώτα όσα λέγουν οι εχθροί της αλήθειας· διότι Του επιτέθηκε με τόση σφοδρότητα ο διάβολος, ώστε τόλμησε να εξοπλίσει αυτούς και από το χωρίο τούτο εναντίον των λόγων της αληθείας. Τι λέγουν λοιπόν; Ισχυρίζονται τάχα το εξής: «Ιδού, το γεγονός ότι φάνηκε αστέρι και όταν γεννήθηκε ο Χριστός, μαρτυρεί ότι η αστρολογία γνωρίζει την αλήθεια». Αφού γεννήθηκε λοιπόν κατά τα αστρολογικά δεδομένα, πώς απέδειξε την αστρολογία ανάξια λόγου, πώς κατήργησε την πίστη στην μοίρα, πώς αποστόμωσε τους δαίμονες, πώς εξαφάνισε την πλάνη και εξουδετέρωσε κάθε είδους μαγεία;
Τι έμαθαν όμως οι μάγοι από το αστέρι εκείνο; Ότι ήταν βασιλέας των Ιουδαίων; Αλλά, όπως είπε στον Πιλάτο, δεν ήταν βασιλέας σε εγκόσμιο βασίλειο: «ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου(: η βασιλεία η δική μου δεν προέρχεται από τον κόσμο τούτο, ούτε στηρίζεται πάνω σε κάποια ανθρώπινη θέληση ή κοσμική δύναμη)»[Ιω. 18,36]. Και πράγματι δεν παρουσίασε τίποτε σχετικό. Δεν είχε κοντά Του ούτε σωματοφύλακες, ούτε υπασπιστές, ούτε άλογα, ούτε ζεύγος ημιόνων ούτε άλλο τίποτε παρόμοιο, αλλά ζούσε ως ασήμαντος και πτωχός και είχε μαζί του δώδεκα απλούς ανθρώπους.
Αλλά και αν γνώριζαν ότι είναι βασιλέας, γιατί πήγαν να Τον συναντήσουν; Διότι δεν είναι βέβαια έργο της αστρολογίας να γνωρίζει από τα άστρα ποιοι γεννήθηκαν, αλλά, όπως λέγουν, να προφητεύει δια των άστρων τα μέλλοντα. Αυτοί όμως δεν παρευρέθησαν όταν γεννούσε η μητέρα, ούτε γνώριζαν τον χρόνο, κατά τον οποίο γεννήθηκε ο Χριστός, ούτε στηρίχτηκαν στον χρόνο της γεννήσεως για να υπολογίσουν από την κίνηση των αστέρων τα μέλλοντα να συμβούν. Αντιθέτως, επειδή είδαν πριν από πολύ καιρό ένα αστέρι που παρουσιάστηκε επάνω από την πατρίδα τους, ήλθαν για να δουν τον Νεογέννητο, πράγμα το οποίο δημιουργεί πολύ μεγαλύτερες απορίες από το πρώτο· διότι τι τους έπεισε, ποια ωφέλεια περίμεναν, ώστε να έλθουν από τόση απόσταση να προσκυνήσουν τον βασιλέα;
Και αν ακόμη επρόκειτο να είναι δικός τους βασιλέας και πάλι δεν ήταν λογικό αυτό που έκαναν. Διότι, εάν γεννιόταν σε κάποια βασιλική αυλή και ήταν βασιλέας ο πατέρας του, θα έλεγε κανείς ότι έκαναν καλά που ήλθαν να προσκυνήσουν το νεογέννητο, για να κολακεύσουν τον πατέρα, και ότι με αυτή την ενέργειά τους εξασφάλισαν εκ των προτέρων μεγάλες πιθανότητες για μελλοντική εύνοια. Τώρα όμως γιατί ξεκίνησαν για τόσο μακρινό ταξίδι και πρόσφεραν δώρα, αφού δεν ανέμεναν να γίνει δικός τους βασιλέας, αλλά ενός παράξενου λαού, που κατοικούσε σε πολύ μεγάλη απόσταση από την πατρίδα τους;
Και αφού μάλιστα επρόκειτο να είναι επικίνδυνη η όλη ενέργειά τους; Διότι και ο Ηρώδης ταράχθηκε πάρα πολύ όταν το άκουσε και όλος ο λαός ανησύχησε, όταν άκουσε όλα όσα έλεγαν αυτοί. «Αλλά δεν τα προέβλεψαν», θα έλεγε κάποιος, «αυτά». Αυτό όμως δεν είναι λογικό· διότι, και πολύ ανόητοι αν ήσαν, δεν έπρεπε να αγνοούν τούτο, ότι, αν φθάσουν σε χώρα που έχει βασιλέα και ανακοινώσουν όσα γνωρίζουν και πουν ότι υπάρχει κάποιος άλλος βασιλέας που μόλις γεννήθηκε και όχι ο κάτοχος του θρόνου, δεν θα επέσυραν άπειρες φορές εναντίον τους τον θάνατο;
Και γενικώς, γιατί ήλθαν και προσκύνησαν ένα παιδί που βρισκόταν στα σπάργανα; Διότι, αν βρισκόταν στην ανδρική ηλικία, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι εξέθεσαν τους εαυτούς τους σε φανερό κίνδυνο, διότι ανέμεναν να ευεργετηθούν από Αυτόν, αν και θα ήταν πολύ παράλογο, Πέρσες αυτοί, αλλόθρησκοι, που δεν είχαν τίποτε κοινό με τους Ιουδαίους, να θέλουν να αφήσουν τα σπίτια τους και την πατρίδα και τους συγγενείς και τους δικούς τους και να γίνουν οικειοθελώς υπήκοοι ξένου βασιλέως.
Και αν αυτό είναι παράλογο, ακόμη περισσότερο παράλογα είναι τα υπόλοιπα. Ποια είναι λοιπόν αυτά; Το ότι επέστρεψαν αμέσως, αφού ήλθαν τόσο μακριά από την πατρίδα τους και προσκύνησαν και ανησύχησαν τους πάντες. Και με δυο λέξεις, ποιο βασιλικό σύμβολο είδαν, αφού είδαν μια καλύβα με φάτνη και ένα παιδί στα σπάργανα και μια πτωχή μητέρα; Σε ποιον πρόσφεραν τα δώρα και γιατί; Μήπως υπήρχε νόμος και έθιμο να προσκυνούν τους νεογέννητους βασιλείς, όπου και αν γεννήθηκαν; Μήπως γύριζαν συνεχώς όλη την οικουμένη και προσκυνούσαν πριν ακόμη να ανέβουν στον θρόνο, εκείνους που γνώριζαν ότι από μικροί και ασήμαντοι θα γίνουν βασιλείς; Κανείς δεν μπορεί να προβάλλει παρόμοιο ισχυρισμό.
Τότε γιατί Τον προσκύνησαν; Εάν για το παρόν, τι περίμεναν να κερδίσουν από ένα νήπιο και μία πτωχή μητέρα; Εάν για το μέλλον, πώς γνώριζαν ότι θα συγκρατήσει στη μνήμη του το παιδί, που το προσκύνησαν όταν βρισκόταν στα σπάργανα, όσα έγιναν τότε; Και εάν επρόκειτο να του το υπενθυμίσει η μητέρα Του, και πάλι δεν πρέπει να τιμηθούν, αλλά να τιμωρηθούν, διότι έριξαν το νήπιο σε φανερό κίνδυνο. Εξαιτίας τους ταράχθηκε ο Ηρώδης και το αναζητούσε και ερευνούσε και προσπαθούσε να το εξοντώσει. Και σε κάθε περίπτωση εκείνος που αποκαλύπτει ότι ένας κοινός άνθρωπος μικρής ηλικίας πρόκειται να γίνει βασιλέας, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά τον παραδίδει στη σφαγή και του ανάπτει μυρίους πολέμους.
Είδες πόσα παράλογα παρουσιάζονται, αν εξετάσουμε το ευαγγελικό χωρίο με τα ανθρώπινα μέτρα και κατά τον συνηθισμένο τρόπο; Και δεν είναι μόνο αυτά, αλλά θα ήταν δυνατό να αναφέρω περισσότερα, τα οποία απαιτούν περισσότερη συζήτηση, από όση απαιτούν όσα ανέφερα.
Αλλά για να μην σας κάνουμε, με την έκφραση της μιας απορίας κατόπιν της άλλης, να αισθάνεστε ιλίγγους, ας προχωρήσουμε τώρα στη λύση των αποριών. Ας προσπαθήσουμε να λύσουμε πρώτα το ζήτημα του αστέρος· διότι αν μάθουμε τι ήταν το αστέρι και ποια η προέλευσή του και αν ήταν και αυτό ένα από τα πολλά ή διαφορετικό από τα άλλα και αν ήταν πράγματι αστέρι ή μόνον φαινομενικώς αστέρι, θα κατανοήσουμε εύκολα και όλα τα άλλα.
Από πού όμως θα τα μάθουμε αυτά; Από το ίδιο το κείμενο. Είναι βεβαίως φανερό από την πορεία του κατ' αρχήν ότι το αστέρι αυτό δεν ήταν ένα από τα πολλά ή καλύτερα δεν ήταν, κατά την γνώμη μου τουλάχιστον, αστέρι, αλλά κάποια αόρατη δύναμη που έλαβε μορφή άστρου· διότι, είναι βεβαιότατο, δεν υπάρχει αστέρι που να ακολουθεί αυτήν την πορεία, αλλά και ο ήλιος και η σελήνη και όλα τα άλλα αστέρια τα βλέπουμε να προχωρούν από την ανατολή προς την δύση. Αυτό όμως πήγαινε από τον βορρά προς τον νότο· διότι αυτός είναι ο προσανατολισμός της Παλαιστίνης από την Περσία.
Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγεί και η εξέταση της ώρας· διότι δεν φάνηκε τη νύχτα, αλλά το μεσημέρι, όταν ο ήλιος ήταν ολόλαμπρος. Τούτο δεν είναι δυνατόν να συμβεί όχι μόνον με τα αστέρια, αλλά ούτε με τη σελήνη· διότι και αυτή, αν και είναι πολύ μεγαλύτερη από όλα, κρύπτεται και εξαφανίζεται αμέσως, μόλις φανούν οι ακτίνες του ήλιου. Αυτό το αστέρι όμως νίκησε με την υπερβολική λαμπρότητά του τις ακτίνες του ήλιου και απεδείχθη φωτεινότερο από εκείνες και έλαμψε περισσότερο μέσα στο τόσο φως.
Τρίτο αποδεικτικό στοιχείο είναι ότι κρυβόταν και επανεμφανιζόταν πάλι· διότι φαινόταν και οδηγούσε τους μάγους κατά την πορεία τους μέχρι την Παλαιστίνη. Όταν έφθασαν όμως στα Ιεροσόλυμα, κρύφτηκε. Έπειτα φανερώθηκε πάλι, όταν επρόκειτο να αναχωρήσουν, αφού ανακοίνωσαν στον Ηρώδη την αιτία της αφίξεώς τους και τον αποχαιρέτησαν. Αυτά αποδεικνύουν ότι δεν πρόκειται για κίνηση άστρου, αλλά για κίνηση κάποιας πολύ λογικής δυνάμεως· διότι δεν είχε κάποια μόνιμη πορεία, αλλά κινιόταν όταν έπρεπε να κινείται, σταματούσε όταν έπρεπε να σταματά και ρύθμιζε τα πάντα όπως έπρεπε, όπως η στήλη της νεφέλης, που σταματούσε ή έκανε το στρατόπεδο των Ιουδαίων να ξεκινήσει όποτε χρειαζόταν.
Τέταρτο στοιχείο, από το οποίο μπορεί κανείς να γνωρίσει καλώς τα πράγματα, είναι ο τρόπος, με τον οποίο τους οδηγούσε· διότι δεν τους οδηγούσε από τον ουρανό. Διότι δεν ήταν δυνατό να κατατοπίζονται αυτοί με αυτόν τον τρόπο. Αλλά κατέβαινε χαμηλά και τους οδηγούσε· διότι γνωρίζετε καλώς ότι δεν είναι δυνατόν να κάνει ένα αστέρι γνωστό ένα τόπο τόσο μικρό, όσο είναι ορθό να κατέχει μία καλύβα ή μάλλον όσο είναι λογικό να κατέχει το σώμα ενός νηπίου. Επειδή λοιπόν το ύψος του αστέρος είναι πολύ μεγάλο, δεν ήταν δυνατό να επισημάνει και να κάνει γνωστό στους επιθυμούντες να δουν ένα τόσο μικρό τόπο. Αυτό είναι δυνατό να το αντιληφθεί κανείς και από την σελήνη, η οποία, αν και είναι πολύ μεγαλύτερη από τα άστρα, δίδει την εντύπωση σε όλους τους κατοίκους της γης, που είναι διασκορπισμένοι σε όλη την επιφάνεια της γης, ότι βρίσκεται κοντά τους.
Πες μου, λοιπόν, πώς θα έδειχνε το αστέρι ένα τόπο μικρό όσο μία φάτνη και μία καλύβα, αν δεν άφηνε το ύψος εκείνο και δεν κατέβαινε κάτω και δεν σταματούσε ακριβώς επάνω από την κεφαλή του παιδιού; Τούτο ασφαλώς υπονοούσε και ο Ευαγγελιστής όταν έλεγε: «καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς, ἕως ἐλθὼν ἔστη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον(:και να , το υπερφυσικό αστέρι που έλαμπε και την ημέρα, το ίδιο αστέρι που είδαν εξαρχής στην ανατολή του, πήγαινε μπροστά από αυτούς, μέχρι που ήλθε και στάθηκε πάνω από το σπίτι που ήταν το παιδί)»[Ματθ.2,9]. Βλέπεις με πόσα αποδεικνύεται ότι το άστρο αυτό δεν ήταν ένα από τα πολλά που υπάρχουν στον ουρανό και ότι δεν φαινόταν να ακολουθεί την φυσική τάξη;
Αλλά γιατί φάνηκε; Για να καυτηριάσει την αναισθησία των Ιουδαίων και να τους αφαιρέσει κάθε ίχνος δικαιολογίας για την απιστία τους. Επειδή δηλαδή επρόκειτο, Αυτός που ήλθε από τους ουρανούς να δώσει τέλος στον παλαιό τρόπο ζωής και να καλέσει την οικουμένη να Τον προσκυνήσει και να Τον λατρεύσει σε όλη την ξηρά και την θάλασσα, άνοιξε εξαρχής την θύρα για όλους τους ανθρώπους, επειδή ήθελε να παραδειγματίσει τους δικούς του δια των ξένων.
Επειδή δηλαδή, αν και άκουγαν συνεχώς τους προφήτες που μιλούσαν για την ενανθρώπησή Του, δεν έδιδαν την απαιτούμενη σημασία, έκαμε να έλθουν και βάρβαροι από χώρα μακρινή και να αναζητούν τον βασιλέα που βρισκόταν κοντά τους και πληροφορήθηκαν πρώτα από περσική φωνή εκείνα, τα οποία δεν θέλησαν να μάθουν από τους προφήτες, ώστε αν Τον ακολουθήσουν, να έχουν σοβαρότατο στοιχείο ότι πείσθηκαν για την παρουσία Του. Αν αντιθέτως Τον αντιμετωπίσουν με εχθρότητα, να μην έχουν καμία δικαιολογία· διότι ποια δικαιολογία θα έχουν να παρουσιάσουν, αν δεν πιστέψουν στον Χριστό μετά από τόσες προφητείες, όταν δουν ότι οι μάγοι επείσθησαν επειδή είδαν ένα αστέρι και ήλθαν και προσκύνησαν τον Νεογέννητο;
Ενήργησε λοιπόν και στην περίπτωση των μάγων όπως στην περίπτωση των Νινευιτών, που τους έστειλε τον Ιωνά, και όπως στην περίπτωση της Σαμαρείτιδας και της Χαναναίας. Για τούτο είπε: «ἄνδρες Νινευῖται ἀναστήσονται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινοῦσιν αὐτήν, ὅτι μετενόησαν εἰς τὸ κήρυγμα Ἰωνᾶ, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε(:οι Νινευίτες θα αναστηθούν στην τελική κρίση μαζί με τη γενιά αυτή και θα την κατακρίνουν· διότι εκείνοι αν και ήταν αλλοεθνείς και ειδωλολάτρες, μετανόησαν στο κήρυγμα του Ιωνά, ο οποίος ήταν ξένος και δεν έκανε κανένα θαύμα σε αυτούς. Και να, εδώ πολύ περισσότερα συντελούν στο να γίνει δεκτό το δικό μου κήρυγμα από όσα συντελούσαν στο κήρυγμα του Ιωνά. Διότι πριν από Εμένα οι προφήτες σας γνωστοποίησαν τον αληθινό Θεό και σας προανήγγειλαν την έλευσή μου· κι εγώ τόσο καιρό σας κηρύττω και σας αποδεικνύω με θαύματα καταπληκτικά ότι δεν είμαι απλός προφήτης)»[Ματθ.12,41].
Και: «Βασίλισσα νότου ἐγερθήσεται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ αὐτήν, ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶνος, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶνος ὧδε(:Η βασίλισσα της νοτιοδυτικής Αραβίας, της χώρας Σαβά, θα αναστηθεί την ώρα της τελικής κρίσεως μαζί με τη γενεά αυτή και θα την κατακρίνει· διότι η βασίλισσα αυτή ήλθε από την άκρη του κόσμου να ακούσει τη σοφία του Σολομώντος, ενώ ήταν γυναίκα και δεν γνώριζε τον αληθινό Θεό. Και να, εδώ πρόκειται για κάτι ανώτερο από τον Σολομώντα, αφού εγώ δεν είμαι απλώς σοφός όπως ήταν εκείνος, αλλά είμαι η ίδια η ενσάρκωση της Θείας Σοφίας)»[Ματθ. 12,42]. Διότι εκείνοι μεν πίστεψαν στα μικρότερα, ενώ αυτοί δεν πίστεψαν ούτε στα μεγαλύτερα. «Αλλά γιατί», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, «τους προσείλκυσε με θέαμα αυτού του είδους;».
Αλλά πώς έπρεπε; Να τους στείλει προφήτες; Ήσαν μάγοι και δεν θα παραδέχονταν τους προφήτες. Να τους ομιλήσει από τον ουρανό; Δεν θα έδιναν σημασία. Να αποστείλει άγγελο; Και αυτόν θα τον περιφρονούσαν. Γι' αυτό δεν χρησιμοποίησε ο Θεός τίποτε από αυτά και με πολλή συγκατάβαση τους προσκάλεσε με μέσο, προς το οποίο είχαν εξοικείωση, και τους έδειξε ένα μεγάλο και εντελώς διαφορετικό αστέρι, για να τους προξενήσει μεγάλη εντύπωση και με το μέγεθός του και με το κάλλος του και με τον τρόπο της κινήσεώς του.
Αυτά μιμήθηκε και ο Παύλος και ομίλησε προς τους Έλληνες από ένα βωμό και άντλησε επιχειρήματα από ποιητές. Προς τους Ιουδαίους πάλι ομιλεί επικαλούμενος προς διαβεβαίωση την περιτομή και αρχίζει με θυσίες την διδασκαλία Του προς τους ζώντες κατά τον ιουδαϊκό νόμο. Επειδή δηλαδή κάθε άνθρωπος αγαπά εκείνα, με τα οποία έχει εξοικειωθεί, τα χρησιμοποιούν και ο Θεός και οι άνθρωποι που απέστειλε προς σωτηρία της οικουμένης.
Μη νομίσεις λοιπόν ότι θα έκρινε ταπεινωτικό να τους καλέσει με αστέρι· διότι τότε θίγεις όλους τους ιουδαϊκούς θεσμούς, τις θυσίες, τους καθαρμούς, την πρωτομηνιά, την κιβωτό, ακόμη και τον ναό τον ίδιο. Διότι αυτά έχουν την αρχή τους στην ειδωλολατρική θρησκεία. Ο Θεός όμως, για να σώσει τους παραπλανημένους, δέχθηκε να χρησιμοποιούν ως θεραπευτικά μέσα, αφού τα μετέβαλε ολίγο, εκείνα με τα οποία λάτρευαν τα είδωλα οι ειδωλολάτρες, για να τους απομακρύνει σταδιακώς από τις συνήθειές τους και να τους οδηγήσει στην υψηλή πίστη. Αυτό λοιπόν έκανε και στην περίπτωση των μάγων. Ανέχτηκε να τους καλέσει με τη θέα ενός άστρου, για να τους οδηγήσει κατόπιν υψηλότερα. Και αφού τους κατηύθυνε και τους οδήγησε και τους έφερε μπροστά στη φάτνη, δεν συνεννοείται πλέον μαζί τους δια του άστρου, αλλά δι' αγγέλου, και έτσι έγιναν σιγά σιγά καλύτεροι.
Το ίδιο έκανε και με τους Ασκαλωνίτες και τους Γαζαίους. Επειδή οι πέντε εκείνες πόλεις υπέφεραν μεγάλα δεινά όταν έφθασε εκεί η κιβωτός, και επειδή δεν έβρισκαν τρόπο να απαλλαγούν από τα βάσανα που τους ταλαιπωρούσαν, κάλεσαν τους μάντεις, συγκέντρωσαν τον λαό και ζητούσαν να βρουν απαλλαγή από τα θεόπεμπτα εκείνα δεινά[βλ. Α΄Βασ. κεφ.5]. Όταν είπαν οι μάντεις ότι πρέπει να ζεύσουν στην κιβωτό αγύμναστα και πρωτόγεννα μοσχάρια και να τα αφήσουν να προχωρούν χωρίς να τα κατευθύνει κανείς, διότι έτσι θα αποδειχθεί πλήρως αν είναι θεόπεμπτα τα δεινά ή αν πρόκειται περί επιδημίας (διότι, είπαν, αν συντρίψουν ένεκα απειρίας τον ζυγό ή επιστρέψουν προς τα μοσχάρια τους που θα φωνάζουν, οφείλονται, όσα συμβαίνουν, στην τύχη[Α΄ Βασ. κεφ. 6]· αν βαδίσουν όμως σωστά και δεν επηρεαστούν από τους μυκηθμούς των μοσχαριών τους και αν δεν βαδίσουν με αταξία επειδή στερούνται πείρας, είναι ολοφάνερο ότι οργίστηκε ο Θεός κατά των πόλεων αυτών).
Επειδή λοιπόν πείσθηκαν οι κάτοικοι αυτών των πόλεων από τα λόγια των μάντεων και ενήργησαν όπως τους συμβούλευσαν, ο Θεός έδειξε πάλι την συγκατάβασή Του, ακολούθησε την γνώμη των μάντεων και δεν έκρινε ότι είναι ανάξιο γι' Αυτόν να αποδείξει ορθές τις προβλέψεις των μάντεων και να κάνει να θεωρούνται αξιόπιστοι για όσα είπαν τότε· διότι, με το να ομολογήσουν ακόμη και οι αρνητές του Θεού την δύναμή Του και να εκφράσουν την γνώμη τους περί Αυτού οι θρησκευτικοί καθοδηγητές του λαού αυτού, επιτυγχανόταν κάτι το σπουδαιότερο. Είναι δυνατό να δει κανείς ότι ο Θεός ρυθμίζει και άλλα πολλά κατά τον ίδιο τρόπο. Και στην περίπτωση της γυναίκας που προφήτευσε με αυθυποβολή φαίνεται ότι ενήργησε κατά τον ίδιο τρόπο, πράγμα το οποίο θα μπορέσετε βεβαίως να ερμηνεύσετε έπειτα από όσα ακούσατε[Α΄ Βασ. κεφ. 28].
Αυτά λοιπόν είχα να πω εγώ για την αιτία της εμφανίσεως του αστέρος, εσείς όμως θα μπορούσατε να πείτε και περισσότερα. Διότι λέγει η Γραφή: «Δίδου σοφῷ ἀφορμήν καὶ σοφώτερος ἔσται (:Με τις υποδείξεις σου δίδε στον σοφό αφορμή διορθώσεώς του και βελτιώσεως και θα γίνει σοφότερος και συνετότερος)» [Παροιμ. 9,9].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ, επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047-64/In%20Mathaeum.pdf Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», ΕΠΕ, εκδ.οίκος «Το Βυζάντιον», Ομιλία ΣΤ΄(επιλεγμένα αποσπάσματα) τομ. 9, σελ. 188-205 ,Θεσσαλονίκη 1978. Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 63, σελ. 125 - 134. Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014. Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009. Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htmhttp://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html *Εκ του ιστολογίου «Ακτίνες» της 27.12.2023 πολ. ημ. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
Μέσα στην εορτή των γενεθλίων του Σωτήρα Χριστού, Η Εκκλησία εορτάζει σήμερα «την γενέθλιον ημέραν» του αγίου πρωτομάρτυρα και πρωτοδιακόνου Στεφάνου. Γενέθλιος ημέρα των αγίων Μαρτύρων είναι η ημέρα του θανάτου τους τότε, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου στο ευαγγέλιο, οι άγιοι μεταβαίνουν «εκ του θανάτου εις την ζωήν».
Ο ευαγγελιστής Λουκάς, στα κεφάλαια, έκτο και έβδομο των Πράξεων των Αποστόλων, μας δίνει το πρώτο «μαρτύριο της Εκκλησίας», τη δραματική δηλαδή απολογία και το θάνατο του πρωτομάρτυρα, που είναι η πρώτη αιματηρή μαρτυρία για τον Ιησού Χριστό και την Ανάσταση. Η τελευταία λέξη στη διήγηση του Ευαγγελιστή για τον πρωτομάρτυρα είναι το «εκοιμήθη», γεμάτη παρηγοριά κι ελπίδα, σαν μια φυσική πράξη που κλείνει το βίο του Αγίου· τελευτή του βίου και τελείωση της ζωής.
Γεμάτος ελπίδα και βεβαιότητα, βλέποντας ανοιγμένο τον ουρανό και μπροστά του χαραγμένο το δρόμο, που θα συνέχιζε η ζωή του, σκεπαζόταν κάτω από τις πέτρες κι έλεγε– «Κύριε Ιησού, δέξαι το πνεύμα μου». Ο θάνατος του Στεφάνου κι όλων των Αγίων δεν είναι τέλος, αλλά καθώς διδάσκει η Εκκλησία, τελείωση. Οι μάρτυρες «ξίφει τελειούνται» και οι όσιοι «εν ειρήνη τελειούνται», φτάνουν δηλαδή στον ανώτατο βαθμό και στο ακρότατο όριο της πνευματικής τους προκοπής.
Από το λόγο ενός ιερομάρτυρα επισκόπου, που τον είπε λίγο πριν από το μαρτυρικό του θάνατο που τον έβλεπε να πλησιάζει, παίρνομε τα παρακάτω λόγια, που αφορούν στον άγιο Στέφανο και γενικότερα στο χριστιανικό μαρτύριο. «Την άλλη μέρα από την εορτή των Χριστουγέννων εορτάζουμε το μαρτύριο του πρώτου μάρτυρα, του αγίου Στεφάνου. Αυτό δεν είναι τυχαίο, ότι δηλαδή η ημέρα του πρώτου μάρτυρα έρχεται υστέρα από την ημέρα της γέννησης του Χριστού. Όπως ακριβώς χαιρόμαστε, μαζί και πενθούμε για τη γέννηση και τα πάθη του Κυρίου μας, έτσι σε μικρότερη αναλογία χαιρόμαστε μαζί και πενθούμε για το θάνατο των μαρτύρων.
Πενθούμε για τις αμαρτίες του κόσμου, που τους έκαμαν να μαρτυρήσουν και χαιρόμαστε γιατί ένας ακόμα πήγε να προστεθεί στους Αγίους των ουρανών, για τη δόξα του Θεού και για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ένα χριστιανικό μαρτύριο δεν είναι τυχαίο πράγμα. Οι Άγιοι δεν γίνονται στην τύχη. Το χριστιανικό μαρτύριο δεν είναι το αποτέλεσμα της βουλής ενός άνθρωπου να γίνει Άγιος, όπως ένας άνθρωπος με τη θέληση και την προσπάθειά του μπορεί να γίνει κυβερνήτης ανθρώπων.
Ο μαρτυρικός θάνατος είναι πάντα βουλή Θεού, είναι σημείο της αγάπης του Θεού για τους ανθρώπους, για να τους φωτίσει και να τους οδηγήσει, για να τους ξαναφέρει στο δρόμο του. Το μαρτύριο δεν είναι ποτέ ανθρώπινη επιδίωξη· γιατί ο αληθινός μάρτυρας είναι εκείνος που έγινε όργανο του Θεού, που έχασε τη δική του θέληση μέσα στο θέλημα του Θεού και που δεν επιθυμεί πια τίποτε για τον εαυτό του ούτε καν τη δόξα του μάρτυρα».
Αλλ’ ας ξαναγυρίσουμε στον πρωτομάρτυρα Στέφανο, στα τελευταία λόγια που είπε το στόμα του, φεύγοντας με μαρτυρική τελείωση από τούτο τον κόσμο. Γιατί πάντα έχει σημασία όχι πότε φεύγει ο καθένας, αλλά πώς φεύγει· με ποιόν τρόπο κάνει το πέρασμα από τα εδώ προς τα εκεί.
Σε κάθε ιερή ακολουθία ακούμε και δέεται η Εκκλησία. «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών…». Μπορεί και να ρωτήσαμε καμιά φορά. Τί τάχα εννοεί εδώ η δέηση της Εκκλησίας και ποιά είναι τα χριστιανά τέλη της ζωής κάθε πιστού; Όπως το βλέπομε στους αγίους και τώρα στον άγιο Στέφανο· γεμάτος ελπίδα και βεβαιότητα φεύγει ο πιστός άνθρωπος, βλέποντας πού πηγαίνει, παραδίνοντας τη ψυχή του στους φωτεινούς Αγγέλους, για να την φέρουν στα χέρια του Θεού. «Κύριε Ιησού, δέξαι το πνεύμα μου» λέει ο πιστός με την τελευταία του πνοή, κι υστέρα κλείνει τα μάτια του και κοιμάται, για να ξυπνήσει στη δεύτερη παρουσία του Ιησού Χριστού.
Στην Εκκλησία δεν υπάρχουν νεκροί. Στην Εκκλησία υπάρχουν κεκοιμημένοι, και οι τόποι που αναπαύονται τα σώματά τους είναι και λέγονται κοιμητήρια. Γι’ αυτό η θεία Λειτουργία τελείται και για τους εδώ και για τους εκεί, γιατί όπως υπάρχουμε οι εδώ υπάρχουν και οι εκεί, εκείνοι είναι οι κεκοιμημένοι εμείς είμαστε οι ζώντες. Και εμείς και εκείνοι «ζώντες»· εκείνοι οι «προοδοιπορήσαντες» κι εμείς οι «περιλειπόμενοι».
Αυτές είναι λέξεις που σημαίνουν και εκφράζουν την ιερή πραγματικότητα της ύπαρξής μας, που είναι μαζί ζωή και θάνατος· ή, για να το πούμε καλύτερα, που είναι ζωή και εδώ και εκεί, με ένα επεισόδιο στη μέση που λέγεται θάνατος. Κι αυτός ο θάνατος δεν είναι παρά το πέρασμα από εδώ προς τα εκεί, από τη μια όψη της ζωής στην άλλη. Ένας προσωρινός χωρισμός της ψυχής από το σώμα· το σώμα σαν φθαρτό πεθαίνει και διαλύεται, για να αναστηθεί και να ζήσει μαζί με τη ψυχή άφθαρτο και αθάνατο. Αυτό εννοεί ο Ιησούς Χριστός, όταν λέει ότι όποιος τον ακούει και πιστεύει σ’ εκείνον που τον έστειλε δεν πεθαίνει, αλλά «μεταβέβηκεν εκ του θάνατου εις τήν ζωήν».
Αυτή είναι η πίστη μας και η ιερή πραγματικότητα της ύπαρξης και του προορισμού μας. Μέσα σ’ αυτή την πίστη και την αλήθεια που την αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού, πρέπει να τοποθετηθεί στερεά κάθε πιστός και να δει τον εαυτό του μέσα στο μυστήριο της ζωής και του θανάτου. Και δεν φωτίζεται το μυστήριο αυτό παρά μόνο, όταν ο πιστός μπορεί, σαν τον πρωτομάρτυρα Στέφανο, να κλείνει τα μάτια του στο φως του κόσμου και να βλέπει τον αναστάντα Ιησού Χριστό «εκ δεξιών του Θεού εστώτα».
Ας κλείσουμε το λόγο, ξαναφέρνοντας τη σκέψη μας στο μαρτύριο του αγίου Στεφάνου. Ο πρωτομάρτυρας στον υπέρτατο βαθμό της τελείωσής του, σαν και να τελούσε τη θεία Λειτουργία, έκανε δέηση στο Θεό. «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην». Κι έκλεισε τα μάτια του με την ελπίδα και το όραμα της ανάστασης–«Και τούτο ειπών έκοιμήθη». Αμήν. *Μητροπολίτου Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου (Ψαριανού), Ο Λόγος του Θεού, τ.Α΄, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. *Εκ του ιστολογίου «Πεμπτουσία» της 27.12.2011. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
Βασική πηγή πληροφοριών για τη δράση, το έργο, την απολογία και το μαρτυρικό θάνατο του Στεφάνου είναι το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων. Ήδη η αρχαία εκκλησιαστική παράδοση θεωρεί ως συγγραφέα των «Πράξεων» τον ευαγγελιστή Λουκά. Ο Κανόνας Muratori, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ωριγένης, ο Ιερώνυμος και Ευσέβιος αναφέρουν με σαφήνεια στα κείμενά τους ως συγγραφέα των Πράξεων το Λουκά.
Ο τίτλος του βιβλίου αποκαλύπτει και το περιεχόμενό του. Είναι δηλαδή ένα απάνθισμα των πράξεων ορισμένων Αποστόλων, κυρίως του Πέτρου και του Παύλου, και η συμβολή τους στην ίδρυση και επέκταση της Εκκλησίας. Ο τρόπος έκθεσης αυτών των πράξεων αναδεικνύει το Λουκά όχι απλώς ως ιστορικό συγγραφέα που αφηγείται τη ζωή και τη δραστηριότητα της πρώτης Εκκλησίας, αλλά κυρίως ως θεολόγο που βλέπει αυτή τη ζωή και δραστηριότητα να καθοδηγούνται από το Άγιο Πνεύμα. Αναφορά στο Στέφανο γίνεται στα κεφάλαια 6, 7 και 8. Συγκεκριμένα: στην εκλογή των επτά Διακόνων (Πραξ 6, 1-7), στη σύλληψη (Πραξ 6, 8-15), στην απολογία (Πραξ 7, 1-53), στο λιθοβολισμό (Πραξ 7, 54-60) και στην ταφή του Στεφάνου (Πραξ 8, 1-3).
Δράση, κατηγορίες και σύλληψη του Στεφάνου. Σύμφωνα με τις Πράξεις ο Στέφανος, γεμάτος πίστη και δύναμη, έκανε μεγάλα και καταπληκτικά θαύματα ανάμεσα στο λαό. Τότε μερικοί από τις συναγωγές των Λιβερτίνων, Κυρηναίοι, Αλεξανδρινοί αλλά και άλλοι από την Κιλικία και την επαρχία της Ασίας, άρχισαν να λογομαχούν μαζί του. Δεν μπορούσαν όμως ν’ αντιμετωπίσουν τη σοφία και το Άγιο Πνεύμα που τον φώτιζε, όταν αυτός μιλούσε.
Ο ρόλος του Στεφάνου φαίνεται τελικά να μην είναι μόνο αυτός του διακόνου των φτωχών και του υπεύθυνου των δείπνων, αλλά αυτός του κήρυκα και προφήτη που θαυματουργεί και ομιλεί με σοφία διακατεχόμενος από το Πνεύμα του Θεού. Τότε έβαλαν ανθρώπους να πουν ότι τον άκουσαν να λέει λόγια βλάσφημα για το Μωυσή και για το Θεό. Έτσι ξεσήκωσαν το λαό, τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς. Πήγαν, λοιπόν, και τον συνέλαβαν και τον έσυραν στο Συνέδριο. Εκεί παρουσίασαν ψευδομάρτυρες που έλεγαν: «Ο άνθρωπος αυτός συνεχώς λέει βλάσφημα λόγια εναντίον του Αγίου Ναού και εναντίον του Νόμου. Τον έχουμε ακούσει να λέει ότι αυτός ο Ιησούς ο Ναζωραίος θα γκρεμίσει το Ναό και θ’ αλλάξει τους θεσμούς που μας παρέδωσε ο Μωυσής».
Όλα τα μέλη του Συνεδρίου κοίταξαν το Στέφανο και είδαν ότι το πρόσωπό του έλαμπε σα να ήταν πρόσωπο αγγέλου. Τότε ρώτησε ο αρχιερέας το Στέφανο: «Έτσι έχουν τα πράγματα;». Ο Στέφανος αποκρίθηκε: «Αδερφοί και πατέρες, ακούστε:…». Η απολογία του Στεφάνου. Ο Στέφανος στην απολογία του έκανε μια εκτενή αναδρομή στην ιστορική πορεία του εβραϊκού λαού και τόνισε τις ευεργεσίες του Θεού προς το λαό, αλλά και την αχαριστία, που έδειξε ο λαός απέναντί Του. Στη συνέχεια εξήγησε ότι ο Θεός δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς και ολοκλήρωσε την απολογία του με οξύτατη κριτική στους θρησκευτικούς ηγέτες των Ιουδαίων, χαρακτηρίζοντάς τους σκληροτράχηλους με πωρωμένη καρδιά που αντιστέκονται στο Άγιο Πνεύμα, διώκτες των προφητών, προδότες και φονιάδες του ίδιου του Μεσσία.
Ο λόγος του Στεφάνου μπορεί συγκεκριμένα να χωριστεί σε τέσσερα μέρη: 1) Η εποχή των πατριαρχών (Πραξ 7, 2-16). Ο Στέφανος για να αποδείξει ότι οι Ισραηλίτες δεν είχαν πάντοτε Ναό, αναφέρει την ιστορία του Ιωσήφ, όπου φαίνεται ότι ο Θεός ήταν κοντά του στην Αίγυπτο χωρίς την ύπαρξη Ναού100. Το ίδιο συνέβη με τους υπόλοιπους πατριάρχες και έπειτα με τον ιουδαϊκό λαό που ζούσε χωρίς Ναό στην Αίγυπτο καὶ Ἀλεξανδρέων καὶ τῶν ἀπὸ Κιλικίας καὶ Ἀσίας συζητοῦντες τῷ Στεφάνῳ, καὶ οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ ἐλάλει». Πραξ 6, 11-15: «τότε ὑπέβαλον ἄνδρας λέγοντας ὅτι Ἀκηκόαμεν αὐτοῦ λαλοῦντος ῥήματα βλάσφημα εἰς Μωϋσῆν καὶ τὸν Θεόν· συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς γραμματεῖς, καὶ ἐπιστάντες συνήρπασαν αὐτὸν καὶ ἤγαγον εἰς τὸ συνέδριον, ἔστησάν τε μάρτυρας ψευδεῖς λέγοντας·
Ο Στέφανος συνεχίζει το λόγο του περιγράφοντας την ιστορία του Μωυσή μέχρι την εποχή του Δαβίδ. Η ιστορία του Μωυσή διαιρείται σε τρία μέρη: α) στη βασιλική ανατροφή του Μωυσή (Πραξ 7, 17-22)102, β) στην εξορία του στη Μαδιάμ (Πραξ 7, 23-34)103 και γ) στην αχαριστία των Ιουδαίων κατά του Μωυσή (Πραξ 7, 35-43)104. Σκοπός του Στεφάνου ήταν να τονίσει: 1) ότι δεν αρνείται το Μωυσή, όπως τον κατηγόρησαν οι εχθροί του, 2) ότι οι θείες αποκαλύψεις δε συνδέονται απαραίτητα με το Μωυσή, ούτε με το Ναό, ούτε με την Παλαιστίνη, επομένως ο Ναός και η λατρεία σ’ αυτόν δεν έχει μόνιμο χαρακτήρα και 3) την αχαριστία των προγόνων τους κατά του Μωυσή και του Θεού105. 3) Η εποχή του Δαβίδ και του Σολομώντα (Πραξ 7, 44-50).
Ο Στέφανος εκθέτει την ιστορία του Ισραήλ από το Μωυσή μέχρι το Σολομώντα και συγκεκριμένα ομιλεί περί της Σκηνής του Μαρτυρίου και περί 101 Πραξ 7, 11-16: «ἦλθε δὲ λιμὸς ἐφ' ὅλην τὴν γῆν Αἰγύπτου καὶ Χανάαν καὶ θλῖψις μεγάλη, καὶ οὐχ εὕρισκον χορτάσματα οἱ πατέρες ἡμῶν. ἀκούσας δὲ Ἰακὼβ ὄντα σῖτα ἐν Αἰγύπτῳ ἐξαπέστειλε τοὺς πατέρας ἡμῶν πρῶτον· καὶ ἐν τῷ δευτέρῳ ἀνεγνωρίσθη Ἰωσὴφ τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ καὶ φανερὸν ἐγένετο τῷ Φαραὼ τὸ γένος τοῦ Ἰωσήφ. ἀποστείλας δὲ Ἰωσὴφ μετεκαλέσατο τὸν πατέρα αὐτοῦ Ἰακὼβ καὶ πᾶσαν τὴν συγγένειαν αὐτοῦ ἐν ψυχαῖς ἑβδομήκοντα πέντε. κατέβη δὲ Ἰακὼβ εἰς Αἴγυπτον καὶ ἐτελεύτησεν αὐτὸς καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν, καὶ μετετέθησαν εἰς Συχὲμ καὶ ἐτέθησαν ἐν τῷ μνήματι ᾧ ὠνήσατο Ἀβραὰμ τιμῆς ἀργυρίου παρὰ τῶν υἱῶν Ἐμμὸρ τοῦ Συχέμ». 102 Πραξ 7, 17-22:
Παρόλ’ αυτά, τονίζει την υπεροχή της Σκηνής έναντι του Ναού, επειδή είναι προγενέστερη και κατασκευάστηκε όπως είχε διατάξει ο Θεός το Μωυσή στο όρος Σινά. Αντιθέτως, ο Ναός είναι μεταγενέστρερο αντίτυπο της Σκηνής και κατασκευάστηκε από το Σολομώντα χωρίς θεϊκή εντολή· «Ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου ἦν τοῖς πατράσιν ἡμῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, καθὼς διετάξατο ὁ λαλῶν τῷ Μωϋσῇ ποιῆσαι αὐτὴν κατὰ τὸν τύπον ὃν ἑωράκει· ἣν καὶ εἰσήγαγον διαδεξάμενοι οἱ πατέρες ἡμῶν μετὰ Ἰησοῦ ἐν τῇ κατασχέσει τῶν ἐθνῶν ὧν ἔξωσεν ὁ Θεὸς ἀπὸ προσώπου τῶν πατέρων ἡμῶν, ἕως τῶν ἡμερῶν Δαυῒδ· ὃς εὗρε χάριν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ᾐτήσατο εὑρεῖν σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακώβ. Σολομὼν δὲ ᾠκοδόμησεν αὐτῷ οἶκον».
Για να αποδείξει πως ο Ναός δεν είναι απαραίτητος, επικαλείται τον προφήτη Ησαΐα λέγοντας: «ἀλλ' οὐχ ὁ ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, καθὼς ὁ προφήτης λέγει· ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι, λέγει Κύριος, ἢ τίς τόπος τῆς καταπαύσεώς μου; οὐχὶ ἡ χείρ μου ἐποίησε ταῦτα πάντα»; 4) Η ολοκλήρωση της απολογίας του Στεφάνου (Πραξ 7, 51-53). Ο Στέφανος βλέποντας ότι οι ακροατές του, παρόλη τη διαφωτιστική απολογία του, εξαγριώθηκαν περισσότερο, διακόπτει την ομιλία του και στρέφει τα βέλη του προς τους Ιουδαίους οι οποίοι ήταν ήδη αποφασισμένοι να τον θανατώσουν και λέει: «Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς». Η περιτομή θεωρούνταν σημείο ηθικής καθαρότητας και καθιερώσεως στο Θεό. Οι ακροατές του Στεφάνου, αν και είχαν το σημείο αυτό, δεν είχαν όμως τις ιδιότητες, τις οποίες αυτό σήμαινε. Ήταν μεν Ιουδαίοι κατά τους θρησκευτικούς τίτλους αλλά μόνο εξωτερικά. Οι καρδιές τους διακατέχονταν από το έμμονο πνεύμα να αντιτίθενται στο θέλημα του Θεού.
Η ομιλία τελειώνει με την κατηγορία κατά των Ιουδαίων για παράβαση του Νόμου· «τίνα τῶν προφητῶν οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν; καὶ ἀπέκτειναν τοὺς προκαταγγείλαντας περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου, οὗ νῦν ὑμεῖς προδόται καὶ φονεῖς γεγένησθε». Η κατηγορία κατά του Στεφάνου ήταν πως μίλησε βλάσφημα κατά του Νόμου. Με τη σειρά του ο Στέφανος ανταποδίδει την κατηγορία αυτή στους Ιουδαίους λέγοντας πως αυτοί πρόδοσαν το Νόμο με τη συμπεριφορά τους. Εκείνοι απαρνήθηκαν το Μωυσή και περιπέσανε σε ειδωλολατρεία και φονεύσανε τους προφήτες και το Μεσσία. Όλα αυτά στοιχειοθετούν την παραβίαση του Νόμου. Η κατηγορία οξύνεται περισσότερο με τον τονισμό της θεϊκότητας του Νόμου: «οἵτινες ἐλάβετε τὸν νόμον εἰς διαταγὰς ἀγγέλων καὶ οὐκ ἐφυλάξατε». Ο νόμος δόθηκε από τους αγγέλους και όχι από τους ανθρώπους.
Έτσι φαίνεται ότι αυτοί που δεν τήρησαν το Νόμο είναι οι Ιουδαίοι και όχι ο Στέφανος ο οποίος σε αντίθεση μ’ αυτούς τον τηρεί. O λιθοβολισμός του Στέφανου (Πραξ 7, 54-60) Kαθώς, λοιπόν, τ’ άκουγαν αυτά, λύσσαζαν μέσα τους από το θυμό τους και έτριζαν τα δόντια τους εναντίον του. Aυτός όμως, γεμάτος από το Πνεύμα το Άγιο, ατενίζοντας στον ουρανό, είδε τη δόξα του Θεού και τον Iησού να στέκεται στα δεξιά του Θεού, και είπε: «Nα! Tώρα βλέπω τους ουρανούς ανοιχτούς και το Υιό του Aνθρώπου να στέκεται στα δεξιά του Θεού»! Tότε εκείνοι, αφού κραύγασαν με δυνατή φωνή, έκλεισαν τ’ αφτιά τους και όρμησαν όλοι μαζί καταπάνω του. Τα μέλη του Συνεδρίου θεώρησαν τα λόγια του Στεφάνου βλάσφημα, επειδή θεοποιούσαν το Χριστό.
Γι’ αυτό, τον έβγαλαν έξω από την πόλη κι άρχισαν να τον λιθοβολούν. Σύμφωνα με το Νόμο η θεοποίηση κάθε ανθρώπου και η βλασφημία κατά του Θεού είχαν ως συνέπεια το λιθοβολισμό. Kαι οι μάρτυρες είχαν αποθέσει τα ρούχα τους μπροστά σ’ ένα νεαρό που ονομαζόταν Σαύλος, και λιθοβολούσαν το Στέφανο, ενώ εκείνος επικαλούνταν το Xριστό κι έλεγε: «Kύριε Iησού, δέξου το πνεύμα μου». Ύστερα, αφού έπεσε στα γόνατα, κραύγασε με δυνατή φωνή: «Kύριε, μη λάβεις υπόψη σου τη βαρύτητα της αμαρτίας τους αυτής»! Kι όταν το είπε αυτό, πέθανε. Στη θανάτωση του Στεφάνου συμφωνούσε και ο Σαύλος. Η πληροφορία πως ο Σαύλος ενέκρινε το λιθοβολισμό του Στεφάνου μαρτυρεί το υπόβαθρο της μεταστροφής του.
Ο ίδιος, ως Παύλος αργότερα, ομολογεί έμμεσα πως στην προσευχή του Στεφάνου οφείλει τη σωτηρία του. Η ταφή του Στεφάνου (Πραξ 8, 1-3) Tην ημέρα εκείνη, λοιπόν, έγινε διωγμός μεγάλος κατά της εκκλησίας των Iεροσολύμων κι έτσι όλοι διασκορπίστηκαν στα χωριά της Iουδαίας και της Σαμάρειας, εκτός από τους Αποστόλους. Kαι το Στέφανο τον πήραν και τον έθαψαν μερικοί ευλαβείς άντρες και θρήνησαν πάρα πολύ γι’ αυτόν.
*Απόσπασμα μεταπτυχιακής εργασίας του Στέφανου Λιόλιου στο Ε.Κ.Π.Α. από την οποία έχουν αφαιρεθεί παραπομπές κατά το δυνατόν, προκειμένου το κείμενο να γίνει περισσότερο ευανάγνωστο στους αναγνώστες. Ολόκληρη η εργασία του συγγραφέα βρίσκεται εδώ. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
Ο Άγιος Στέφανος ήταν ένας από τους πιο διακεκριμένους μεταξύ των επτά διακόνων, που εξέλεξαν οι πρώτοι χριστιανοί για να επιστατούν στις κοινές τράπεζες των αδελφών, ώστε να μη γίνονται λάθη και τους χειροτόνησαν οι Άγιοι Απόστολοι. Αν και κουραστική η ευθύνη του επιστάτη για τόσους αδερφούς παρ’ όλα αυτά ο Στέφανος έβρισκε καιρό και δύναμη για να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Χριστού. Και όπως αναφέρει η Αγία Γραφή: «Στέφανος πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ». (Πραξ. Αποστόλων, στ΄8-15, ζ΄1-60). Δηλαδή ο Στέφανος, που ήταν γεμάτος πίστη και χάρισμα ευγλωττίας δυνατό, έκανε μεταξύ του λαού μεγάλα θαύματα, που προκαλούσαν κατάπληξη και αποδείκνυαν την αλήθεια του χριστιανικού κηρύγματος. Ο Στέφανος είχε αφιερώσει τη ζωή του στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου και στη φιλανθρωπική δράση. Για τη προσφορά και τις αρετές του τιμήθηκε με το χάρισμα της θαυματουργίας. Με το χάρισμα αυτό θεράπευε ασθενείς και αποδείκνυε τη δύναμη του Χριστού. Με τη βαθιά θεολογική του κατάρτιση ανέτρεπε εύκολα τις κακοδοξίες των Ιουδαίων για το έργο του Χριστού, προκαλώντας την οργή και το φθόνο τους. Οι Ιουδαίοι, όμως, καθώς ήταν προκατειλημμένοι, εξαπέλυσαν συκοφάντες ανάμεσα στο λαό, που διέδιδαν ότι άκουσαν το Στέφανο να βλαστημεί το Μωϋσή και το Θεό. Με αφορμή, λοιπόν, αυτές τις συκοφαντίες, που οι ίδιοι είχαν ενσπείρει, άρπαξαν με μίσος το Στέφανο και τον οδήγησαν μπροστά στο Συνέδριο, τάχα για να απολογηθεί. Η απολογία του Στεφάνου υπήρξε πρότυπο τόλμης και θάρρους. Χωρίς να φοβηθεί καθόλου, εξαπέλυσε λόγια – κεραυνούς εναντίον των Ιουδαίων. Και από υπόδικος, ορθώθηκε θυελλώδης ελεγκτής και κατήγορος. Τότε ακράτητοι από το μίσος οι Ιουδαίοι, τον έσυραν έξω από την πόλη, όπου τον θανάτωσαν με λιθοβολισμό. Εκεί φάνηκε και η μεγάλη συγχωρητικότητα του Στεφάνου προς τους εχθρούς του με τη φράση του, «Κύριε, μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην». Κύριε μη λογαριάσεις σ’ αυτούς την αμαρτία αυτή. *Εκ του ιστοτόπου «paraklisi.blogspot.com» της 27.12.2019. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
Ο ήλιος ο αισθητός, που ανατέλλει πάνω από τη γη, έχει δίπλα του συνακόλουθους, τα αστέρια της Άρκτου, του Ωρίωνα, της Πούλιας, ακόμα και του Αυγερινού. Ο Ήλιος όμως της Δικαιοσύνης, ο οποίος ακτινοβόλησε ανατέλλοντας μέσα από τους παρθενικούς κόλπους, δεν έχει ανάγκη τη συνδρομή από το φως των αστεριών, αλλά έθεσε τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο να λάμπει αυτός, δίπλα στις αθάνατες ακτίνες Του. Ο ήλιος, βαδίζοντας στο ουράνιο μονοπάτι του ανάμεσα στο βοριά και το νότο, πότε μεγαλώνει και πότε μικραίνει το φεγγοβόλημα της μέρας. Ο Κύριος, ερχόμενος από τον ουρανό για μας, αύξησε την Δικαιοσύνη και διατήρησε αμόλυντο και αμείωτο το φεγγοβόλημά της.
Ο ήλιος διαδέχεται τη νύχτα, Αυτός τον θάνατο αντιπαλεύει, εκείνος διώχνει το σκοτάδι, Αυτός ανατρέπει την αμαρτία, εκείνος φέγγει για δώδεκα ώρες, Αυτός αστράφτει στους αιώνες, εκείνος με τ’ αστέρια βαδίζει, Αυτός λάμπει με τους Αποστόλους, εκείνος τριγυρνάει ανάμεσα σε χρόνια και εποχές, Αυτός κηρύττεται με τους Προφήτες και τους Ευαγγελιστές, εκείνος με τη διαδρομή του τις ώρες υφαίνει, Αυτός τον λόγο της Εκκλησίας δυναμώνει. Εκείνον οι ζωγράφοι πάνω στο άρμα τον ζωγραφίζουν, Αυτόν οι σοφοί κατά Θεόν στη φάτνη αναπαυόμενο αναγγέλλουν.
Μια φάτνη η οποία σαν άλλος Ουρανός που περιβάλλεται με τη Χερουβική δόξα, μόνο με τον Θεϊκό θρόνο μπορεί να συγκριθεί, που περιέχει τη λογική τροφή, μια φάτνη που δέχτηκε Αυτόν που δημιούργησε την κάθε ζωή, μια φάτνη που βαστάει Αυτόν που βαστάει τα πάντα. Μια φάτνη που κατά χάριν έγινε πλατύτερη από την Πλάση όλη, για να χωρέσει Αυτόν που ολόκληρη η Κτίση δεν χωράει. Μια φάτνη που μας αναγγέλθηκε από τον αγγελιοφόρο αστέρα. Μια φάτνη που προτύπωσε το θυσιαστήριο, και ένα σπήλαιο που την Εκκλησία αποτέλεσε.
Ας μιμηθούμε λοιπόν και εμείς, τους ευσεβείς Μάγους, και αντιλαμβανόμενοι την εκκλησία ως Βηθλεέμ, ας ασπασθούμε το ιερό βήμα ως Σπήλαιο, το θυσιαστήριο ως Φάτνη, και αντί του Βρέφους, τον διά του Βρέφους ευλογημένο άρτο ας αγκαλιάσουμε. Έχοντας υπόψιν όλα αυτά ας δοξάσουμε σήμερα Αυτόν που και ο πρωτομάρτυρας Στέφανος ως Βασιλέα κηρύττει. Θαυμαστά πράγματα ενός θαυμαστού Βασιλέα! Χθες γεννήθηκε, και σήμερα ο Στέφανος σε Αυτόν προσφέρθηκε ως πραγματικό και έμψυχο στεφάνι, ως στεφάνι που πλέχτηκε και χαλκεύτηκε μόνο του. Ο Στέφανος, που στεφανώνοντας τον Βασιλέα στεφανώθηκε. Ο Στέφανος, το πολύανθο της πίστεως κλωνάρι, το μοσχομυρωδάτο της αγάπης ρόδο, το αμάραντο άνθος της ελπίδος, της χάριτος το λουλουδιασμένο βλαστάρι, της αιωνίου αμπέλου το κατάφορτο κλήμα, ο μελιστάλαχτος καρπός της αθανασίας.
Ο Στέφανος, το παρακλάδι του Σταυρωθέντος που στα Ουράνια φθάνει, που γεμάτος από κάθε καλό έργο και λόγο αποτέλεσε ακατάλυτο πύργο της ομολογίας και ασάλευτο οχύρωμα της υπομονής. Ο Στέφανος, ο σταυροφόρος αήττητος στρατιώτης της εγκράτειας και της ευσέβειας, ο έμψυχος στρατηλάτης, ο θαρραλέος ρήτορας, κατά των Χριστοκτόνων. Αλλά τόση ώρα λέγω, λέγω, και ακόμη τίποτα δεν έχω πει για τα γεγονότα. Ας αφήσουμε λοιπόν τη θεία Γραφή να στεφανώσει τον Στέφανο. Λέει λοιπόν η Γραφή, ότι ο Στέφανος πλήρης χάριτος και δυνάμεως «ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ». Άρα πώς λοιπόν να επαινέσω εγώ τον Στέφανο, όταν η ίδια η θεία χάρη τού έχει πλέξει στεφάνι, το στεφάνι που στεφανώνει τον κάθε μάρτυρα; Τι λόγο να προσθέσω εγώ στον λαμπρότερο μάρτυρα του κόσμου, με ποιες λέξεις να στολίσω αυτόν που έκανε πάμπολλα θαύματα;
Λέει λοιπόν η Γραφή ότι ο Στέφανος πλήρης χάριτος και δυνάμεως «ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ». Η θεία Χάρη και η θεία Δύναμη έπλεκαν ταυτόχρονα τον στέφανο του Στέφανου, προετοιμάζοντάς τον για τον καλόν αγώνα. Η μια τον κραταίωνε στην πίστη, και η άλλη τον ετοίμαζε για το μαρτύριο. Η μία για την διακονία, και η άλλη ως προς τον λόγο. Η μία προς το θάρρος, και η άλλη τον εκπαίδευε στην υπομονή. Η μία προς τα θαύματα, και η άλλη τον προετοίμαζε για τα κατορθώματα.
Η Χάρη και η Δύναμη που είναι βλαστάρια από την ίδια ρίζα, ζευγάρι παντοτινό, κλωνάρι από το ίδιο φυτό της πίστεως, παντοτινά ομόφωνες. Η Χάρη και η Δύναμη, τα πανέμορφα μάτια της ορθοδοξίας, ου δίδυμοι μαστοί της Εκκλησίας, οι συστρατιώτες του Χριστού. Οι άγρυπνοι φύλακες του Στέφανου. Λέει λοιπόν η Γραφή ότι ο Στέφανος ήταν «πλήρης χάριτος και δυνάμεως». Θυμιατήριο της Χάριτος ήταν ο Στέφανος, που ευωδίαζε το λιβάνι της αγιοσύνης. Πηγή της Χάριτος που ανέβλυζε τα παντοτινά νάματα της αρετής. Νείλος της Χάριτος που ξεχείλιζε από ευσέβεια. Αθλητής της Χάριτος ασυναγώνιστος από κάθε αντίπαλο.
Στρατιώτης της Χάριτος, που αντιπάλευε κάθε πανουργία και κάθε φοβέρα, και στέκονταν ακλόνητος σε κάθε επίθεση, δεχόμενος με καρτερία τους διωγμούς, θαυματοποιώντας, διώκοντας τα πάθη, γιατρεύοντας τις αρρώστιες, εκδιώκοντας τους δαίμονες, υπηρετώντας τους φτωχούς, ανακουφίζοντας τους ασθενείς, υπερασπίζοντας τις χήρες, προστατεύοντας τα ορφανά και τους αδικουμένους, αυξάνοντας το κήρυγμα, αναγγέλλοντας την πίστη· μιλώντας και καυχούμενος για τον Σταυρό, τους ήλους, τον κάλαμο, δοξάζοντας τα δεσμά, διακηρύττοντας τη λόγχη, που για χάρη μας έπληξε την πλευρά του Κυρίου, προσκυνώντας το Πάθος του Κυρίου που θανάτωσε τον θάνατο.
Προβάλλοντας τη Φάτνη, και υπερηφανευόμενος για τα Σπάργανα, εκθειάζοντας τα ραπίσματα, χωρίς να ντρέπεται για το δικαστήριο του Πιλάτου, χωρίς να κρατάει κρυφό τον Τάφο του Κυρίου, περήφανος για την Ανάσταση. Ελέγχοντας τους Ιουδαίους, ανατρέποντας τους Φαρισαίους, ντροπιάζοντας τους Σαδδουκαίους, αποστομώνοντας τους Γραμματείς. Ερμηνεύοντας τον Νόμο, και ερευνώντας τους Προφήτες, ανέλυε τις Γραφές κι εκεί ανακάλυπτε τον Χριστό να λάμπει. Αντιμετωπίζοντας και επιτιμώντας τους παράνομους σταυρωτές. Αντιμαχόμενος τους ασεβείς, κατατροπώνοντας με την πίστη τους απίστους Ιουδαίους, που αντιδρούσαν στο κήρυγμα του. «ἀνέστησαν δέ τινες τῶν ἐκ τῆς συναγωγῆς τῆς λεγομένης Λιβερτίνων καὶ Κυρηναίων καὶ Ἀλεξανδρέων καὶ τῶν ἀπὸ Κιλικίας καὶ Ἀσίας συζητοῦντες τῷ Στεφάνῳ, καὶ οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ ἐλάλει».
Μεγάλη η τρικυμία αλλά ο κυβερνήτης επουράνιος, πυκνή η θύελλα αλλά το πλοίο φέρει σταυρό, αλλεπάλληλες οι καταιγίδες αλλά η καρίνα είναι στέρεα. Δεν μπορούν τα κύματα να εξεγερθούν κατά του ουρανού, δεν μπορεί το πονηρό πνεύμα να αντιπαλέψει το επουράνιο. Δεν μπορεί να διαλυθεί το σκάφος που κυβερνάται από τη Ζωή. «ἀνέστησαν δέ τινες τῶν ἐκ τῆς συναγωγῆς τῆς λεγομένης Λιβερτίνων καὶ Κυρηναίων καὶ Ἀλεξανδρέων καὶ τῶν ἀπὸ Κιλικίας καὶ Ἀσίας συζητοῦντες τῷ Στεφάνῳ, καὶ οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ ἐλάλει». Και για ποιο λόγο η συζήτηση; Γι’ Αυτόν που κυοφορήθηκε μυστηριωδώς, γι’ Αυτόν που γεννήθηκε υπερφυσικά, γι’ Αυτόν που θήλασε πέρα από κάθε λογική. Πώς χωρίς ένωση η Παρθένος έγινε μητέρα, πώς και μετά τον τοκετό έμεινε παρθένος, πώς η φύση έδωσε την θέση της στο θαύμα, γιατί σαρκούμενος μέσω της Μαρίας δεν επέβαλε τις δικές Του αναλογίες, αλλά θέλησε ο Αχώρητος να συρρικνωθεί ως βρέφος; Πώς ενώ ήταν έμβρυο, δημιουργούσε όλα τα άλλα έμβρυα, πώς ενώ γεννιόταν παρείχε τη γέννηση σε όλους, πώς θήλαζε και ταυτόχρονα χορηγούσε σε όλα τα βρέφη τις πηγές του γάλακτος;
Αυτή είναι η διαφορά του Νόμου και της Χάριτος. Ο Νόμος καταδικάζει, η Χάρη συγχωρεί, ο Νόμος κολάζει η Χάρη σώζει, ο Νόμος υπηρετεί η Χάρη εξουσιάζει, ο Νόμος την αμαρτία φονεύει, η Χάρη την αμαρτία εξαφανίζει, ο Νόμος κρατάει το ξίφος η Χάρη το έλεος μεταχειρίζεται, ο Νόμος έχει θέση δήμιου, η Χάρη έχει εξουσία βασιλέως, ο Νόμος τον κατάδικο δένει με το σχοινί η Χάρη ως φιλάνθρωπη αφαιρεί του θανάτου το σύμβολο. Και ενώ έλεγε τα θεία αυτά λόγια περί της Χάριτος ο Στέφανος προς τους Ιουδαίους, αυτοί οι θεομάχοι σηκώθηκαν τον άρπαξαν και τον οδήγησαν στο Συνέδριο.
Όπου η αρπαγή εκεί και η Ιουδαϊκή συνδρομή, όπου η ταραχή εκεί και το μισόχριστο πλήθος τους, όπου φόνος άδικος μελετάται, εκεί και το συνέδριο των γραμματέων. Γιατί βεβηλώνεις την καθέδρα του Μωϋσή παράνομε Ιουδαίε; Γιατί μολύνεις τον θρόνο που στόλισε ο Νόμος; Ο Νόμος του Μωϋσή είπε: «Ου φονεύσεις, Ου ψευδομαρτυρήσεις». Ή λοιπόν τήρησε τον Νόμο ή από τον τόπο αυτόν απομακρύνσου. Αυτοί όμως έφεραν ψευδομάρτυρες που έλεγαν «Ο άνθρωπος αυτός δεν σταματά να βλαστημά αυτόν τον άγιο τόπο και το Νόμο. Τον ακούσαμε να λέει ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος θα αφανίσει τον τόπο αυτόν και θα αλλάξει τα έθιμα που μας παρέδωσε ο Μωυσής». Ακόμα έβαλαν και άλλους να λένε ψέματα ότι «ακούσαμε αυτόν να λέει βλάσφημα πράγματα για τον Μωϋσή και τον Θεό».
Τώρα τον Μωϋσή θαυμάζεις συκοφάντη, τώρα τον τιμάς ως νομοθέτη, ενώ όταν ζούσε τον έφτυνες; Τώρα ως τηρητής του Νόμου οργίζεσαι και αγανακτείς, και υπερασπιζόμενος τον Θεό, θέλεις να εκδικηθείς; Εσύ δεν λιθοβόλησες τον Μωυσή; Εσύ δεν προτίμησες αντί του Θεού τα πέτρινα και τα ξύλινα είδωλα; Και τώρα για να κάνεις φόνο, σαν δικαιολογία χρησιμοποιείς την ευλάβεια; Για να χύσεις αίμα αθώου υποκρίνεσαι τον θεοσεβή; Όπως τότε, έτσι και τώρα μπερδεύεις την αλήθεια. Και τότε με θρασύτητα βλαστημούσες και τώρα με ασέβεια τιμάς. Εσύ που πάντα είσαι μέσα στα αίματα, εσύ που πάντα φτιάχνεις συμμορίες ψευδομαρτύρων. «Παρουσίασαν λοιπόν ψευδομάρτυρες που έλεγαν ότι ο άνθρωπος αυτός δεν σταματά να λέει λόγια εναντίον του Μωυσή και του Θεού και κατά του αγίου αυτού τόπου και του Νόμου»
Ποια λόγια; «Ακούσαμε αυτόν να λέει ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος, θα καταστρέψει αυτόν τον τόπο» Και τι λοιπόν; Αν σκοτώσεις τον Στέφανο, δεν θα καταστραφεί ο τόπος; ή μάλλον δεν θα καταστραφεί επειδή και τον Κύριο και τον δούλο σκότωσες; Επειδή μαζί με τον ποιμένα θυσίασες και το πρόβατο, μαζί με τον Βασιλέα κατάσφαξες και τον στρατιώτη; Δεν μπορεί πόλις να σταθεί αν έχει θανατωθεί ο Βασιλέας. Ούτε μπορεί να τιμάται ο Ναός όταν έχει γίνει ο φόνος του Δεσπότη. Μήπως ο Στέφανος είπε, το «θα μείνει ο οίκος σας έρημος»; Μήπως ο Στέφανος είπε, το «δεν θα μείνει στον Ναό λίθος επί λίθου»; Παράδοξο πράγμα και παράλογο! Να το λέει ο Θεός και να δικάζεται ο άνθρωπος! Να το αποφασίζει ο Θεός και να κατηγορείται ο άνθρωπος! Ο Βασιλιάς να πραγματοποιεί και ο στρατιώτης να ευθύνεται! Εσύ είσαι αίτιος αυτής της καταστροφής Ιουδαίε! Έμπηξες τον σταυρό και ανακάτεψες την Ιερουσαλήμ, και είπες «το αίμα Αυτού πάνω μας και πάνω στα παιδιά μας». Δέξου λοιπόν τώρα την καταδίκη που σου όρισε.
Και λέει η Γραφή «ο Στέφανος γεμάτος από Πνεύμα Άγιο, κοίταξε στον ουρανό και είδε τη δόξα του Θεού και τον Ιησού να στέκεται όρθιος στα δεξιά του Θεού». Τότε πως ο Παύλος λέει «κάθισε στα δεξιά του θρόνου της μεγαλοσύνης του Θεού στα υψηλά»; Ποια ήταν η αιτία για να σηκωθεί; Ποιο σοβαρό γεγονός τον έκανε να σηκωθεί από τον πατρικό θρόνο; Είδε τον αθλητή που αγωνίζεται και σηκώθηκε για να βραβεύσει τη νίκη του. Είδε αυτόν που πετάει στον αέρα και άνοιξε τους ουράνιους λιμένες. «Μη φοβάσαι λοιπόν Στέφανε κανείς δεν πρόκειται να αδικήσει τον αγώνα σου. Σηκώθηκα από τον θρόνο γιατί στα δεξιά μου θέλω να σε βάλω. Γιατί βλέπω την τολμηρή πίστη σου σε μένα που σταυρώθηκα. Εγώ είμαι εκείνος που είδες πάνω στο ξύλο με σάρκα κρεμασμένο, για αυτή σου τη πίστη σε βραβεύω.
Εγώ είμαι ο αγωνοθέτης του μαρτυρίου αλλά και ο αθλητής. Πάνω στον σταυρό πάλεψα σαν σε παλαίστρα. Με συνέλαβαν και τον αντίπαλο διάβολο κατατρόπωσα. Μη φοβάσαι αυτούς που σε πετροβολούν, χωρίς να θέλουν σου φτιάχνουν σκάλα που οδηγεί στον ουρανό. Μη φοβάσαι αυτούς που σε πετροβολούν, σκαλιά για να ανέβεις στα ουράνια γίνονται οι πέτρες. Μη φοβάσαι τις πέτρες, μέσα σου κουβαλάς τον ακρογωνιαίο λίθο Ιησού Χριστό». Η δόξα και η δύναμή Του εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. *Εκ του ιστολογίου «Η Άλλη Όψις» της 27.12.2015. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
Αυτός ο μακάριος Πρωτομάρτυρας και Αρχιδιάκονος Στέφανος, όταν έγινε μια φορά συζήτησις μεταξύ Ιουδαίων και Σαδδουκαίων και Φαρισαίων και Ελληνιστών σχετικά με τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, και άλλοι μεν έλεγαν, ότι είναι Προφήτης, άλλοι ότι είναι πλάνος και άλλοι, ότι είναι Υιός Θεού, όταν, λέω, έγινε αυτή η συζήτησις, τότε ο πανύμνητος Στέφανος στάθηκε επάνω σε έναν τόπο υψηλό και κήρυξε σε όλους τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, λέγοντας· «Άνδρες αδελφοί, γιατί αυξήθηκαν τόσο οι κακίες σας και είναι ταραγμένη όλη η Ιερουσαλήμ; Μακάριος είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος δεν ένιωσε στην καρδιά του δισταγμό για τον Ιησού Χριστό. Διότι αυτός είναι, που έγειρε τους Ουρανούς και κατέβηκε για τις αμαρτίες μας και γεννήθηκε από την Παρθένο την Αγία και καθαρή και διαλεγμένη πριν από την αρχή του κόσμου. Αυτός πήρε τις ασθένειές μας, και κράτησε τις νόσους. Αυτός έκανε να ξαναβρούν το φως τους οι τυφλοί. Αυτός καθάρισε τους λεπρούς και έδιωξε τα δαιμόνια από τους δαιμονισμένους». Οι Ιουδαίοι, μόλις τα άκουσαν αυτά, τον έφεραν στο δικαστήριο μπροστά στους αρχιερείς, επειδή δεν μπορούσαν να αντισταθούν στην σοφία και στη δύναμη του Αγίου Πνεύματος με την οποία μιλούσε ο θείος Στέφανος. Έπειτα παρουσίασαν ψευδομάρτυρες, οι οποίοι μαρτύρησαν κατά του Αποστόλου τα εξής λέγοντας· «Εμείς ακούσαμε, ότι αυτός λέει λόγια βλάσφημα εναντίον του τόπου αυτού της Ιερουσαλήμ, και εναντίον του θεϊκού νόμου». Και αφού είπαν αυτά και όλα τα υπόλοιπα, όσα διηγούνται οι ιερές Πράξεις των Αποστόλων στο έβδομο κεφάλαιο, τότε γύρισαν τα μάτια τους στον Στέφανο όλοι όσοι κάθονταν στο δικαστήριο και είδαν το πρόσωπό του τόσο λαμπρό, σαν να ήταν πρόσωπο Αγγέλου. Γι’ αυτό, επειδή δεν άντεχαν την ντροπή, τον λιθοβόλησαν, ενώ αυτός προσευχόταν γι’ αυτούς και έλεγε· «Κύριε μην τους καταλογίσεις αυτή την αμαρτία». Και, αφού είπε αυτά, κοιμήθηκε. Αφού λοιπόν ο Πρωτομάρτυρας με την πτώση, που την νόμιζαν δική του γκρέμισε κάτω τον αντίπαλο Διάβολο και τον κατέστησε πτώμα μέγιστο και εξαίσιο, και αφού κοιμήθηκε με τον γλυκό ύπνο του μαρτυρίου, πήραν το ιερό του σώμα άνδρες ευλαβείς και το έβαλαν μέσα σε ένα κιβώτιο ξύλινο κατασκευασμένο από ξύλο περσέας· δηλαδή ροδακινιάς. Και, αφού το σφράγισαν, το απέθεσαν στα πλάγια μέρη του Ναού. Τότε και ο νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ και ο υιός του Αβελβούς πίστεψαν στον Χριστό. Κάι βαπτίσθηκαν από τους Αποστόλους. Τελείται δε η Σύναξις του Αγίου Στεφάνου στον μαρτυρικό του Ναό, ο οποίος είναι κοντά στον τόπο τον αποκαλούμενο Κωνσταντιανά. Σημείωσε ότι ο Άγιος Στέφανος λιθοβολήθηκε τρία χρόνια μετά την Ανάληψη του Χριστού, σύμφωνα με τους πιο ακριβείς χρονολόγους. *Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής, τ. Β΄, Δεκεμβρίου, εκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη Άγιον Όρος, σ. 395-397. *Αναδημοσίευση εκ του ιστολογίου «Πεμπτουσία». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
Η αγία μας Εκκλησία είναι συνυφασμένη με το διωγμό και το μαρτύριο. Είναι δομημένη με το αίμα εκατομμυρίων καλλίμαχων μαρτύρων, οι οποίοι αποτελούν και το μόνιμο καύχημά Της. Το χρώμα της είναι το κόκκινο από τους ποταμούς των αιμάτων κατά των διαχρονικών πιστών. Οι ειδικοί υπολογίζουν πως με τους μετριότερους υπολογισμούς περισσότεροι από ένδεκα εκατομμύρια Χριστιανοί έχυσαν το τίμιο αίμα τους για τη νέα πίστη. Είναι ευνόητο πως τα νήματα του πολέμου κατά της Εκκλησίας κινεί ο θεομάχος και ανθρωποκτόνος διάβολος, ο οποίος μισεί θανάσιμα το ανθρώπινο γένος και επιδιώκει τη ματαίωση της εν Χριστώ σωτηρίας του.
Πρώτο θύμα του λυσσαλέου πολέμου ο αρχιδιάκονος της πρώτης Εκκλησίας Στέφανος, άνδρας πλήρης «πνεύματος και σοφίας» (Πραξ.6,3). Ήταν ένας από τους επτά διακόνους, τους οποίους εξέλεξε η χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων για να διακονούν τους πιστούς στις «αγάπες», δηλαδή στα κοινά τραπέζια, ώστε να εκλείψουν τα παράπονα από τους ελληνιστές πιστούς, οι οποίοι παραθεωρούνταν σ’ αυτά.
Το όνομά του είναι ελληνικό που σημαίνει τον άνθρωπο που φορά στεφάνι, στέμμα, δηλαδή τον διαλεχτό και αξιόλογο άνθρωπο. Ήταν πιθανότητα ελληνικής καταγωγής και είχε μόρφωση και ήθος, τα οποία τον καθιστούσαν ξεχωριστό στην Ιερουσαλήμ. Ασκούσε τη διακονία που του ανέθεσε η Εκκλησία με ιδιαίτερο ζήλο, υπηρετώντας τις χήρες, τα ορφανά, τους ασθενείς, τους φτωχούς και όλους τους καταφρονεμένους. Θεωρούσε με θέρμη ότι υπηρετούσε στα πρόσωπα των ενδεών αδελφών του τον ίδιο το Χριστό.
Αλλά δεν εξαντλούνταν η δραστηριότητά του μόνο στον τομέα της κοινωνικής διακονίας. Αξιοποιώντας τα φυσικά του χαρίσματα, δίδασκε το λόγο του Θεού με ιδιαίτερη θέρμη. Μάλιστα αξιώθηκε από το Θεό να κάνει «τέρατα και σημεία εν τω λαώ» (Πραξ.6,8), ώστε να μέσω αυτών να δοξάζεται ο αληθινός Τριαδικός Θεός και να τελεσφορεί το σωτήριο κήρυγμα της νεαρής Εκκλησίας.
Αυτό όμως εξόργισε τους φανατικούς Ιουδαίους, οι οποίοι είχαν αρχίσει σκληρό διωγμό εναντίον της νέας πίστεως, η οποία ήδη είχε διαφοροποιηθεί από τον ιουδαϊσμό. Ορισμένα από τα μέλη της συναγωγής των λεγομένων Λιβερτίνων, των Κυνηναίων και Αλεξανδρέων, καθώς και κάποιοι από των Ιουδαίων που κατάγονταν από την Κιλικία και την Ασία κάλεσαν τον Στέφανο να συζητήσουν μαζί τους για τη νεοφανή πίστη. Αλλά δε μπόρεσαν να τον αντικρούσουν, «ουκ ίσχυον αντιστήναι τη σοφία και τω πνεύματι ω ελάλει» (Πραξ.6,10).
Τότε σκέφτηκαν να τον συκοφαντήσουν ότι δήθεν άκουσαν «αυτού λαλούντος ρήματα βλάσφημα εις Μωυσήν και τον Θεόν» (Πραξ.6,11). Τον παρέδωσαν στον φανατισμένο όχλο και στους άτεγκτους πρεσβυτέρους και γραμματείς για παραδειγματική τιμωρία. Επίσης τον παρέπεμψαν στο συνέδριο να δικαστεί και επιστράτευσαν ψευδομάρτυρες, οι οποίοι υποστήριζαν πως «ο άνθρωπος ούτος ου παύεται ρήματα βλάσφημα λαλών κατά του τόπου του αγίου τόπου. Ακηκόαμεν γαρ αυτού λέγοντος ότι Ιησούς ο Ναζωραίος ούτος καταλύσει τον τόπον τούτον και αλλάξει τα έθη α παρέδωκεν ημίν Μωυσής» (Πραξ.6,14). Αλλά την ώρα που ξεστόμιζαν εναντίον του τις ψευδομαρτυρίες είδαν να λάμπει το πρόσωπό του και να μοιάζει με άγγελος του Θεού.
Ο Στέφανος πήρε θάρρος και έκανε μια καταπληκτική απολογία, εξιστορώντας τις δωρεές του Θεού προς τον ιουδαϊκό λαό, και στηλιτεύοντας με έμφαση τις αποστασίες των προγόνων του. Αλλά και τους συγχρόνους του, καταλήγοντας ως εξής: «Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδίᾳ και τοις ωσίν, υμείς αεὶ τω Πνεύματι τω Αγίῳ αντιπίπτετε, ως οι πατέρες υμών και υμείς. Τίνα των προφητών ουκ εδίωξαν οι πατέρες υμών; και απέκτειναν τους προκαταγγείλαντας περὶ της ελεύσεως του δικαίου, ου νυν υμείς προδόται και φονείς γεγένησθε· οίτινες ελάβετε τον νόμον εις διαταγὰς αγγέλων, και ουκ εφυλάξατε» (Πραξ.7,51-53).
Οι δικαστές του όταν άκουσαν την θαρραλέα απολογία του Στεφάνου άρχισαν να τρίζουν τα δόντια τους από θυμό και αγανάκτηση. Εκείνος σηκώνοντας τα μάτια τους τον ουρανό είδε την δόξα του Θεού και τον Κύριο Ιησού Χριστό να στέκεται δίπλα στο θρόνο της Θεότητας και είπε «ιδοὺ θεωρώ τους ουρανοὺς ανεῳγμένους και τον υιὸν του ανθρώπου εκ δεξιών του Θεού εστώτα» (Πραξ.7,56). Όταν άκουσαν αυτά έφριξαν, κλείνοντας τα αφτιά τους, να μην ακούν τις δήθεν βλασφημίες του αγίου άνδρα.
Αμέσως τον άρπαξαν και τον οδήγησαν έξω της πόλεως να τον σκοτώσουν με λιθοβολισμό. Μαζί τους ήταν και κάποιος νεαρός ονόματι Σαούλ, ο οποίος φύλαγε τα ρούχα των δημίων, που λιθοβολούσαν τον Στέφανο. Πρόκειται για τον απόστολο Παύλο, ο οποίος αργότερα θα μεταστρέφονταν και θα γινόταν ο θερμότερος απόστολος του Χριστού. Τη στιγμή του μαρτυρίου του ο Στέφανος προσεύχονταν «Κύριε Ιησού, δέξαι το πνεύμα μου. Θεις δε τα γόνατα έκραξε φωνή μεγάλη· Κύριε, μη στήσῃς αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην. Και τούτο ειπὼν εκοιμήθη» (Πραξ.7,60).
Αυτός ήταν ο πρωτομάρτυρας Στέφανος, αληθινός αναγεννημένος εν Χριστώ άνθρωπος, γνήσιος τύπος του Σωτήρος Χριστού. Το ηρωικό του παράδειγμα θα συνεχίσουν εκατομμύρια ομολογητές της αληθινής πίστεως, οι οποίοι θα σμίξουν το δικό τους αίμα με το τίμιο αίμα του Στεφάνου, για να ποτίζει εσαεί το δένδρο της σωτηρίας του κόσμου. Η δύστηνη εποχή μας έχει απόλυτη ανάγκη από ηρωικά πρότυπα σαν αυτό του αγίου Στεφάνου, προκειμένου να πορευτεί η ανθρωπότητα το δρόμο της εν μέσω «σκιάς θανάτου» (Ματθ.4,16). *Λάμπρου Σκόντζου - Θεολόγου. Εκ του ιστολογίου «Ακτίνες» της 26.12.2023. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
Ηαγία μας Εκκλησία είναι συνυφασμένη με το διωγμό και το μαρτύριο. Είναι δομημένη με το αίμα εκατομμυρίων καλλίμαχων μαρτύρων, οι οποίοι αποτελούν και το μόνιμο καύχημά Της. Το χρώμα της είναι το κόκκινο από τους ποταμούς των αιμάτων κατά των διαχρονικών πιστών. Οι ειδικοί υπολογίζουν πως με τους μετριότερους υπολογισμούς περισσότεροι από ένδεκα εκατομμύρια Χριστιανοί έχυσαν το τίμιο αίμα τους για τη νέα πίστη. Είναι ευνόητο πως τα νήματα του πολέμου κατά της Εκκλησίας κινεί ο θεομάχος και ανθρωποκτόνος διάβολος, ο οποίος μισεί θανάσιμα το ανθρώπινο γένος και επιδιώκει τη ματαίωση της εν Χριστώ σωτηρίας του.
Πρώτο θύμα του λυσσαλέου πολέμου ο αρχιδιάκονος της πρώτης Εκκλησίας Στέφανος, άνδρας πλήρης «πνεύματος και σοφίας» (Πραξ.6,3). Ήταν ένας από τους επτά διακόνους, τους οποίους εξέλεξε η χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων για να διακονούν τους πιστούς στις «αγάπες», δηλαδή στα κοινά τραπέζια, ώστε να εκλείψουν τα παράπονα από τους ελληνιστές πιστούς, οι οποίοι παραθεωρούνταν σ’ αυτά.
Το όνομά του είναι ελληνικό που σημαίνει τον άνθρωπο που φορά στεφάνι, στέμμα, δηλαδή τον διαλεχτό και αξιόλογο άνθρωπο. Ήταν πιθανότητα ελληνικής καταγωγής και είχε μόρφωση και ήθος, τα οποία τον καθιστούσαν ξεχωριστό στην Ιερουσαλήμ. Ασκούσε τη διακονία που του ανέθεσε η Εκκλησία με ιδιαίτερο ζήλο, υπηρετώντας τις χήρες, τα ορφανά, τους ασθενείς, τους φτωχούς και όλους τους καταφρονεμένους. Θεωρούσε με θέρμη ότι υπηρετούσε στα πρόσωπα των ενδεών αδελφών του τον ίδιο το Χριστό.
Αλλά δεν εξαντλούνταν η δραστηριότητά του μόνο στον τομέα της κοινωνικής διακονίας. Αξιοποιώντας τα φυσικά του χαρίσματα, δίδασκε το λόγο του Θεού με ιδιαίτερη θέρμη. Μάλιστα αξιώθηκε από το Θεό να κάνει «τέρατα και σημεία εν τω λαώ» (Πραξ.6,8), ώστε να μέσω αυτών να δοξάζεται ο αληθινός Τριαδικός Θεός και να τελεσφορεί το σωτήριο κήρυγμα της νεαρής Εκκλησίας.
Αυτό όμως εξόργισε τους φανατικούς Ιουδαίους, οι οποίοι είχαν αρχίσει σκληρό διωγμό εναντίον της νέας πίστεως, η οποία ήδη είχε διαφοροποιηθεί από τον ιουδαϊσμό. Ορισμένα από τα μέλη της συναγωγής των λεγομένων Λιβερτίνων, των Κυνηναίων και Αλεξανδρέων, καθώς και κάποιοι από των Ιουδαίων που κατάγονταν από την Κιλικία και την Ασία κάλεσαν τον Στέφανο να συζητήσουν μαζί τους για τη νεοφανή πίστη. Αλλά δε μπόρεσαν να τον αντικρούσουν, «ουκ ίσχυον αντιστήναι τη σοφία και τω πνεύματι ω ελάλει» (Πραξ.6,10). Τότε σκέφτηκαν να τον συκοφαντήσουν ότι δήθεν άκουσαν «αυτού λαλούντος ρήματα βλάσφημα εις Μωυσήν και τον Θεόν» (Πραξ.6,11).
Τον παρέδωσαν στον φανατισμένο όχλο και στους άτεγκτους πρεσβυτέρους και γραμματείς για παραδειγματική τιμωρία. Επίσης τον παρέπεμψαν στο συνέδριο να δικαστεί και επιστράτευσαν ψευδομάρτυρες, οι οποίοι υποστήριζαν πως «ο άνθρωπος ούτος ου παύεται ρήματα βλάσφημα λαλών κατά του τόπου του αγίου τόπου. Ακηκόαμεν γαρ αυτού λέγοντος ότι Ιησούς ο Ναζωραίος ούτος καταλύσει τον τόπον τούτον και αλλάξει τα έθη α παρέδωκεν ημίν Μωυσής» (Πραξ.6,14). Αλλά την ώρα που ξεστόμιζαν εναντίον του τις ψευδομαρτυρίες είδαν να λάμπει το πρόσωπό του και να μοιάζει με άγγελος του Θεού.
Ο Στέφανος πήρε θάρρος και έκανε μια καταπληκτική απολογία, εξιστορώντας τις δωρεές του Θεού προς τον ιουδαϊκό λαό, και στηλιτεύοντας με έμφαση τις αποστασίες των προγόνων του. Αλλά και τους συγχρόνους του, καταλήγοντας ως εξής: «Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδίᾳ και τοις ωσίν, υμείς αεὶ τω Πνεύματι τω Αγίῳ αντιπίπτετε, ως οι πατέρες υμών και υμείς. Τίνα των προφητών ουκ εδίωξαν οι πατέρες υμών; και απέκτειναν τους προκαταγγείλαντας περὶ της ελεύσεως του δικαίου, ου νυν υμείς προδόται και φονείς γεγένησθε· οίτινες ελάβετε τον νόμον εις διαταγὰς αγγέλων, και ουκ εφυλάξατε» (Πραξ.7,51-53).
Οι δικαστές του όταν άκουσαν την θαρραλέα απολογία του Στεφάνου άρχισαν να τρίζουν τα δόντια τους από θυμό και αγανάκτηση. Εκείνος σηκώνοντας τα μάτια τους τον ουρανό είδε την δόξα του Θεού και τον Κύριο Ιησού Χριστό να στέκεται δίπλα στο θρόνο της Θεότητας και είπε «ιδοὺ θεωρώ τους ουρανοὺς ανεῳγμένους και τον υιὸν του ανθρώπου εκ δεξιών του Θεού εστώτα» (Πραξ.7,56). Όταν άκουσαν αυτά έφριξαν, κλείνοντας τα αφτιά τους, να μην ακούν τις δήθεν βλασφημίες του αγίου άνδρα.
Αμέσως τον άρπαξαν και τον οδήγησαν έξω της πόλεως να τον σκοτώσουν με λιθοβολισμό. Μαζί τους ήταν και κάποιος νεαρός, ονόματι Σαούλ, μαθητευόμενος φαρισαίος, ο οποίος φύλαγε τα ρούχα των δημίων, που λιθοβολούσαν τον Στέφανο. Πρόκειται για τον απόστολο Παύλο, ο οποίος αργότερα θα μεταστρέφονταν και θα γινόταν ο θερμότερος απόστολος του Χριστού. Τη στιγμή του μαρτυρίου του ο Στέφανος προσεύχονταν «Κύριε Ιησού, δέξαι το πνεύμα μου. Θεις δε τα γόνατα έκραξε φωνή μεγάλη· Κύριε, μη στήσῃς αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην. Και τούτο ειπὼν εκοιμήθη» (Πραξ.7,60). Η μνήμη του τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου.
Αυτός ήταν ο πρωτομάρτυρας Στέφανος, αληθινός αναγεννημένος εν Χριστώ άνθρωπος, γνήσιος τύπος του Σωτήρος Χριστού. Το ηρωικό του παράδειγμα θα συνεχίσουν εκατομμύρια ομολογητές της αληθινής πίστεως, οι οποίοι θα σμίξουν το δικό τους αίμα με το τίμιο αίμα του Στεφάνου, για να ποτίζει εσαεί το δένδρο της σωτηρίας του κόσμου. *Εκ του ιστολογίου «ekklisiaonline.gr» της 27.12.2021. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.