Ο Όσιος Πατήρ ημών Δανιήλ,έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Λέοντος Α΄του Μεγάλου (457-474),
του επικαλουμένου Μακέλλη.
Καταγόταν από τη Μεσοποταμία της Συρίας, από την περιφέρεια των Σαμοσάτων.
Ο πατέρας του Ηλίας και η μητέρα του Μάρθα ήταν προηγουμένως άτεκνοι και είχαν γι' αυτό μεγάλη θλίψη.
Μη μπορώντας η Μάρθα να υποφέρει άλλο από την πολύχρονη στείρωση,
βγήκε τα μεσάνυχτα κρυφά από την οικία της.
Ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, και προσευχόμενη με δάκρυα πολλά έλεγε στον πολυεύσπλαχνο Θεό:
«Δέσποτα και βασιλιά όλης της κτίσης, Εσύ έπλασες τον άνθρωπο,
αρσενικό και θηλυκό,
προστάζοντας τους ν' αυξάνονται και να πληθύνονται. Παρακαλώ την ευσπλαχνία σου,
παντοδύναμε,
λυπήσου με την ανάξια.
Λύσε τη στείρωση της κοιλίας μου, δίνοντας και σε μένα τεκνογονία.
Χάρισέ μου ένα παιδί, όπως χάρισες στη Σάρρα, στα γηρατειά της,
τον Ισαάκ,
στην Άννα το Σαμουήλ και στην Ελισάβετ τον Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Και σου υπόσχομαι να σου αφιερώσω το παιδί που θα γεννήσω, όπως έκαμε και η Άννα».
Αφού τέλειωσε την προσευχή της, μπήκε μέσα στην οικία της και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Μόλις αποκοιμήθηκε, βλέπει σε όραμα ότι κατέβηκαν από τον ουρανό κάτι φωτεινά σημεία σαν δίσκοι στρογγυλοί και στάθηκαν πάνω από την κεφαλή της. Ίσως αυτό να σήμαινε την αγιότητα του παιδιού που επρόκειτο να γεννηθεί. Γιατί μετά το όραμα συνέλαβε και γέννησε το μακάριο Δανιήλ. Όταν έφθασε το παιδί στα πέντε του χρόνια, το πήγαν οι γονείς του σε μοναστήρι και το αφιέρωσαν στο Θεό, όπως υποσχέθηκαν. Ο ηγούμενος όμως δεν το δέχτηκε στη μονή μέχρι που να μεγαλώσει και να αναχωρήσει από τον κόσμο με την θέληση του. Όταν μεγάλωσε λοιπόν ο Δανιήλ, καταφρόνησε συγγενείς και φίλους, πλούτο και δόξα και κοσμικές απολαύσεις για την αγάπη του Δημιουργού του. Πήγε σ' ένα κοινόβιο και πέφτοντας στα πόδια του Γέροντα τον παρακαλούσε να τον κουρεύσει μοναχό. Ο ηγούμενος όμως βλέποντας τον πολύ νεαρό δίσταζε. Φοβόταν μήπως δεν μπορέσει να υποφέρει την κακοπάθεια και προσπαθούσε να τον εμποδίσει γιατί ήταν μόλις δώδεκα χρονών. Τον συμβούλευε να περιμένει ακόμα λίγο καιρό για να μπορέσει να αντέχει στην άσκηση,τη νηστεία και την αγρυπνία.
Αλλά ο Δανιήλ του απάντησε: «Και εγώ πάτερ μου, για τους λόγους αυτούς θέλω να γίνω μοναχός. Για να απαρνηθώ τα του κόσμου, και να ζήσω με το Χριστό». Προσπάθησε ο ηγούμενος ξανά με διάφορα λόγια να τον εμποδίσει, αλλά δεν μπόρεσε. Τότε συμβουλεύτηκε τους αδελφούς της μονής, που όταν είδαν την τόση προθυμία του παιδιού, συγκατατέθηκαν και έμεινε ο Δανιήλ στη συνοδεία τους. Ήταν από την αρχή ο μακάριος, ασκητικότατος, και μέρα με τη μέρα προόδευε στην αρετή. Όταν έμαθαν την ενάρετη ζωή του οι γονείς του χάρηκαν πολύ. Πήγαν στο μαναστήρι και παρακάλεσαν τον ηγούμενο να τον κάμει μοναχό μπροστά τους. Δεν τους αρνήθηκε ο ηγούμενος. Τον κούρεψε μοναχό, αλλά τους παράγγειλε να μην έρχονται συχνά στο μοναστήρι. Ύστερα από πολλά χρόνια κοινοβιακής ζωής πεθύμησε ο θειότατος να πάει στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει στους Αγίους Τόπους. Ήθελε ακόμα να δει και τον περίφημο Συμεών το Στυλίτη, να πάρει την ευλογία του. Γι' αυτό ζήτησε από τον Γέροντα άδεια να φύγει, αλλά εκείνος δεν ήθελε με κανένα τρόπο να τον αφήσει. Ύστερα όμως δέχτηκε, γιατί ήταν ανάγκη να πάει για κάτι εκκλησιαστικές υποθέσεις στην Αντιόχεια, και πήρε με τους άλλους αδελφούς, και τον Δανιήλ στη συνοδεία του. Αφού άφησαν πίσω τους πολλούς τόπους έφτασαν και στο χωριό Τελλαδάν, όπου ασκήτευε ο Όσιος Συμεών ο Στυλίτης.
Όταν πλησίασαν στο στύλο εντυπωσιάστηκαν από το πώς αυτός ο άνθρωπος ζούσε μέσα σε τόση στέρηση, σε τόσο ύψος. Και υπέμενε ο γενναίος αυτός ασκητής τη ψύχρα του χειμώνα, τον καύσωνα του καλοκαιριού, τη μανία των ανέμων και τη δριμύτητα των βροχών. Βλέποντας τον ο Δανιήλ όχι μόνο θαύμαζε αλλά «θείω ζήλω» κινούμενος ήθελε να τον μιμηθεί. Όταν μετά οι αδελφοί φώναξαν προς τον Όσιο και τον χαιρέτισαν, έσκυψε ο ευλογημένος το κεφάλι του, από το ύψος του στύλου και τους είπε να βάλλουν μια σκάλα που είχε εκεί κοντά, για ν' ανέβουν. Ο Δανιήλ μόλις άκουσε την πρόσκληση, έτρεξε πρόθυμα. Ανέβηκε τη σκάλα και όταν έφτασε στον Όσιο, τον ασπάστηκε με ευλάβεια. Ο Μέγας Συμεών τον ευλόγησε και του προφήτευσε τη μέλλουσα αρετή του λέγοντας: «Πολέμα γενναία παιδί μου, γιατί πολλούς πόνους πρόκειται να υπομείνεις για τον Κύριο. Ο Θεός θέλει να σου δώσει δύναμη και βοήθεια να νικήσεις το ψυχοφθόρο δαίμονα μέχρι τέλους». Παίρνοντας λοιπόν την ευχή του οσίου Συμεών, έφυγε ο Δανιήλ με τους άλλους αδελφούς. Σε λίγο καιρό, ο ηγούμενος κοιμήθηκε και μη έχοντας Γέροντα, διάλεξαν σαν τον πιο ενάρετο, τον Δανιήλ. Αυτός όμως έχοντας το νου του αδιάλειπτα ενωμένο με την προσευχή, αρνήθηκε το αξίωμα του ηγουμένου. Αλλά οι μοναχοί, που τον γνώριζαν σαν ασφαλή οδηγό τον πίεζαν να δεχτεί. Αυτός όμως έφυγε κρυφά και πήγε στον αγαπημένο του Συμεών.
Αφού έμεινε μαζί του λίγες μέρες, του ζήτησε ευλογία να πάει στα Ιεροσόλυμα πρώτα να προσκυνήσει και μετά να κατοικήσει μέσα στην έρημο. Ο Όσιος Συμεών τον εμπόδιζε, λέγοντας ότι υπήρχε κίνδυνος από τις επιδρομές των βαρβάρων. Ο νέος όμως εμπυρωμένος από το Θείο έρωτα, δεν υπάκουσε. Αλλά ξεκίνησε αμέσως την πεζοπορία έχοντας τις ελπίδες του στο Θεό. Ενώ περπατούσε συνάντησε ένα μοναχό με κάτασπρα γένια που έμοιαζε πολύ με τον Όσιο Συμεών. Τον ρώτησε ο μοναχός προς τα πού πήγαινε και ο Δανιήλ του απάντησε: «Εάν θέλει ο Θεός στα Ιεροσόλυμα». Τότε του λέγει ο κατάλευκος Γέροντας: «Καλά είπες, αν θέλει ο Θεός. Μάθε όμως ότι δεν είναι θέλημα Θεού να θέσεις τη ζωή σου σε κίνδυνο. Δεν άκουσες την ταραχή και τη σύγχιση που επικρατούν εκεί;». Και ο Δανιήλ του απάντησε: «Το άκουσα, αλλά έχω την ελπίδα μου στο Θεό, και ελπίζω ότι δε θα μου τύχει κανένα κακό». Όταν είδε ο Γέροντας την επιμονή του, του είπε με σοβαρότερο ύφος: «Άκουσε τα λόγια μου και είναι για το συμφέρον σου παιδί μου. Προς το παρόν μην πας εκεί. Πήγαινε στο Βυζάντιο να προσκυνήσεις τις πολλές εκκλησίες και να δεις ιερά και άξια πράγματα. Εάν έχεις πόθο να ησυχάσεις, πήγαινε στη Θράκη ή στον Πόντο. Μη νομίζεις ότι μόνο στα Ιεροσόλυμα βρίσκεται ο απεριόριστος Θεός. Είναι πανταχού παρών». Και ενώ συνομιλούσαν ο δρόμος τούς έβγαλε σ' ένα μοναστήρι.
Ο νέος ρώτησε τον Γέροντα εάν ήθελε να παραμείνουν εκεί μέχρι την επομένη. Του λέγει ο Γέροντας: «Πήγαινε πρώτα εσύ και έρχομαι μετά εγώ». Μπήκε ο Δανιήλ,περίμενε τον παράδοξο Γέροντα, αλλά δε φάνηκε καθόλου. Αφού δείπνησε με τους αδελφούς, τη νύχτα φάνηκε πάλι στον ύπνο του ο Γέροντας και του είπε να πάει γρήγορα στο Βυζάντιο. Ο Δανιήλ σηκώθηκε, όταν αυτός έφυγε, και διαλογιζόταν ποιος νά' ταν: Άνθρωπος άραγε ή άγγελος; Τότε με τη χάρη του Θεού, γνώρισε ότι ήταν ο μέγας Συμεών, ο φίλος του. Κατάλαβε τότε ο Όσιος ότι ήταν θέλημα Θεού να πάει στο Βυζάντιο. Πήρε λοιπόν ευλογία από τον ηγούμενο του μοναστηριού και αναχώρησε. Όταν έφτασε, έμεινε στο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, που είναι στα μέρη της Προποντίδας. Εκεί άκουσε ότι σ' ένα τόπο ψηλό, καλούμενο Ανάπλουν, ήταν κτισμένος ναός ειδωλολατρικός. Ήταν κατοικητήριο πονηρών πνευμάτων που άφηναν στην πλάνη τους ανθρώπους και προξενούσαν καταστροφές. Γι' αυτό μιμούμενος τον Άγιο Αντώνιο, ανέβηκε στο ναό με το σταυρό στο χέρι ψάλλοντας: «Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι;» (Ψαλμ.κστ' , 1). Μετά αφού σφράγισε τις τέσσερις γωνίες του ναού με το σημείο του σταυρού, έκαμε όσες μετάνοιες μπορούσε. Τη νύχτα ήλθαν οι δαίμονες και κάμνοντας θόρυβο πολύ, του έριχναν πέτρες για να τον σκοτώσουν.
Ο Άγιος όμως άφοβος προσευχόταν χωρίς να τους δώσει σημασία. Πέρασαν η πρώτη και η δεύτερη νύχτα πολεμούμενος απ' αυτούς αοράτως. Την τρίτη νύχτα είδε κάτι γιγαντιαίους ανθρώπους, μαύρους και φοβερούς στην όψη, να τον απειλούν και να του λέγουν: «Ποιος σ' έβαλε, άθλιε να έλθεις εδώ να μας διώχνεις από τον οίκο μας;». Λέγοντας αυτά οι δαίμονες, φώναξαν ότι ήθελαν να τον πνίξουν στη θάλασσα και του πετούσαν πέτρες. Κανένας όμως δεν τολμούσε να τον πλησιάσει. Ο οσιότατος Δανιήλ πρώτα τους απείλησε κι' αυτός, αλλά βλέποντας ότι έτσι τον ενοχλούσαν περισσότερο, έκλεισε όλες τις πόρτες του ναού, κι άφησε μόνο μια ανοιχτή για να μιλά με εκείνους που θα έρχονταν να του δουν και να του δώσουν λίγη τροφή. Έτσι με τη νηστεία και την προσευχή νίκησε τους δαίμονες και κατάργησε όλες τις μηχανουργίες τους στον τόπο εκείνο.
Τα κατορθώματά του ακούστηκαν παντού και η φήμη του ξαπλώθηκε τόσο, που πλήθη ανθρώπων έρχονταν να πάρουν την ευχή του. Ο φθονερός όμως και μισάνθρωπος όταν είδε την ωφέλεια του λαού εξαγριώθηκε. Μη μπορώντας να διώξει αυτός τον Όσιο, έσπειρε ζιζάνια και κακούς λογισμούς στους εξουσιαστές του ναού και των περιχώρων, για να τον διώξουν από τον τόπο.
Ένας άνθρωπος, που ονομαζόταν Κύρος και ήταν έπαρχος στο αξίωμα,
ήλθε μια μέρα στον Όσιο Δανιήλ.
Μαζί του έφερε και την θυγατέρα του που ονομαζόταν Αλεξάνδρα.
Η δυστυχισμένη Αλεξάνδρα είχε δαιμόνιο μέσα της που την βασάνιζε πολύ.
Ζήτησε ο πατέρας της από τον Όσιο να την λυτρώσει.
Και ο φιλάνθρωπος Δανιήλ προσευχήθηκε στο Θεό και τη θεράπευσε.
Τότε ο Κύρος ευχαριστώντας τον Όσιο, σαν εγγράμματος που ήταν,
συνέθεσε ένα επίγραμμα που το χάραξε στην κολώνα και έλεγε:
«Μεσσηγύς γαίης τε και ουρανού,ίσταται ανήρ, πάντοθεν ορνύμενος και ού τρομέων ανέμους.
Τροφή δ' αμβροσίη τρέφεται και ανέμονι δίψη...»
Δηλαδή: ανάμεσα στη γή και τον ουρανό, στέκεται άνθρωπος, που σείεται και πολεμάται από τους ανέμους,
μη φοβούμενος αυτούς καθόλου.
Τρέφεται με τροφή ουράνια και πίνει άνεμο στη δίψα του...
(Συνεχίζεται...)...
Αντιγραφή από το Ιστολόγιο
''Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου''
Τίτλος, επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Μέρος 1ον
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου