Την Κυριακή των Αγίων Πάντων η Εκκλησία ενθυμείται και τιμά όλους τους (γνωστούς και άγνωστους) μαθητές και φίλους του Χριστού -άντρες και γυναίκες, νέους και γέρους, μορφωμένους και αμόρφωτους, λαϊκούς και ιερωμένους, εν τω κόσμω ή εν τη ερήμω- που στα πέρατα του κόσμου και διαχρονικά αγάπησαν, δίδαξαν στο όνομά Του ή έδωκαν μαρτυρία για τον μοναδικό Νυμφίο της Εκκλησίας, τον Κύριο Ιησού Χριστό, μη φειδόμενοι να θυσιάσουν, σε πολλές περιπτώσεις, ακόμη και τη ζωή τους γι’ αυτόν.
Η διαφορά αγίου και καλού ανθρώπου
Η διαφορά αγίου και καλού ανθρώπου
Η Εκκλησία δεν ονομάζει αγίους τους καλούς ανθρώπους που βοηθάνε τους συνανθρώπους τους και συμμετέχουν στην θεραπεία του πανανθρώπινου πόνου. Μια τέτοια ζωή προσφοράς δεν είναι χριστιανικό μόνο προνόμιο. Για την Εκκλησία άγιος είναι εκείνος ο άνθρωπος που επειδή έζησε με σοβαρότητα την πίστη του στον Χριστό ως Θεό, όχι μόνο μετανοούσε, εξομολογείτο, κοινωνούσε συχνά και συμμετείχε στη λατρεία της Εκκλησίας, αλλά και υπέστη βαθμηδόν μια οντολογική αλλοίωση από την άκτιστο χάρη του Θεού και δεν παρέμεινε στο στάδιο της ηθικής ζωής, αλλά οδηγήθηκε στη μέθεξη του Θεού και στη θέωση.
Από το ξεχείλισμα της αγάπης του για τον Χριστό βέβαια προσέφερε και στους αδελφούς του, που αγαπούσε ως εαυτόν. Επομένως τους αγίους ξεχωρίζει η αγάπη προς τον Τριαδικό Θεό και η συνεχής εσωτερική προσευχή προς τον Ιησού Χριστό και όχι μόνο οι ηθικές και καλές σχέσεις προς τους άλλους, που δεν προέρχονται πάντα, και σε όλες τις περιπτώσεις, από αγαθή συνείδηση.
Κανείς δεν γίνεται άγιος από μόνος του, παρά μόνο συμμετέχοντας στην αγιότητα του Χριστού.
Κανείς δεν γίνεται άγιος από μόνος του, παρά μόνο συμμετέχοντας στην αγιότητα του Χριστού.
Ουσιαστικά άγιος είναι μόνο ο Θεός. «Εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός», ψάλλουμε σε κάθε Κυριακάτικη λειτουργία. Οι πιστοί αγιάζουν όταν ενώνονται με την χάρη του Χριστού και λάμπουν ως εικόνες Του. Μην ξεχνάμε τι παραγγέλνει ο Θεός ήδη από την Π.Δ.: «Να γίνεστε άγιοι, διότι εγώ είμαι άγιος».
Ο Χριστός δηλώνει καθαρά ότι είναι το φως του κόσμου και μετέχοντας στο άκτιστο αυτό φως Του αγιαζόμαστε και εμείς κατά χάρη, όπως λέμε, και όχι κατ’ ουσίαν. Δεν μετέχουμε της ουσίας του Θεού, αλλά των ενεργειών του Θεού, και ξεκινώντας από τη παρούσα ζωή συνεχώς θα αγιαζόμαστε μεταβαίνοντες από δόξα σε δόξα.
Αυτό ζητάει ο Θεός από μας, να γίνουμε δηλαδή κατοικητήριο της Θεότητας, δια του Πνεύματος του Αγίου, που κατοικεί μέσα μας, και δια του αγίου βαπτίσματος. Ο σκοπός της ζωής μας είναι να αυξηθούμε «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφεσίους 4,13).
Όσοι λοιπόν μιμήθηκαν την ζωή του Χριστού και όσοι τηρούν τις εντολές του, εκείνοι λαμβάνουν την κλήση και την πολλαπλασιάζουν σαν τα τάλαντα του Ευαγγελίου και μπορούμε να πούμε ότι έτσι οι άγιοι όλων των εποχών είναι όχι οι κλητοί μόνο, αλλά και οι εκλεκτοί. Διότι πολλοί είναι όσοι εκλήθησαν, αλλά λίγοι ανταποκρίνονται σ’ αυτό το κάλεσμα, ποιούντες έργα άξια μετανοίας.
Μέσω λοιπόν των αγίων βλέπουμε τι θέλει ο Θεός από εμάς, αφού άγιασαν γιατί ακριβώς τήρησαν το θέλημά Του. Ανάλογα βέβαια με τη δύναμη και την ενίσχυση της χάριτος του Θεού στον καθένα, διότι όλοι δεν έχουν την δύναμη εκ Θεού να τρώνε π.χ. έλάχιστα όπως οι ασκητές ή να μην βγαίνουν ποτέ έξω από το κελί τους, όπως βλέπαμε σε παλιούς ασκητές. Όλοι όμως οι πιστοί έχουν την δυνατότητα να προσεύχονται και να ταπεινώνονται και αυτό είναι βασικό ως αρχή της αγιότητας.
Οι άγιοι λοιπόν δεν έχουν δική τους αγιότητα, αλλά συμμετέχουν στην αγιότητα του Χριστού και προς τον Χριστό συνεχώς προσανατολίζουν, αφού ο Παράκλητος ενοικεί στην ψυχοσωματική τους υπόσταση. Είναι ζωντανές και έμψυχες πινακίδες προσανατολισμού προς την πηγή της ζωής, τον Τριαδικό Θεό.
Αυτό αναφέρεται και στον ευαγγελιστή Ιωάννη, διότι λέγει ότι «όσοι έλαβον αυτόν έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (α,12), που σημαίνει ότι άγιος είναι κανείς ως υιοθετημένος υιός του Θεού και όχι από κάποια υποτιθέμενη παραψυχολογική δύναμη δική του.
Οι χριστιανοί, ακόμη, αγιάζουν και καθίστανται δοχεία της θείας χάριτος, ανάλογα με την κατά δύναμη άξια προσέλευσή τους στα μυστήρια της Εκκλησίας και την συμμετοχή τους στους εορταστικούς εκκλησιαστικούς κύκλους, που είναι κυρίως δεσποτικοί και θεομητορικοί. Η πνευματικότητά μας είναι και παραμένει λειτουργική και Χριστοκεντρική.
Και κορυφαία θέση στην ορθόδοξη πνευματικότητα και ζωή, τη δεύτερη αμέσως μετά την Αγία Τριάδα, έχει φυσικά η Υπεραγία Θεοτόκος, η μητέρα της Ζωής, που είναι ο Χριστός. Η Παναγία και οι άγιοι είναι μέρος της ανθρωπότητας. Τους αισθανόμαστε και προσευχόμαστε σ’ αυτούς ως φίλους και συνοδοιπόρους προς το ποθητό Τέρμα του παραδείσου.
Και η Εκκλησία προβάλλει την ζωή τους, τη διδασκαλία τους, τα μαρτύριά τους ως κάλεσμα μιμήσεως της θεάρεστης ζωής τους, μέσα από τις καθημερινές λαϊκές εορταστικές συνάξεις, τα πανηγύρια, τις Κυριακάτικες λειτουργίες, τις προσευχές και τα συναξάρια των αγίων.
Οι άγιοι οδηγούν με το παράδειγμά τους και άλλους ανθρώπους στην σωτηρία.
Οι άγιοι οδηγούν με το παράδειγμά τους και άλλους ανθρώπους στην σωτηρία.
Αυτή είναι η δουλειά των αγίων, θα λέγαμε. Πρώτα-πρώτα ο Θεός λέει γι’ αυτούς ότι «τους δοξάζοντάς με δοξάσω» (Α’ Βασιλ. Β’30). Δηλαδή αυτούς που με δόξασαν στην γη, θα τους δοξάσω όχι μόνο στην γη, αλλά και στον παράδεισο. Πώς δοξάζουμε τον Θεό;
Με την πίστη μας, την ελπίδα μας, την υπακοή μας στις εντολές του, τηρώντας τον Δεκάλογο εσωτερικά και όχι βαρυγκωμώντας, δείχνοντας έμπρακτη αγάπη προς τους άλλους, θυσιάζοντας πολλές ανέσεις μας χάριν των αναγκεμένων και προσπαθώντας να μην απομακρυνθούμε από το θέλημά Του. Αυτά θέλει ο Θεός από εμάς και μας τα δείχνει η ζωή των αγίων. Πολλοί από τους αγίους μάλιστα βασανίστηκαν και σφαγιάστηκαν για να μην αρνηθούν τον Χριστό και μας προτρέπουν αν χρειαστεί να προτιμήσουμε το μαρτύριο παρά να αρνηθούμε το όνομά Του.
Οι φίλοι του Χριστού ομολογούσαν συνεχώς ότι ήσαν και είναι χριστιανοί –αφού και σήμερα υπάρχουν άγιοι- και αυτό καλούμαστε να κάνουμε και εμείς χωρίς να ντρεπόμαστε, σε μια κοινωνία που υποχωρεί στα της πίστεως. Αν λοιπόν ζήσουμε έτσι, όπως εκείνοι, «ο μισθός μας θα είναι πολύς στον ουρανό», επισημαίνει ο ευαγγελιστής Ματθαίος με τα λόγια αυτά του Χριστού (5,12).
Μάλιστα όσοι αφήσουν όλα τα εγκόσμια και αφιερωθούν στον Χριστό, όπως οι ασκητές, οι ιεραπόστολοι, οι μοναχοί κ.λπ., από έρωτα προς τον Θεό και όχι φυσικά για λόγους δόξας, συμφέροντος, χρημάτων κ.λπ., αυτοί θα έχουν εκατονταπλάσιο μισθό και δόξα στους Ουρανούς σε σχέση με μας τους υπόλοιπους, που ζούμε «ησύχιον βίον» και πολύ πιο εύκολο (Ματθ. 19,27 κ.ε.). Αυτοί είναι οι «ευνουχίζοντες (πνευματικά) εαυτούς» χάριν της Βασιλείας του Θεού, όπως εξηγεί ο ίδιος ο Κύριος.
Οι άγιοι όχι μόνο οδηγούν προς τον Χριστό, αλλά πρεσβεύουν και μεσιτεύουν για μας στον Χριστό. Κάποιοι ετερόδοξοι αρνούνται βέβαια την μεσιτεία των αγίων, αλλά έχουν παρερμηνεύσει τις Γραφές. Είναι δυνατόν να παρακαλούσαν το Θεό οι άγιοι, όσο ζούσαν στην γη, υπέρ της σωτηρίας των συνανθρώπων τους, και όταν η ψυχή τους, μετά τον θάνατό τους, βρέθηκε και βρίσκεται κοντά στον Θεό, να μη ενδιαφέρονται και να μην παρακαλάνε για μας; Αυτό δεν είναι φυσικά λογικό.
Έπειτα, μεσίτες όταν λέμε εννοούμε ότι συμμετέχουν στην μεσιτεία του μόνου μεσίτου, που είναι φυσικά ο Χριστός. Ότι δεν είναι αυτόνομα και ανεξάρτητα από Εκείνον μεσίτες. Διότι πόλεις σώζονται μέσω δεήσεων των αγίων (Ιερ. 5,1/Ιεζ. 22,30) -όπως έπραξε και ο Αβραάμ για την σωτηρία των Σοδόμων και Γομόρρων (Γεν. 18,23-33) και ο Μωϋσής για τον ισραηλιτικό λαό (Έξοδ. 32, 9-14)- οι προσευχές τους ανεβαίνουν ως θυμίαμα στον θρόνο του Θεού (Αποκ. 5,8/6,9-11) και χαίρονται για κάθε επιστροφή πλανεμένου προβάτου (Λουκ. 15, 7-10).
Ο προφήτης Ηλίας, αν και βρισκόταν στον ουρανό, απάντησε θα λέγαμε στην αίτηση του μαθητή του, Ελισαίου, και δια του Θεού ανοίχθηκαν στα δύο τα νερά του Ιορδάνη (Δ’ Βασιλ. 2,14). Ο ίδιος προφήτης προσευχήθηκε στον Θεό και δεν έβρεξε για τρία χρόνια και πάλι προσευχήθηκε και έπεσε η βροχή και η γη ξαναβλάστησε (Ιακ. 5,17-18).
Αλλά και ο αρχιερέας Ονίας και ο Ιερεμίας, όπως διασώζει το όραμα του Ιούδα του Μακκαβαίου, αν και κοιμηθέντες εν Κυρίω, προσευχόντουσαν για όλους τους Ιουδαίους και για την αγία πόλη Ιερουσαλήμ (Β’ Μακκ. 15,12-14). Άλλωστε «η παράκληση του δικαίου έχει μεγάλη δύναμη και αποτελεσματικότητα» (Ιακ. 5,16).
Και οι άγιοι θεωρούνται οι καλύτεροι φίλοι μας στον ουρανό, όπως ακριβώς ήσαν και στη γη. Και με αυτήν την έννοια ονομάζονται πρεσβευτές και μεσίτες. Διότι εισακούουν τις προσευχές μας και εύχονται για μας και παρακαλούν να εκδηλώσει το έλεός Του ο Θεός στον κόσμο του, αφού μετά την εκδημία τους άλλωστε από την εδώ ζωή βρίσκονται σε καλύτερη θέση και έχουν πληρέστερη παρουσία και παρρησία κοντά στον Χριστό.
Βλέπουμε σε εικόνες αγίων κάποιο φωτοστέφανο να περικυκλώνει την κεφαλή τους.
Τι συμβολίζει αυτό το φως των αγίων.
Βλέπουμε σε εικόνες αγίων κάποιο φωτοστέφανο να περικυκλώνει την κεφαλή τους.
Τι συμβολίζει αυτό το φως των αγίων.
Οι άγιοι όπως είπαμε απολαμβάνουν την δόξα και το φως του Θεού. Το φως αυτό είναι άκτιστο, δεν είναι εκ του κόσμου αυτού, είναι αδημιούργητο και αιώνιο, όπως και ο Θεός. Οι άγιοι λοιπόν, ως συμμετέχοντες στην χάρη του Θεού, είναι κατά διαστήματα λουσμένοι με το άκτιστο αυτό φως, που είναι ενέργεια του Θεού και όχι η ουσία Του, αν και προέρχεται από την ουσία Του και αυτήν ενεργοειδώς φανερώνει. Την δόξα αυτή του Τριαδικού Θεού συμβολίζει και ο φωτοστέφανος των αγίων στις εικονικές αναπαραστάσεις τους.
Την δόξα αυτή αποκαλύπτει ο προφήτης Δανιήλ να διοχετεύεται από τον θρόνο του Θεού (7,9), το φως αυτό βλέπουμε να περιβάλλει τον Μωϋσή στην φλεγόμενη και μη καιόμενη βάτο (Έξοδ. 3,2), αλλά και να καταυγάζει το πρόσωπό του κατεβαίνοντας από το όρος Σινά (Έξοδ. 34,29-30). Μέσω του ιδίου αυτού φωτός ο προφήτης Ηλίας ανυψώνεται στον ουρανό δια πυρίνων αλόγων (Σοφ. Σειράχ 48,9), αλλά και την ουράνια αυτή δόξα Του αφήνει ο Χριστός να φανεί στους μαθητές Του κατά την Μεταμόρφωσή Του (Λουκ. 9,29/Ματθ. 17,2), για να γνωρίσουν όλοι ότι σταυρώθηκε στη συνέχεια, αν και παντοδύναμος Θεός, επειδή και μόνο το θέλησε εκείνος.
Με παρόμοια περιστατικά της φανερώσεως της φωτοειδούς δόξας του Θεού είναι φυσικά γεμάτη η Παράδοση της Εκκλησίας, όπως δεικνύει το παράδειγμα του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ και του μαθητή του Μοτοβίλωφ, που από παραχώρηση Θεού ταυτόχρονα βίωσαν την επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές τους και έλαμψαν ως μικροί ήλιοι, βιώνοντες άρρητες εμπειρίες εκστάσεων ουρανίων. Πολλοί κύκλοι ετεροδόξων κατηγορούν τους Ορθοδόξους πως θεοποιούν τους αγίους.
Ότι τους λατρεύουν σαν Θεούς. Τι απαντά η Ορθόδοξη Εκκλησία. Ορισμένοι που διαδίδουν παρόμοιες απόψεις είναι εντελώς ανίδεοι τού τι σημαίνει Ορθόδοξη πίστη. Κανείς Ορθόδοξος δεν προσεύχεται σε αγίους και δεν επιζητεί τις μεσιτείες τους θεοποιώντας τους. Ούτε φιλώντας τις εικόνες έχουμε την αίσθηση πως ασπαζόμαστε φυσικά τον ίδιο τον άγιο ή τον Θεό. Εμείς λέμε ότι τιμητικά προσκυνούμε και σεβόμαστε τους αγίους και λατρευτικά μόνο τον Θεό.
Άλλωστε βαπτιζόμαστε εις το όνομα του Tριαδικού Θεού (όχι στο όνομα κάποιου αγίου) και ολόκληρη η λατρεία μας (προσευχές, ύμνοι, θεία κοινωνία, ακολουθίες, ευχές, απολυτίκια αγίων κ.λπ.) είναι αφιερωμένη στον Θεό, άσχετα αν ο κάθε ναός είναι αφιερωμένος σε κάποιον άγιο ή αγία. Ακόμη, οι ίδιοι οι άγιοι, μάρτυρες, ασκητές, ομολογητές κ.λπ. τον Θεό ελάτρευσαν, σ’ αυτόν προσευχόντουσαν και γι’ αυτόν θυσίασαν τις ζωές τους. Με ποια λογική λοιπόν ισχυρίζονται κάποιοι ότι οι Ορθόδοξοι λατρεύουν μόνο τους αγίους, αντί του Τριαδικού Θεού;
Το ίδιο ισχύει όπως είπαμε και για τις εικόνες. Η τιμή που εκφράζουν οι πιστοί κατευθύνεται στα πρωτότυπα πρόσωπα που εικονίζουν, στον ουράνιο κόσμο των αγίων και των πνευμάτων, και όχι εννοείται στα υλικά κατασκευής της εικόνας (βλ. «Η λατρεία του Θεού και η τιμητική προσκύνηση των αγίων», Γεωργίου Π. Σωτηρίου, έκδ. Ι.Μ. Αγίας Παρασκευής Δομήρου Σερρών, σελ. 67-73).
Τιμώντας δηλαδή τους αγίους, ή τις αγίες γυναίκες ή τα λείψανά τους, εξαίρουμε την αυταπάρνηση, τον ηρωισμό, την αφοσίωσή τους στο Θεό, τον ενάρετο βίο τους, την αγάπη τους προς τους συνανθρώπους τους.
Γίνονται έτσι οι άγιοι ένα παράδειγμα για όλους μας, αφού και ο απόστολος των εθνών μάς προτρέπει: «Να επιδιώκετε την ειρήνη με όλους. επιδιώκετε και την αγιότητα, χωρίς την οποία κανείς δεν θα αντικρίσει τον Κύριο» (Εβρ. 12,14). Και πώς είναι δυνατόν στην Παλαιά Διαθήκη να τιμάται και να δοξάζεται λ.χ. ο ευσεβής βασιλιάς Εζεκίας μετά τον θάνατόν του από όλους τους Ιουδαίους και Ιεροσολυμίτες (Β’ Παρ. 32,33) και να μην δοξάζονται και τιμώνται μετά θάνατον οι άγιοι της Εκκλησίας;
Άλλωστε ο Θεός αρνείται στην Παλαιά Διαθήκη την τιμή και λατρεία των ειδώλων, δηλαδή θεοποιημένων αντικειμένων, ζώων ή ανθρώπων και όχι την καθημερινή, θρησκευτική και λατρευτική χρήση διαφόρων πραγμάτων και εικόνων προς δόξαν του ονόματός Του.
Διότι και ο Μωυσής διετάχθη από τον Θεό να κατασκευάσει δύο Χερουβείμ στα δύο άκρα του ιλαστηρίου της Διαθήκης (Έξοδ. 25,18-20), και ο βασιλιάς Σολομώντας σκάλισε αγγέλους Χερουβίμ, φοίνικες, βόδια, λέοντες και άνθη στο Ναό που οικοδόμησε. με τα οποία ανάγλυφα σχήματα όμως και σχέδια ο Θεός ευαρεστήθηκε (Α’ Βασιλ. 9,3), διότι δεν τοποθετήθηκαν στους τοίχους για να λατρεύονται αλλά για τον καλλωπισμό του ναού του Θεού και την ένδειξη σεβασμού και αγάπης προς Αυτόν.
Η θεολογία της Εκκλησίας για το πως αγιάζουν οι χριστιανοί και για τα άγια λείψανα.
Η θεολογία της Εκκλησίας για το πως αγιάζουν οι χριστιανοί και για τα άγια λείψανα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου