ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ




ΑΚΥΡΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ 

Τα μυστήρια των κεκριμένων αιρετικών θείαν Χάριν ούκ έχουσιν, αλλ' είναι άκυρα και ανύπαρκτα.


Διό ο ΜΣΤ΄ Αποστολικός Κανών προστάσσει «καθαιρείσθαι» τον «επίσκοπον ή πρεσβύτερον αιρετικών δεξαμένους βάπτισμα ή θυσίαν». «Τίς γάρ συμφώνησις Χριστώ πρός Βελίαρ; ή τίς μερίς πιστώ μετά απίστου;» (ΜΣΤ΄ Αποστολικού Κανόνος). Αιρετικοί ενταύθα νοούνται οι εκκλησιαστικώς κριθέντες και αποκηρυχθέντες. «Αιρετικούς δέ λέγομεν», επεξηγεί η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, «τούς τε πάλαι (υπό) της Εκκλησίας αποκηρυχθέντας και τους μετά ταύτα ύφ' ημών αναθεματισθέντας» (ΣΤ΄ Κανόνος Β΄ Οικουμενικής Συνόδου).


Το αυτό έπραξεν και η έν Καρχηδόνι Σύνοδος του μέσου του τρίτου αιώνος, ήτοι των περί τον άγιον Κυπριανόν επισκόπων. Διά του μοναδικού ταύτης Κανόνος ώρισεν, ότι τα υπό των αιρετικών και σχισματικών «γινόμενα» μυστήρια, «ψευδή και κενά υπάρχοντα, πάντα εστίν αδόκιμα» (Κανόνος έν Καρχηδόνι Συνόδου).


Βάση του ανωτέρου Κανόνος της έν Καρχηδόνι Συνόδου, ανεβαπτίζοντο οι κεκριμένοι αιρετικοί και σχισματικοί, ή το «αποβλάστημα» τούτων (ΜΖ΄ Κανόνος Μ. Βασιλείου), ήτοι οι εξ' αυτών προελθόντες. «Ημείς» «αναβαπτίζομεν τοιούτους» λέγει ο Μ. Βασίλειος (ΜΖ΄ Κανόνος Μ. Βασιλείου).


ΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΑΙ ΣΥΝΟΔΟΙ

Η ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος επεκύρωσε «τον υπό Κυπριανού» «και της κατ' αυτόν Συνόδου» της Καρχηδόνος «εκτεθέντα Κανόνα», αλλά μετά διαφοράς.


Η Οικουμενική Σύνοδος είπεν, ότι «το παραδοθέν αυτοίς έθος» του αναβαπτισμού των επιστρεφόντων αιρετικών, ώς τοπικόν, «μόνον» παρ' αυτοίς, ηγούν τοίς επισκόποις Καρχηδόνος «εκράτησεν» (Β΄ Κανόνος ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου). Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος, εκτός του αναβαπτισμού, εδέχθη και την διά Χρίσματος και αναθεματισμού της αιρέσεως αποδοχήν των κεκριμένων αιρετικών και σχισματικών (95ου Κανόνος ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου), ώς έπραξε και η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος (Ζ΄ Κανόνος Β΄ Οικουμενικής Συνόδου). Συμφωνεί δέ είς τούτο και ο Μ. Βασίλειος (Α΄ Κανόνος Μ. Βασιλείου).


Ταύτα δηλούσιν, ότι ο Κανών της έν Καρχηδόνι Συνόδου έν τοίς τόποις εκείνοις κατά το παραδωθέν αυτοίς (τοίς επισκόποις) έθος εκράτησεν. Εντεύθεν ούν δείκνυται, ότι και αρχήθεν ού παρά πάσιν ήν ενεργών ο Κανών (Ζωναρά, PG. 137, 1105), ώς πρός την αναβάπτισιν των αιρετικών και σχισματικών. Και ότι, ώς πρός τούτο, «ούκ εδέχθη (δεν εγένετο δεκτός) ο παρών Κανών παρά «των αγίων Πατέρων» των Οικουμενικών Συνόδων (Ζωναρά, PG. 137, 1104).


Κατά ταύτα, αί Οικουμενικαί Σύνοδοι κηρύσσουσιν άκυρα τα μυστήρια των κεκριμένων αιρετικών. Δέχονται όμως οικονομικώς τον τύπον του βαπτίσματος τούτων διά τους επιστρέφοντας είς την ορθοδοξίαν, εφ' όσον ούτος ετελέσθη ορθώς.



ΜΗ ΑΚΥΡΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ

Τα μυστήρια των μή κεκριμένων εισέτι αιρετικών και σχισματικών δεν θεωρούνται άκυρα. Τούτο μαρτυρούσιν η πράξις και ο λόγος της Ορθοδοξίας.


Ο άγιος Μελέτιος Αντιοχείας εχειροτονήθη παρά των τότε «καινών αιρετικώ» (Επιφανίου Κύπρου, PG. 42, 429) αρειανών. Μερίς δέ των έν Αντιοχεία Ορθοδόξων δεν εδέχετο την μετ' αυτού κοινωνίαν «ένεκεν» «κανονικών πραγμάτων» (Επιφανίου Κύπρου, PG. 42, 468). Και όμως, ούτος εβάπτισεν τον άγιον Ιωάννην τον Χρυσόστομον (Βίος Ι. Χρυσοστόμου έν επιτομή, PG. 47 LXXXVII) και εχρημάτισεν πρόεδρος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, θανών κατά την διάρκειαν των εργασιών ταύτης. Τότε ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης εξύμνησε τον Μελέτιον ώς νέον Απόστολον και «ομότροπον» «αθλητήν» των αγίων (Γρηγορίου Νύσσης, PG. 46, 852). Η δέ Ορθόδοξος Εκκλησία τιμά τούτον ώς άγιον την 12ην Φεβρουαρίου μηνός ( Ωρολόγιον το Μέγα). 


Ομοίως και ο άγιος Ανατόλιος «υπό Διοσκόρου του δυσσεβούς κεχειροτόνητο (έχει χειροτονηθεί) παρόντος και Ευτυχούς» του αιρεσιάρχου (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1042). Εχειροτόνησε δέ τον Ανατόλιον ο Διόσκορος, ότε δεν είχε καθαιρεθεί εισέτι, ήτοι μετά την έν Εφέσω ληστρικήν Σύνοδον και πρό της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ήτις καθήρεσε και τον Διόσκορο και τον Ευτυχή (Θ.Η.Ε. τ. 2, σ. 642). Και τότε εξεδηλώθη έν Κωνσταντινουπόλει αντίδρασις κατά της χειροτονίας ταύτης (Αυτόθι και Μ. 6, 44). Άλλ' όμως η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος εδέχθη τον Ανατόλιον ώς έξαρχον αυτής (Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 6, 565). Η δέ Ορθόδοξος Εκκλησία τιμά και τούτον ώς άγιον την 3ην Ιουλίου μηνός.


Προσέτι, «και οι πλείους (περισσότεροι) των έν Έκτη Αγία» Οικουμενική «Συνόδω συνεδρευσάντων» επισκόπων υπό αιρετικών εχειροτονήθησαν. Και μάλιστα «υπό Σεργίου, Πύρρου, Παύλου, Πέτρου εκεχειροτονήντο (είχον χειροτονηθεί), των καθηγητών (αρχηγών) της αιρέσεως των μονοθελητών». «Επί πεντήκοντα γάρ ενιαυτούς το τηνικαύτα (τότε) η αίρεσις διήρκεσε». Και ούτοι «οι της Έκτης Συνόδου Πατέρες αυτούς τους τέσσαρας» αιρεσιάρχας «ανεθεμάτισαν, καίπερ χειροτονία αυτών όντες». (Ταρασίου, Προέδρου της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1047). Δηλαδή, άν και ήσαν κεχειροτονημένοι παρ' αυτών, ούς ανεθεμάτισαν. Τότε γάρ εκρίθη συνοδικώς η δυσσεβής αίρεσις του Μονοθελητισμού.


Επί πλέον, και έν τη Ζ΄ Οικουμενική Συνόδω, ήτις κατέκρινε την εικονομαχικήν αίρεσιν, εγένεντο δεκτοί εικονομάχοι επίσκοποι. Έκ τούτων τινές ωμολόγησαν, ότι «έν ταύτη τη αιρέσει ημών γεννηθέντες ανετράφημεν και ηυξήθημεν» (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1031). Συνεπώς και εβαπτίσθησαν και εχειροτόνησαν και πάντα τα λοιπά εποίησαν.


Ταύτα έπραξαν αί Οικουμενικαί Σύνοδοι της Ορθοδοξίας, καθ' ότι τα μυστήρια των μή κεκριμένων εισέτι αιρετικών δεν λογίζονται άκυρα. Τούτο απεφάνθη η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, λέγουσα διά του Προέδρου αυτής αγίου Ταρασίου «έκ του Θεού έστιν η χειροτονία» αυτών (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1042).


ΖΗΤΗΜΑ ΣΥΝΟΔΙΚΩΣ ΛΕΛΥΜΕΝΟΝ


Το ζήτημα της εγκυρότητος των μυστηρίων των μή κεκριμένων αιρετικών συνεζητήθει έν τη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδω και ελύθην παρ΄ αυτής έν Πνεύματι Αγίω.


Η Οικουμενική αύτη Σύνοδος ανέγνωσε και διεσαφήνισε τάς σχετικάς «κανονικάς διατάξεις και τα συνοδικά παραγγέλματα και των αγίων Πατέρων την ακρίβειαν». Και απέδειξεν, ότι «πάντες ομοφρόνως τους προσερχομένους απο αιρέσεως της οιασούν (οιασδήποτε) απεδέξαντο», «εάν ετέρα κανονική αιτία η καθαιρούσα τον προσερχόμενον ούκ έστι». Δηλαδή, εάν δεν υφίσταται κανονικόν κώλυμα Ιερωσύνης. «Η αγία Σύνοδος είπεν ούτως αληθώς έχει» (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1039).


Απεδέξαντο δέ οι Άγιοι όχι μόνον τους ορθοδόξως πρότερον χειροτονηθέντας, είτα είς αίρεσιν περιπεσόντας και εξ' αυτής επιστρέφοντας, αλλά και τους χειροτονηθέντας υπό αιρετικών. Διό Ταράσιος ο αγιώτατος Πατριάρχης είπε Διότι «Και ημείς γούν δεχώμεθα (να δεχώμεθα) τους από αιρετικών χειροτονηθέντας, ώς και Ανατόλιος εδέχθη (εγένετο δεκτός)>>. Διότι <<αληθώς φωνή Θεού έστιν, ότι ούκ αποθανούνται τέκνα υπέρ πατέρων, άλλ' έκαστος τη ιδία αμαρτία αποθανείται». Και, προσέτι, «ότι έκ Θεού έστιν η χειροτονία» των μή κεκριμένων αιρετικών (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1042). Το αυτό εδίδαξεν και ο Μ. Βασίλειος καθ' ότι «ούκ έφησεν (δεν είπεν) ο πατήρ αδέκτους είναι» τους τοιούτους αιρετικούς (Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1050).


Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος απεφάνθη περί των ακρίτων αιρετικών «δέχεσθαι τους έξ αιρέσεων επιστρέφοντας» και τους από αιρετικών χειροτονηθέντας, «ότι έκ Θεού έστιν η χειροτονία».


ΠΟΤΕ ΕΙΝΑΙ ΑΚΥΡΑ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ 


Πότε τα μυστήρια αιρέσεως τινος θεωρούνται άκυρα; Όταν αύτη αποκηρυχθή έν ομονοία.


Επί τούτου η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, διά του Προέδρου ταύτης αγίου Ταρασίου, λέγει «Εάν δέ συνοδική εκφώνησις γένηται», ήτοι συνοδική καταδικαστική απόφασις εναντίον της αιρέσεως. «και ομόνοια των Εκκλησιών επί ορθοδοξία», τότε «ο τολμών από των βεβήλων αιρετικών» της αιρέσεως ταύτης «χειροτονείσθαι (να χειροτονηθεί), τή καθαιρέσει υποπεσείται. Η Αγία Σύνοδος είπεν αυτή δικαία κρίσις» (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1050).


Κατάκρισις της αιρέσεως υπό των Εκκλησιών έν ομονοία «επί ορθοδοξία», ή καταδίκη αυτής υπό γενικής Συνόδου της Ορθοδοξίας πάλιν έν ομονοία «επί ορθοδοξία» καθιστά άκυρα τα μυστήρια ταύτης.

ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΕΣΟΝΤΟΣ ΕΙΣ ΚΕΚΡΙΜΕΝΗΝ ΑΙΡΕΣΙΝ


Πώς κρίνονται τα μυστήρια του Ορθοδόξου, του πεσόντος είς αίρεσιν υπό των αγίων Συνόδων ή Πατέρων κατακεκριμένην;


«Ουδέν» έστιν, «ό μή ειρήκασιν (έχουσι είπει) οι Πατέρες» (Συμεών Θεσσαλονίκης, PG. 155, 64). Διό και επί τούτου του ζητήματος έρριψαν το φώς της Ορθοδοξίας. Τούτο μαρτυρεί η στάσις των Αγίων και πρός τον αιρεσιάρχην Νεστόριον. Ο Νεστόριος κατηγγέλετο υπό του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, ότι εφρόνει «τά τού Αρείου» (Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Μ. 4, 1256). 


Δηλαδή, επίστευε και εκήρυττεν αίρεσιν κατακεκριμένην παρά δύο Οικουμενικών Συνόδων, της έν Νικαία Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και της έν Κωνσταντινουπόλει Β΄ Οικουμενικής Συνόδου. Και όμως, τα υπό του Νεστορίου τελούμενα μυστήρια εθεώρησαν ώς μή άκυρα μέχρι της καθαιρέσεως αυτού παρά της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Διό «των ύπ' αυτού χειροτονηθέντων» πρό ταύτης της καθαιρέσεως, «ουδείς καθήρηται (έχει καθαιρεθή)», ώς λέγει ο Μ. Φώτιος (PG. 104, 1224).


ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΙΣ ΚΑΙ ΑΓΩΝ

Τί ποιήσουσι, λοιπόν, οι Ορθόδοξοι; Θα αναμένωσι την συνοδικήν κρίσιν του αιρετικού και μάλιστα, ότε αυτή αργοπορεί ή προβλέπεται κατ' άνθρωπον απραγματοποίητος;


Επίσκοπος, λέγει η Ορθοδοξία, κηρύττων «αίρεσιν τινα παρά των αγίων Συνόδων ή Πατέρων κατεγνωσμένην« «δημοσία» και «γυμνή τη κεφαλή έπ' Εκκλησίας», συμφώνως πρός την κανονικήν τάξιν της Εκκλησίας τελεί υπό συνοδικήν διάγνωσιν και κρίσιν. Κατά δε τους ιερούς Κανόνας, κατατάσσεται, μετά των «ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων».


Διό οι Ορθόδοξοι δικαιούνται, ίνα αποτειχισθώσιν έκ τούτου, διακόπτοντες την μετ' αυτού κοινωνίαν και «πρό συνοδικής διαγνώσεως» (ΙΕ΄ Κανόνος ΑΒ΄ Συνόδου).


Οι ούτως αποτειχιζόμενοι Ορθόδοξοι δεν «υπόκεινται» «κανονική επιτιμήσει»άλλ' είναι αξιέπαινοι. Ούτοι είναι άξιοι «τιμής» «πρεπούσης>> «τοίς Ορθοδόξοις». Και «ού σχίσματι την ένωσιν της Εκκλησίας κατέτεμον, αλλά σχισμάτων και μερισμών την Εκκλησίαν εσπούδασαν ρύσασθαι (να σώσωσι) » (Αυτόθι). Δηλαδή, η αποτείχισις γίνεται ώς μέσον αντιαιρετικού αγώνος υπέρ της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι γνησίως Ορθόδοξοι δεν εφησυχάζουσιν έν τη αποτειχίσει, άλλ' αγωνίζονται κατά της αιρέσεως και υπέρ της Ορθοδοξίας «άχρι θανάτου».


Διό «εξέλθετε έκ μέσου αυτών και αφορίσθητε (διαχωρισθήτε)» (2 Κορινθ. στ΄ 17), λέγει ο θείος νόμος, αλλά και «εώς του θανάτου αγώνισαι περί της αληθείας» (Σοφ. Σειρ. δ΄ 28) και «γίνου πιστός άχρι θανάτου>>, και τότε <<δώσω σοι τον στέφανον της ζωής».


ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΑΙ

Λέγουσι τινές από καρδίας λαλούντες. Εάν δεχθώμεν μή άκυρα τα μυστήρια των ακρίτων αιρετικών, τότε θα δεχθώμεν εγκύρους και τάς ποινάς τούτων κατά των ενισταμένων εναντίον της αιρέσεως Ορθοδόξων.


Έτερον όμως οι άγιοι Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας διδάσκουσι. Δηλαδή, ότι τα μέν μυστήρια των αιρετικών τούτων δεν θεωρούνται άκυρα, άλλ' αί επιβαλλόμεναι παρ' αυτών ποιναί είναι εκκλησιαστικώς άκυροι και ανυπόστατοι. Τούτο έγραφεν ο άγιος Κελεστίνος Ρώμης περί του αιρεσιάρχου Νεστορίου, όστις ετιμώρησεν έν Κωνσταντινουπόλει Ορθοδόξους ενισταμένους κατά της αιρέσεως αυτού. 


Ήτοι, ότι ούτος «ουδένα ή καθελείν (να καθαιρέση) ή αποκινήσαι (να αποκινήση έκ της θέσεώς του) ηδύνατο» (Κελεστίνου Ρώμης, Μ. 4, 1045), καθ' ότι αιρετικός. Από πότε δέ ούκ είχε τοιούτον δικαίωμα; Από την στιγμήν κηρύξεως της αιρέσεώς του «άφ' ού τοιαύτα (αιρετικά) κηρύττειν» ήρξατο ( αυτόθι). Διό καταδικαστική απόφασις του αιρετικού Νεστορίου ουδέ πρόσκαιρον ισχύν έσχεν (αυτόθι).


Τουτέστι, τα μέν μυστήρια του πεσόντος είς αίρεσιν Ορθοδόξου λογίζονται άκυρα απο της καθαιρέσεως αυτού, αί δέ ποιναί τούτου είναι άκυροι απο της κηρύξεως της αιρέσεως.


ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Λέγει φιλοκαινοτόμον πνεύμα. Εφ' όσον τα Μυστήρια είναι ισχυρά, καλώς εμμένομεν έν τή αντιπαραδοσιακήν καινοτομία και δεν αποτειχιζόμεθα έκ των ομολογούντων Οικουμενισμόν καινοτόμων!


Τούτο, όμως, είναι ασεβές. Διότι δεν σώζει τον Χριστιανόν μόνο η θεία Χάρις, αλλά «η Χάρις και η αλήθεια» (Ιωάν. α΄ 17), κατά το δόγμα του Κυρίου, «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δέ απιστήσας κατακριθήσεται» (Μαρκ. ιστ΄ 16). Κατακριθήσεται δέ, όχι μόνον ο κληθείς είς το άγιον Βάπτισμα και αρνηθείς την σωτήριον κλήσιν όλως, αλλά και ο βαπτισθείς μέν, πεσών δε μετά τούτο είς απιστίαν αιρέσεως αμετανοήτως. 


Διότι, ενώ το Μυστήριον του Βαπτίσματος έστι Φώς, η αίρεσις είναι «σκότος το εξώτερον» (Δαλματίου, Μ. 4, 1257). Τα άγια Μυστήρια, λέγει ο ιερός Κανών, «τοίς επιμένουσιν έν τή αιρέσει μεγάλην της καταδίκης την τιμωρίαν πορίζουσιν». Ούτω γίνεται έν αυτοίς το «έν τή αληθεία πρός την αιώνιον ζωήν» «φωτεινότερον» «έν τή πλάνη σκοτεινότερον και πλέον καταδεδικασμένον» (ΝΖ΄ Κανόνος Συνόδου Καρθαγένης). Διό αί Οικουμενικαί Σύνοδοι απαγγέλλουσι τον φρικτόν αναθεματισμόν «τοίς κοινωνούσιν έν γνώσει» τοίς καινοτόμοις «ανάθεμα» (Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου Μ. 13, 128).


Υπό το ανάθεμα, λοιπόν, των Οικουμενικών Συνόδων της Εκκλησίας κείνται οι «έν γνώσει» (Θεοδώρου Στουδίτου, PG. 99, 1653) κοινωνούντες των Μυστηρίων των υπό κρίσιν καινοτόμων, καίτοι ταύτα είναι εισέτι ισχυρά. Ώς γάρ «πάν το έν αγνοία καθαρισθήσεται (αυτόθι)» ούτω το «έν γνώσει» (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 13, 128) «κατακριθήσεται» (Μάρκ. ιστ΄ 16).


Απορούντες όμως λέγουσιν. Εαν οι κηρύσσοντες αίρεσιν «δημοσία», «γυμνή τη κεφαλή» και «επ΄ εκκλησίας», έχωσι προ εκκλησιαστικής αυτών κρίσεως Μυστήρια ισχυρά, ίνα τι ο ιερός Κανών αποκαλεί τούτους ψευδεπισκόπους και ψευδοδιδασκάλους (ΙΕ΄ Κανόνος της ΑΒ΄ Συνόδου);


Διότι αιρετίζοντες κείνται υπό κρίσιν ως ψευδεπίσκοποι και ψευδοδιδάσκαλοι. Ψευδεπίσκοποι μεν, καθ΄ ότι, Επισκόπου θέσιν έχοντες, δεν ορθοτομούσι τον λόγο της θείας αληθείας, αλλά καινοτομούσι το ψεύδος. Ψευδοδιδάσκαλοι δέ, επειδή, εν θέσει εκκλησιαστικού διδασκάλου όντες, δεν διδάσκουσιν Ορθοδοξίαν, αλλά ψευδοδοξίαν. 


Διό και εκβάλλονται από τας θέσεις του Επισκόπου και του διδασκάλου δια κανονικής εκκλησιαστικής κρίσεως, ήτοι «συνοδικής διαγνώσεως», δηλαδή «εντελούς διαγνώσεως» (Βαλσάμωνος, Σ.Κ. 2, 695), ήγουν τελεσιδίκου. Διό ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας τον πεπτωκότα εις αίρεσιν Νεστόριον Κωνσταντινουπόλεως ονομάζει πρό τελεσιδίκου αυτού κρίσεως «συλλειτουργόν» (Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Μ. 4, 1068), ενω τον χαρακτηρίζει λύκον εν τη ποίμνη του Θεού ( Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Μ. 4, 1096). 


Δηλαδή, δια μεν το αιρετικόν αυτού κήρυγμα τον λέγει λύκον, δια δέ την εκκλησιαστική θέσιν, ήν εισέτι κατέχει, τον αποκαλεί συλλειτουργόν, επομένως και λειτουργόν Μυστηρίων. Διό και Νεστόριος εχαρακτηρίσθη και «κακόν θηρίον» πρό της υπ΄ αυτού κηρύξεως της αιρέσεως. Και όχι μόνον τούτο, αλλά και «προ του επιδημήσαι» αυτόν «εν Κωνσταντινουπόλει». Δηλαδή, ο Νεστόριος ωνομάσθη προ της ενθρονίσεως του εις τον επισκοπικόν θρόνον Κωνσταντινουπόλεως, ουχί απλώς ψευδεπίσκοπος και ψευδοδιδάσκαλος, αλλά θηρίον κακόν. 


Και τούτο κατόπιν θείας αποκαλύψεως, ως μαρτυρεί αυτή αύτη η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Διότι γράφει αύτη προς τον πρωτοστατήσαντα εις την ορθόδοξον ένστασιν εν Κωνσταντινουπόλει άγιον Δαλμάτιον λέγουσα, «ότι και προ του επιδημήσαι Νεστόριον εν Κωνσταντινουπόλει, απεκάλυψέ σοι τα εν τη καρδία αυτού ο Θεός, και ότι πάσι τοίς ερχομένοις εν τω κελίω σου έλεγες· προσέχετε εαυτούς, αδελφοί, ότι κακόν θηρίον επεδήμησεν εν τη πόλει ταύτη και πολλούς έχει βλάψαι τη διδασκαλία αυτού» (Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 4, 1260).


Προσέχωμεν, λοιπόν, οι Ορθόδοξοι «τη αναγνώσει» των αγίων Πατέρων, «μη ποτέ παραρρύωμεν» (Εβρ. β΄ 1).



Ιστολόγιο ''ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ''


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF