ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2021

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΑ-Η ΑΣΚΗΤΡΙΑ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ 1886-1974 (ΜΕΡΟΣ 6ον)

 



Συνακόλουθες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του αειμνήστου Μητροπολίτη Ωρωπού και Φυλής κ. Κυπριανού Α':
<<Γερόντισσα Μυρτιδιώτισσα - Η Ασκήτρια της Κλεισούρας 1886-1974>>,
έκδοση <<Ιεράς Μονής Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, Φυλής Αττικής>>,
Φυλή Αττικής 1998.
Ανάρτηση 6η, σελ. 71-81.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.




<<Μικρά Είσοδος στον θαυμαστό κόσμο μιας σύγχρονης Αγίας>>


Ευρίσκομαι στην σκιά της Αγιονορείτικης Εικόνας <<Άξιον έστιν>> πολλούς μήνες τώρα... Το καντηλάκι Της ανάβει ακοίμητο... Ζήτησα την Χάρι Της και δεν με παρέβλεψε... Εργάζομαι τόσο καιρό και δεν απόκαμα... Ουράνια χαρά με πλημμύριζε συνεχώς και λαχτάρα να ολοκληρώσω την προσπάθεια... Ήμουν μέσα σ' έναν <<Κήπο Χαρίτων>>... Η ευωδία των αρετών της Αγίας Γεροντίσσης μ' έκανε να λησμονήσω την κόπωσι και τις δυσκολίες... Μπροστά μου είχα μικρά τεμάχια των Λειψάνων της'  λίγα από τα μαλλάκια της'  χώμα από το μνήμα της'  ένα μέρος από το τσεμπέρι της'  και μία κάρτα με την Εικόνα και το Μοναστήρι της Παναγίας Κλεισουργιωτίσσης... Η γνωριμία μου μαζί της ήταν ένας σταθμός στην πνευματική μου πορεία. Μετά την κοίμησί της, το 1974, επιθυμούσα διακαώς να γράψω ό,τι γνώριζα για τον θαυμαστό κόσμο αυτής της σύγχρονης Αγίας. Θα ήταν ίσως οικονομία Θεού που τώρα, είκοσι πέντε περίπου χρόνια μετά την είσοδό της στην αιώνια κατάπαυσι, αξιώνομαι τελικά να προσφέρω στις φιλόθεες ψυχές αυτήν την εργασία. Η καθυστέρησις έγινε αιτία να συγκεντρώσω νέο υλικό που φωτίζει από κάθε πλευρά την αγιασμένη προσωπικότητα της δούλης του Θεού Μυρτιδιωτίσσης Μοναχής. Στο τέλος της δεύτερης χιλιετίας μετά την ενανθρώπισι του Σωτήρος μας, ο κοσμικός περίγυρος απειλεί να μας συνθλίψη μέσα στις συμπληγάδες της αλαζονείας και της σαρκικότητος. Η οδηγητική μορφή της γενναίας Ασκήτριας ας μας φωτίζη στο σταυροαναστάσιμο μονοπάτι της εσωτερικής συντριβής, της χαρμολύπης, της υπομονής, της ελπίδος, της ευσπλαχνίας... Προσπάθησα να εισδύσω στα άδυτα ενός θαυμαστού κόσμου, να προσεγγίσω ό,τι κρυβόταν κάτω από την εξωτερική ασημότητα μιας καταφρονεμένης γυναίκας. <<Τη ταπεινώσει τα υψηλά τη πτωχεία τα πλούσια>>... Ένας θησαυρός κρυμμένος στα ράκη, την ατημελησιά, την τραχύτητα... Συνεχής αφάνεια, για να φανερωθή ο Θεός'  τόπος θεοφανείας για τους ταπεινούς... Έντιμη ενώπιον του Θεού και πολύτιμο σκεύος των θαυμασίων Του... Ζούσε από τώρα μυστικά την δόξα της Βασιλείας... Ανήκε στον γνώριμο χορό που μας συνεπαίρνει με την φωτεινή ομορφιά του και μας δίνει κουράγιο με τις <<παραδοξότητες>> και <<αντινομίες>> του... <<Γίγαντες ταπεινοί>>'  συναρπαστικοί στην δόξα και την απλότητά τους'  κατανυκτικοί στην αγιότητα και την μετάνοια'  γενναίοι στην άσκησι και την ευγένεια'  αθώοι στον πόνο και στην συγχωρητικότητα'  ελεύθεροι στην υπακοή και την αγνότητα'  αστραπηβόλοι στο βλέμμα και το δάκρυ τους'  αρχοντικοί στον λόγο και την πράξι... Η κοινωνία μας μαζί τους, κοινωνία με τον Κύριό μας, με την Ελπίδα μας... Όσο θα υπάρχουν Άγιοι ανάμεσά μας, έστω και άγνωστοι στους πολλούς, θα υπάρχη ελπίδα... Και εφ' όσον πάντοτε θα υπάρχουν Άγιοι ως την <<Αποκάλυψιν>> Εκείνου, πάντοτε θα υπάρχη ελπίδα... Και έχουμε τόσο ανάγκη από ελπίδα... Και η <<ελπίς ου καταισχύνει>>... Αυτή ας είναι η παρηγοριά μας στο κατώφλι της τρίτης χιλιετίας...



+ Ο  Ω. & Φ. Κ.


27.1.1998 εκ. ημ.


Ανακομιδή Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου





ε κ  τ ο υ  π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ο υ )

Η σοφή Σοφία κατάλαβε γρήγορα τους πνευματικούς κινδύνους που την έζωναν... Ήταν πολύ ωραία γυναίκα... Τα πλούσια μαλλιά της τραβούσαν την ιδιαίτερη προσοχή των ανδρών.


Μία φορά μάλιστα που ζύμωνε, την επλησίασε κάποιος και ξαφνικά την εφίλησε με εμπάθεια!... Ήταν λοιπόν καιρός να λάβη τα μέτρα της' ήταν ασυμβίβαστη... Φωτίστηκε τί θα έπρεπε να κάνη:


άρχισε να φοράη παληόρουχα, και αυτά από την ανάποδη' κάτι μαύρα κουρελιασμένα τσουβάλια στην αρχή. Παραμελούσε τον εαυτό της... Κρατούσε αλουσία... Δεν πλενόταν... Έπαιρνε κάρβουνο από το τζάκι και μουτζούρωνε το πρόσωπό της...


Σιγά - σιγά κύρτωσε, διπλώθηκε, φαινόταν ταλαιπωρημένη... Έπρεπε να κτυπήση την ρίζα όλων των παθών: την φιλαυτία, την αυτο-υπόληψι, την αυταρέσκεια, την ανθρωπαρέσκεια...


Αλλά ήθελε επίσης και να μην γίνεται αιτία σκανδαλισμού. Ένα επίπονο άθλημα ήδη άρχιζε: η διά Χριστόν σαλότης... Μία κάθοδος στην άβυσσο της ταπεινοφροσύνης, για να φθάση στα δυσθεώρητα ύψη της θείας αγάπης.


Και ήταν ακόμη μόνο στην αρχή... Ήθελε να χαθή η ομορφιά της, για να μη την ζυγώνουν, να την συχαίνωνται, να την κοροϊδεύουν, να μην της δίνουν σημασία, να είναι -κοντολογίς- του κλώτσου και του μπάτσου...


Άλλωστε, έτσι θα έκρυβε και τον εωτερικό της πλούτο, θα τον ασφάλιζε... Ποιός δίνει σημασία σε μία τρελλή;... Σε μία ζάντενα;... -Τί φοράς αυτά τα παληά;... την ερωτούσε ευλαβής ανεψιά της.


-Εκεί πάνω, απαντούσε σοφά, οι άνδρες είναι όλοι βλάχοι... Πώς θα ζήσω;... Η Κλεισούρα ήταν ένα βλαχοχώρι, οι κάτοικοί της πνευματικά ακαλλιέργητοι' έπρεπε να έχη το νου της...


-Γλυκειά μου μαννούλα, της έλεγε μία εκλεκτή ψυχή, γιατί να μην φορέσετε κι εσείς μία μαντήλα, ένα ρούχο καλό;... -Αϊ! κορίτσι μου, είσαι ακόμη μικρή... Ακόμα μικρέσα είσαι... Όταν μεγαλώσης τότε θα καταλάβης τί θα πη σκάνδαλο...


Όταν τρανήσης ατότες θα αγροικάς ντο εν σκάνδαλο... Και αόρατος πόλεμος και αόρατος πειρασμός... Όλα αυτά τα κάνω για ν' αποφύγω το σκάνδαλο... Να μην σκανδαλίζω τον κόσμο... Ν' αποφύγω τον αόρατο πόλεμο...


Εγώ γιάβρουμ, έτσι πρέπει να νά' μαι... Να μην κολάζεται η ψυχή μου... Να μη κολατίεται η ψη' μ... Έτσι θέλω να φορώ... Να με βλέπη ο κόσμος και να με συχαίνεται... Να ελέπμε ο κόσμον και να νερέσκεταί με...



4. Ιδιότυπη ασκητικότητα


Η ανάβασις όμως διά της καταβάσεως ήταν επίπονη... -Υπομονήν πολλά... Το χώμα στο χώμα... Η υπάκουη, απλή, καλωσυνάτη και καλόβολη Σοφία έπρεπε να αυξήση τα <<τάλαντα>> που της εμιστεύθηκε ο Κύριος.


Να φανή πιστή στα ολίγα, για να κερδίση τα πολλά, τα ουράνια. Η ασκητική της ζωή ήταν ιδιότυπη και στο φαγητό... Συνήθως έμενε νηστική όλη την ημέρα' έτρωγε το απόγευμα, μετά τον εσπερινό.


Η τροφή της εξαιρετικά λιτή και πρόχειρη: ψωμί, ζάχαρη, ντομάτες, σταφύλια... Ιδιαίτερη <<αδυναμία>> της: τα αλάδωτα χόρτα βρασμένα με λίγο αλεύρι, το τουρσί, τα ξερά ψωμιά...


Το κρέας άγνωστο' το λάδι σπάνιο... Όσα φαγητά της έδιναν οι περαστικοί φρόντιζε να τα μοιράζη ελεημοσύνη... Και ο Σωτήρας μας όμως δεν την άφηνε απαρηγόρητη... Κάποτε έμεινε χωρίς τρόφιμα' δεν είχε ούτε ψωμί...


Ήταν τρεις ημέρες νηστική... Χειμώνας, μόνη' δύσκολες στιγμές... Ξεδυνάμωσε, δεν μπορούσε να περπατήση... Βγήκε έξω στην αυλή και κάθισε λιγάκι να ξαποστάση, εξαντλημένη, αποθαρρυμένη...


-Γιατί είσαι τόσο παραπονεμένη;... ακούει μία φωνή! Σηκώνεται ξαφνιασμένη... -Πατέρα μου, ψωμί δεν έχω..., απαντάει με ευλάβεια και δέος. Μετά από δύο ώρες φθάνουν από το Λέχοβο καλαθάκια με διάφορα αγαθά και ψωμιά!


Ήσαν αρκετά να την συντηρήσουν για πολύ καιρό... Άλλη φορά είχε νηστεύσει δεκαεπτά ημέρες' έπινε μόνο λίγο νερό την ημέρα. Πείνασε... Στράφηκε προς την εύσπλαχνη Μητέρα:


-Παναγία μου, σε παρακαλώ, δεν αντέχω άλλο... Στείλε μου κάτι να φάω... Μετά από μισή ώρα ήλθε μία γυναίκα στο Μοναστήρι... Της έφερε ψάρια! Έφαγε με ευγνωμοσύνη... Αλλά και στο ζήτημα του ύπνου εβάδιζε τον δρόμο της δουλαγωγίας, του υπωπιασμού... 


Στην αρχή έμενε σε κελλί, στον επάνω όροφο, στο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής. Δεν κοιμόταν στο κρεββάτι' άλλοτε καθιστή, άλλοτε κάτω στο ξύλινο πάτωμα... Προς το τέλος της δεκαετίας του '40 κατέβηκε στο τζάκι, αρνούμενη κάθε σωματική ανάπαυσι.


Πράγματι, αναδείχθηκε στύλος υπομονής και αυταπαρνήσεως!... Ήταν ένα θαύμα να βλέπης μίαν αδύνατη γυναίκα σχεδόν ξυπόλυτη χειμώνα - καλοκαίρι, στα χιόνια, στα νερά, στα κρύσταλλα,


μέσα στα κρύα, με τα μισοκαμμένα κουρέλια της που αρπάζανε εκεί στο τζάκι που κοιμόταν, άπλυτη, άλουστη, με φτέρνες σχισμένες, σκυμμένη, απόκοσμη, σαλή... Τί δύναμι έκρυβε μέσα της, τί θεϊκή φλόγα!...


-Γερόντισσα, τον χειμώνα τί κάνεις εδώ στο τζάκι που είσαι;... την ερώτησε μία ενάρετη προσκυνήτρια. Το τζάκι!... Αρκετά φαρδύ, άφηνε το χιόνι να κατεβαίνη μέσα, να πέφτη στο κεφάλι της, καθώς έκλεβε λίγο ύπνο καθιστή τις νύκτες...


Ενώ η υγρασία απ' τα νερά που τρέχανε τρύπαγε τα κόκκαλα... Και ο παγωμένος αέρας ωρμούσε αμεμπόδιστος από τις ανοιχτές πόρτες, σχηματίζοντας σωστό μπουγάζι... Και εκείνη η ευλογημένη, ζώντας σε άλλους κόσμους, απάντησε με απλότητα:


-Τον χειμώνα έχω εδώ μια πέτρα... Τη βάζω για προσκέφαλο... Κι' όταν βαραίνη το κεφάλι μου απ' το χιόνι που πέφτει μέσα, σηκώνουμαι και το ρίχνω πέρα και ξαναγέρνω... Και συνέχισε, θρηνολογώντας:


-Δεν μ' ενδιαφέρει αν τρέχουν βρύσες κι αν δεν τρέχουν... Αν μπαίνη αέρας κι αν βγαίνη... Εγώ έχω τον καημό μου, έχω το βάσανό μου... Αχ! οι αμαρτίες μου, οι αμαρτίες της ψυχής μου... Αχ! Κλαίω διά τ' αμαρτίες της ψης' μ...


-Εγώ κοιτάζω απάνω... Εγώ τερώ απάν'... Ο νους μου είναι απάνω, εκεί... Έχω καημό, πώς θα κερδίσουμε απάνω, να μην τιμωρηθούμε... Αυτά εγώ βάνω στο νου μου... Τις βρύσες δεν τις ακούω καθόλου που τρέχουνε...


Αυτή η εργασία της μετανοίας και αυτομεμψίας της έδινε την εσωτερική θερμότητα της Χάριτος και την θαυμαστή αντοχή στις κακοπάθειες. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ βγήκε έξω για να ανάψη τα καντήλια στο εικονοστάσι της Αγίας Άννης και στον Αγιασμό, στην Ζωοδόχο Πηγή.


Χαλούσε ο κόσμος: χιόνια, αέρας, το κρύο κάτω πολύ από το μηδέν... Ο φύλακας, ξεχασμένος, έκλεισε και αμπάρωσε όπως συνήθιζε την πύλη της Μονής και ανέβηκε στον επάνω όροφο, στο τζάκι, να ησυχάση...


Η Γερόντισσα τελείωσε την διακονία της, γύρισε και άρχισε να κτυπάη την πύλη, να φωνάζη... Ποιός ν' ακούση; Ποιός να ανοίξη με τέτοιον καιρό;... Ξημέρωσε... Αμέριμνος ο φύλακας ανοίγει την πύλη... και κάνει πίσω τρομαγμένος...


Η Ασκήτρια σηκώνεται, τινάζει τα χιόνια που την είχαν μισοθάψει και μπαίνει στο Μοναστήρι... Σώα και ακέραιη, λες και έχει βγη από φούρνο!... Και όμως!... Είχε ξημερώσει μέσα στα χιόνια, καθισμένη όπως συνήθιζε:


με τα πόδια διπλωμένα στο στήθος και το κεφάλι ακουμπησμένο στα γόνατα... Στην στάσι αυτή προσευχόταν όλη νύκτα... Ζούσε πράγματι μία ζωή υπερφυσική... Η μεγάλη ευλάβειά της να ανάβη τα καντήλια ήταν φανερό, ότι είχε ανταμειφθή...


Πάντοτε παστρική, περιποιόταν με πολλή επιμέλεια, εκτός από τον Ναό της Μονής, και τα παρεκκλήσια. Χειμώνα - καλοκαίρι φρόντιζε να είναι τα ακοίμητα αναμμένα στον Άγιο Κωνσταντίνο και την Αγία Παρασκευή στους επάνω ορόφους των κελλιών, αλλά και στον Πρόδρομο έξω από το Μοναστήρι...


Ιδιαίτερη ευλάβεια είχε για το παλαιό εξωκκλήσι της Αγίας Τριάδος, τριακόσια περίπου μέτρα ψηλά στην απότομη πλαγιά του βουνού, με λείψανα τοιχογραφιών, μισοκτισμένο στον βράχο. Ήταν η αδυναμία της...


Αν και με μεγάλη δυσκολία ανέβαινε άνθρωπος από ένα υποτιθέμενο μονοπάτι, αυτή σωστό κουβάρι και ταλαιπωρημένη, πήγαινε κάθε πρωϊ, στο χιόνι και στην ζέστη, να ανάψη τα καντήλια.


Η βία της γι' αυτήν την επικίνδυνη διακονία δεν έμενε χωρίς ανταμοιβή... Κάποτε είχε πάει στην Αγία Τριάδα με μία ευλαβική ψυχή. Αφού προσκύνησαν, άναψαν τα καντήλια και θύμιασαν, επήραν τον πολύ απότομο κατήφορο της επιστροφής, λέγοντας τους <<Χαιρετισμούς>> της Παναγίας.


Ξαφνικά! τί ήταν αυτό; ξεσπάει μία δυνατή βροχή και έρχεται ένα δυνατό χαλάζι... Σαρώνεται η βλάστησις γύρω... Σε λίγο ο πάγος σκεπάζει την γη κοντά μία σπιθαμή... Ο κίνδυνος μεγάλος και άμεσος...


-Χαίρε σκέπη του κόσμου πλατυτέρα νεφέλης... -Χαίρε ξύλον ευσκιόφυλλον, υφ' ου σκέπονται πολλοί... Η ευλαβικιά ψυχή αναπολεί με θαυμασμό: -Λέγαμε τους <<Χαιρετισμούς>> και βαδίζαμε...


Το χαλάζι δεν μας άγγιζε... Έπεφτε γύρω μας... Απλώναμε το χέρι μας και το πιάναμε δίπλα μας... Πάνω μας ούτε σταγόνα!...




Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι )


Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Συνακόλουθες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του αειμνήστου Μητροπολίτη Ωρωπού και Φυλής κ. Κυπριανού Α':
<<Γερόντισσα Μυρτιδιώτισσα Η Ασκήτρια της Κλεισούρας 1886-1974>>,
έκδοση <<Ιεράς Μονής Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, Φυλής Αττικής>>,
Φυλή Αττικής 1998, σελ. 71-81.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF