ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 21 Αυγούστου 2021

ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ: Η ΟΛΙΓΟΠΙΣΤΙΑ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ




Ο Θεός μας είναι ο Νικητής. Όλες οι καλές νίκες, μόνιμες ή πρόσκαιρες, από την αρχή του χρόνου ως το τέλος της ιστορίας, ανήκουν σ’ Εκείνον. Είναι νικητής όταν αποκαθιστά την τάξη, μέσα στην αταξία που προκαλούν αμαρτωλοί άνθρωποι. Όταν οι χειρότεροι των ανθρώπων ανέρχονται στην πρώτη θέση και οι καλλίτεροι πέφτουν στην τελευταία, Εκείνος αναποδογυρίζει την αταξία και βάζει τον τελευταίο πρώτο και τον πρώτο τελευταίο. Νικά την κακία και τα τεχνάσματα των πονηρών πνευμάτων που μαίνονται εναντίον των ανθρώπων και τα διαλύει, όπως σκορπίζει ο ισχυρός άνεμος μια άσχημη δυσοσμία. Είναι νικητής σε κάθε έλλειψη: όπου υπάρχει λίγο, το αυξάνει· όπου δεν υπάρχει τίποτα, δίνει με αφθονία. Είναι νικητής στην αρρώστια και στα βάσανα. Λέει ένα μόνο λόγο κι η αρρώστια μαζί με τα βάσανα εξαφανίζονται.


Οι τυφλοί βλέπουν, οι κουφοί ακούνε, οι άλαλοι μιλάνε, οι παράλυτοι σηκώνονται και περπατάνε, οι λεπροί καθαρίζονται. Είναι νικητής του θανάτου: διατάζει κι ο θάνατος ελευθερώνει το θύμα από τα σαγόνια του. Βασιλεύει στο βασίλειο των ουρανίων δυνάμεων – των αγγέλων και των αγίων – που δεν έχει τέλος. Ένα βα­σίλειο που αν συγκριθούν μαζί του τα βασίλεια αυτού του κόσμου είναι τόσο σκοτεινά και περιορισμένα, όσο ένας τάφος. Διατάζει τα στοιχεία και τα όντα αυτού του κόσμου και τίποτα δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στις εντολές Του, χωρίς τον κίνδυνο να διαλυθεί και ν’ αποσυντεθεί.


Η μια μέρα διαδέχεται την άλλη. Η μια νίκη ακο­λουθεί την άλλη. Η ιστορία αυτού του κόσμου είναι μια σειρά από νίκες του Θεού, είναι η αποκάλυψη της ακαταμάχητης θεϊκής δύναμης. Ο Θεός είναι ταπεινός σαν αρνί. Μπροστά Του όμως τρέμουν ο ουρανός και η γη. Όταν ο ίδιος το επιτρέπει να ταπεινώνεται, τότε αποκαλύπτεται περισσότερο δυναμικά και εμφατικά η μεγαλοσύνη Του. Όταν επιτρέπει να τον φτύνουν, τότε φανερώνει τη χυδαιότητα και την ιταμότητα των άλλων. Όταν παραδίδεται στη σφαγή, τότε η ζωή Του ακτινοβολεί. Ο Θεός φανέρωσε το φως Του με το φως του ήλι­ου. Αυτό όμως δεν ήταν παρά μια αμυδρή σκιά του Εαυτού Του. Φανέρωσε τη δύναμή Του μέσα από τ’ αμέτρητα πύρινα σώματα στο σύμπαν, τη σοφία Του με την ευταξία της δημιουργίας και τη δημιουργία των όντων από τη μια άκρη του σύμπαντος ως την άλλη, το κάλλος Του από το κάλλος της φύσης, το έλεός Του από την επιμελή συντήρηση όλων όσα έφτιαξε, τη ζωή Του με τη ζωή όλων των όντων. Όλ’ αυτά δεν είναι παρά μια χλωμή κι εφήμερη εικόνα που παραπέμπει σ’ Εκείνον. Είναι απλά λέξεις πύρινες, χαραγμένες με πυκνό καπνό.


Όλ’ αυτά τα χαρακτηριστικά του Θεού αποκαλύφτηκαν με τη μεγαλύτερη δυνατή λαμπρότητα που άντεχε ο άνθρωπος. Κι αποκαλύφτηκαν μέσα από έναν άνθρωπο. Όχι με τον οποιονδήποτε άνθρωπο, όχι με το συνηθισμένο, τον πλασμένο άνθρωπο, αλλά με τον άκτιστο, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Όλα έγιναν μ’ Εκείνον. Μαζί Του έλαμψε στη σάρκα το φως και η δύναμη, η σοφία και το κάλλος, η ευσπλαχνία και η ζωή. Τί σημαίνει ζωή, αν όχι νίκη στο σκοτάδι; Τί σημαί­νει δύναμη, αν όχι νίκη στην αδυναμία; Τί άλλο είναι η σοφία, παρά νίκη στην αφροσύνη και την παράνοια; Τί είναι το κάλλος, αν όχι νίκη στην ασχήμια και την κτηνωδία; Δεν είναι νίκη κατά της κακίας, της πονηριάς και του φθόνου το έλεος; Ζωή δεν είναι η θεία νίκη κατά του θανάτου;


Τί νομίζετε εσείς που ακολουθείτε το Χριστό, πού βαφτιστήκατε στο όνομά Του; Δε φανέρωσε ο Χρι­στός όλες τις νίκες αυτές, που κανένας άλλος στον κόσμο δεν είχε κατορθώσει να κάνει; Δεν αισθάνεστε καθημερινά πως ακολουθείτε το μέγιστο Νικητή από τη δημιουργία του χρόνου και του κόσμου; Δε νιώ­θετε πως είστε βαφτισμένοι στο όνομα Εκείνου που γνωρίζει και μπορεί να κάνει τα πάντα, που στολίζει με το κάλλος Του όλα τα πλάσματα, που τα θωπεύει με το έλεός Του και τα ζωογονεί με τη ζωή Του; Αν δεν τα νιώθετε και δεν τα ζείτε όλ’ αυτά, τότε το ότι τον ακολουθείτε και καλείστε με τ’ όνομά Του, πολύ λίγο θα σας βοηθήσει.


Μόνο με τον Κύριο Ιησού θα μπορέσετε, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ή τον ελά­χιστο δισταγμό, να πιστέψετε στη νικηφόρα δύναμη του Θεού πάνω σε κάθε πλάσμα, σε κάθε στοιχείο της φύσης και σε κάθε κακία του κόσμου. Μόνο ο Κύριος Ιησούς μπορεί να σου δώσει το θάρρος να ζήσεις, το θάρρος ν’ αντιμετωπίσεις το θάνατο. Μόνο Εκείνος μπορεί να σου δώσει ελπίδα σε μια ζωή καλλίτερη από την πρόσκαιρη, που υπόκειται στη φθορά. Μόνο Εκείνος μπορεί να εμπνεύσει μέσα σου την αγάπη για κάθε καλό. Γιατί Εκείνος είναι η σαρκωμένη νίκη κατά του κόσμου. «Θαρσείτε· εγώ νενίκηκα τον κό­σμον» (Ιωάν. ιστ 33), είπε ο Χριστός στους μαθητές Του και μέσω των μαθητών Του σ’ όλους εμάς. Δεν πρέπει νά φοβόμαστε.


Ο Κύριος και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός νίκησε τον κόσμο. Το ευαγγέλιο είναι το βιβλίο που περιέχει τη νίκη Του, η μαρτυρία της παντοδυναμίας Του. Η ιστορία της Εκκλησίας ως τις μέρες μας κι ως τη συντέλεια του κόσμου, είναι ένα ακόμα βιβλίο με λεπτομέρειες από τις νίκες Του. Όποιος το αμφισβητεί αυτό, θα στερηθεί τους καρπούς των νικών Του. Ας προσεγγίσουμε την ερμηνεία του σημερινού ευαγγελίου λοιπόν χωρίς αμφιβολία, χωρίς σκιές, γιατί περιγράφει μια καταπληκτική νίκη του Χριστού κατά της φύσης. «Και ευθέως ηνάγκασεν ο Ιησούς τους μαθητάς αυτού εμβήναι εις το πλοίον και προάγειν αυτόν εις το πέραν, εως ου απολύση τους όχλους» (Ματθ. ιδ’ 22).


Αυτό έγινε αμέσως μετά το μεγάλο θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων, τότε που ο Κύριος τάισε πέντε χιλιάδες άντρες, χώρια από τις γυναίκες και τα παιδιά, με πέντε άρτους και δυο ψάρια, και περίσσεψαν ακόμα δώδεκα κοφίνια ψωμί. Ο Κύριος προγνώρισε τότε και προετοίμασε ένα άλλο μεγάλο θαύμα, που ούτε καν το φαντάζονταν οι μαθητές Του. Το πρώτο στάδιο της προετοιμασίας ήταν να βάλει τους μαθητές Του να πάρουν ένα πλοίο και να περάσουν στην αντίπερα όχθη. Το δεύτερο στάδιο ήταν ν’ απολύσει τους όχλους και το τρίτο, ήταν ν’ ανεβεί ψη­λότερα στο βουνό για να προσευχηθεί κατά μόνας.


«Και απολύσας τους όχλους ανέβη εις το όρος κατ’ ιδίαν προσεύξασθαι. οψίας δε γενομένης μόνος ην εκεί» (Ματθ. ιδ’ 23). Η μόνωσή Του επαναλαμβάνεται με τις λέξεις «μόνος» και «κατ’ ιδίαν», για να δώσει έμφαση στο ότι ο Κύριος επιδίωκε την ερημιά, όπου και παρέμεινε αφού πρώτα έδιωξε τους όχλους. Όρος, μόνωση, σκοτάδι. Σε τέτοιες συνθήκες ο άνθρω­πος νιώθει να βρίσκεται πιο κοντά στο Θεό. Και τότε η προσευχή είναι γλυκύτατη. Όλα όσα έκανε ο Κύριος Ιησούς, ήταν για δική μας διδαχή, για τη σωτηρία μας. Δεν ήρθε στη γη για να μας διδάξει μόνο με τα λόγια Του, αλλά με πράξεις, με γεγονότα και με κάθε έργο και κίνηση που έκανε. Ανέβηκε ψηλότερα στο βουνό επειδή εκεί είχε περισσότερη ησυχία. Έμεινε μόνος Του, επειδή η μόνωση υποδηλώνει χωρισμό από τον κόσμο αυτόν. Προσευχήθηκε μέσα στη νύχτα, γιατί το σκοτάδι είναι κάτι σαν πέπλο στα μάτια. Και τα μάτια είναι που εμποδίζουν το νου να συγκεντρωθεί, καθώς τρέχουν από το ένα αντικείμενο στο άλλο. [...]


«Το δε πλοίο μέσον της θαλάσσης ην, βασανιζό­μενον υπό των κυμάτων· ην γαρ ενάντιος ο άνεμος· τετάρτη δε φυλακή της νυκτός απήλθε προς αυτούς ο Ιησούς περιπατών επί της θαλάσσης» (Ματθ. ιδ’ 24, 25). Όταν οι μαθητές ξεκίνησαν με το πλοίο το βράδυ, η θάλασσα ήταν ήρεμη. Όταν άλλαξε η φορά των ανέμων όμως, τα κύματα έγιναν τεράστια, όπως συνήθως γίνεται στη λίμνη αυτή, το πλοίο άρχισε να κλυδωνίζεται κι οι μαθητές φοβήθηκαν. Ο Κύριος τα προγνώριζε όλ’ αυτά. Άφησε σκόπιμα όμως τους μα­θητές Του να εκτεθούν στον κίνδυνο, ώστε να νιώσουν πόσο αβοήθητοι κι αδύναμοι ήταν χωρίς Εκείνον και να στερεωθούν στην πίστη τους, να θυμηθούν μια προηγούμενη καταιγίδα στη θάλασσα, όταν ο Κύριος βρισκόταν μαζί τους κι εκείνοι τον ξύπνησαν έντρο­μοι, φωνάζοντας:


«Κύριε, σώσον ημάς, απολλύμεθα» (Ματθ. η’ 25). Θα εύχονταν και τώρα να ήταν μαζί τους. Τό ‘κανε αυτό για να νιώσουν και να γνωρίσουν προκαταβολικά την αλήθεια των αγίων Του λόγων, που τους είπε λίγο προτού χωριστεί απ’ αυτούς: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. ιε’ 5). Τότε που είχε γίνει η προηγούμενη καταιγίδα οι μαθητές είχαν εκτεθεί σε μικρότερο κίνδυνο, η πίστη τους δοκιμάστηκε λιγότερο, γιατί τότε ο Χριστός ήταν μαζί τους στο πλοίο, αν και κοιμόταν. Τώρα, σ’ αυτή τη δεύτερη καταιγίδα, η κατάσταση ήταν χειρότερη κι η πίστη τους δοκιμάστηκε περισσότερο. Ο ίδιος έλειπε μακριά τους πάνω στο βουνό, στην έρημο. Πώς να τον φωνάξουν, να τον επικαλεστούν για να τους ακούσει; Πώς μπορούσαν να τον πληροφορήσουν για τη συμφο­ρά τους; Πώς μπορούσαν να του στείλουν ένα μήνυμα, να του πουν, «Κύριε, σώσον ημάς, απολλύμεθα»; Δεν υπάρχει κανένας τρόπος.


Οι μαθητές το βλέπουν πια, πως τους απειλεί ναυάγιο. Λες κι ήταν δυνατό να καταστραφεί κάποιος άνθρωπος, όταν τηρεί την εντολή του Θεού! Αλήθεια, τι υπέροχη διδαχή είναι αυτή για τους πιστούς, ώστε να μην απελπίζονται όταν βαδίζουν στο δρόμο όπου τους έταξε ο Θεός· να πιστέψουν πως Εκείνος που τους έστειλε στο δρόμο τους φροντίζει γι’ αυτούς, γνωρίζει τους κινδύνους που θα συναντήσουν. Ο Θεός όμως δε σπεύδει στη βοήθειά Του. Δοκιμάζει την πίστη του δίκαιου ανθρώπου, όπως δοκιμάζεται κι ο χρυσός στο χωνευτήρι. Όταν οι μαθητές έφτασαν στο έσχατο σημείο της απόγνωσης, ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά τους ο Χριστός, περπατώντας πάνω στα νερά. Αυτό έγινε «τετάρτη φυλακή της νυκτός». Οι Ιουδαίοι, όπως κι οι κυβερνήτες τους, οι Ρωμαίοι, είχαν χωρίσει τη νύχτα σε τέσσερις φυλακές, που η καθεμιά τους διαρκούσε τρεις ώρες. Ο Κύριος εμφανίστηκε στους μαθητές Του την τέταρτη φυλακή της νύχτας, δηλαδή λίγο προτού χαράξει.


«Και ιδόντες αυτόν οι μαθηταί επί την θάλασσαν περιπατούντα εταράχθησαν λέγοντες ότι φάντασμά εστι, και από του φόβου έκραξαν» (Ματθ. ιδ’ 26). Θα πρέπει ή νά ‘χε αρχίσει να ψιλοχαράζει ή να είχε φεγγάρι ή ο Κύριος να έλαμπε με το Θαβώρειο φως Του, δε γνωρίζουμε. Αυτό που είναι γνωστό είναι πως οι μαθητές Του τον είδαν, ήταν ορατός. Όταν τον είδαν στη θάλασσα, ένιωσαν απερίγραπτο φόβο. Κι ο νέος αυτός φόβος ήταν μεγαλύτερος από το φόβο της καταιγίδας και του ναυαγίου που τους απειλούσε. Δεν ήξεραν πως ο Κύριός τους είχε τέτοια δύναμη, τέτοια εξουσία στη φύση. Ως τότε δεν την είχε φανερώσει. Τον είχαν δει μόνο να διατάζει τη θάλασσα και τους ανέμους.


Δεν ήξεραν όμως πως μπορούσε να περπατά­ει πάνω στο νερό, όπως περπατάμε σε στέρεο έδαφος. Θα έπρεπε βέβαια να το είχαν συμπεράνει αυτό από τα προηγούμενα θαύματά Του. Εκείνος που μπορεί να διατάζει τη θάλασσα να γαληνεύει και τους ανέμους να ηρεμούν, σίγουρα θα μπορούσε να περπατήσει και πάνω στο νερό. Οι μαθητές όμως δεν είχαν φτάσει ακόμα σε τέτοια πνευματική ωριμότητα. Η πίστη τους ήταν ακόμα αδύναμη. Κι ο Χριστός έκανε το θαύμα αυτό για να τη δυναμώσει. Φάντασμά εστι, κραύγασαν οι μαθητές Του και από του φόβου έκραξαν. Σκέφτηκαν πως θα ήταν φάντασμα ή κι ο ίδιος ο σατανάς στη μορφή του Δι­δασκάλου τους. Ήξεραν, είχαν δει το Δάσκαλό τους να παλεύει με το σατανά και τις ορδές του στον κό­σμο. Και τώρα ο σατανάς είχε αρπάξει την ευκαιρία να τους εξολοθρεύσει. Οι φίλοι Του τη στιγμή εκείνη είχαν εκτεθεί στον έσχατο κίνδυνο. Τί περισσότερο θα μπορούσε να τους συμβεί; Σίγουρα όλα όσα συμβαίνουν και σήμερα στους λιπόψυχους που βρίσκονται σε κίνδυνο, ενώ βαδίζουν το δρόμο του Θεού. [...]


«Ευθέως δε ο Ιησούς εκτείνας την χείρα επελάβετο αυτού και λέγει αυτώ· ολιγόπιστε· εις τί εδίστα­σας;» (Ματθ. ιδ’ 22). Δεν πνιγόμαστε πολλές φορές στους κινδύνους της θάλασσας του βίου, ωσότου μας αρπάξει κάποιο αόρατο χέρι και μας λυτρώσει από τον κίνδυνο; Ποιός από μας δεν έχει να παρουσιάσει αρκετά τέτοια παραδείγματα; Όλοι μας το γνωρίζουμε εμπειρικά αυτό. Μιλάμε κάθε τόσο γι’ αυτά τα πράγ­ματα κι ομολογούμε την παρουσία του αόρατου χεριού που μας γλιτώνει από τον κίνδυνο. Δυστυχώς όμως υπάρχουν και λίγοι ανάμεσά μας, ακόμα και η ίδια η συνείδησή μας, που ακούνε την επιτιμητική φωνή από τ’ αόρατα χείλη: ολιγόπιστε· εις τί εδίστασας;


Γιατί αμφιβάλλετε, φίλοι μου, πως το χέρι του Θεού είναι κοντά; Γιατί δεν δοξολογείτε το Θεό ακόμα και τη στιγμή που αντιμετωπίζετε το μεγαλύτερο κίνδυνο; Ο Αβραάμ δεν ήταν απαλλαγμένος από την αμφιβολία όταν οδηγούσε το μονογενή του υιό στη θυσία (βλ. Γέν. κβ’ 1-18) και μετά τον έσωσε ο Θεός; Ο Ιωνάς δε δοξολογούσε το Θεό από την κοιλιά του κήτους και σώθηκε (βλ. Ιων. β’ 7); Γιατί οι Τρεις Παίδες δεν ολιγοπίστησαν μέσα στην «κάμινο του πυρός» και τελικά τους έσωσε η πίστη τους (βλ. Δαν. γ’ 19-26); Το ίδιο δεν έκανε κι ο προφήτης Δανιήλ μέσα στο λάκκο των λεόντων (στ 16-23), αλλά κι ο μακάριος Ιώβ που ήταν πληγωμένος και γεμάτος σπυριά (Ιώβ β’ 7-10); Αλλά και χιλιάδες άλλοι που δέχτηκαν τις μεγαλύτερες δοκιμασίες για την πίστη τους στο Χρι­στό, πώς γλίτωσαν από την αμφιβολία; Εμείς γιατί αμφιβάλλουμε; Ο Θεός μας σώζει αμέτρητες φορές με το αόρατο χέρι Του, εκεί που δεν το περιμένουμε καθόλου, και μ’ όλο που αμφιβάλλουμε πολλές φορές για τη βοήθειά Του.


Πρέπει λοιπόν να έχουμε στο νου μας όλες τις ευεργεσίες του Θεού και να μετανοούμε για την ολιγοπιστία και τη λιποψυχία μας. Πρέπει να γίνουμε ώριμοι στην πίστη μας. Έτσι, όσο μεγάλο κίνδυνο κι αν αντιμετωπίσουμε στο μέλλον, πρέπει να δοξολο­γούμε το Θεό και να επικαλούμαστε το όνομά Του. Και τότε ο Θεός θα μας βοηθήσει, θα μας σώσει. Ας δοξολογούμε το Θεό όταν βρισκόμαστε στον κίνδυνο, όχι όταν αυτός περάσει. Αλλά κι όταν φανούμε λιπόψυχοι κι ολιγόπιστοι, ας μη μας καταλάβει η απόγνωση. Ο Πέτρος λιποψύχισε, ο Κύριος όμως ενίσχυσε την πίστη του. Πολλοί από τους αγιότερους ανάμεσα στους αγίους, αρχικά είχαν λιποψυχίσει, αργότερα όμως έγιναν σταθεροί στην πίστη τους στο Χριστό. Προσέξτε τι λέει ο προφητάνακτας Δαβίδ: «Επί τω Θεώ ήλπισα, ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος. εν εμοί, ο Θεός, ευχαί, ας αποδώσω αινέσεώς σου, ότι ερρύσω την ψυχή μου εκ θανάτου και τους πόδας μου εξ ολισθήματος» (Ψαλμ. νε’ 12-14). Έτσι μιλάει εκείνος που πιστεύει αληθινά, που έχει γνωρίσει εμπειρικά ότι ο Θεός έχει μετρήσει κάθε τρίχα του κεφαλιού μας, πως ούτε ένα σπουργίτι (πολύ περισσότερο άνθρωπος) δεν μπορεί να πέσει στη γη χωρίς τη θέληση του Θεού.


«Και εμβάντων αυτών εις το πλοίον εκόπασεν ο άνεμος» (Ματθ. ιδ’ 32). Με το που ανέβηκε ο Ιησούς στο πλοίο, ο άνεμος σταμάτησε. Δε σταμάτησε από μόνος του να φυσά, αλλά μετά από εντολή του Κυρίου Ιησού. Αν και δεν αναφέρεται εδώ, όπως στη προη­γούμενη περίπτωση, όταν ο Χριστός είχε επιτιμήσει τον άνεμο και τη θάλασσα, φαίνεται καθαρά πως το έκανε και τώρα. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος σκέφτεται σίγουρα πως ο άνεμος έπαυσε, υπακούοντας σε εσω­τερική και ανέκφραστη εντολή του Χριστού. Χάρη στη δική Του δύναμη κι επιθυμία κόπασε ο άνεμος. Υπάρχει κι ένα βαθύτερο και καθαρό νόημα στο γεγονός ότι ο Χριστός μπήκε στο πλοίο και ηρέμησε τον άνεμο και τη θάλασσα. Όταν ο Κύριος μπαίνει στο πλοίο του σώματός μας, είτε με τη θεία κοινωνία είτε με την προσευχή είτε με οποιονδήποτε άλλον ευλογημένο τρόπο, οι άνεμοι των παθών ηρεμούν μέσα μας και το πλοίο ταξιδεύει με ασφάλεια στην ακτή.


«Οι δε εν τω πλοίω ελθόντες προσεκύνησαν αυτώ λέγοντες· αληθώς Θεού υιός ει» (Ματθ. ιδ’ 33). Όταν ο Κύριος ηρέμησε την καταιγίδα της θάλασσας και σταμάτησε τους ανέμους στην πρώτη περίπτωση, οι μαθητές ρώτησαν, όπως κάνουν όλοι οι άλλοι συνη­θισμένοι και λιπόψυχοι άνθρωποι: «Ποταπός εστιν ούτος, ότι και οι άνεμοι και η θάλασσα υπακούουσιν αυτώ;» (Ματθ. η’ 27). Από τότε όμως είχαν δει τόσα σημεία και θαύματα από το Διδάσκαλό τους, είχαν ακούσει τόσες διδαχές. Η πίστη τους είχε πια ενισχυθεί, είχε εδραιωθεί. Έτσι τώρα, που έβλεπαν το μεγάλο αυτό θαύμα, δε ρώτησαν πια, ποταπός εστιν ούτος. Εκείνο που έκαναν τώρα, ήταν να γο­νατίσουν μπροστά Του και να ομολογήσουν: αληθώς Θεού υιός ει!


Ήταν η πρώτη φορά που ομολόγησαν όλοι μαζί οι μαθητές πως ο Ιησούς ήταν Υιός του Θεού. Ανάμεσά τους ήταν βέβαια κι ο Ιούδας, που τον ομολόγησε κι αυτός. Αργότερα όμως η φιλαργυρία τον έκανε ν’ αρνηθεί κυριολεκτικά τον Κύριο και Διδάσκαλό Του. Είναι αλήθεια πως τον αρνήθηκε κι ο Πέτρος και μάλιστα τρεις φορές. Η άρνηση του Πέτρου όμως δεν ήταν προμελετημένη. Έγινε ξαφνικά από φόβο κι αμέσως μετά μετανόησε πικρά κι έκλαψε για την άρνησή του. Το βαθύτερο νόημα που έχουν τα λόγια οι δε εν τω πλοίω ελθόντες προσεκύνησαν αυτώ και τον ομολόγησαν Υιό του Θεού, είναι πολύ διδακτικό σε κάθε χριστιανό. Αφού ο Θεός ενανθρώπησε κι ήρθε να ζήσει μαζί μας, πρέπει κι εμείς με όλη την ύπαρξή μας να τον προσκυνήσουμε και να ομολογήσουμε το όνομά Του. Με όλη την ύπαρξή μας εννοούμε με το νου και τη σκέψη μας, με την καρδιά και τα αισθήματά μας, με την ψυχή και όλες τις επιθυμίες μας. Έτσι το σώμα μας ολόκληρο θα γεμίσει φως, σκότος δε θα υπάρχει μέσα του.


Αλίμονό μας αν δεχόμαστε το Χριστό μέσα μας κι έπειτα τον εξορίζουμε με την αμαρτία μας ή τον αρνιόμαστε, όπως ο Ιούδας. Η δεύτερη κατάσταση θα είναι χειρότερη από την πρώτη. Όταν ο Χριστός απέλυσε τον Ιούδα, «εισήλθεν εις εκείνον ο σατανάς» (Ιωάν. ιγ’ 27). Ας μην ξεχνάμε ούτε στιγμή πως δεν μπορούμε να παίζουμε με το Θεό, γιατί αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Ο Θεός είναι «πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. ιβ’ 29). «Και διαπεράσαντες ήλθον εις την γην Γεννησαρέτ» (Ματθ. ιδ’ 34). Έφτασαν κοντά στην Καπερνα­ούμ, που ήταν ο προορισμός τους (βλ. Ιωάν. στ’ 17). Όποιος έχει πάει στη Γαλιλαία, μπορεί να καταλάβει πόσο μακριά οδήγησε η καταιγίδα τους αποστόλους. Η Βηθσαϊδά κι η Καπερναούμ βρίσκονται στις βόρειες ακτές της λίμνης.


Όταν οι μαθητές μπήκαν στο πλοίο κάτω από τη Βηθσαϊδά, εκείνο που έπρεπε να κάνουν, ήταν να πλεύσουν κατά μήκος της ακτής. Ο ευαγγελιστής όμως γράφει πως η καταιγίδα τους παρέσυρε μέσον της θαλάσσης. Εκεί, στη μέση της λίμνης θεάθηκε ο Ιησούς να περπατάει πάνω στα κύματα. Όταν κόπασε η καταιγίδα, το πλοίο έπρεπε να ταξιδέψει πάλι πίσω, στην ακτή της Καπερναούμ. Σύμφωνα με το Ματθαίο και το Λουκά, φαίνεται πως αυτή τη φορά το πλοίο ακολούθησε το συνηθι­σμένο δρόμο, με τη βοήθεια του ανέμου και τα κου­πιά. Από τη διήγηση του Ιωάννη όμως μπορούμε να συμπεράνουμε πως ο Κύριος Ιησούς έφερε το πλοίο στην ακτή, με την ακατανίκητη δύναμή Του. Γράφει ο Ιωάννης: «και ευθέως το πλοίον εγένετο επί της γης εις ην υπήγον» (Ιωάν. στ’ 17).


Δεν υπάρχει καμιά αντίφαση στις διηγήσεις των ευαγγελιστών εδώ. Εκείνος που μπορούσε να περπα­τάει πάνω στα νερά και να γαληνέψει τους ανέμους και την καταιγίδα με τα λόγια και τις σκέψεις Του, μπορούσε αν το ήθελε, με τη σκέψη Του μόνο να μεταφέρει σε μία στιγμή το πλοίο στο λιμάνι. Το βαθύ­τερο νόημα που έχουν εδώ τα λόγια του Ιωάννη, είναι πως όταν ο Κύριος έρχεται να κατοικήσει μέσα μας, εμείς νιώθουμε σα να βρισκόμαστε στη Βασιλεία των Ουρανών, όπως σε ασφαλές λιμάνι, εκεί που το πλοίο της ζωής μας δεν κλυδωνίζεται ούτε από καταιγίδες ούτε από ανέμους. Αν έπειτα πρέπει να εξακολου­θήσουμε να περπατάμε στη γη δεν το νιώθουμε αυτό, γιατί τώρα η ψυχή κι η καρδιά μας ζουν σ’ έναν άλλο καλλίτερο κόσμο, εκεί που βασιλεύει ο Βασιλιάς Χρι­στός. Στη δική Του νίκη βλέπουμε με ευφροσύνη τη δική μας νίκη.


Νικητής ενάντια σε κάθε κακό είναι ο Χριστός. Δεν επιτρέπει ο ίδιος να τον νικήσει κάποιο κακό. Εμείς λοιπόν πρέπει να καταφεύγουμε κάτω από τις σωστικές φτερούγες Του, εκεί που δε θα συναντήσουμε ούτε καταιγίδες ούτε ανέμους ούτε φαντάσματα, «ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στε­ναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος». Εκεί θα βρούμε όλα τ’ αγαθά πλούσια, αιώνια, που δεν τα καταστρέφει ούτε ο σκόρος ούτε η σκουριά. Εκεί θα δοξολογούμε μαζί με τους αγγέλους και τους αγίους τα νικηφόρα έργα του Χριστού, που τη μεγαλοσύνη τους δεν μπο­ρούμε να κατανοήσουμε στην περιορισμένη προοπτική της πρόσκαιρης ζωής μας. Εκεί θα μας αποκαλυφτούν όλα και τότε θα ευφρανθούμε. Κι η χαρά μας αυτή δε θα έχει τέλος. Γι’ αυτό πρέπει δόξα και ύμνος στον Κύριο Ιησού Χριστό, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το Πανάγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώ­νων. Αμήν. Εκ του ιστολογίου ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ.


(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ομιλίες Δ’ – Κυριακοδρόμιο, Εκδ. Πέτρου Μπότση, 2012)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF