ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 25 Μαΐου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ' ΛΟΥΚΑ: Ο ΤΥΦΛΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΙΧΟΥΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΙΓΟΙ ΣΩΖΟΜΕΝΟΙ





Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον: ΙΗ' 35 – 43


Τώρα το θαύμα πιστεύω ότι οι περισσότεροι το ακούσατε. Το θαύμα, ποιό θαύμα, αυτό που μας περιέγραψε το Ευαγγέλιο, αυτό το θαύμα. Ένας τυφλός καθότανε σε μια γωνιά εκεί του δρόμου, και είχε απλωμένο το χέρι του και ζητούσε ελεημοσύνη. Ζητούσε καμιά δεκάρα ή κάνα κομμάτι ψωμί, για να φάει ο καημένος. Αφού ήταν τυφλός, για κείνη την εποχή ήταν δραματικές οι καταστάσεις των τυφλών. Άκουσε όμως να γίνεται θόρυβος. Ρωτάει τι γίνεται, και του λένε ότι περνάει ο Ιησούς ο Ναζωραίος.


Μόλις άκουσε αυτός ότι περνάει ο Ναζωραίος, ο Ιησούς, άρχισε λοιπόν να φωνάζει με όλη τη δύναμη της ψυχής του, «Ιησού Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Οι παρευρισκόμενοι και ο όχλος βέβαια ο πολύς που Τον ακολουθούσε τον Χριστό, τον επέπληττε, τον μάλωνε, του έλεγε «πάψε, μη φωνάζεις τόσο δυνατά. Δε σ’ ακούει. Τώρα Αυτός κάνει τη δουλειά Του». Ο τυφλός όμως, όσο του έλεγαν οι άλλοι να μη φωνάζει, αυτός τόσο πιο πολύ φώναζε, επαναλαμβάνοντας τις ίδιες λέξεις, «Ιησού Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με».


Κάποτε τον άκουσε ο Χριστός, και ζήτησε βέβαια να τον φέρουν κοντά Του. Δεν κραύγαζε ο φουκαράς για να πάρει χρήματα. Δεν κραύγαζε για να του δώσει ο Χριστός και η συνοδεία που Τον ακολουθούσε δηλαδή οι μαθηταί Του και ο όχλος, ένα κομμάτι ψωμί. Αλλά καθώς είχε ακούσει, μερικά πράγματα όπως και την Ανάσταση της κόρης της θυγατρός του Ιαείρου, και της άλλης εκείνης, του νεανία απ’ τη Ναϊν, και την Ανάσταση του Λαζάρου, διότι αμέσως μετά εγένετο αυτό το θαύμα, με τη δύναμη λοιπόν αυτής της πίστεως, άρχισε να φωνάζει «Ιησού Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με».


Για να πει όμως «Υιέ Δαβίδ», αυτό σημαίνει ότι είχε θρησκευτικές γνώσεις. Και ήξερε πολύ καλά από τις προφητείες, ότι ο Μεσσίας θα προήρχετο από την γενεά του Δαβίδ. Εμείς, σαν ορθόδοξοι χριστιανοί, αυτό το πράγμα το γνωρίζουμε; Ότι δηλαδή ο Κύριός μας ως άνθρωπος προέρχεται απ’ το γένος του Δαβίδ; Γι’ αυτό και επομένως ονομάζει τον Κύριον «Υιό Δαβίδ». Πιστεύει ότι είναι ο Μεσσίας, ο Βασιλεύς του κόσμου, ο Βασιλεύς του Ισραήλ.


Το «ελέησόν με» εκφράζει και κάτι άλλο. Ότι πίστευε ότι ο Χριστός είχε κάτι παραπάνω απ’ αυτό που είχαν όλοι οι συνηθισμένοι άνθρωποι εκείνης της εποχής, Γραμματείς και Φαρισαίοι, οι άρχοντες και Αρχιερείς του λαού. Δεν ήταν απλώς ένας άνθρωπος. Είχε γνωρίσματα, αλλά τα γνωρίσματα αυτά ήταν θεϊκά. Γι’ αυτό και φώναζε με πολύ δυνατή πίστη προς τον Θεάνθρωπον Χριστόν, «Υιέ Δαβίδ, Ιησού Υιέ Δαβίδ». Με τέτοια πίστη μας διδάσκει ο τυφλός, εμείς την έχουμε;


Εμείς έχουμε μια τέτοια πίστη που πρέπει να βλέπομε μόνον τα αόρατα και όχι τα ορατά, να βλέπομε τα πνευματικά και όχι τα υλικά, να βλέπουμε τα ουράνια και όχι τα επίγεια, τα θεία και τα απρόσιτα και όχι τα φθαρτά, που στο κάτω – κάτω θα τα αφήσομε όλα εδώ, και γυμνοί θα απέλθομε από τούτο τον κόσμον. Αν ακούσουμε τον σκληρό λόγο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, πιθανόν να απογοητευτούμε αλλά αυτή είναι η αλήθεια, θα την πούμε λίγο πιο κάτω.


«Τι θέλεις να σου κάμω», του λέει ο Κύριος. «Να αναβλέψω, θέλω το φώς μου, τι να θέλω, τι να θέλει ένας τυφλός;» Τι να θέλει, να θέλει ψωμί, πρώτα το ψωμί, να θέλει την ανάπαυση του κορμιού του, να θέλει πέντε δραχμές στη χούφτα του; Το κυριότερο πράγμα που ζητά είναι το φώς του. Ο Κύριος ερώτησε τον τυφλόν τι θέλει, αγνοούσε δηλαδή, δεν ήξερε τι θέλει ο τυφλός; Ασφαλώς ο Κύριος γνώριζε τα πάντα. Αλλά έκαμε την ερώτηση αυτή, όχι γιατί δεν εγνώριζε τι θέλει ο τυφλός του Ευαγγελίου, αλλά διά να το καταλάβουν αυτό το πράγμα και τα πλήθη.


Για να μην πιστέψουν ότι ο τυφλός εκείνη τη στιγμή ζητούσε χρηματική βοήθεια, και υλική συμπαράσταση, αλλά ότι ζητούσε το φώς του. Ήθελε ο Κύριος λοιπόν να το κάμει αυτό γνωστό. Ότι ο τυφλός ζητούσε κάτι το υπερφυσικό. Κάτι το ανυπέρβλητο: Τυφλός να δει το φώς! Υπάρχει όμως και κάτι άλλο για το οποίον ο Κύριος εγνώριζε τι ζητάει ο τυφλός. Το εγνώριζε, όπως γνωρίζει και τις καρδιές όλων μας. Εδώ, εδώ, ολονών τις καρδιές, τώρα τι έχετε μέσα σας, και τι έχω μέσα μου τα γνωρίζει. Εάν αυτά που έχουμε μέσα μας, είναι αιτήματα ευλογημένα, το γνωρίζει. Αλλά θέλει να Του το φωνάζουμε! Γι’ αυτό του είπε, «τι θέλεις, τι θέλεις να σου κάμω;»


«Να δω το φώς μου», είπε. «Να δω το φώς μου. Το φώς της ημέρας, το φώς του ηλίου. Αυτό να δω ήθελα!» Αυτό το φως όμως, το φως της ψυχής, γιατί υπάρχει και φως της ψυχής, υπάρχει και ο φωτισμός του νου, υπάρχει και ο φωτισμός της καρδιάς, υπάρχει και ο φωτισμός του όλου ανθρώπου. Άραγε εμείς οι Νεοέλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί, το ζητάμε;


Ξέρετε, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, στην εποχή που εθεωρείτο η Εκκλησία μας ότι ευρίσκετο στον χρυσόν αιώνα της, τότε που η Κωνσταντινούπολις τον τέταρτον μετά Χριστόν αιώνα, απαριθμούσε περισσότερο από τριακόσιες χιλιάδες κατοίκους, ξέρετε τι είπε σε ένα βραδινό του κήρυγμα ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος; Ότι πόσοι είναι αυτοί οι οποίοι θα σωθούνε; Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ήταν συνηθισμένος να κρίνει.


Ήταν ο μεγάλος διδάσκαλος που ήξερε και να ζυγίζει. Και να ζυγίζει τους πάντες, μικρούς και μεγάλους, μορφωμένους και αγραμμάτους, άρχοντας και αρχομένους, ακόμα βασιλείς και αυτοκράτορας, κληρικούς και λαϊκούς, αρχιερείς και μοναχούς, όλο τον κόσμο. Τους περνούσε από το ζύγι του Ευαγγελίου. Δεν άφηνε κανέναν που να μην τον κρίνει εκείνος. Ο Θεός βέβαια έκρινεν αυτόν.


Εμείς λοιπόν, οι λεγόμενοι Νεοέλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί, επειδή τώρα καταργήθηκε από την ταυτότητα, θα λέμε λοιπόν τώρα ότι ο Χριστιανισμός μας είναι μόνο στο δέρμα μας. Και από μέσα η καρδιά μας είναι ειδωλολατρική. Λατρεύομε τα είδωλα, και το βλέπετε, παρακολουθείστε τη ζωή σας, και τη ζωή μας πώς είναι, και θα διαπιστώσουμε, με κάθε τρόπο ότι κλίνουμε όλοι μας λίγο πολύ προς την ειδωλολατρία. Το πνεύμα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου εταράζετο, για αυτήν την κατάσταση που βασίλευε τότε στην βασιλεύουσα, στην Κωνσταντινούπολη. Και γι’ αυτή την κατάσταση που βασιλεύει σήμερα στην πατρίδα μας αλλά και σε ολόκληρον τον λεγόμενον χριστιανικόν κόσμον. Ανέβηκε μια μέρα λοιπόν στον άμβωνα, άνοιξε το στόμα του και απ’ το στόμα του βγήκε φωτιά.


Παρουσιάζοντας κατά πρώτον λόγον την ζωήν των πρώτων χριστιανών, που την συνέκρινε με την ζωή των τότε του τετάρτου αιώνος, του χρυσού αιώνος της Εκκλησίας, την ζωήν των χριστιανών. Ε ρε που να βρισκόταν και σήμερα. Έπειτα κάλεσε τους χριστιανούς της Κωνσταντινουπόλεως να συγκρίνουν αυτή τη ζωή. Και εκσφενδονίζει ένα ερώτημα το οποίο θα σας το διαβάσω εν μεταφράσει. Πόσοι νομίζετε ότι είναι σε ολόκληρη την πόλη αυτήν όπου κατοικούμε οι σωζόμενοι; Οι πραγματικοί χριστιανοί πόσοι είναι; Εκείνοι που αξίζουν σωτηρίας πόσοι είναι;


Θα σας το πω αλλά θα σας φανεί πολύ βαρύ. Αλλά είμαι υποχρεωμένος να το πω. Λοιπόν από τις τριακόσιες και πλέον χιλιάδες των χριστιανών, θα είναι οι σωζόμενοι μόλις και μετά βίας εκατό. Αλλά και δια τον αριθμόν αυτόν, φοβούμαι ότι δεν είναι αυτός, δεν είμαι βέβαιος ότι είναι αυτός. Μήπως είστε και ολιγότεροι; (ερώτηση).


Και φαίνεται λοιπόν ότι όλοι οι ακροαταί εκείνο το βράδυ που κρέμονταν κυριολεκτικώς από τα χείλη του, γι’ αυτό ονομάστηκε και Χρυσόστομος, ανησύχησαν, δε δίστασε εκείνος να σύρει το παραπέτασμα, για να παρουσιάσει όλη την κοινωνική διαφθορά, και να κάμει τα αποκαλυπτήρια των καρδιών, και της συμπεριφοράς των νέων και των γέρων, των γυναικών και των ανδρών, όπως τα λέει εδώ, των αρχομένων και των αρχόντων, των κληρικών όλων των βαθμών, και των λαϊκών, των μοναχών και των μοναζουσών, ότι οι συνειδητοί χριστιανοί που αισθάνονται και ζουν, τον Χριστό μέσα στην καρδιά τους, είναι λίγοι, είναι σπάνιοι. Λίγοι βρίσκουν την οδόν της σωτηρίας, λίγοι.


Μόλις και μετά βίας το εκατό στους τριακόσιους τόσους χιλιάδες, γίνεται μόλις και μετά βίας τρία τα εκατό. Δηλαδή αν εκείνη την εποχή ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος εβεβαίωσε ότι από τους τότε χριστιανούς, που η ζωή τους ήταν πολύ διαφορετική από την δική μας, εκείνος βεβαίωνε ότι θα εσώζοντο μόλις και μετά βίας τρία τα εκατό, από τη σημερινή νέο-ορθόδοξη Ελλάδα, πόσοι θα σωθούν; Τρία τα εκατό; Δύο τα εκατό; Ένα τα εκατό, ή μήπως ένας στους χίλιους; Για σκεφτείτε το λιγάκι…


Τα κράτη που ακόμα ονομάζονται χριστιανικά, ζουν αντιχριστιανική ζωή. Τα μέσα ενημερώσεως που είναι πολλά, βλέπομε μέσα από αυτά εφημερίδες, περιοδικά, τηλεοράσεις και τα λοιπά, εδώ μού’ πε χριστιανός ότι είχε βάλλει ένα «ταψί» λέει, και μπορούσε και έπιανε δύο χιλιάδες κανάλια! Και τρόμαξε! Δύο χιλιάδες κανάλια, που να το φανταστώ, όλου του κόσμου τα κανάλια φαίνεται έπιανε, και καθόταν και έκανε κάθε βράδυ αγρυπνία! Επί οκτώ ώρες! Πιάνοντας δυο χιλιάδες κανάλια, για να βλέπει ΟΛΗ τη βρωμιά, που έχει να παρουσιάσει αυτός ο κόσμος ο δυστυχής, που καταρρέει στην καταστροφή και μαζί με το ξερό θα καεί και το χλωρό.


Μη νομίζετε ότι η αυριανή ημέρα θα είναι καλύτερη από τη σημερινή. Θάναι χειρότερη! Γι’ αυτό κοιτάξτε να έχετε μετάνοια, να φωνάζετε σαν τον τυφλό, «Ιησού μου ελέησέ με, έχω ανάγκη να σωθώ, πνίγομαι, χάνομαι, πάω στην Κόλαση» Ποιος είσαι άνθρωπε, ποιος σε βεβαιώνει ότι το βράδυ που θα κοιμηθείς, το πρωί θα ξυπνήσεις; Κάνεις όνειρα, αλλά είναι μόνο για μια νύχτα, κι είναι όνειρα. Μπορεί να μην πραγματοποιηθούν το πρωί. Σε μια πόλη, Πεντάπολη, πέντε πόλεις ήταν τα Σόδομα και τα Γόμορα, πέντε πόλεις, πόσοι σώθηκαν; Ο Λώτ, και οι δυο θυγατέρες του. Τρείς, μόνον τρείς. Η γυναίκα του γύρισε στην αμαρτία και έγινε στήλη άλατος.


Και όταν καταστρέφονταν, παγκόσμια όλος ο κόσμος, απ’ τον παγκόσμιο εκείνον κατακλυσμόν επί της εποχής του Νώε, πόσοι για σκεφτείτε τότε, εκατομμύρια πρέπει νάταν ο κόσμος, πόσοι σώθηκαν απ’ αυτά τα πολλά εκατομμύρια; Οκτώ! Μόνον η οικογένεια του Νώε! Αν γίνει ένας καινούργιος κατακλυσμός, πόσοι από μας θα σωθούν; Γι’ αυτό λοιπόν παρακαλώ πολύ μα πάρα πολύ την αγάπη σας, να καλλιεργείσθε ένα διαρκές πνεύμα μετανοίας και συντριβής, με το μυαλό σας και με την καρδιά σας, να ανέβετε ψηλά στον ουρανό με την προσευχή, και να πάρετε μια σάλπιγγα σαν τις σάλπιγγες που έχει η αποκάλυψις, και να τη βάλετε στο στόμα σας και να σαλπίστε.


Ψυχή μου μετανόησον, πρώτα στη δική σου ψυχή. Στη δική μου ψυχή να φωνάξει η δική μου σάλπιγγα, κι ύστερα να διαλαλήσω «μετανοήστε και σεις που είστε μέσα στο σπίτι μου, στην οικογένειά μου, σύζυγοι και παιδιά, γονείς και αδέλφια», κι ύστερα να σαλπίσομε για να ακούσει αυτή την σάλπιγγα της μετανοίας και η κοινωνία που μας περιβάλλει. Ξυπνήστε, χανόμαστε! Και κρίμα που είστε τόσοι λίγοι.


Άραγε θα σωθούμε; Το εύχομαι! Με όλη μου τη καρδιά, και σεις να το εύχεστε σε μένα, όλοι μας να σωθούμε αν αύριο ή μέχρι το βράδυ έρθει ένας κατακλυσμός, και μας πάρει όλους, ή ένας σεισμός ή μία πυρηνική βόμβα ή δεν ξέρω τι άλλο είδος καταστροφή θα επέλθει στις ημέρες που ακολουθούν. Λοιπόν, πίστη σαν τον τυφλό και ΜΕΤΑΝΟΙΑ, σαν το κήρυγμα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Αυτό χρειαζόμαστε όλοι μας. Αμήν.


* Απομαγνητοφωνημένα (και ηχητικά) κηρύγματα του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου. Εκ του ιστολογίου <<Κηρύγματα>> της 17ης Ιανουαρίου 2016.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF