ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2022

ΤΩ ΑΥΤΩ ΜΗΝΙ Κς', Η ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ, ΦΙΛΟΥ, ΠΑΡΘΕΝΟΥ, ΕΠΙΣΤΗΘΙΟΥ, ΗΓΑΠΗΜΕΝΟΥ, ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ



Ούτος εκατάγετο από ένα χωρίον ευτελές της Γαλιλαίας, ονομαζόμενον Βηθσαϊδά, υιός ων, πατρός μεν Ζεβεδαίου ψαρά και πτωχού ανθρώπου, μητρός δε Σαλώμης, η οποία ήτον θυγάτηρ Ιωσήφ του Μνήστορος της Θεοτόκου. Διότι ο Ιωσήφ είχε τέσσαρας υιούς, Ιάκωβον, Ιωσήν, Ιούδαν, και Σίμωνα (ή Συμεών), και θυγατέρας τρεις, την Εσθήρ, την Μάρθαν, και την Σαλώμην, ήτις ήτον γυνή μεν του Ζεβεδαίου, μήτηρ δε του Ιωάννου τούτου (1).


Όθεν εκ τούτου ακολουθεί, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ήτον θείος του Ιωάννου τούτου, ως νομιζόμενος αδελφός Σαλώμης της θυγατρός Ιωσήφ, μητρός δε Ιωάννου. Ο δε Ιωάννης ήτον ανεψιός του Κυρίου. Εσυμβοήθει δε ο θείος Ιωάννης τον πατέρα του Ζεβεδαίον εις την ψαρευτικήν τέχνην μαζί με τον αδελφόν του Ιάκωβον.


Όταν δε ούτος εκαλέσθη υπό του Κυρίου, αφήκε τον πατέρα, ομού και το πλοίον του, και ενώθη με τον καλέσαντα Κύριον, και τους αυτού νόμους ακριβώς εδιδάχθη. Δια τούτο παραιτήσας το να πιάνη τα άλογα οψάρια, έμαθε πώς να πιάνη δια της διδασκαλίας τας λογικάς ψυχάς των ανθρώπων.


Και επειδή εμεταχειρίζετο άκραν εγκράτειαν εις όλα τα βλάπτοντα, δια τούτο όλος οικειώθη με την παρθενίαν. Εκ τούτου δε επλούτησε και το να ονομάζεται Παρθένος εξαιρέτως, και περισσότερον από όλους τους άλλους ανθρώπους.


Εκ τούτου έγινε και ηγαπημένος κατ’ εξαίρετον εις τον Βασιλέα Χριστόν, εις τρόπον ότι, μόνος αυτός έλαβε την ονομασίαν του ηγαπημένου. Όθεν και όταν ο Κύριος ανέβη εις το Θαβώριον Όρος δια να μεταμορφωθή, ανέβη μαζί και ο ηγαπημένος ούτος Ιωάννης, και είδε την εκείσε εκ μέρους δειχθείσαν του Θεού Λόγου θεότητα, και ήκουσε την φωνήν την λέγουσαν·


«Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ηυδόκησα· αυτού ακούετε». Και εν τω μυστικώ Δείπνω αυτός πλησίον του ηγαπημένου του Διδασκάλου εκάθισεν. Αυτός και επάνω εις το στήθος του ανέπεσε δια την πολλήν αγάπην οπού είχεν εις αυτόν. Αυτός ερώτησεν αυτόν λέγων· «Κύριε, τις εστιν ο παραδιδούς σε;»


Αυτός εζήτησε και να καθίση εκ δεξιών του Διδασκάλου του, δείχνωντας με τούτο φανερώς το προς αυτόν διάπυρον φίλτρον του. Αλλά και όταν επιάσθη ο Κύριος υπό των Ιουδαίων, αυτός ηκολούθα αυτώ, και εμβήκεν εις την αυλήν του αρχιερέως, με το να ήτον γνωστός του. Και όταν δε εσταυρώθη, αυτός παρίστατο εις τον Σταυρόν μαζί με την Θεομήτορα. Και η μεν Θεοτόκος, ήκουσε παρ’ αυτού το «Γύναι ίδε ο υιός σου».


Ούτος δε ο Ιωάννης, ήκουσε το «Ιδού η μήτηρ σου». Τούτου δε του λόγου, τι άλλο ημπορεί να γένη μακαριώτερον; Όθεν και από εκείνην την ώραν έλαβεν αξιοπρεπώς εις τον οίκον του την Μητέρα και Παρθένον, ο κατά την ψυχήν και το σώμα παρθένος. Και όταν δε ο Κύριος ανέστη, αυτός επρόλαβε τον κορυφαίον Πέτρον, και παρακύψας πρώτος εις τον τάφον, είδε τα εντάφια, και τον ποθούμενον έβλεψε, και παρ’ αυτού αυτός το εμφύσημα δέχεται, και της οικουμένης όλης προβάλλεται Απόστολος.


Αυτός και αναληφθέντα είδε τον Κύριον. Αυτός έπειτα και την του Παρακλήτου επιφοίτησιν εν είδει πυρίνων γλωσσών εδέχθη μετά των άλλων συμμαθητών, εν τη ημέρα της Πεντηκοστής. Αυτός τελευταίον και μέχρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου έμεινεν εις Ιερουσαλήμ, διακονών αυτή εις όλα τα χρειαζόμενα.


Επειδή δε οι Απόστολοι έβαλον λαχνούς (2) δια να γνωρίσουν, πού έμελλεν ο καθ’ ένας να υπάγη δια να κηρύξη το Ευαγγέλιον, έπεσεν ο λαχνός δια να υπάγη ο Ιωάννης ούτος εις την Μικράν Ασίαν, η οποία ήτον γεμάτη από είδωλα, και όλη ήτον έκδοτος εις την ελληνικήν πλάνην. Τούτου χάριν λυπηθείς δια τούτο ο Απόστολος, και αγωνιάσας ως άνθρωπος, προσέκρουσεν εις τον Θεόν, επειδή δεν ήλπισεν όλος διόλου εις την ακαταμάχητον δύναμιν του Θεού.


Όθεν εσυγχωρήθη από τον Θεόν να πέση εις πειρασμόν, ίνα δια του πειρασμού αφεθή το ανθρώπινον σφάλμα του. Διατί οι μεγάλοι και τέλειοι άνδρες κατά την αρετήν, απαιτούνται να φυλάττουν την ακρίβειαν έως και εις τα παραμικρότατα πράγματα. Προλέγει λοιπόν ο Ιωάννης εις τον μαθητήν του Πρόχορον, την φουρτούναν και καραβοτζακισμόν, οπού και οι δύω έμελλον να λάβουν.


Και ότι μόνος ο Ιωάννης έχει να πειρασθή εις την θάλασσαν ημέρας τεσσαράκοντα. Όθεν της φουρτούνας γενομένης, κατά την πρόρρησιν του Αποστόλου, εξεβράσθη ο Πρόχορος υπό των κυμάτων της θαλάσσης εις την Σελεύκειαν. Κατά την οποίαν εσυκοφαντήθη ότι είναι μάγος. Και ότι επήρεν άσπρα από το καραβοτζακισμένον πλοίον, και έχει και εξοδεύει αυτά.


Από την Σελεύκειαν δε, επήγεν εις ένα τόπον της Ασίας, Μαρμαρεώτην ονομαζόμενον, εν διαστήματι ημερών τεσσαράκοντα.


Εκεί δε πηγαίνωντας, ευρίσκει τον διδάσκαλόν του Ιωάννην, τον οποίον είχεν εκβράσει εκεί η θάλασσα. Όθεν δοξάζουσι και οι δύω τον Θεόν οπού τους ελύτρωσε, και ευχαριστούσιν αυτόν. Έπειτα υπάγουν και οι δύω εις την Έφεσον, όπου και απαντώσι μίαν γυναίκα, Ρωμάναν ονόματι.


Η οποία ήτον αρραβωνισμένη με ένα άρχοντα Πριβάτον καλούμενον. Γυναίκα λέγω, διαβεβοημένην εις την κακίαν έως και εις την Ρώμην αυτήν. Αύτη λοιπόν πέρνουσα τον μέγαν Ιωάννην, και Πρόχορον τον αυτού μαθητήν, εβίαζεν αυτούς να δουλεύουν εις ένα λουτρόν εδικόν της. Επειδή δε ο Ιωάννης, με το να ήτον άπειρος από το τοιούτον διακόνημα, ετύχαινε να σφάλλη παραμικρόν εις κανένα έργον, δια τούτο εμεταχειρίζετο αυτούς η κακίστη εκείνη με τόσην μεγάλην ωμότητα και απανθρωπίαν, ωσάν να τους είχεν εξαγορασμένους δούλους.


Όθεν και ηνάγκαζε να έχη, τον μεν Ιωάννην, υπηρέτην εις το να καίη το λουτρόν· τον δε Πρόχορον, υπηρέτην εις το να χύνη το νερόν προς τους λουομένους. Εκατοίκει δε μέσα εις το λουτρόν εκείνο και ένας δαίμων άγριος. Ο οποίος τρεις φοραίς τον χρόνον εσυνείθιζε να πνίγη ένα νέον, ή μίαν νέαν.


Έλαβε δε την χώραν και άδειαν να ενεργή τον τοιούτον φόνον ο Διάβολος, διατί όταν εθεμελιόνετο το λουτρόν εκείνο, κατέπεισεν ο μιαρός τους κτίζοντας να χώσουν ένα νέον, και μίαν νέαν μέσα εις τα θεμέλια, με σκοπόν τάχα δια να αντιλαλή, και να ευγάλη ήχον μεγάλον το λουτρόν. Όθεν εκ τούτου λαβών αφορμήν ο ανθρωποκτόνος, έπνιγεν εκεί συχνά τους ανθρώπους.


Μετά τρεις μήνας λοιπόν αφ’ ου επήγαν εις το λουτρόν ο Ιωάννης και Πρόχορος, εμβαίνωντας εις το λουτρόν δια να λουσθή Δόμνος τις, υιός του Διοσκορίδους του αυθέντου της Ρωμάνας, επνίγη υπό του δαίμονος. Όθεν η μεν Ρωμάνα, εθρήνει απαρηγόρητα δια τον θάνατον του Δόμνου.


Ο δε πατήρ του Διοσκορίδης, μαθών την εξαφνικήν είδησιν του θανάτου του, από την υπερβολικήν λύπην του ετελεύτησε. Παρεκάλει λοιπόν η Ρωμάνα την ψευδοθεάν Άρτεμιν δια να αναστήση τον Δόμνον, και τας σάρκας αυτής κατέκοπτεν. Αλλ’ όμως εις μάτην πάντα ταύτα έκαμνεν. Ο δε Ιωάννης ηρώτα τον Πρόχορον δια ποίαν αιτίαν θρηνεί η Ρωμάνα. Τούτους δε βλέπουσα εκείνη συνομιλούντας, επίασε τον Ιωάννην και εστενοχώρει αυτόν δυνατά, συκοφαντούσα μεν αυτόν, ότι είναι μάγος.


Τελευταίον δε και φοβερίζουσα, ότι έχει να τον θανατώση, εάν δεν μεταχειρισθή κάθε τρόπον δια να αναστήση τον Δόμνον. Όθεν ούτως αναγκασθείς ο Απόστολος, εποίησε προσευχήν. Και, ω του θαύματος! παρευθύς ανέστησε τον Δόμνον. Τούτο δε το θαύμα βλέπουσα η Ρωμάνα, έμεινεν εκστατική, και ωνόμαζε τον Ιωάννην θεόν και θεού υιόν. Είτα εξομολογηθείσα καθαρώς τας αμαρτίας της, και ζητήσασα συγχώρησιν δια τας κακοπαθείας, οπού επροξένησεν εις τον Απόστολον και τον μαθητήν του, επίστευσε τω Χριστώ και εβαπτίσθη.


Ανέστησε δε ο Ιωάννης ύστερα από τον Δόμνον, και τον πατέρα αυτού Διοσκορίδην, τον οποίον και εβάπτισεν. Ομοίως εβάπτισε και τον αναστηθέντα υιόν του, και όλους τους άλλους οπού εκεί συνέδραμον. Εδίωξε δε και τον πονηρόν δαίμονα, οπού εκατοίκει εις το λουτρόν. Επειδή δε οι Εφέσιοι ετέλουν μεγάλην εορτήν εις την ψευδοθεάν Άρτεμιν, δια τούτο ο Απόστολος επήγεν εν τω καιρώ της εορτής, και ανέβη επάνω εις εκείνον τον τόπον, όπου εστέκετο το είδωλον της Αρτέμιδος.


Οι δε όχλοι βλέποντες αυτόν, εθυμώθησαν μεγάλως και τον ελιθοβόλουν. Αλλ’ οι λίθοι, τον μεν Άγιον ουδόλως εκτύπησαν. Το δε είδωλον εκτύπουν, ώστε οπού εσύντριψαν αυτό εις λεπτά. Οι ανόητοι όμως εκείνοι δεν ηθέλησαν να έλθουν εις αίσθησιν. Αλλά βλέποντες τον Απόστολον να διαλέγεται εις αυτούς περί πίστεως, πάλιν ελιθοβόλουν αυτόν. Οι λίθοι όμως γυρίζοντες, εκτύπουν αυτούς τους ιδίους παραδόξως, και κατεπλήγοναν.


Τότε ο θείος Απόστολος έκαμεν εις τον Θεόν προσευχήν, και, ω του θαύματος! ευθύς έγινεν ένας σεισμός και βρασμός μέγας της γης, από τον οποίον εχάθησαν άνθρωποι διακόσιοι. Τούτο δε βλέποντες οι λοιποί άνθρωποι, μόλις και μετά βίας εξεμέθυσαν από την μέθην και το σκότος της πλάνης, και επαρακάλουν θερμώς τον Απόστολον, ίνα και αυτοί ελεηθούν, και οι αποθανόντες αναστηθούν.


Τότε προσευχηθέντος του Αποστόλου, ευθύς όλοι ανέστησαν. Και επειδή πάλιν έγινε βρασμός της γης, δια τούτο επρόσπεσαν όλοι εις τον Απόστολον, και πιστεύσαντες τω Χριστώ, εβαπτίσθησαν. Έπειτα πηγαίνωντας ο θείος Απόστολος εις ένα τόπον, ο οποίος ωνομάζετο Τύχη, ιάτρευσεν ένα παραλυτικόν, όστις ήτον κατάκειτος δώδεκα ολοκλήρους χρόνους.


Επειδή δε πολλά και άλλα θαυμάσια εγίνοντο από τον Απόστολον και η φήμη αυτών έτρεχε πανταχού· τούτου χάριν βλέπων ταύτα ο δαίμων εκείνος οπού επαράμενε και εκατοίκει εις τον ναόν της Αρτέμιδος, και γνωρίσας ότι και αυτός θέλει διωχθή από εκεί δια του Ιωάννου, εσχηματίσθη εις είδος ταξεώτου, ήτοι στρατιώτου, βαστών εις χείρας του χαρτία, και κλαίωντας εις ένα τόπον,


τάχα πως έφυγον από τας χείρας του δύω μάγοι δόκιμοι και εξαίρετοι, οι οποίοι εδόθησαν εις αυτόν από την εξουσίαν δια να τους φυλάττη. Και εκ τούτου έβαλον αυτόν εις μέγαν κίνδυνον δια την φυγήν τους. Έδειχνε δε εις τους εκεί και ένα κόμπον φλωρίων, τον οποίον υπέσχετο να δώση εις εκείνους, ανίσως εύρουν τους μάγους και τους θανατώσουν.


Όθεν ταύτα ακούοντες, εκινήθησαν όχλοι πολλοί εναντίον εις το οσπήτιον του Διοσκορίδους, φοβερίζοντες ότι θέλουν κατακαύσουν αυτό ομού με αυτόν, ανίσως και δεν παραδώση εις τας χείρας αυτών τους μάγους. Ο δε ευλαβής και ευχάριστος Διοσκορίδης, περισσότερον επροτίμα να καυθή, πάρεξ να προδώση τους Αποστόλους, οι οποίοι εφάνησαν ευεργέται του.


Ο δε μέγας Ιωάννης προγνωρίζωντας με την προορατικήν χάριν του Αγίου Πνεύματος, ότι ανίσως παραδοθή εις αυτούς, έχει πάλιν να θαυματουργήση, και εκ τούτου μέλλει να επιστρέψη πολλούς εις την ευσέβειαν: τούτου χάριν παρέδωκεν αυτός τον εαυτόν του, ομού με τον Πρόχορον εις τους ζητούντας απίστους.


Και λοιπόν τραβιζόμενοι υπό των απίστων οι του Κυρίου Απόστολοι, καθώς επήγαν εις τον ναόν της Αρτέμιδος, επροσευχήθησαν εις τον Θεόν, να κρημνισθή μεν ο ναός, κανένας δε από τους ανθρώπους να μη πάθη κακόν. Και, ω του θαύματος! ευθύς τούτο εγένετο. Τότε ο μέγας Απόστολος προστάζει τον εκείσε κατοικούντα δαίμονα με τοιαύτα λόγια. Εις εσένα λέγω τον ακάθαρτον δαίμονα. Ο δε δαίμων απεκρίθη, τι θέλεις; Και ο Απόστολος, θέλω να ομολογήσης φανερά, πόσους χρόνους έχεις οπού κατοικείς εδώ.


Και αν συ ήσαι οπού εσήκωσες τόσον λαόν κατ’ επάνω μας. Ο δε δαίμων βιαζόμενος, εφώναζεν. Έχω διακοσίους σαρανταεννέα χρόνους οπού κατοικώ εις τον ναόν τούτον. Και εγώ είμαι οπού όλους τούτους εκίνησα κατ’ επάνω σας. Τότε λέγει προς αυτόν ο Ιωάννης. Παραγγέλλω σοι εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, πλέον να μη κατοικήσης εις τον τόπον τούτον. Και ευθύς ευγήκεν ο δαίμων από την πόλιν της Εφέσου. Οι δε Έλληνες βλέποντες ταύτα, εφοβήθησαν, και ετρόμαξαν οι περισσότεροι από αυτούς. Όθεν και επίστευσαν εις τον Κύριον.


Επειδή λοιπόν και άλλα πολλά σημεία εποίησεν ο Ιωάννης, εις τρόπον ότι, πλήθος άμετρον Ελλήνων προσήλθον εις την πίστιν του Χριστού· και ακολούθως, επειδή η φήμη τούτων έφθασεν εις τα αυτία του τότε βασιλέως Δομετιανού, όστις εβασίλευεν εν έτει πβ’ [82]· δια τούτο ο Δομετιανός στέλλει και φέρνει έμπροσθέν του τον μέγαν Ιωάννην ομού με τον Πρόχορον.


Ερωτήσας δε αυτούς, και ιδών την παρρησίαν οπού έδειξαν δια την εις Χριστόν πίστιν, εξώρισεν αυτούς εις την νήσον Πάτμον. Ο δε Κύριος προλαβών εφανέρωσεν εν οράματι εις τον Ιωάννην τα περί της υποθέσεως ταύτης: ήγουν, ότι έχει να πάθη πολλούς πειρασμούς. Και ότι μέλλει να εξορισθή εις μίαν νήσον, η οποία έχει μεγάλην χρείαν της παρουσίας του (3).


Πλέωντας λοιπόν εν τη θαλάσση ο Απόστολος μαζί με τους προτικτόρους του βασιλέως, ανέστησεν ένα στρατιώτην, οπού εν τη οδώ απέθανε, παρακαλεσθείς εις τούτο πολλά από τους προτικτόρους. Αλλά και την φουρτούναν οπού ηκολούθησε μετά ταύτα εν τη θαλάσση, εις γαλήνην μετέβαλεν. Ιάτρευσε δε και ένα από τους προτικτόρους, οπού έπασχεν από δυσεντερίας, και εκινδύνευε να αποθάνη μετ’ ολίγον. Όθεν ταύτα βλέποντες οι προτικτόροι, επίστευσαν όλοι εις τον Χριστόν και εβαπτίσθησαν.


Αφ’ ου δε ο Ιωάννης έφθασεν εις την Πάτμον, ηλευθέρωσε τον Απολλωνίδην υιόν του Μύρωνος από το πνεύμα του πύθωνος οπού εκατοίκει εις αυτόν. Το οποίον και εξώρισε μακράν από την νήσον. Όθεν εκ του θαύματος τούτου, επίστευσαν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθησαν όλοι οι άνθρωποι, οι ευρισκόμενοι εις το οσπήτιον του Μύρωνος.


Ομοίως και ο ελευθερωθείς Απολλωνίδης, και η θυγάτηρ αυτού Χρυσίπη καλουμένη μετά των ανθρώπων της. Ύστερον δε εβαπτίσθη και αυτός ο ανθύπατος, ήγουν ο άρχων της εν τη Πάτμω χώρας. Ευρίσκετο δε εις την Πάτμον ένας μάγος, Κύνωψ ονομαζόμενος, ο οποίος εκατοίκει εις έρημον τόπον προ χρόνων αρκετών μαζί με τα ακάθαρτα δαιμόνια.


Τούτον τον μάγον, όλοι οι εν τη νήσω κατοικούντες ενόμιζον ως θεόν, δια τας φαντασίας και ενεργείας των δαιμόνων, οπού από αυτόν εγίνοντο. Οι δε ιερείς του ψευδωνύμου θεού Απόλλωνος, καθώς είδον τον Ιωάννην, οπού εδίδασκε με πολλήν παρρησίαν την εις Χριστόν πίστιν, επρόστρεξαν εις τον Κύνωπα, παρακαλούντες αυτόν γονυπετώς να κινηθή εναντίον του Ιωάννου. Επειδή αυτός σχεδόν ερήμωσε το ιερόν του Απόλλωνος, και εμάκρυνεν όλους από το σέβας και λατρείαν των θεών.


Ο δε Κύνωψ ταύτα ακούσας, υπερηφανεύθη, και ανάξιον έκρινε της υπολήψεώς του, το να υπάγη μόνος του εις την χώραν. Ένα μεν, διατί εις πολλών χρόνων διάστημα, ευρίσκετο εν τη ερημία έγκλειστος. Και άλλο δε, διατί οι εν τη χώρα της Πάτμου ευρισκόμενοι, αυτοί μάλλον επήγαιναν εις αυτόν, και όχι αυτός εις εκείνους. Όθεν υπεσχέθη εις τους ιερείς, ότι αυτός θέλει στείλει ένα άγγελον πονηρόν εις τον οίκον του πιστεύσαντος Μύρωνος, δια να παραλάβη την ψυχήν του εκείσε ευρισκομένου Ιωάννου, και να την παραδώση εις καταδίκην αιώνιον.


Κατά την επαύριον λοιπόν απέστειλεν ο Κύνωψ ένα άρχοντα των πονηρών δαιμόνων προς τον Ιωάννην κατά την υπόσχεσίν του. Ο δε δαίμων πηγαίνωντας εις τον οίκον του Μύρωνος, εστάθη εις τον τόπον εκείνον, όπου ήτον ο Ιωάννης.


Γνωρίσας δε αυτόν ο θείος Απόστολος, λέγει του. Παραγγέλλω σοι εν τω ονόματι Ιησού Χριστού, να μην εύγης από τον τόπον από τον οποίον στέκεσαι, έως οπού να μοι φανερώσης δια ποίαν αιτίαν ήλθες εις εμέ. Και ευθύς μαζί με τον λόγον του Αποστόλου εστάθη το δαιμόνιον δεδεμένον, και απεκρίθη ταύτα, υπό της θείας δυνάμεως βιαζόμενον. Οι ιερείς του Απόλλωνος ήλθον εις τον Κύνωπα και είπον πολλά εναντίον σου. Και παρεκάλεσαν αυτόν δια να έλθη εδώ εις την χώραν και να σε θανατώση.


Ο δε Κύνωψ δεν το εκαταδέχθη, λέγων. Εγώ έχω χρόνους πολλούς, οπού δεν ευγήκα από τον τόπον μου τούτον. Και τώρα δια ένα άνθρωπον παραμικρόν και καταφρονημένον να αφήσω την αγαπητήν μου ερημίαν και πολιτείαν; Αλλά γυρίσετε οπίσω, και εγώ αύριον θέλω αποστείλω ένα άγγελον πονηρόν, δια να παραλάβη την ψυχήν του Ιωάννου, και να την φέρη εις εμέ, δια να παραδώσω αυτήν εις κρίσιν.


Ο δε Ιωάννης είπεν. Απεστάλθης καμμίαν φοράν από τον Κύνωπα, και επήρες ψυχήν ανθρώπου, και επήγες αυτήν εις αυτόν; Απεκρίθη ο δαίμων. Απεστάλθην και εθανάτωσα μεν άνθρωπον, ψυχήν δε ανθρώπου ποτέ δεν επαράδωκα εις κόλασιν. Ο Ιωάννης είπε. Δια ποίαν αιτίαν πείθεσθε εις τον Κύνωπα; Ο δαίμων είπεν. Όλη η δύναμις του Σατανά μέσα εις αυτόν κατοικεί. Και συμφωνίας έχει, αυτός μεν να ήναι πάντοτε με ημάς.


Ημείς δε να είμεθα πάντοτε με αυτόν. Και ο μεν Κύνωψ, ακούει ημών των δαιμόνων. Ημείς δε οι δαίμονες, ακούομεν του Κύνωπος. Τότε λέγει ο Ιωάννης. Άκουσον ω πνεύμα πονηρόν. Σε προστάζει Ιωάννης ο Απόστολος του Υιού του Θεού, άλλην φοράν να μην ενοχλήσης άνθρωπον. Μηδέ να γυρίσης εις τον τόπον σου. Αλλά να φύγης έξω από την νήσον ταύτην, και να περιπλανάσαι εδώ και εκεί. Και παρευθύς το πνεύμα έφυγεν έξω της νήσου.


Βλέπωντας δε ο Κύνωψ, ότι δεν εγύρισεν εις αυτόν το πρώτον δαιμόνιον, απέστειλε και δεύτερον. Αλλ’ επειδή και αυτό έπαθε τα ίδια, απέστειλεν ακόμη και άλλα δύω δαιμόνια από τα αρχοντικά. Ίνα, το μεν ένα, έμβη εις τον Ιωάννην· το δε άλλο, σταθή έξω, και ιδή τα γενόμενα, και ούτως επιστρέψη και φανερώση αυτά εις τον Κύνωπα. Επειδή λοιπόν επήγε το ένα δαιμόνιον, και εδιώχθη έξω της νήσου, καθώς εδιώχθησαν και τα πρότερα δύω· δια τούτο εκείνο το δαιμόνιον οπού εστέκετο έξω, εγύρισε και εφανέρωσεν εις τον Κύνωπα τα γενόμενα.


Όθεν δια ταύτα θυμωθείς ο Κύνωψ, επήρε μαζί του όλα τα πλήθη των δαιμόνων, και επήγεν εις την χώραν. Ηχολόγησε δε και εταράχθη όλη η χώρα, ευθύς οπού είδε τον Κύνωπα. Και όλοι τον επροσκύνουν. Φθάσας δε ο Κύνωψ τον Ιωάννην επάνω εις τον καιρόν εκείνον οπού εδίδασκε τον λαόν, εγέμωσεν από θυμόν πολύν, και είπε προς τον λαόν. Άνδρες μωροί και τυφλοί ακούσατε.


Ανίσως ήναι δίκαιος ο Ιωάννης, και τα παρ’ αυτού λεγόμενα είναι αληθή, θέλει ιατρεύσει και εσάς, και εμένα. Ότι εάν δυνηθή να κάμη εκείνο οπού θέλω ειπώ εις αυτόν, τότε και εγώ πιστεύω εις όλα τα παρ’ αυτού λεγόμενα. Πιάσας ουν ο Κύνωψ ένα νέον παλικάρι οπού ήτον εκεί, λέγει εις αυτό. Παλικάρι, ζη ο πατήρ σου; Ο νέος απεκρίθη. Εν τη θαλάσση καραβοτζακισθείς, επνίγη εις τον βυθόν της θαλάσσης.


Τότε λέγει ο Κύνωψ προς τον Ιωάννην. Ιδού, δείξον με το έργον, ανίσως ήναι αληθινά τα λόγιά σου, και αναβιβάσας από το βάθος της θαλάσσης τον πατέρα του νέου τούτου, παράστησον αυτόν έμπροσθεν πάντων ημών ζωντανόν και υγιή. Ο δε Ιωάννης απεκρίθη. Δεν με απέστειλεν ο Χριστός δια να ανασταίνω νεκρούς. Αλλά δια να διδάσκω τους πεπλανημένους ανθρώπους. Ο δε Κύνωψ είπε προς πάντα τον λαόν. Καν τώρα πιστεύσατε, ότι ούτος είναι πλάνος, και σας πλανά με μαγικάς τέχνας. Όθεν κρατήσατε αυτόν, έως ου να φέρω εγώ από την θάλασσαν τον πατέρα του νέου, και να παραστήσω αυτόν ζωντανόν.


Κρατηθέντος δε του Ιωάννου, εξάπλωσεν ο Κύνωψ τας χείρας του, και κτυπήσας αυτάς, έκαμε και έγινεν εις τον αιγιαλόν κρότος μεγάλος, ώστε οπού όλοι εφοβήθησαν. Τότε ο Κύνωψ έγινεν αφανής από τους οφθαλμούς όλων των ανθρώπων. Ευθύς δε ύψωσαν όλοι την φωνήν τους και είπον. Μέγας είσαι Κύνωψ, και έξω από εσένα άλλος δεν είναι. Αιφνιδίως λοιπόν ανέβη ο Κύνωψ από την θάλασσαν, έχων ένα δαίμονα μαζί του, ο οποίος κατά φαντασίαν εσχημάτιζε το πρόσωπον του πνιγμένου πατρός του νέου.


Και εξέστησαν άπαντες. Είτα λέγει προς τον νέον, ούτος είναι ο πατήρ σου; Ο νέος απεκρίθη. Ναι κύριε. Και ούτως επροσκύνησαν όλοι τον Κύνωπα, και εζήτουν να θανατώσουν τον Ιωάννην. Ο δε Κύνωψ δεν αφήκε να τον θανατώσουν, λέγωντας. Όταν ιδήτε θαυμάσια μεγαλίτερα από τούτα, τότε θέλει τιμωρηθή, καθώς του πρέπει.


Όθεν προσκαλεσάμενος πάλιν άλλον άνθρωπον, είπεν αυτώ, είχες υιόν; Ο δε άνθρωπος απεκρίθη. Ναι κύριε, είχον, και φθονήσας αυτόν ένας, τον εθανάτωσεν. Είπε δε ο Κύνωψ, θέλει αναστηθή ο υιός σου. Και ευθύς φωνάξας, εκάλει από το όνομά του και τον φονεύσαντα, και τον φονευθέντα. Τότε και οι δύω ομού επαραστάθηκαν έμπροσθεν. Και είπεν ο Κύνωψ προς τον άνθρωπον. Ούτος είναι ο υιός σου; και ούτος είναι εκείνος οπού τον εφόνευσε; Ο άνθρωπος απεκρίθη, ναι κύριε. Τότε ο Κύνωψ καυχώμενος λέγει προς Ιωάννην.


Τι θαυμάζεις ω Ιωάννη; Ο δε Απόστολος απεκρίθη. Εγώ εις αυτά δεν θαυμάζω. Τότε λέγει ο Κύνωψ, όταν θέλης ιδής μεγαλίτερα σημεία από ταύτα, τότε θέλεις θαυμάσεις. Ο δε Ιωάννης είπε. Τα σημεία σου ογλίγωρα θέλουν διαλυθούν. Τούτον δε τον λόγον ακούσας ο όχλος, διεσπάραξεν ευθύς τον Ιωάννην, και ολίγον έλειψε να τον κάμη νεκρόν.


Νομίσας δε ο Κύνωψ, πως απέθανεν ο Ιωάννης, είπε προς τον λαόν. Άφετε αυτόν άταφον δια να τον φάγουν τα όρνεα. Πληροφορηθέντες λοιπόν όλοι, ότι απέθανεν ο Ιωάννης, ανεχώρησαν απ’ εκεί μαζί με τον Κύνωπα, χαίροντες και επαινούντες αυτόν.


Μετά ταύτα δε ακούσας ο Κύνωψ, ότι ο Ιωάννης ζη και διδάσκει τον λαόν εις ένα τόπον ονομαζόμενον Λίθου βολή, επροσκάλεσε τον δαίμονα εκείνον, δια μέσου του οποίου έκαμνε τας νεκρομαντείας. Και πορευθείς εις τον Ιωάννην λέγει αυτώ. Εγώ θέλωντας να σοι προξενήσω περισσοτέραν εντροπήν και καταδίκην, δια τούτο έως τώρα σε άφησα να ζης. Αλλά έλα να υπάγωμεν εις τον αιγιαλόν, και εκεί θέλεις ιδής την δύναμίν μου, και να εντραπής.


Ηκολούθουν δε αυτώ και οι τρεις δαίμονες εκείνοι, οι οποίοι ενομίσθησαν ότι ανεστήθησαν από τους νεκρούς. Και λοιπόν κτυπήσας τας χείρας του, και κρότον μεγάλον ποιήσας, έγινεν άφαντος από τους οφθαλμούς των ανθρώπων, βουτίξας αιφνιδίως μέσα εις την θάλασσαν, οι δε όχλοι πάλιν εφώναζον, μέγας είσαι Κύνωψ, και άλλος δεν είναι ωσάν εσένα. Ο δε Ιωάννης επρόσταξε τους δαίμονας, οπού εστέκοντο μαζί με τον Κύνωπα εις σχήμα ανθρώπων, να μη μετασαλεύσουν από τον τόπον τους.


Και ευθύς επροσευχήθη εις τον Θεόν, άλλην φοράν να μη φανή ζωντανός ο Κύνωψ. Και λοιπόν παρευθύς οπού εβούτιξεν ο Κύνωψ, ήχος μεγάλος έγινεν εις την θάλασσαν. Το δε νερόν της θαλάσσης εγύρισεν εις τον τόπον οπού ο Κύνωψ εβούτιξε, και πλέον δεν εδυνήθη ο άθλιος να εύγη από την θάλασσαν. Οι δε δαίμονες οι εν σχήματι όντες των αναστηθέντων ανθρώπων εδιώχθησαν παρά του Ιωάννου εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού, μακράν από την Πάτμον, και άφαντοι έγιναν.


Επειδή δε ο λαός εστάθησαν τρεις ημέρας και τρεις νύκτας προσμένοντες να εύγη ο Κύνωψ από την θάλασσαν, δια τούτο από την νηστείαν, και από τας φωνάς οπού έκαναν, και από το καύμα του ηλίου, εκείτοντο εις την γην άφωνοι οι περισσότεροι από αυτούς, ώστε οπού και τρία παιδία απέθανον. Όθεν ο μέγας Ιωάννης σπλαγχνισθείς αυτούς όλους, τα μεν αποθανόντα παιδία, ανέστησε. Τους δε εκλελυμένους ανθρώπους, ενεδυνάμωσε. Και πολλά ειπών εις αυτούς περί πίστεως, τους εκατάπεισεν όλους να πιστεύσουν τω Χριστώ, και να βαπτισθούν: αφ’ ου δηλαδή ο άθλιος Κύνωψ κατεποντίσθη ως ο πάλαι Φαραώ εις την θάλασσαν.


Μία γυναίκα, Προκλιανή καλουμένη, συνέλαβεν έρωτα πονηρόν εις τον υιόν αυτής, ονόματι Σωσίπατρον (φευ! έως πού φθάνει η κακία του σαρκικού έρωτος!), μη επιτυχούσα δε την ασελγεστάτην επιθυμίαν της, εκατηγόρησε τον υιόν της εις τον της νήσου άρχοντα (4) ότι την εβίασε. Και λοιπόν εις καιρόν οπού ο Σωσίπατρος έμελλε να τιμωρηθή αδίκως από τον άρχοντα, εβοήθησεν αυτόν ο Ιωάννης, ως αναίτιον.


Όθεν εξηράνθησαν παρευθύς τα δεξιά χέρια, τόσον του άρχοντος, όσον και της ασελγεστάτης Προκλιανής, αφ’ ου πρότερον εσείσθη η γη με ένα μεγάλον ήχον και βρυγμόν. Όθεν την τοσαύτην θεϊκήν τιμωρίαν παθόντες, επίστευσαν και οι δύω εις τον Χριστόν, και εβαπτίσθησαν. Και ούτω τα χέρια των ιατρεύθησαν, και η γη εστάθη από τον κλόνον. Εκεί δε εις την Πάτμον ευρισκομένου του μεγάλου Ιωάννου, στέλλει προς αυτόν επιστολήν από τας Αθήνας ο μακάριος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ων τότε εννενήκοντα χρόνων γέρωντας, εις την οποίαν εγκωμιάζει τον μέγαν τούτον Απόστολον, λέγων· 


«Προσαγορεύω σε την ιεράν ψυχήν ηγαπημένε. Και έστι μοι τούτο προς σε παρά τους πολλούς ιδιαίτερον. Χαίρε αληθώς ηγαπημένε, τω όντως εραστώ και εφετώ και αγαπητώ λίαν ηγαπημένε. Τι θαυμαστόν ει Χριστός αληθεύει, και τους μαθητάς οι άδικοι των πόλεων εξελαύνουσιν, αυτοί τα κατ’ αξίαν εαυτοίς απονέμοντες, και των Αγίων οι εναγείς αποδιαστελλόμενοι και αποφοιτώντες;» Προσθέττωντας δε και άλλα πολλά εγκώμια, και ήλιον ονομάζων του Ευαγγελίου τον μέγαν Θεολόγον, προφητεύει εις το τέλος της επιστολής, ότι έχει να λυτρωθή από την εξορίαν, και να γυρίση πάλιν εις τον τόπον της Μικράς Ασίας.


Και ότι εκεί μέλλει να παραδώση πολλά αγαθά. Λέγει γαρ αυτολεξεί· «Αξιόπιστος δε πάντως ειμί τα προεγνωσμένα σοι, και μαθών εκ Θεού και λέγων, ότι και της εν Πάτμω φυλακής αφεθήση, και εις την Ασιάτιδα γην επανήξεις, και δράσεις εκεί του αγαθού Θεού μιμήματα, και τοις μετά σε παραδώσεις». Κατά την πρόρρησιν λοιπόν ταύτην του θείου Διονυσίου, όταν ο βασιλεύς Τραϊανός εβασίλευσεν ύστερα από τον Νερούαν εν έτει Ϟη’ [98], εστάλθησαν γράμματα βασιλικά εις την Πάτμον, τα οποία ανεκάλουν τον μέγαν Ιωάννην από την εξορίαν. Όθεν ο μεν Ιωάννης, ήθελε να αναχωρήση από την Πάτμον, και να υπάγη εις Έφεσον.


Οι δε εν τη Πάτμω Χριστιανοί, εθρήνουν και ωδύροντο δια τον αποχωρισμόν του. Και ποίαν μηχανήν δεν εμεταχειρίζοντο δια να μην υστερηθούν τοιούτου καλού ποιμένος; Επειδή όμως δεν εδύνοντο να εμποδίσουν αυτόν, δια τούτο προσφέρουσιν ένα ζήτημα δεύτερον προς τον μέγαν Απόστολον: δηλαδή, το να αφήση εις αυτούς αντί του εαυτού του, τους εδικούς του λόγους, και το να γραφή εις βιβλίον το μυστήριον όλης της καθ’ ημάς του Χριστού οικονομίας.


Ο δε μέγας Ιωάννης, τούτο μεν, υπακούσας εις την δικαίαν αυτών αίτησιν· τούτο δε, και υπό της άνωθεν βέβαια κινούμενος θείας Προνοίας, πρώτον μεν, νηστεύει τρεις ημέρας, έχων και τους άλλους Χριστιανούς νηστεύοντας και συμβοηθούντας αυτώ δια της προσευχής. Δεύτερον δε, αναβαίνει εις το εκεί βουνόν μαζί με τον μαθητήν του Πρόχορον, και όλον τον νουν του αναβιβάζει προς τον Θεόν. Και, ω του θαύματος! ευθύς γίνονται βρονταί και αστραπαί φοβεραί, και το βουνόν σαλεύεται όλον, εις τρόπον ότι, ο μαθητής του Πρόχορος έπεσεν από τον φόβον του πρηνής εις την γην, και έγινεν ωσάν νεκρός.


Ο Ιωάννης όμως δεν φοβείται, αλλά στέκεται ακλινής. Επειδή η τελεία αγάπη, οπού είχεν εις τον Θεόν, εδίωκε τον φόβον έξω της καρδίας του, καθώς πάλιν αυτός ο ίδιος είπεν· «Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α’ Ιω. δ’, 18). Δια τούτο και ακούει μίαν βροντώσαν φωνήν, η οποία έλεγε ταύτα· «Εν αρχή ην ο λόγος, και ο λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο λόγος» (Ιω. α’, 1).


Ταύτην δε την φωνήν πάλιν ο Ιωάννης φανερόνοι εις τον μαθητήν του Πρόχορον, αφ’ ου πρότερον εσήκωσεν αυτόν από την χείρα του, και εδίωξεν από αυτόν ολίγον τον φόβον. Όθεν τελειώσας όλον το θείον Ευαγγέλιον, και γράψας αυτό δια χειρός του Προχόρου, παρέδωκεν αυτό εις τους Χριστιανούς οπού το εζήτησαν. Καθώς και ο Μωϋσής παρέδωκε τας θεοχαράκτους πλάκας εις τον λαόν του Ισραήλ. Απ’ εκεί δε διεδόθη εις όλα του κόσμου τα πέρατα (5). Αναχωρήσας δε από την νήσον Πάτμον ο μέγας Απόστολος, επήγεν είς τινα τόπον, Αγροικίαν ονομαζόμενον.


Και εκεί ιατρεύσας ένα τυφλόν, επορεύθη εις μίαν γειτονεύουσαν πόλιν. Όπου ευρών ένα νέον ευγενή κατά την ψυχήν, και κατά την όψιν ωραίον, επρόσφερε τούτον εις τον Χριστόν. Είτα παρακινήσας αυτόν εις την εργασίαν της αρετής, και παραδώσας αυτόν εις τον Επίσκοπον της πόλεως, ως ενώπιον μάρτυρος του Χριστού, δια να προνοήται αυτόν, ανεχώρησεν εις την Έφεσον (6). Αφ’ ου λοιπόν τα εκεί εκκλησιαστικά πράγματα καλώς οικονόμησε, και όλον το εκεί ποίμνιον του Χριστού δια της διδασκαλίας του εκατάρτισε· και αφ’ ου επεσκέφθη τας άλλας πλησιοχώρους πόλεις, και εχειροτόνησεν εις αυτούς Επισκόπους· τότε πάλιν εγύρισεν εις την πόλιν, οπού ανωτέρω είπομεν.


Ζητήσας δε τον νέον εκείνον, τον οποίον παρέδωκεν εις τον Επίσκοπον, και μαθών ότι έγινεν αρχηγός των κλεπτών, με το να διεφθάρη από τα ξεφαντώματα και τας κακάς συναναστροφάς των συνομηλίκων του νέων. Εύκολος γαρ και καταφορική είναι η στράτα της κακίας. Τούτο, λέγω, μαθών ο του Κυρίου Απόστολος, πολλά ελυπήθη.


Όθεν καβαλικεύσας επάνω εις άλογον, και πηγαίνωντας μόνος του εις τον τόπον των κλεπτών, παρεδόθη εις αυτούς θεληματικώς, και δια μέσου αυτών ωδηγήθη και εύρε τον νέον. Ανταμώσας δε αυτόν ζητούντα δια να φύγη (ενόησε γαρ ότι είναι ο ευεργέτης του Ιωάννης), τον ετράβιξεν ο Απόστολος εις τον εαυτόν του με τους γλυκείς και ελκυστικούς λόγους. Όθεν και πέρνωντας αυτόν, εγύρισεν εις την πόλιν. Και τόσον τον έκαμε να προκόψη εις την αρετήν με τας μελισταγείς συμβουλάς και ιεράς νουθεσίας του, ώστε οπού έγινε παράδειγμα της αρετής και μετανοίας και εις τους άλλους ανθρώπους.


Κατ’ εκείνον τον καιρόν επίστευσεν ολοψύχως εις τον Χριστόν ένας Εβραίος. Αιτία δε της πίστεώς του εστάθη, με το να είδεν ένα Χριστιανόν οπού δια τα πολλά χρέη οπού είχε, και δια την εσχάτην πτωχείαν του, αγόρασε μεν δύω φοραίς φαρμάκι θανατηφόρον, και έπιε δια να θανατωθή. Έκαμε δε τον τύπον του Σταυρού όταν το έπιε, και δια τούτο με την δύναμιν του Σταυρού δεν έπαθε καμμίαν βλάβην. Ούτος λοιπόν ο Εβραίος επρόστρεξεν εις τον μέγαν Ιωάννην. Ο δε Απόστολος εδέχθη αυτόν, και με χαράν εβάπτισεν. Αλλά και τον πτωχόν εκείνον Χριστιανόν, οπού εστάθη αιτία δια να πιστεύση ο Εβραίος, επαρηγόρησεν ο του ελεήμονος Χριστού μαθητής, τόσον με τα παρηγορητικά του λόγια, όσον και με χρυσίον αρκετόν.


Το οποίον, ήτον μεν πρότερον χόρτος. Από χόρτον δε, παραδόξως μετέβαλεν αυτό εις χρυσόν ο θείος Απόστολος. Επαναγυρίσας δε πάλιν εις Έφεσον ο του Χριστού επιστήθιος, εκεί διεπέρασε το υπόλοιπον της ζωής του. Ήτον δε ούτος πεντήκοντα εξ χρόνων όταν ευγήκεν από τα Ιεροσόλυμα εις το κήρυγμα. Επέρασε δε χρόνους εννέα κηρύττων, έως ου εξωρίσθη. Εν δε τη κατά Πάτμον εξορία, επέρασε χρόνους δεκαπέντε. Μετά δε την εξορίαν, έζησε χρόνους εικοσιέξ. Ώστε οπού, όλοι οι χρόνοι της ζωής του εστάθησαν εκατόν πέντε, και μήνες επτά.


Με τοιούτον λοιπόν τρόπον ζήσας ο του Κυρίου Απόστολος, και αγωνισάμενος υπέρ της ευσεβείας μέχρις αίματος, και πάμπολλα θαύματα ποιήσας, και άμετρα πλήθη απίστων εκ διαφόρων γενεών εις την του Χριστού πίστιν επιστρέψας, εις όλον το ύστερον διατρίβωντας εις το οσπήτιον του παρ’ αυτού αναστηθέντος Δόμνου με τους επτά μαθητάς του, ευγήκεν ομού με αυτούς έξω από το οσπήτιον. Και φθάσας εις ένα τόπον, εις μεν τους μαθητάς του παρήγγειλε να καθίσουν εκεί. Αυτός δε υπάγωντας παρεμπρός έως λίθου βολήν, επροσευχήθη. Ήτον δε ο καιρός προς τον όρθρον.


Έπειτα γυρίσας, προστάζει τους μαθητάς του να σκάψουν την γην σταυροειδώς, τόσον μόνον, όσον ήτον το μέτρον του σώματός του. Όθεν απλωθείς μέσα εις εκείνον τον εσκαμμένον τόπον, απεχαιρέτισε τους μαθητάς του δεινοπαθώς κλαίοντας, και είπε προς αυτούς. Τραβίξατε το χώμα της γης, της εδικής μου μητρός, και με αυτό σκεπάσατέ με. Οι δε ασπασάμενοι και αποχαιρετίσαντες αυτόν, εσκέπασαν το σώμα του έως εις τα γόνατα. Έπειτα πάλιν αυτόν ασπασάμενοι, εσκέπασαν αυτόν έως εις τον λαιμόν. Και πάλιν τρίτον ασπασάμενοι αυτόν, έβαλον επάνω εις το ιερόν του πρόσωπον ένα μανδύλιον. Και έτζι κλαίοντες πικρώς, εσκέπασαν όλον το σώμα του. Τότε και ο ήλιος ανέτειλε, και αυτός παρέδωκε το πνεύμα του (7).


Αφ’ ου δε εθρήνησαν οι μαθηταί τον απορφανισμόν του διδασκάλου των, εγύρισαν εις την πόλιν διηγούμενοι τα περί του Αποστόλου. Οι δε αδελφοί ακούσαντες, επήγαν εις τον τάφον, και ανασκάψαντες ουδέν εύρον. Τότε υπέστρεψαν κλαίοντες θερμώς δια την στέρησιν τοιούτου ποιμένος. Ο δε Πρόχορος επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα δια να τελειώση εκεί την ζωήν του, καθώς επροστάχθη παρά του διδασκάλου του Ιωάννου. Και ταύτα μεν όντως έγιναν. Ότι δε βέβαια απέθανεν ο Ιωάννης, δυνάμεθα να μάθωμεν τούτο από πολλάς μαρτυρίας.


Ο μεν γαρ Πολυκράτης, ο της Εφέσου Επίσκοπος, γράφων προς τον Βίκτωρα Ρώμης ούτω λέγει αυτολεξεί· «Και γαρ κατά την Ασίαν (την μικράν δηλαδή) μεγάλον στοιχείον εκοιμήθη. Το οποίον και θέλει αναστηθή εν τη εσχάτη ημέρα της παρουσίας του Κυρίου. Ιωάννης, λέγω, ο επιστήθιος μαθητής του Χριστού. Ο οποίος εφόρει εις το μέτωπον ως Αρχιερεύς, και το πέταλον του παλαιού νομικού αρχιερέως (επάνω εις το οποίον ήτον γεγραμμένον το τετραγράμματον όνομα του Θεού, το καλούμενον Ιεχωβά, όπερ δηλοί, Κύριος, κατά τους Εβδομήκοντα) ο οποίος Ιωάννης έγινε διδάσκαλος εις την Έφεσον».


Ο δε Ιππόλυτος ο ιερός Πάπας της Ρώμης, διηγούμενος δια το κήρυγμα, και δια την τελείωσιν των Αποστόλων, λέγει και περί του θείου τούτου Αποστόλου· «Ιωάννης ο αδελφός του Ιακώβου (του μεγάλου δηλαδή, του όντος εκ των δώδεκα Αποστόλων) κηρύττωντας εις την μικράν Ασίαν τον λόγον του Ευαγγελίου, εξωρίσθη κατά την νήσον Πάτμον. Και από εκεί πάλιν ανακαλείται υπό Νερούα του αυτοκράτορος, του βασιλεύσαντος εν έτει Ϟς’ [96]. Και έρχεται εις την Έφεσον, και εκεί τελευτά.


Του οποίου το λείψανον ζητηθέν από τους κατοίκους της Εφέσου, δεν ευρέθη». Αλλά και ο του μεγάλου Γρηγορίου του Θεολόγου αδελφός ο Καισάριος, ερωτηθείς περί τούτου επί του εν Κωνσταντινουπόλει Σηκρέτου, ταύτα απεκρίθη. Ο μέγας ούτος Ιωάννης εις το τέλος του Ευαγγελίου του γράφει ταύτα. «Και τούτο ειπών ο Ιησούς, λέγει αυτώ (τω Πέτρω δηλαδή) ακολούθει μοι. Επιστραφείς δε ο Πέτρος βλέπει τον μαθητήν, ον ηγάπα ο Ιησούς, ακολουθούντα, και λέγει αυτώ. Κύριε, ούτος δε τι; Λέγει αυτώ ο Ιησούς. Εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τι προς σε; συ ακολούθει μοι. Εξήλθεν ουν ο λόγος ούτος εις τους αδελφούς, ότι ο μαθητής εκείνος ουκ αποθνήσκει» (Ιω. κα’, 19-23).


Τούτο λέγω το ρητόν πρόφασιν λαβόντες μερικοί, είπον, ότι το, εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, ερρέθη από τον Κύριον περί της Δευτέρας του Παρουσίας. Όθεν και νομίζουν, ότι ο Ιωάννης ακόμη δεν εδοκίμασε θάνατον. Αλλά μετετέθη ζωντανός ωσάν ο Ενώχ και Ηλίας. Πλην δεν έχει ούτως η αλήθεια. Διότι δεν είπεν ο Χριστός το, εάν αυτόν θέλω μένειν αινιγματωδώς, τάχα πως έχει να ζη ο Ιωάννης. Αλλ’ είπεν αυτό απλώς και αισθητώς και αρμοδίως εις την τότε εργασίαν των μαθητών.


Επειδή γαρ εύρεν αυτούς ο Κύριος ψαρεύοντας επί της Τιβεριάδος, δια τούτο, αφ’ ου συνέφαγε και εδιαλέχθη με όλους τους εκεί ευρεθέντας Αποστόλους, τότε ο Πέτρος θέλωντας να έχη συνακόλουθον και τον Ιωάννην, δια την αγάπην οπού είχε εις αυτόν, δια τούτο είπε προς τον διδάσκαλον Χριστόν· «Ούτος δε τι;» Εφανέρωσε δε ο Κύριος την αιτίαν, δια την οποίαν δεν ήθελε να συνακολουθήση και ο Ιωάννης, απολογησάμενος και ειπών· «Εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι τι προς σε;»


Τουτέστιν, ανίσως θέλω να μένη επί του ψαρεύματος ο Ιωάννης, και να ψαρεύη έως ου εγώ να γυρίσω εδώ, τι προς σε; Επειδή λοιπόν ο Χριστός εις κανένα άλλο μέρος δεν εφανέρωσεν ότι δεν θέλει αποθάνη ο Ιωάννης, δια τούτο φανερόν είναι, ότι και αυτός παρομοίως με τους άλλους Αποστόλους απέθανε. Μαρτυρεί δε τον θάνατόν του και ο τάφος του. Από τον οποίον ευγαίνει και κόνις λεπτή εις ιατρείαν πολλών ασθενειών. Και ο μεν Καισάριος ταύτα απεκρίθη εις εκείνους οπού τον ηρώτησαν.


Ο δε την γλώτταν χρυσούς Ιωάννης εις πολλά μέρη των γλυκυτάτων λόγων του αποδείχνει, ότι απέθανεν ο Ιωάννης. Πρώτον μεν εν τω Ευαγγελίω περί τούτου διερμηνεύων και λέγων, ότι το μεν να μένη ο Ιωάννης, δεν είπεν ο Κύριος δια να μην αποθάνη. Αλλά δια να μην ήναι ενωμένος ο Ιωάννης με τον Πέτρον εις τον καιρόν του κηρύγματος. Αλλά να μένη κηρύττων χωριστά εις τους τόπους, οπού είναι γύρωθεν της Γαλιλαίας.


Επειδή γαρ ο Χριστός είδε τον Πέτρον οπού εφρόντιζε πολλά περί του Ιωάννου, και δεν ήθελε να χωρισθή από αυτόν, και δια τούτο έκαμε και την υπέρ αυτού ερώτησιν, ειπών ούτος δε τι; τουτέστι, διατί δεν θέλει πορευθή και αυτός εις την αυτήν στράταν του κηρύγματος, καθώς και εγώ; Διατί δεν θέλει γένη και αυτός συγκοινωνός με ημάς της επιστασίας των προβάτων; Διατί δεν θέλει προχειρισθή και αυτός οικονόμος των λογικών ψυχών; Ταύτα, λέγω, ειπόντος του Πέτρου, είπεν ο Κύριος· «Εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τι προς σε;»


Είπε δε ταύτα, ένα μεν, δια να χωρίση αυτούς από την προς αλλήλους άκαιρον προσπάθειαν αυτήν και ένωσιν. Και άλλο δε, δια να δείξη, ότι όσον και αν αγαπήση ο Πέτρος τον Ιωάννην, αλλ’ όμως δεν φθάνει ποτέ την αγάπην εκείνην, την οποίαν έχει ο Κύριος προς αυτόν. Και τρίτον, διδάσκει τον Πέτρον με τα λόγια ταύτα ο Κύριος, ότι δεν πρέπει να πολυπραγμονή και να προπηδά εις τας ερωτήσεις.


Και κατά άλλον δε λόγον, δεν έπρεπεν εις τους Αποστόλους οπού εδέχθησαν την επιστασίαν της οικουμένης, να ήναι πάντοτε ενωμένοι αναμεταξύ των. Αλλά ο ένας μεν Απόστολος, να πηγαίνη εις ένα τόπον δια να κηρύξη. Ο άλλος δε, εις άλλον τόπον. Δια τούτο λέγει προς τον Πέτρον· «Εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τι προς σε; συ ακολούθει μοι». Ωσάν να έλεγε σχεδόν τούτο: Έργον επιστεύθης, ω Πέτρε.


Τούτο λοιπόν εργάζου και τελείονε. Και ακολούθει εις εμένα, οπού σε στέλνω εις το κήρυγμα, και σου εγχειρίζω όλην την Οικουμένην. Τούτον δε τον Ιωάννην εάν θέλω να μένη εδώ γύρωθεν εις τους τόπους της Γαλιλαίας, και να μη τον στείλω μαζί με εσένα, τι προς σε; ήγουν, τι φροντίζεις συ περί τούτου; Το δε, έως έρχομαι, τούτο δηλοί, αντί του, έως θελήσω να εκβάλω αυτόν εις το κήρυγμα. Διότι, εσένα μεν ω Πέτρε, τώρα σε εκβάλλω εις αυτό, και εις την προστασίαν της Οικουμένης. Διο και ακολούθει μοι, ήγουν πείθου εις τα λόγιά μου.


Ο δε Ιωάννης, ας μένη εδώ έως ου πάλιν να έλθω να εκβάλω και αυτόν, καθώς και εσένα (8). Έτζι μεν ερμηνεύων ο Χρυσόστομος εν τω Ευαγγελίω το ανωτέρω ρητόν, δείχνει φανερά, ότι ο Θεολόγος Ιωάννης απέθανεν. Εν δε τη υποθέσει της προς Εφεσίους Επιστολής του μεγάλου Παύλου, αυτολεξεί τούτο φανερόνοι, λέγων· «Και ο μακάριος δε Ιωάννης ο Ευαγγελιστής, πολλά εκεί (εν τη Εφέσω δηλαδή) διέτριψε. Και γαρ εκεί ετελεύτησεν». Αλλά και εν τω εικοστώ δευτέρω λόγω, και εικοστώ έκτω της προς Εβραίους ερμηνείας, και εν τω εβδομηκοστώ έκτω λόγω της ερμηνείας του κατά Ματθαίον, περί τούτου διαλαμβάνων, φανερόνοι ότι ο Ιωάννης απέθανεν.


Επειδή λοιπόν φανερά λέγει ο θείος Χρυσόστομος, και οι ανωτέρω ρηθέντες αξιόπιστοι και άγιοι άνδρες, ότι ο Ιωάννης απέθανε, ποίος είναι εκείνος οπού δεν θέλει συμφωνήσει με αυτούς; Ή ποίος θέλει νομίσει περί τούτου κατά άλλον τρόπον;





(1) Όρα περί τούτων και εις το Συναξάριον του αδελφοθέου Ιακώβου κατά την εικοστήν τρίτην του Οκτωβρίου.


(2) Τι δε δηλούσιν οι λαχνοί ούτοι, όρα εις την υποσημείωσιν του Συναξαρίου του Αγίου Αποστόλου Κορνηλίου, κατά την δεκάτην τρίτην του παρόντος μηνός.


(3) Ο θείος Μάξιμος ο Ομολογητής συμπεραίνει, ότι ο μέγας Ιωάννης ούτος εξωρίσθη εις Πάτμον κατά το τελευταίον έτος της βασιλείας του Δομετιανού: ήτοι κατά το δέκατον πέμπτον έτος αυτού. Τοσαύτα γαρ έτη εβασίλευσεν: ήτοι κατά το εννενηκοστόν πέμπτον έτος από Χριστού, ως χρονολογεί ο Μελέτιος.


Μέμνηται δε της επί του Δομετιανού εξορίας του αγιωτάτου Ιωάννου και ο θείος Ειρηναίος εν τρίτω και πέμπτω των κατά αιρέσεων. Ένθα και τον χρόνον εσημειώσατο. Και Κλήμης ο Αλεξανδρεύς εν τω λόγω, περί του, τις ο σωζόμενος πλούσιος. Ο δε Αδριχώμιος εις τον Βίον του Ιησού Χριστού λέγει ότι ο Απόστολος ούτος επέμφθη δεδεμένος από την Έφεσον εις την Ρώμην.


Όπου πλησίον της πύλης της λεγομένης Λατίνας εποτίσθη φαρμάκι θανατηφόρον και δεν εβλάβη. Είτα ερρίφθη μέσα εις ένα πιθάρι γεμάτον από βραστόν έλαιον κατά την έκτην Μαΐου ημέρα Κυριακή. Μείνας δε και εκ τούτου αβλαβής εξωρίσθη εις Πάτμον υπό Δομετιανού (τομ. α’, σελ. 164, της Εκκλ. Ιστορ. του Μελετίου). Την του δηλητηρίου πόσιν σημειοί, και ο θείος Αυγουστίνος εν τω κβ’ κεφ. των Μονολογίων, λέγων· «Υπέρ του γεύσασθαι ταύτης (της γλυκύτητος του Θεού) δηλητηρίου ποτήριον Ιωάννης ατρόμως εξέπιεν».


(4) Ο άρχων ούτος ονομάζεται παρά τω χειρογράφω και τετυπωμένω Συναξαριστή, ανθύπατος. Το οποίον όνομα ούτως ερμηνεύεται: ύπατος θέλει να ειπή, ο ανώτερος μεν ων πάντων των άλλων συγκλητικών και αξιωματικών του βασιλέως, δεύτερος δε ων από τον βασιλέα. Οποίος και τώρα είναι ο καλούμενος τουρκιστί βεζύρης. Ανθύπατος δε είναι ο αντί του υπάτου ων, και αναπληρών τον τόπον του υπάτου, όταν εκείνος λείπη. Οποίος και τώρα είναι ο τουρκιστί καλούμενος καϊμακάμης.


Ώσπερ γαρ ο βεζύρης επίτροπος του βασιλέως εστίν, ούτω και ο καϊμακάμης πάλιν είναι του βεζύρη επίτροπος. Πώς δε ένας τοιούτος μέγας αξιωματικός ευρίσκετο εν τη μικρά νήσω της Πάτμου; Απορώ. Αλλ’ ίσως το, ανθύπατος και πλατυτέρως λαμβάνεται, αντί ηγεμόνος και άρχοντος. Οποίον σημαινόμενον έχει και τώρα εδώ.


(5) Ο δε Δοσίθεος, σελίδι 13 της Δωδεκαβίβλου, λέγει, ότι συνέγραψε το Ευαγγέλιον ο Ιωάννης από δεήσεως των Επισκόπων της Ασίας, και ουχί των Πατμίων, ως γράφεται εδώ. Συμμαρτυρεί δε και ο Μελέτιος εν τω πρώτω τόμω της Εκκλησιαστικής Ιστορίας λέγων, ότι εν Εφέσω συνέγραψεν ο Ιωάννης το Ευαγγέλιον και τας Επιστολάς του. Συμβιβάζει όμως και θεραπεύει την διαφωνίαν ταύτην ο αυτός Μελέτιος λέγων, ότι προέγραψε μεν ο Ιωάννης το Ευαγγέλιον και τας Επιστολάς εν τη Πάτμω, εξέδωκε δε και εδημοσίευσε ταύτα εις Έφεσον.


Έγραψε δε το Ευαγγέλιον κατά τον Δοσίθεον εν τω εξηκοστώ τετάρτω έτει, από της ταφής, ή της Αναλήψεως του Κυρίου. Ή κατά άλλους, μετά τριάκοντα εξ χρόνους της Αναλήψεως, ύστερον από δύω χρόνους της συγγραφής της Αποκαλύψεως. Η οποία είναι το δυσκολώτερον βιβλίον πάντων των του κόσμου βιβλίων, κατά τον Ιερώνυμον. Και η σκοτεινοτάτη και δυσκολωτάτη βίβλος κατά τον Μελέτιον. Άρχισε δε από της προαιωνίου Γεννήσεως του Κυρίου, και αφήκε την υστέραν οικονομικώς, δια τους αιρετικούς του καιρού εκείνου, Εβίωνά τε και Κήρινθον.


Οι οποίοι ηρνούντο την θεότητα του Χριστού. Και εις στερέωσιν μεν των ευσεβών, αντίρρησιν δε των Γνωστικών λεγομένων αιρετικών, και αυτών των Νικολαϊτών, ως λέγει ο Ειρηναίος και Ιερώνυμος, και Επιφάνιος. Έγραψε δε την Αποκάλυψιν προ χρόνων τεσσάρων της κοιμήσεώς του, κατά τον Μελέτιον.


Σημείωσαι, ότι ο Άγιος Πέτρος ο Αλεξανδρείας, ο εν τω τέλει του δευτέρου αιώνος ακμάσας, λέγει εν τω Χρονικώ, τω τοις βιβλίοις της Βυζαντίδος συνεκδοθέντι, ότι το ιδιόχειρον Ευαγγέλιον του θείου τούτου Ιωάννου μέχρι νυν φυλάττεται χάριτι Θεού εν τη Εφεσίων αγιωτάτη Εκκλησία, και υπό των πιστών εκεί προσκυνείται. Το οποίον και περιέχει ότι τρίτη ώρα ην, όταν ο Χριστός εσταυρώθη, καθώς και τα ακριβή χειρόγραφα περιέχει.


Όρα σημειώσει 20 Νικηφόρου του Θεοτόκη εις την μετάφρασιν Κλήμεντος του Κανονίκου εν τη ανασκευή της τελευταίον διερμηνευθείσης Διαθήκης. Όρα και εις την εικοστήν του Δεκεμβρίου εν τη υποσημειώσει του Συναξαρίου του Αγίου Ιγνατίου. Παρά δε τη νεοτυπώτω Εκατονταετηρίδι γράφεται, ότι επί Δομετιανού, εν έτει Ϟς’ [96], ο Απόστολος Ιωάννης δέσμιος εξ Ασίας εις Ρώμην υπό του ανθυπάτου επέμφθη. Όπου εβάλθη μέσα εις καζάνι γεμάτον από λάδι βραστόν, και αβλαβής εφυλάχθη, ως γράφει ο Ιερώνυμος, βιβλ. α’. Έπειτα εξωρίσθη εκεί εις Πάτμον, και συνέγραψε την θείαν Αποκάλυψιν, εν έτει της του Δομετιανού βασιλείας κατά Ειρηναίον και Ιερώνυμον.


Τα λόγια δε εκείνα οπού γράφει ο Ιωάννης εις την Καθολικήν πρώτην Επιστολήν του, ήτοι, το «Τρεις εισίν οι μαρτυρούντες εν τω ουρανώ, ο Πατήρ, ο Λόγος, και το Άγιον Πνεύμα. Και ούτοι οι τρεις εν εισι. Και τρεις εισίν οι μαρτυρούντες εν τη γη, το Πνεύμα, το Ύδωρ, και το Αίμα, και οι τρεις εις το εν εισι» (κεφ. ε’, 7)· ταύτα, λέγω, τα λόγια, άλλοι ουκ ορθώς τα λέγουσιν ως νόθα, επειδή εις πολλά αρχαία χειρόγραφα δεν εμφέρονται. Πλην αυτά ευρίσκονται εις πάμπολλα αντίγραφα. Όθεν και ο νεώτερος Σιμώνιος ομολογεί ότι εύρε τα τοιαύτα λόγια εις διακόσια αντίγραφα αρχαιότατα.


Όσα δε αντίγραφα εύρε, τα οποία δεν περιέχουν τα λόγια αυτά, δεν ήτον υπέρ τους εξακοσίους χρόνους. Αναφέρονται δε τα λόγια ταύτα και παρά τω Τερτυλλιανώ εν τω κατά Πραξέου βιβλίω πρώτω, κεφαλαίω εικοστώ πέμπτω. Και παρά τω Κυπριανώ επιστολή προς Ιωβινιανόν εν τω περί μονάδος. Και οι της Αφρικής δε Πατέρες, τετρακόσιοι τόσοι Επίσκοποι, εκτιθέμενοι την εαυτών πίστιν Ουνερίκω τω βασιλεί των Αρειανών Ουανδάλλων, εν έτει 484, τα αυτά λόγια αναφέρουσιν επί λέξεως. Αλλά και ο νεώτερος Καλμέτος προβάλλεται τους υπέρ της αυθεντίας των λογίων εκείνων κατά των αντιλεγόντων συγγραψαμένους. Είπομεν δε και ημείς μερικά εν τη ερμηνεία των Καθολικών Επιστολών.


(6) Σημείωσαι, ότι σφαλερώς γράφεται εν τω τετυπωμένω Συναξαριστή, ότι πριν να εξορισθή εις την Πάτμον ο Ιωάννης, παρέδωκε τον νέον τούτον εις τον Επίσκοπον. Διηγείται γαρ ο Στρωματεύς Κλήμης εν τω λόγω «Τις ο σωζόμενος πλούσιος», ότι μετά την εξορίαν παρέδωκεν αυτόν τω Επισκόπω, ως και εν τω χειρογράφω Συναξαριστή γράφεται.


(7) Σημείωσαι, ότι το, ο ήλιος ανέτειλε, και αυτός το πνεύμα παρέδωκεν, ου γράφεται εν τω χειρογράφω Συναξαριστή, αλλά εν τω τετυπωμένω. Καθώς και το άνωθεν λόγιον, ήγουν το, ήτον δε ο καιρός προς όρθρον. Εκοιμήθη δε ο θείος Ιωάννης εν τω εξηκοστώ ογδόω έτει από του πάθους, ή της Αναλήψεως του Κυρίου, κατά τον τρίτον χρόνον της του Τραϊανού αυτοκρατορίας.


(8) Ο δε Θεοφύλακτος Βουλγαρίας το, έως έρχομαι, ενόησεν αντί του, έως ου να έλθω εις τον καιρόν της αλώσεως των Ιεροσολύμων. Έλευσις γαρ πολλάκις η τιμωρία και εκδίκησις λέγεται. Άλλοι δε λέγουσιν, ότι έως τότε θέλω να μένη ο Ιωάννης εις Ιεροσόλυμα, έως ου να έλθω: ήγουν έως ου να έλθω εν τη κοιμήσει της μητρός μου δια να παραλάβω την αγίαν αυτής ψυχήν.


Έως τότε γαρ ο Ιωάννης έμεινεν εν Ιεροσολύμοις, προνοών και κηδόμενος της Θεοτόκου. Παρέλαβε γαρ αυτήν εις τα ίδια. Αφ’ ου δε εκοιμήθη εκείνη, τότε αυτός εξήλθεν από τα Ιεροσόλυμα, και επήγεν εις Έφεσον, κηρύττων το Ευαγγέλιον, ως είρηται ανωτέρω εν τω παρόντι Συναξαρίω. Ο δε Νικηφόρος ο Βλεμμίδης εν τω προς τον Θεολόγον τούτον εγκωμίω, ου η αρχή·


«Ευαγγελιστή θεολόγω», λέγει, ότι αυτός ου μόνον μετέστη, αλλά και ανέστη. Κοιμηθείς μεν και αποθανών, είτα ως εν ριπή αλλαγείς, και την φθοράν αποτινάξας, και αφθαρτισθείς. Ελεύσεται δέ φησιν, εν αφθάρτω σώματι δια να ελέγξη τον Αντίχριστον. Τούτο συμμαρτυρεί και Ιωάννης ο Ευγενικός, ο αδελφός του Αγίου Μάρκου του Εφέσου και Ευγενικού, λέγων, εις τους οίκους οπού εφιλοπόνησεν εις τον Θεολόγον, ταύτα:


«Χαίρε, ότι μεταστάσεως συμμετέσχες ως υιός. Χαίρε, ότι αναστάσεως, οία Λόγου αδελφός». Σημειούμεν εδώ ότι εις τον μέγαν τούτον Θεολόγον εγκώμιον έχει ο Στουδίτης Θεόδωρος, ου η αρχή· «Ουρανού προκειμένου», ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, ου η αρχή· «Εορτήν άγομεν σήμερον» (εν τω Πρωτάτω), ο Φιλαδελφείας Μακάριος ο Χρυσοκέφαλος, ο ρηθείς Βλεμμίδης (όπερ ευρίσκεται εν τω Μοναστηρίω του Παντοκράτορος), ο Χρυσόστομος δύω.


Όπου εν τω δευτέρω λέγει, ότι ο Θεολόγος ούτος ανέστησεν ένα Ιερέα υπό κίονος φονευθέντα, και προσφερθέντα νεκρόν εις την θύραν του θείου ναού του. Εγκώμιον δε απλούν και γλαφυρόν τούτου ευρίσκεται εις την Ιεράν Σάλπιγγα του Μακαρίου. Κανόνας δε οκτωήχους έχει εις αυτόν ο υμνογράφος Ιωσήφ. Εφιλοπόνησε δε εις αυτόν και η εμή αδυναμία δύω Κανόνας, οίτινες ομού ετυπώθησαν όλοι. Αλλά και Νικήτας ο Ρήτωρ εγκώμιον έπλεξεν εις τούτον, ου η αρχή·


«Ο τον μέγαν της βροντής γόνον». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων και τη του Διονυσίου.) Έχει δε και λόγον εις τον Θεολόγον ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Ότι μη πολύ των Αγγέλων». (Σώζεται εν τη Λαύρα, και εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων.) Όρα και εις την ογδόην του Μαΐου.



Εκ του βιβλίου: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, <<Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού>>. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005. *Αναδημοσίευση εκ του ιστολογίου <<Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF