ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2022

«ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ ΧΑΙΡΕ»




Απ’ το στρατιώτη μηχανικού εκ Πατρών Αλέξιο Π. Παναγόπουλο, αιχμάλωτο στη Μ.Ασία.1



Δρ. Αλέξιος Παναγόπουλος, Αρθρογράφος
Καθηγητής Νομικής Σχολής FPSP Πανεπιστημίου Ούνιον Νίκολα Τέσλα Βελιγραδίου, Δ/ντής E.P.L.O. στη Βοσνία - Ερζεγοβίνη).



Με αφορμή τον εορτασμό των 100 χρόνων απ’ τη βάρβαρη γενοκτονία και το αποτρόπαιο πλιάτσικο της Μ.Ασίας το 1922, δημοσιεύουμε το παρόν άρθρο ως μία βιωματική εμπειρία ενός στρατιώτη.


Η Μικρασία χάθηκε ως γεωγραφική έκταση, αλλά ζει και θα ζει στις καρδιές όλων των γνησίων τέκνων των Ελλήνων όπου γης. Μικρασία Χαίρε, αναφώνησε και το γνήσιο τέκνο της ο ακαδημαϊκός Ηλίας Βενέζης και μαζί του τόσα άλλα γνήσια τέκνα της.


Με αυξημένο λόγο για τη συγγραφή αυτή, ο γράφων, παρουσιάζει διηγήσεις και εμπειρίες εκ του παππού, του Αλέξιου Π.Παναγόπουλου, που έφτασε προελαύνοντας μέχρι το Σαγγάριο και επέκεινα, υπηρετώντας στο μηχανικό τμήμα του ελληνικού απελευθερωτικού στρατού.


Η γνωστή διχόνοια και η απ’ αυτή άτακτη υποχώρηση τον έφερε να βρεθεί αιχμάλωτος των Τούρκων, όπου τον χρησιμοποίησαν για τα μηχανικά έργα, επιζώντας σε πλήρη δυστυχία και πείνα, εργαζόμενος αιχμάλωτος για την ανακατασκευή της κατακαμμένης Σμύρνης.


Αυτό το σαράκι της διχόνοιας των Ελλήνων, οδήγησε στη γενοκτονία και τη Σμύρνη. Μετά απ’ τη παρέλευση κάποιων ετών θα καταφέρει να δραπετεύσει και θα φτάσει στον Πειραιά κι απ’ εκεί στην Αχαϊα, εκεί όπου η οικογένειά του ήδη τον είχε για νεκρό τόσα χρόνια.


Έζησε έως τα 96 έτη και μου διηγήθηκε δια ζώσης όλα τα της εκστρατείας και της πανωλεθρίας εκείνης. Μάλιστα, μου έλεγε, ότι στην αρχή διαδίδετο στο ελληνικό στράτευμα και η περίεργη «βατάτζια πολιτική ιδεολογία»2, μέσα απ’ τους θρύλους και τους μύθους, περί μαρμαρωμένου βασιλιά, περί τηγανισμένων ψαριών, περί εξαδάκτυλου βασιλιά, περί κόκκινης μηλιάς, περί αγαθαγγέλου και μυθοπλασίες από επί τουρκικής σκλαβιάς, δήθεν ότι και πάλι δικά μας θάνε, για να τονωθούν, να ωθηθούν, να κυριεύσουν την Άγκυρα και την Κωνσταντινούπολη.


Τελικά, αυτό, έγινε πολύ σύντομα ένα όνειρο θερινής νυκτός. Η διχόνοια μεταξύ των πολιτικών και των στατιωτικών γινόταν αρνητικά αισθητή. Παρότι ο αγώνας ήταν κυρίως απελευθερωτικός κι όχι αποικιοκρατικός, ξένα κέντρα εξουσίας, είχαν καταφέρει να κάνουν πάρα πολύ καλά τη δουλειά τους. Φυσικά, οι ξένοι «φίλοι» μας πάντοτε θα το χρησιμοποιούσαν αυτό το ελληνικό πάθος, για το ίδιον πάντα όφελος.


Πέρασαν ήδη 100 χρόνια, απ’ αυτή τη γενοκτονία και καλούμαστε πάλι ως Γένος ιστορικό, ένδοξο, περήφανο, ειρηνικό και δημιουργικό, να μείνουμε και σήμερα έξω, από κάθε στρατιωτική σύρραξη και μακριά από κάθε εμπόλεμη κατάσταση.


Η μικρή Ελλάδα είναι μία χώρα με ιστορία και πολιτισμό, κι οφείλει να διδάξει σε όλους και σήμερα, ότι οι Λαοί μπορούν να ζήσουν μόνο με ειρήνη και αγάπη, δίχως πόλεμο. Ας γνωρίζουμε ότι οι λογής λογής Τραπεζίτες μπορεί να πλουτίζουν, με τους πολέμους και με το αθώο αίμα!


Σήμερα που ξεχνιούνται οι χριστιανικές αξίες στον Κόσμο και στην Ευρώπη, ας τις θυμίσει η μικρή Ελλάδα μας. Οι πολιτικοί μας και σήμερα οφείλουν να μείνουν πίσω από κάθε στρατιωτική σύγκρουση. Ο Ελληνικός Λαός δεν επιθυμεί άλλους πολέμους, επιθυμεί την ειρήνη του. Αρκετά δεινά μας επιβλήθηκαν από εταίρους και φίλους με τα παράνομα και αντισυνταγματικά Μνημόνια, για να οδηγηθεί σε σκόπιμη πενία και δυστυχία ο ελληνικός λαός, κι ας έλαβαν όλα αυτά, το δυστυχή μανδύα της δήθεν νομιμοφάνειας από ατυχείς νομικούς που ξέχασαν τους όρκους της θέμιδος.


Όχι δεν «απέθανε» η Μικρασία, όπως εσφαλμένα γράφουν κάποιοι δημοσιογράφοι και όποιοι άλλοι συγγραφείς. Η Μικρά Ασία αυτό το σταυροδρόμι των λαών και των πολιτισμών ζει στις Καρδιές μας Αιώνια, εκεί βρίσκονται οι Αλησμόνητες Πατρίδες μας. Εκεί βρίσκονται οι Εκκλησίες της Αποκάλυψης του Ιωάννη.


Η Μικρασιατική Εκστρατεία μπορεί να οδηγήθηκε σε καταστροφή, απ’ την επάρατη διχόνοια, που κυριάρχησε και πάλι μεταξύ των Ελλήνων. Έγιναν υπάκουοι και ευάλωτοι των ξένων φωνών, των σκοτεινών κύκλων και των ξένων ραδιουργιών, κινούμενοι αλλόκοτα, ασύνετα έρμαια και δίχως κεντρικό συντονισμό και οργάνωση, για το σκόπιμο ξήλωμα του αρχέγονου Χριστιανισμού στην Αγιοτόκο Μικρασία. Κι ενώ γράφουν κάποιοι για «συνωστισμό» της Σμύρνης, δεν ντρέπονται να λένε ότι είναι Έλληνες ή Ελληνίδες.


Ο δε Βενιζέλος προτείνοντας τον Κεμάλ για Νόμπελ ειρήνης εγκλημάτησε εις βάρος των Ελλήνων και οι ψυχές αυτές των αδικουμένων θα του ζητήσουν το λόγο εν ημέρα της Κρίσης. Λάθος μεγάλο η πολιτική και στρατιωτική του πρωτοβουλία να στείλει ελληνικό στρατό το 1919 στην Κριμαία κατά των Ρώσων.


Που είχε ως αποτέλεσμα η ρωσική πλευρά να εξοπλίσει τον Κεμάλ εις βάρος των Ελλήνων. Σκοτεινά κυκλώματα και υπόγειες δολοπλοκίες των λογής λογής πρακτόρων πάνω στη δύστυχη πατρίδα μας, απ’ τη δολοφονία του κυβερνήτη Ιω. Καποδίστρια, λες κι ο τόπος τούτος ήταν να μην ανασάνει ποτέ.


Τα τέκνα της Ιωνίας, μεταξύ αυτών κι ο Φώτης Κόντογλου κι ο γνωστός Ηλίας Βενέζης3 ή αλλιώς Ηλίας Μέλλος, απ’ το Αϊβαλί, ο συγγραφέας μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, έγινε γνωστός για τα μυθιστορήματά του «Αιολική Γη», «Το νούμερο 31328», κτλ., στις φυλακές Αβέρωφ στο «block C».


Ο πατέρας του, ο Μιχαήλ Μέλλος, καταγόταν απ’ τη Κεφαλλονιά, κι η μητέρα του απ’ τη Λέσβο. Βενέζης λεγόταν ο παππούς του ο Δημήτριος απ’ τη πλευρά της μητέρας του. Κοντά στο γυμνασιάρχη φιλόσοφο Ιωάννη Ολύμπιο, κι αργότερα στη Μυτιλήνη, θα συνεργαστούν στη λογοτεχνική κίνηση με πρωτεργάτη τον Στράτη Μυριβήλη.


Στη συνέχεια θα περάσουμε στον στρατιώτη μηχανικού εκ Πατρών Αχαϊας και για τη βιωματική του εμπειρία ως αιχμάλωτος των Τούρκων, αναφορικά με τη Μικρασιατική απελευθερωτική εκστρατεία και οικτρή καταστροφή.


Αν ξεκινήσουμε πηγαίνοντας περίπου 100 χρόνια πίσω, περί τον Νοέμβριο του 1921, το μέτωπο έχει ήδη ταλαιπωρηθεί κι έχει αρχίσει να καταρρέει. Η δε ελληνική κυβέρνηση έχει δώσει εντολή να εκκενώσουν τη περιοχή όλοι, καθώς και οι ανταποκριτές που ακολουθούσαν τις κινήσεις του ελληνικού στρατού έως τη Βιθυνία.


Εκ της εφημερίδας «Εμπρός», ένας αρθρογράφος εκδίδει ένα βιβλιαράκι με μαρτυρίες επιζώντων εκ των σφαγών που συντελέστηκαν στην περιοχή της Νικομήδειας απ’ τους «Τσέτες» του Μουσταφά Κεμάλ το 1920, με τίτλο: «Αυτοί είναι οι Τούρκοι - Αφηγήματα των Σφαγών της Νικομήδειας», φέρει και μαρτυρίες από Έλληνες και Αρμένιους, επιζώντες των σφαγών.


Ο παππούς Αλέξιος μας είχε μιλήσει για τις βάρβαρες σφαγές αυτές από Τσέτες και για Τούρκους πατριώτες που ανησυχούσαν κι αυτοί για τη τύχη της πατρίδας τους απ’ τον αδίστακτο Κεμάλ. Μας έλεγε από ακούσματα, για τη Νικομηδεία, όπου η ζωή είχε μεγάλη ποικιλία, γιατί η πόλη ήταν κοσμική και εναλλάσσετο η κοινωνική ζωή με τη ζωή των συμπλοκών που γίνονταν τριγύρω.


Με ένα άλογο θα βρισκόσουν αμέσως στο Φάκτορι, λίγα χιλιόμετρα έξω απ’ τη Νικομήδεια που οι συμπλοκές ήταν συνεχείς ή με το αυτοκίνητο θα έφθανες στο Αδά Παζάρ. Κι όταν θα ήθελες να δεις το πόλεμο με μια βάρκα θα τραβούσες για το Μπαχτσεζίκ, όπου οι σφαίρες των Τούρκων καιροφυλακτούσαν, έξω στη παραλία κρυμμένοι στα δένδρα. Αυτά τα γεγονότα περίεργο είναι γιατί η Αθήνα δεν τα αξιοποιούσε σε ευρωπαϊκό επίπεδο διαμαρτυριών, για την διάσωση του κατατρεγμένου Ελληνικού Μικρασιατικού Λαού.


Ο παππούς μου εκ πατρός ο Αλέξιος Παναγόπουλος του Πανάγου, έφτασε λίγο έξω απ’ την Άγκυρα, φτιάχνοντας γέφυρες και περάσματα ή καταλύματα του Ελληνικού Στρατού. Ήταν 22 ετών, έχω εις το αρχείο φωτογραφία του, ως ιστορική ανάμνηση από το Ουσάκιο το 1921.4


Καταγόμενος από την ιστορική οικογένεια του οπλαρχηγού Πανάγου Παναγόπουλου του γεννημένου το 1745 (εκ Καστριτζίου Χωρίου Καλαβρύτων προς υψώματα Ρίου), είχε την αυξημένη συνείδηση της αποστολής του. Δυστυχώς πιάστηκε αιχμάλωτος κατά την άτακτη υποχώρησή μας, λόγω των κακών χειρισμών σε γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό σχεδιασμό και εκ των πολιτικών διχογνωμιών των Ελλήνων Πολιτικών τους οποίους οι ξένες δυνάμεις επιρρέαζαν.


Ως αιχμάλωτος βασανίστηκε, ταλαιπωρήθηκε, ο ίδιος μου τα διηγήθηκε με το παράπονο για τους πολιτικούς μας, τελικά κατάφερε να επιστρέψει, δίχως ρούχα, αλλά με μια λινάτσα, με κουρελόπανα. Οι Τούρκοι τους χρησιμοποιούσαν σαν ζώα για τις εργασίες, κι όποιος δεν θα πειθαρχούσε, απλά θα πέθαινε, αλλά κι η τροφή τους ήταν ελάχιστη, ένα κομμάτι ψωμί, ξεροκόμματα, και για νερό, όταν δεν υπήρχε, τους ανάγκαζαν να πίνουν τα ούρα τους, έμεναν νηστικοί και ελεεινοί, φρικτό, να το ακούω, ως παιδί και το θυμάμαι, ζωντανά και παραστατικά, τον πίεζα να μου τα πει, να τα γνωρίζω, να τα καταγράψω κάποια στιγμή.


Τα τότε δημοσιογραφικά ρεπορτάζ ίσως να έφταναν με κάποια καθυστέρηση στην Αθήνα, αφού θα έπρεπε να περάσουν πρώτα απ’ τη στρατιωτική λογοκρισία. Το ελληνικό προσφυγικό κύμα τότε ζούσε την απάνθρωπη μεταχείρισή του απ’ τις Ελληνικές Αρχές, οι οποίες υποτίθεται ότι θα μεριμνούσαν για την ανακούφιση των ελληνικών πληθυσμών, αφού είχαν υποστεί τις σφαγές και τις διώξεις εκ των Τούρκων. Με τα ρεπορτάζ που δημοσιεύονταν εναλλάξ με τις περιγραφές των μεγάλων ελληνικών μαχών του ελληνικού στρατού, δημοσιεύουν και το κατάλογο με τα ονόματα 80 και πλέον οικογενειών που σφαγιάστηκαν τον Αύγουστο του 1920 στη Νίκαια.


Μάθαμε, λέγει ο παππούς, την ιστορία της σφαγής στο Φουλαζίκ μέσα απ’ τα τραγούδια των πολεμιστών των προσφύγων, που τραγουδούσαν: Οι κεμαλικοί κατέβηκαν από τ’ αλώνια, κι’ ημέρα Τρίτη πάτησαν το Φουλαζίκ. Διάλεξαν τις ωραίες μας γυναίκες, και τις έβαλαν γυμνές, στο χορό! Έθαψαν τα παιδιά μας ολοζώντανα, τους άνδρες τους έκαψαν στην Εκκλησιά, και στου παπά το στόμα πέρασαν χαληνάρι, έλεγε, ένα τραγούδι.


Εξοντώθηκαν απ’ τους «Τσέτες» και 5.000 Έλληνες στις Λεύκες, απ’ τον Ιούνιο του 1920. Επίσης, μας έλεγε, ότι κάποιοι γονείς αναγκάστηκαν να σκοτώσουν οι ίδιοι τα παιδιά τους, για να τα σώσουν, απ’ τα φριχτά βάσανα των «Τσετών». Αρμένιοι μητροπολίτες αλλά και απλοί πολίτες μας παρέχουν τα στοιχεία για τη δική τους φρικτή εξόντωση. Οι Εβραίοι εδώ δεν δεινοπάθησαν. Στόχος κύριος ήταν οι Έλληνες και οι Αρμένιοι, κυρίως το ξήλωμα του Χριστιανισμού απ’ την καθ’ ημάς Ανατολή.


Η δραματική κατάσταση όλων εκείνων των ανθρώπων που σώθηκαν απ’ το μαχαίρι του «Τσέτη», για να πέσουν τελικά στην αδιαφορία, έως και την απανθρωπιά των Αθηναϊκών Φορέων, που υποτίθεται πως θα μεριμνούσαν γι’ αυτούς που σώθηκαν εκ της φοβερής Γενοκτονίας. Στις 16 Ιουνίου του 1921, όπως μας μιλάει για το Καραμουσάλ, ότι: ο πολιτικός διοικητής του Καραμουσάλ, Τζεμάλ βέης, είχε με τους συναρχηγούς και με τις συμμορίες τους και το στρατό του βάλει τη πυρκαϊά και τη σφαγή σε ελληνικές πόλεις και κωμοπόλεις Κοντζέ, Νεοχώρι, Καρατεπέ, Ηράκλειαν, Λεύκας, Νίκαιαν, Φουλατζίκ, Κίρκ-Χαρμάν. Αυτά έκαναν οι τσέτες με τα ρέμπελα ασκέρια τους σε όλα τα ελληνικά χωριά.


Διαδόθηκε ότι κι η ελληνική πλευρά προέβη σε ωμότητες, αν κι αυτές δεν έγιναν από σχεδίου, ήταν πιθανές πράξεις αντεκδίκησης, στα πεδία της μάχης. Παρέδωσαν στις φλόγας το Ασάρκιοϊ και το Τατάρκιοϊ και το Καζικλί και τη Δάφνην και το Ερεκλί, έπειτα ήλθε το Καραμουσάλ, η φωτιά ισοπέδωνε και τα μέγαρα, επαύλεις, εργοστάσια, βιομηχανικές εγκαταστάσεις.


Με τη προέλαση των ελλήνων και τις μάχες σε Αφγκίν, Κιουτάχεια, Τουλού Μπουνάρ, Κιοπρού Χισάρ, Μπιλεζίκ, μας μιλούσε, κι για τη ψυχολογία του φαντάρου και του αξιωματικού, για τις αντιξοότητες που έριχναν το ηθικό φρόνημα, αλλά και τις μικρές χαρές, που θα μπορούσαν να αναπτερώσουν το ακμαίο ηθικό φρόνημα.


Πληροφορούμαστε κι απ’ τον παππού Αλέξιο Παναγόπουλο, για την έλλειψη ακόμα και του στοιχειώδους που θα βοηθούσε τους στρατιώτες μας να περάσουν τις ατελείωτες ώρες της αναμονής και της αδράνειας μεταξύ των πεδίων των μαχών. Ούτε ένα βιβλίο, ούτε μία εφημερίδα, ούτε ένα τσιγάρο. Κάποιοι στρατιώτες έλεγαν: αν είχαμε ένα τσιγάρο και μια εφημερίδα, θα είχαμε πάρει τώρα και την Άγκυρα. Ήταν ισχυρή πεποίθησή τους μας έλεγε ο παππούς. Αυτά σχολίαζαν με το παράπονο οι στρατιώτες μας, κι όπως τα κατέγραφαν οι δημοσιογράφοι σε ρεπορτάζ τον Σεπτέμβριο του 1921.


Η φοβερή αισχροκέρδια εμφανίστηκε και σε περιοχές απ’ όπου θα περνούσε ο ελληνικός στρατός, όπου για π.χ. στη Προύσα ένα πιάτο σούπα με φασόλια, θα είχε δυο δραχμές, και μια εφημερίδα περί τα πενήντα λεπτά, μάλιστα το γιάλισμα των υποδημάτων, ακριβό όσο δεν είναι δυνατόν να φαντασθείς. Το ίδιο και στο Ουσάκιο το 1921 μας έλεγε ο παππούς. 


Τότε ήταν που η ελληνική Κυβέρνηση θα έπρεπε να προσέξει πάρα πολύ και για τον αφοπλισμό των Τούρκων της κατεχόμενης ζώνης και την επιβολή των διατιμήσεων. Κατόπιν, η φοβερή πείνα του στρατεύματος και οι ζωοκλοπές είχαν γίνει ένα συχνό φαινόμενο. Οι στρατιώτες έλεγαν μεταξύ τους: σαρδελλίτσες εγώ δεν τρώω, θα πάω για καμμιά κοτίτσα. Αυτά έλεγε που και πού, ο ταλαίπωρος φαντάρος.


Επίσης, η έλλειψη της γεωγραφικής αντίληψης των απλών φαντάρων ήταν και αφελέστατη, αφού κάποιοι νόμιζαν ότι θα φθάνανε έως τη Σαχάρα και κάποιοι νόμιζαν ότι η μικρασιατική έρημος ήταν κοντά της μεγάλης αφρικανικής ερήμου. Πάραυτα, είχαν αρχίσει να φαίνονται καθαρά και τα καταστροφικά αποτελέσματα εκ του διχασμού των ελλήνων, οι «φίλοι» μας είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους.


Οι βόμβες απ’ τη διάρκεια της αεροπορικής επίθεσης στις 15 Αυγούστου του 1921 στο Ιρνλάρ Κατραντζή, άφησε πολλούς τραυματίες. Ποιοί βοηθούσαν δυναμικά τους Τούρκους; Ποιοί βοηθούσαν το μουσουλμανικό στοιχείο να καταστρέψει το χριστιανισμό; Ήταν ερωτήματα των ελλήνων φαντάρων μας. Οι ανταποκρίσεις συνεχίστηκαν μέχρι το Νοέμβριο του 1921 όταν και το ελληνικό Κράτος έδωσε εντολή να εκκενώσουν τη περιοχή κι όλοι οι δημοσιογράφοι.


Όμως, η έρευνα, δεν ήταν αμερόληπτη, αφού δεν δόθηκε ο επαρκής χρόνος στους Έλληνες να παρουσιάσουν τις σφαγές και τη γενοκτονία που υπέστησαν οι ίδιοι στη Μ. Ασία. Η Αρμόδια Επιτροπή μέσα σε τρεις ώρες, έλεγαν, δέχτηκε και άκουσε και εξέτασε τις επιτροπές των εκπροσώπων των εβδομήντα σχεδόν Ελληνικών, Αρμενικών και Κιρκασιακών χωριών και πολιτειών, που είχαν σφαγιασθεί απ’ τους Τούρκους.


Η επιτροπή ρωτούσε δυο λόγια τους Παπάδες και τους Προέδρους των Χωριών, κι ύστερα θα τους έλεγε, τα σκληρά κι αδιάφορα λόγια: «Καλά, καλά, να έρθουν άλλοι»! Άραγε, τι να προσπαθούσαν να μάθουν στην ολιγόλεπτην αυτή εξέταση ή διερεύνηση που θα έκαναν, για τους σφαγιασμούς των χιλιάδων ελλήνων ανθρώπων; Πως ήταν δυνατόν να συγκινηθούν τα ίδια τα μέλη της επιτροπής αυτής, απ’ τα δυο λόγια και μόνο που θα άφηναν ή θα επέτρεπαν στους βασανισμένους ανθρώπους, να τους πουν; Φοβερή αδιαφορία, έγκλημα! Ποιοι είχαν δώσει αυτές τις απάνθρωπες εντολές της αδιαφορίας στον πόνο των προσφύγων;


Απ’ την αρχή του νέου έτους 1922 έως και στα τέλη Σεπτεμβρίου, ξεκινάει και το δράμα. Απ’ τις προσωπικές του βιωματικές εμπειρίες μας έλεγε, για το πώς πέθανε σφαγιασμένος ο ελληνισμός της Μικρασίας, μία περίοδο περίπου είκοσι ημερών πριν απ’ τη Μικρασιατική Καταστροφή, έως τις 9 Σεπτεμβρίου 1922 με το παλαιό ημερολόγιο.


Μας είπε για τις άγνωστες πληροφορίες απ’ το παρασκήνιο που οδήγησαν στη Καταστροφή της Σμύρνης, μας έκανε αναφορές σε γεγονότα που λίγοι σήμερα θυμούνται και οι πληροφορίες που μας διασώζει έχουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον και μία αξία, όχι μόνον επειδή ειπώθηκαν από έναν στρατιώτη του μηχανικού που έζησε τα γεγονότα ως αιχμάλωτος στη Σμύρνη, αλλά επειδή πρόκειται για προσωπικά βιώματα που μας διηγήθηκε, δίχως ωραιοποίηση και λογοκρισία.


Αφού βίωσε ο ίδιος καταστάσεις όπως τους βιασμούς, τις σφαγές, τις λεηλασίες, τις αρπαγές. Το βάρβαρο λιντζάρισμα και τον απάνθρωπο βασανισμό του μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου. Θυμόταν, να τους υποχρεώνουν να πίνουν τα ούρα τους, να τους δίνουν ένα ξεροκόμματο για φαγητό ως εργαζόμενοι, κι άλλους που θα διαμαρτύρονταν, να τους πυροβολούν επί τόπου.


Το διηγηματικό βιωματικό ημερολόγιο του αιχμάλωτου τότε παππού Αλέξιου Παναγόπουλου μας δίνει μια εικόνα για το κλίμα που επικρατούσε για το πλιάτσικο και τη Καταστροφή της ξακουστής Σμύρνης, ως το Παρίσι της Ανατολής. Η καταστροφή ήρθε μας είπε, μέσα απ’ την αδιαφορία της Αθήνας, εννοώντας και σχολιάζοντας την τότε Ελληνική Κυβέρνηση και τον τότε Ελληνικό Λαό, που σαν να βρίσκονταν υπνωτισμένοι στην αδιαφορία τους, για την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου, για την επερχόμενη μεγάλη σφαγή και τη ανελέητη καταστροφή.


Μάλιστα, την ώρα που η Σμύρνη καίγονταν ολόκληρη, η Αθήνα σαν να είχε ωραία ψυχαγωγία, σαν να μην συμβαίνει τίποτα! Η μεθοδευμένη λογοκρισία και οι διαψεύσεις της τότε Κυβέρνησης ήταν μία σιωπηρά ανοχή για τη σφαγή της Σμύρνης, παρά το μεγάλο κύμα των ελλήνων προσφύγων.


Η έλλειψη οποιουδήποτε σχεδιασμού για την έξοδο του Στρατού, έγινε οφθαλμοφανές όταν φάνηκε καθαρά πως έχει χαθεί ο πόλεμος, με τη στάση της κυβέρνησης έναντι των στρατιωτών που θα γυρνούσαν απ’ το μέτωπο. Μάλιστα, κι η περίεργη φιλοτουρκική στάση και η προπαγάνδα του γαλλικού Τύπου. Ακολούθως, του ύποπτου ρόλου των Πρεσβειών και των διπλωματικών αποστολών στη Σμύρνη.


Τα συμμαχικά πλοία άτεγκτα να μην διασώζουν τον άμαχο ελληνικό πληθυσμό, μάλιστα όσοι θα κολυμπούσαν μέχρι αυτά, να τους βυθίζουν. Καθώς και τα σκανδαλώδη εμπόδια που έβαζε η Ελληνική Κυβέρνηση για τη δημοσιογραφική κάλυψη των αληθινών γεγονότων εκ της Μικράς Ασίας και της ανταλλαγής των πληθυσμών. Οι ζωντανές πληροφορίες των προσφύγων απ’ τη Σμύρνη για τις βάρβαρες και φοβερές σφαγές, αλλά και τη περίεργη στάση του Στεργιάδη και τη φυγή του ελληνικού στρατού.


Στη γη αυτή όπου μετά από 3000 χρόνια έντονης παρουσίας Ιώνων, Αχαιών, Αιολών στη Μικρασία, τώρα με μιάς θέλουν να χαθούν τα πάντα. Από της 1ης Σεπτεμβρίου 1922, τα αθηναϊκά θέατρα είναι και πάλι ανοιχτά και παίζουν για τον αθηναϊκό κόσμο που ζει στον κόσμο του, πλην των εξαιρέσεων. Για παράδειγμα ο κόσμος στο θέατρο της Κυβέλης όπου παίζουν την «Κέτσεν Σίμμυ» γελά και διασκεδάζει, η δε μουσική κτυπά τα εύθυμα τραγουδάκια τους. Ψυχαγωγία του κόσμου το λένε.


Γίνεται τότε λοιπόν και η Αθήνα, ως μία άτιμη και πουλημένη πόλη που προορίζεται αργότερα στην Κατοχή να δεινοπαθήσει με τη σειρά της κι αυτή, αφού τότε δεν αισθάνθηκε το δράμα της καταστροφής της μεγαλύτερης πόλης μετά απ’ αυτήν, της ελληνικής πόλης της Σμύρνης και τη σφαγή και τη καταστροφή όλου του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. 


Μια ημέρα από εκείνες, μία καλοβαλμένη δεσποινίς η Μέλπω, στην οδό Αιόλου, έλεγε στο συνομιλητή της: δεν ξέρεις πόσο είμαι λυπημένη, τα υφάσματα διαρκώς ακριβαίνουν. Ως μία κοσμική ψυχολογία εκ του αδιάφορου κόσμου! Κι ενώ τραγουδά, ενόσω καίεται το διπλανό σπίτι του, λέγει: τι με νοιάζει εμένα, μήπως είναι δικό μου σπίτι;


Στις 30 Αυγούστου 1922, ο Λαχανοκάρδης δηλ. ο διευθυντής του «Εμπρός», που έλαβε βράδυ πληροφορίες για τις σφαγές που ακολούθησαν στην λεηλασία κατάληψη της Σμύρνης, τις πετά στο καλάθι του, σαν θυμωμένος, και δεν τις δημοσιεύει. Λέγει: είναι ψέματα όλα αυτά, παρότι τα είπαν επιβάτες που έβλεπαν τις σφαγές απ’ το πλοίο που ήταν αραγμένο στο λιμάνι της Σμύρνης.


Κι όμως η τότε Κυβέρνηση όλα τα διαψεύδει, σαν να λέγει, ότι τίποτα σχεδόν δεν συνέβη. Τόσο φοβερά κι αδιάφορα! Ιδιαίτερα η έλλειψη σχεδιασμού απ’ την ελληνική πλευρά ήταν και η καταχώρηση στις 26 Αυγούστου, όπου ο πρώην γενικός επιτελάρχης κ. Γουβέλης, συνομιλώντας για τους λόγους της αποτυχίας μας απ’ το περασμένο Μάρτιο στο Εσκί-Σεχήρ. Ο ίδιος συμφωνούσε και συμπονούσε, τονίζοντας πως χάσαμε απ’ την ηλίθια αδιαφορία, την εγκληματική εκ του κ. Γούναρη.


Σε ερώτηση: έχετε υπόψη στρατηγέ την Ερυθραία; Είπε, τι είναι αυτό; με απορία ο στρατηγός. Σε ερώτηση: εάν υπήρχε σχέδιο του Επιτελείου, για την οργάνωση της χερσονήσου της Ερυθραίας, σε περίπτωση ατυχίας του στρατού μας. Αλλά μάταια. Όχι, είπε ο στρατηγός: δεν μας γεννήθηκε αφορμή να το σκεφθούμε!


Κι ενώ επιμερίζουν τις ευθύνες στους Έλληνες πολιτικούς όλων των παρατάξεων, που στη πλειονότητά τους έδιναν εσφαλμένα στην εκστρατεία αυτή χαρακτήρα κυρίως Αποικιοκρατικό, κι όχι Απελευθερωτικό των Αλησμόνητων Πατρίδων, με αποτέλεσμα η αδιαφορία και η αντίδραση των Λαού των Ελλήνων, αλλά και του Στρατού, να φέρει τις ολέθριες συνέπειες της ήττας του πολέμου αυτού.


Οι δημοσιογράφοι έγραφαν όπως και στις 2 Σεπτεμβρίου του 1922, με το τίτλο «Εμπρός εις τον κίνδυνον», κάνοντας λόγο για το κίνδυνο της Ελληνικής Φυλής που ήταν περισσότερο από κάθε άλλη φορά μεγάλος, έπειτα από το σπάσιμο του Μικρασιατικού κρηπιδώματος, το οποίο φύλατε όλη την Ελλάδα και όλη την Ευρώπη, απ’ το μουσουλμανισμό, κάτι που το Ελληνικό Κοινό, ίσως δεν γνώρισε, αλλά που σήμερα το εννόησε και το έμαθε, χωρίς κανένας πλέον να του το εξηγήσει. Ο πόλεμος μεταξύ του Μουσουλμανισμού και του Χριστιανισμού εξερράγη το 1922, αδιάφορο απ’ το εάν βρισκόμαστε ακόμη μπρός σε κάποια επίσημη κήρυξή του.


Οι τότε έλληνες διπλωμάτες και οι πολιτικοί, κάποιοι ως ανόητοι, υπερφίαλοι και ψυχροί, ενίοτε και αδιάφοροι για το Μικρασιατικό αγώνα, μαζί τους και αρκετοί ξένοι κυβερνήτες και κεφαλαιοκράτες, εγωιστές και τυφλοί, δεν θέλησαν να δούν την επικινδυνότητα. Πιθανόν λόγω της αντιζηλίας τους, του φθόνου, της αδιαφορίας τους, για τους Έλληνας, δεν έβλεπαν ότι ο πόλεμος αυτός μεταξύ της Ελλάδας και του Κεμάλ, αποτελούσε την αψιμαχία και το προανάκρουσμα ενός μεθοδευμένου με διάρκεια, ύπουλου ακήρυκτου πολέμου, μεταξύ Χριστιανισμού και Μουσουλμανισμού.


Εάν η Ελλάδα θα νικούσε ο μουσουλμανισμός θα συρρικνωνόταν στις πολεμικές του πτυχές, θα απέθετε τα όπλα, θα κήρυσσε αναστολή των εχθροπραξιών του, για να αρχίσει ίσως, κάποια άλλη φορά. Όμως, η Ελλάδα τώρα ενικάτο, κι ο μουσουλμανισμός θα ξάπλωνε παντού στην αδιάφορη, ψυχρή και νυκτωμένη Ευρώπη. Το κύμα του πλέον θα κινείτο να ξαπλωθεί σε Αφρική και Ασία, να διώξει κι απ’ κεί, να συντρίψει το Χριστιανισμό, για να απλωθεί, κατόπιν, ως άγριο και αιμοδηψές θηρίο της Αποκάλυψης, σε όλη την Ευρώπη, παρασύροντας πρώτα πρώτα μέσα στο κόκκινο την Ελληνορθοδοξία.


Με το λύγισμα των λαϊκών ελευθεριών απ’ τον Ευρωπαϊκό πόλεμο, ως πόλεμος ατομικών εκ των αρχόντων φιλοδοξιών, κι όχι υπέρ των λαϊκών ελευθεριών, έκανε τους Λαούς και τα Έθνη, ως άτομα και κεφαλαιοκράτες, δουλικούς, ιδιοτελείς, αλαζόνες. Χάθηκε το αίσθημα της κοινής αυτοσυντήρησης, έδωσαν το καιρό σε πολιτικούς και κυβερνήτες να υποστηρίξουν τις ιδέας των μεγάλων τραπεζιτών και εμπορικών συμφερόντων, των δαιμονικών φιλοδοξιών των σκοτεινών κέντρων της εξουσίας και της κυβερνήσεως των Λαών.


Ο πολιτικός ευρωπαϊκός προσανατολισμός παρεκτράπηκε απ’ το αίσθημα της Φιλανθρωπίας, απ’ το σημαντικότερο Συνταγματικό Αξίωμα, εκ των Χριστιανικών Πολιτευμάτων, έγινε ένας κακός και επιζήμιος προσανατολισμός, ως πολιτισμός του μεσαίωνα. Η Αρχή της Αλληλεγγυότητας των Χριστιανικών Κρατών, διχάσθηκε και προδόθηκε, για να δώσει καιρό στις μωαμεθανικές αντίχριστες φυλές να συνασπισθούν ηθικά, να αναθαρρύνουν δαιμονικά, να συγκεντρωθούν διπλωματικά, να ανδρωθούν υλικά, να βρεθούν έτοιμοι να συντρίψουν και να διώξουν βάρβαρα, τον Χριστιανικό Πολιτισμό. 


Αυτόν που εντός των Χωρών τους, εισέδυσε με τη μορφή των αποικιών, των προτεκτοράτων, των εμπορικών ζωνών, των εμπορικών διεισδύσεων, των διομολογήσεων, κτλ. Μπορεί αυτή η προσέγγιση να ξενίζει, αλλά δυστυχώς έτσι έγινε, μας έλεγε ο εκ θαύματος διασωθείς αιχμάλωτος πολέμου παππούς Αλέξιος Παναγόπουλος.


Οι δυο αυτοί διαφορετικοί πολιτισμοί πάλι σήμερα βρίσκονται αντιμέτωποι, έτοιμοι να αιματοκυλήσουν τους Λαούς τους. Που βρίσκεται το Δίκαιο; Η απάντηση είναι απλή. Ο μουσουλμανισμός οδηγούμενος ηθικά απ’ το Κοράνιο, απ’ το «ευαγγέλιο του», καλλιεργεί το Τζιχάντ προς τους ξένους, των σαρκικών ηδονών, του αίματος και της απόλαυσης, συνιστά πολιτισμό οπισθοδρομικό, στάσιμο και ανίκανο προς τη πρόοδο και την εξέλιξη.


Ο μουσουλμανικός πολιτισμός στέκεται ως βαρίδιο στις ψυχές των μουσουλμάνων, που όταν αισθάνονται πιεζόμενοι, τυραννούμενοι, ασφυκτιούν και επιθυμούν να απελευθερωθούν προσφεύγοντας στη Δύση. Αλλά μέσα στην ατμόσφαιρα του Χριστιανικού Πολιτισμού και εκ της διείσδυσης η οποία έγινε μέσω των κτήσεων, των ζωνών επιρροής και των διομολογήσεων, κάλυψε όλη τη μουσουλμανική ζωή.


Την ατμόσφαιρα αυτή ως αταίριαστη, ως ακατάλληλη, ενίοτε ως τυραννική, ο μουσουλμανισμός θέλησε να την αποτινάξει, να μην εκχριστιανισθεί ο ίδιος, πλην εξαιρέσεων, για να επανέλθει και πάλι στη δική του γηγενή κατάσταση. Αλλά η αλαζονική και εμποροκρατική πολιτική των Συμμάχων και των Σκοτεινών Κέντρων, αντί να ωθήσουν αυτή τη μουσουλμανική αντίδραση, ώστε να εκδηλωθεί για το συμφέρον όλων των Ευρωπαίων, τη διατήρησε, την υπεξέκαυσε, την άνδρωσε και την όπλισε κατά του Χριστιανισμού.


Παρέμεναν τυφλοί και κυβερνήτες όπως της Γαλλίας καθοδηγούμενοι απ’ την αχαλίνωτη πολιτική για την υποδούλωση όλου του κόσμου, μαζί τους κι η Αγγλία, αφού όπλισαν ηθικά και υλικά το πρόμαχο του μουσουλμανισμού το Κεμαλισμό. Αγνοούντες θελητά ή αθέλητα τη μουσουλμανική ψυχολογία και τη ψυχολογία του δούλου, δεν κτύπησαν τη μουσουλμανική εξέγερση μόλις εμφανίστηκε, αλλά μέσω της μεθοδευμένης αναβλητικότητας για τη λήψη μέτρων, εγκατέλειψαν τον ελληνικό μικρασιατικό λαό ως βορρά στο Θηρίο της Αποκαλύψεως.


Πιθανόν μία ημέρα, οι κεφαλαιοκράτες της Γαλλίας και της Αγγλίας θα πληρώσουν τις συνέπειες της αναποφάσιστης πολιτικής τους, γιατί ο μουσουλμανισμός δεν θα κτυπήσει λιγότερο τους φανερούς εχθρούς του, τους Άγγλους, απ’ τους δήθεν φίλους του, αλλά ηθικά εχθρούς του, τους Γάλλους. Το ίδιο οι Γερμανοί και οι Ιταλοί, έμεναν θεατές απ’ τα πλοία τους στο πλιάτσικο της Σμύρνης.


Το ξύπνημα των κυβερνώντων αυτών που λέγονται Ευρωπαϊκοί Λαοί, δεν το βλέπουμε ούτε και σήμερα, δυστυχώς! Για την Ελλάδα, η οποία αγωνίζεται και σήμερα για τη διατήρηση της ύπαρξής της κι όχι για την κατάκτηση άλλων Λαών, πιθανόν να μην της δοθεί η τελική νίκη. Κι ενώ η Ασιατική ακτή του Βοσπόρου είναι πλέον το φυσικό σύνορο του μουσουλμανισμού, απ’ εκεί δεν πρέπει κατ’ ουδένα λόγο να περάσει σήμερα ο κάθε λογής Κεμάλ Ατατούρκ.


Σήμερα ο κίνδυνος εκ της Θράκης είναι κίνδυνος και της ύπαρξης της Ελλάδας. Σήμερα που η συνεχής προκλητικότητα της Άγκυρας δεν παύει, με την αμφισβήτηση ελληνικών εδαφών και νησιών, ας αφυπνισθούν οι Πολιτικοί μας, κι ας παύσουν να είναι ευήκοοι ξένων φωνών όσοι τυχόν είναι.


Θα ήθελα εδώ να μεταφέρω αυτούσια τα ιερά λόγια του στρατιώτη του μηχανικού εκ Πατρών στο μέτωπο της Μικρασίας, κατόπιν αιχμαλώτου και ελεύθερου πολίτη Αλέξιου Παναγόπουλου του Παναγιώτη, που έζησε και εκοιμήθη σε ηλικία 96 ετών, στο Άνω Καστρίτσι Αχαϊας, λέγοντας: Μέσα στην ψυχή σας νάχετε Χριστό κι Ελλάδα, αυτό θα μας σώσει! Τα σημεία δείχνουν ότι η ιστορία δεν αποκλείεται να επαναληφθεί και θα πρέπει να είμαστε πανέτοιμοι για όλα, ώστε να μην συμβεί το ίδιο κακό όπως τότε στη Σμύρνη.




1 Άρθρο εκ του Ακαδημαϊκού & Καθηγητού Δρ. Αλέξιου Παναγόπουλου, (Phd Δρ. Νομικών & Πολιτικών Επιστημών, Phd Δρ. Βιοηθικής, Phd Δρ. Θεολογίας, Post Doc Δικαίου, Habil.,-Διπλωματούχου Υφηγητή, Καθηγητή Νομικής Δ.Δικαίου Fpsp, & Ακαδημαϊκού MCA).


2 Πρβλ. Αλέξιου Παναγόπουλου, άρθρο εις Φύλλο 2415, εφ. Ορθόδοξου Τύπου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2022 και της 27ης Μαϊου 2022.


3 Βλ. Αλέξιου Παναγόπουλου, Φώτης Κόντογλου, https://www.pemptousia.gr/2016/05/f-kontoglou-to-telos-tis-zois-enos-spoudeou-zografou/


4 Πρβλ. Αλέξιου Παναγόπουλου, Αρχείο, Οικογ. Παναγοπούλων, https://www.pemptousia.gr/2021/02/archio-panagou-tou-genneou-ikogenia-panagopoulon/ Πρβλ. του ιδίου, Αχαϊα Μωριάς Πελοπόννησος, Αθήνα 2008. *Αναδημοσίευση εκ του ιστολογίου <<Huffpost>> της 19.11.1922. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF