ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Η' ΛΟΥΚΑ: Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΟΥ - «Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΩΣ ΠΑΝΔΟΧΕΙΟΝ, ΙΑΤΡΕΙΟΝ, ΚΙΒΩΤΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ»




Και μόνη, αγαπητοί μου, η παραβολή του καλού Σαμαρείτου, που ηκούσαμε σήμερα στην ευαγγελικήν περικοπήν, αν εγράφετο, μαζί με την άλλη παραβολή του ασώτου υιού, θα ήτο αρκετό να μας δώσει ένα θαυμάσιο διάγραμμα της πτώσεως του ανθρώπου, της αγάπης του Θεού και της σωτηρίας του ανθρώπου.


Αυτό το βλέπομε ιδίως σήμερα, όπου, όπως αναφέρεται, κάποιος άνθρωπος κατήρχετο από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ, που γεωγραφικά η Ιερουσαλήμ είναι υψηλοτέρα της Ιεριχούς. Η Ιερουσαλήμ είναι ο τύπος του αρχεγόνου Παραδείσου· και η Ιεριχώ είναι η γη της απαθλιώσεως και της αποστασίας.


Η πτώσις εις τους ληστάς δεν είναι παρά η πτώσις του ανθρώπου στα χέρια των δαιμόνων και των παθών. Ακόμα, ο ιερεύς και ο Λευίτης που προσέρχονται, περνούν, παρέρχονται, αλλά δεν δύνανται να βοηθήσουν, είναι ο τελετουργικός νόμος, ο ηθικός νόμος, αν θέλετε, ακόμη και η φιλοσοφία.


Περνάει ο καλός Σαμαρείτης. Είναι ο Ενανθρωπήσας Υιός του Θεού. Είναι η ευσπλαχνία του Θεού. Παραδίδει τον τραυματίαν αυτόν, που έπεσε στα χέρια των ληστών, που είναι η ανθρωπότητα, στο Πανδοχείον που λέγεται Εκκλησία.


Και το οποίον πανδοχείον δέχεται τους πάντας και στο οποίον πανδοχείον έτυχε θεραπείας αυτός που έπεσε εις τους ληστάς, δηλαδή η ανθρωπότης, και που η Εκκλησία είναι πανδοχείον, είναι ιατρείον, αλλά και σωστική Κιβωτός.


Εκεί που πέφτει όλο το βάρος της παραβολής είναι το πρόσωπον του Σαμαρείτου και το πανδοχείον. Εκεί πέφτει όλο το βάρος. Θα παρακαλέσω ας προσέξομε. Είναι η Εκκλησία το πανδοχείον. Πράγματι, η Εκκλησία είναι ένα πανδοχείον.


Όπως θα γνωρίζετε, στην παλιά εποχή δεν υπήρχαν ξενοδοχεία, παρά μόνον πανδοχεία· διότι στο πανδοχείο εδέχοντο κάθε άνθρωπο, είτε καλοντυμένον, είτε κακοντυμένον, είτε πλούσιον, είτε πτωχόν. Εάν σήμερα πάει ένας κουρελής, ένας ζητιάνος, σε ένα ξενοδοχείο, όχι και πολυτελές, αλλά και τρίτης κατηγορίας, αν θέλετε, δεν θα γίνει δεκτός ο ζητιάνος, με τα βρώμικα και… κουρελιασμένα του ρούχα.


Στο πανδοχείο εγίνοντο όλοι δεκτοί. Όχι μόνον άνθρωποι, αλλά και ζώα. Διότι ήσαν οι περαστικοί ταξιδιώτες που είχαν τα ζώα τους. Έτσι, οδηγούσαν τα ζώα τους εις τους στάβλους του πανδοχείου, αυτοί δε στα καταλύματα, στα δωμάτια του πανδοχείου. Έτσι, το πανδοχείο ήτο ό,τι λέει και η λέξις, ό,τι λέει το όνομά του. Εδέχετο τους πάντας και τα πάντα.


Σκεφθήκατε ότι πράγματι η Εκκλησία είναι ένα Πανδοχείον; Ότι δέχεται τους πάντας και τα πάντα; Αν έπρεπε να απλωθούμε πάνω στο σημείο αυτό, του ότι η Εκκλησία είναι ένα πανδοχείον, αγαπητοί μου, θα έπρεπε ώρα πολλή να μιλάμε. Σκεφθείτε ότι δέχεται τους ανθρώπους σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρίσκονται.


Δηλαδή, κουρελιασμένοι, βρώμικοι, άρρωστοι· σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρίσκονται. Δηλαδή αμαρτωλοί. Σε οποιαδήποτε κλιμάκωση αμαρτωλότητος κι αν είναι. Τους δέχεται όλους η Εκκλησία.


Με σκοπόν τον αγιασμόν των. Να τους καταρτίσει. Όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, ότι δεν είναι άλλος ο σκοπός της Εκκλησίας παρά ο καταρτισμός των αγίων. Είναι η επεξεργασία μέσα εκεί μιας εντολής του Θεού: «Ἃγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι».


Μέσα εκεί θα μπουν οι οποιοιδήποτε, για να γίνουν άγιοι. Πολύ ωραία το λέγει αυτό ο Ιερός Χρυσόστομος ως εξής: «Ἐλθών εἰς τό καταφύγιον αὐτῆς -δηλαδή ο Χριστός- καί εὑρών -την ανθρωπότητα- ῥυπῶσαν, αὐχμῶσαν (: κακοτράχαλη), γυμνήν, πεφυρμένην αἴματι, ἔλουσεν, ἤλοιψεν, ἔθρεψεν, ἐνέδυσεν ἰμάτιον, Αὐτός αὐτῇ γενόμενος περιβολή (: Αυτός ο Ίδιος έγινε ιμάτιον αυτής της ανθρωπότητος). Καί λαβών αὐτήν, οὓτως ἀνάγει».


Πραγματικά, βλέπει κανείς με πόσην αγάπην ο Θεός «ἀνάγει», αναλαμβάνει αυτήν την ανθρωπότητα και την οδηγεί εις το πανδοχείον της Εκκλησίας. Βάζει λοιπόν η Εκκλησία, δέχεται αμαρτωλούς και βγάζει αγίους.


Στην αρχαία Εκκλησία ήταν κάτι πολύ συγκινητικό, που τό ’βλεπε κανείς αυτό σε μικρό χρονικό διάστημα, να εισέρχονται πρώην ειδωλολάτραι, πρώην ανήθικοι, πρώην βρωμεροί άνθρωποι, να γίνονται άγιοι, μπαίνουν από την πόρτα την κεντρική όλοι μέσα, και από μιαν άλλη πόρτα της Εκκλησίας έβγαιναν για το μαρτύριον! Και εγίνοντο μάρτυρες!


Τι ωραία αυτή η εικόνα! Το έβλεπε κανείς πολύ σύντομα, γιατί σήμερα το βλέπομε, αλλά σε έναν μακρύ χρόνο, ώστε δεν μπορούμε να έχομε μίαν σύντομη εικόνα. Ενώ τότε το έβλεπε κανείς μέσα σε μια σύντομη, αλλά και συναρπαστική εικόνα. Πώς η Εκκλησία εδέχετο αμαρτωλούς και έβγαζε αγίους και μάρτυρες.


Αλλά η Εκκλησία δέχεται και ολόκληρον την κτίσιν. Σας είπα, είναι πανδοχείον. Δεν δέχεται μόνον τους ανθρώπους. Δέχεται και τα υλικά στοιχεία. Βλέπετε, προηγουμένως, κάναμε μνημόσυνο. Βάλαμε κόλυβα. Κάναμε αρτοκλασία. Είχαμε τους άρτους. Μπορούμε να βάλομε λουλούδια μέσα εις τον ναόν. Όλα τα αντικείμενα είναι υλικά.


Αυτά είναι αντιπροσωπευτικά της κτίσεως· τα οποία η Εκκλησία δέχεται, αγιάζει, για να αγιάσει ολόκληρον την κτίσιν, να εκκλησιαστικοποιήσει ολόκληρον την κτίσιν και να την κάνει Βασιλεία του Θεού.


Όταν θα γίνει, τότε στα έσχατα, ο μεγάλος σεισμός, δεν θα είναι τι άλλο παρά η μετάθεσις από την παλαιώσιν εις την ανακαίνισιν αυτού τούτου του σύμπαντος, ολοκλήρου του σύμπαντος, το οποίον δεν χάνεται, αλλά περνά με τον σεισμόν, δηλαδή την μετάθεσιν, από την φθοράν εις την αφθαρσίαν και από τον θάνατον εις την αθανασίαν. Είναι πραγματικά κάτι μεγαλειώδες. Όντως η Εκκλησία είναι πανδοχείον.


Αλλ’ είναι και Ιατρείον η Εκκλησία. Διότι οι πιστοί εις τον παρόντα κόσμον δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να μάχονται διαρκώς προς τας αρχάς και εξουσίας του σκότους, «ἐν τοῖς ἐπουρανίοις», όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος. Συνεπώς η παρούσα ζωή δεν είναι τι άλλο παρά ένα διαρκές στρατόπεδον μάχης.


Εδώ δίδονται οι μάχες με τους πονηρούς ανθρώπους, με τους πονηρούς δαίμονες, αλλά και με τον κακόν, περασμένον, φθαρτόν, αδαμικόν εαυτόν μας. Είναι επόμενον, όπως σε κάθε μάχη, όταν γίνεται πόλεμος, υπάρχουν και τραυματίαι, υπάρχουν τραύματα, υπάρχουν πληγές. Έτσι, εκείνοι που πληγώνονται από πτώσεις, μέσα στον αγώνα τους και την προσπάθειά τους, έρχονται στο Ιατρείον της Εκκλησίας, δια να θεραπευθούν.


Θεραπευτήριο η Εκκλησία. Τι ωραίο! Θεραπευτήριον. Σκεφθείτε, ο αρχαίος κόσμος δεν εγνώριζε νοσοκομεία και θεραπευτήρια. Τα θεραπευτήρια είχαν μία ειδική μορφή, όπως ήταν τα ιερεία, αλλά με την έννοια που σήμερα γνωρίζομε, δεν υπήρχαν τότε τα θεραπευτήρια.


Κι έρχεται η Εκκλησία να σταθεί αληθινό θεραπευτήριο και ψυχών αλλά όχι ολιγότερον και σωμάτων. Γιατί όταν ο Κύριος στέλνει τους μαθητάς Του και δια των μαθητών Του, τους διαδόχους των, να θεραπεύουν πάσαν ασθένειαν εις τον λαόν, αυτό δεν είναι τι άλλο, παρά ότι η Εκκλησία είναι ένα θεραπευτήριον, ένα ιατρείον.


Τα φάρμακά της; Ω, τα φάρμακά της! Είναι τα δύο δηνάρια που έδωκεν ο καλός Σαμαρείτης, εις τον πανδοχέα, που είναι ο κλήρος, είναι ο ιερεύς· που του δίδει αυτά τα δύο δηνάρια και του λέγει: «Με αυτά να θεραπεύσεις τον μεγάλο μου ασθενή, τον μεγάλο μου τραυματία, την ανθρωπότητα». Είναι ο λόγος Του και τα μυστήρια.


Με αυτά τα δύο δηνάρια, τον λόγο του Θεού και τα μυστήρια της Εκκλησίας, έρχεται, αγαπητοί μου, να θεραπεύσει η Εκκλησία. Πολλές φορές μου λέγουν οι άνθρωποι: «Πώς μπορώ να διορθωθώ; Τι πρέπει να κάνω;». Και απαντώ: «Να έρχεσαι να ακούς λόγον Θεού». Γιατί το έχω δει αυτό και είναι μία πραγματικότητα.


Ότι εκείνος που ακούει συνεχώς και επιμελώς λόγον Θεού, καλλιεργείται η ψυχή του και θεραπεύεται από τα τραύματα που του επιφέρει η αμαρτία. Σταματά να αμαρτάνει. Είναι μεγάλης-μεγάλης αξίας, αγαπητοί μου, αυτά τα φάρμακα. Ο λόγος του Θεού και τα μυστήρια! Όπως είναι η Εξομολόγησις, η Θεία Ευχαριστία, η προσευχή… Όλα αυτά είναι εκείνα τα μέσα με τα οποία η Εκκλησία θεραπεύει τους τραυματισμένους πιστούς της.


Αλλ΄ η Εκκλησία είναι και μία Κιβωτός. Μία Κιβωτός σωτηρίας. Ενθυμείσθε την παλιά ιστορία, τον Νώε με την Κιβωτό του. Ό,τι έμεινε απέξω από την Κιβωτόν, επνίγη. Ό,τι έμεινε και διεφυλάχθη μέσα εις την Κιβωτόν, εσώθη. Έτσι κι εδώ η Εκκλησία, αγαπητοί μου, είναι μία Κιβωτός. Εξάλλου η παλαιά Κιβωτός ήτο τύπος της Εκκλησίας.


Ό,τι μένει απέξω, χάνεται. Πώς χάνεται; Από τα ρεύματα και τον κατακλυσμό των ιδεών και των θεωριών και της ανηθικότητος και της ποικίλης αμαρτίας. Χάνεται κάθε άνθρωπος. Είναι αδύνατο να σωθεί έξω από την Εκκλησία. Όποιος είναι μέσα εις την Εκκλησίαν, αυτός μόνο φυλάσσεται, αυτός μόνο σώζεται.


Όταν όμως λέμε «Είμαι μέσα στην Εκκλησία», εδώ προσέξτε να άρομε μία παρανόηση, μία παρεξήγηση, που μπορούν οι άνθρωποι να έχουν. Όταν λέμε «είμαι μέσα στην Εκκλησία» δεν σημαίνει είμαι μέσα εις τον ναόν. Κατά συνεκδοχήν ο ναός λέγεται Εκκλησία, επειδή ο πιστός λαός είναι μέσα εις τον ναόν.


Και κατ’ επέκτασιν, τα ντουβάρια, ο ναός, λέγονται Εκκλησία. Είμαι λοιπόν μέσα στην Εκκλησία, δεν σημαίνει είμαι μέσα εις τον ναόν. Γιατί μπορεί να είμαι μέσα εις τον ναόν, αλλά να μη μετέχω των μυστηρίων του Θεού και συνεπώς να είμαι αλλοτριωμένος, να είμαι αποξενωμένος από εκείνα τα σωστικά στοιχεία που μου δίδει ο Χριστός.


«Είμαι μες στην Εκκλησία», θα πει «είμαι σύμφυτος», όπως λέγει εδώ ο Απόστολος Παύλος, «σύμφυτος τῷ σώματι τοῦ Χριστοῦ». Είμαι φυτεμένος, είμαι οργανικά δεμένος με το σώμα του Χριστού. Αυτή είναι η Εκκλησία.


Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού. Όταν κοινωνώ σώματος και αίματος Χριστού, τότε λέγομαι ότι είμαι μέσα εις την Εκκλησίαν. Όταν τηρώ τις εντολές του Θεού. Θυμηθείτε την περίπτωση που λέει ο Κύριος: «Αυτός ο οποίος ως κληματόβεργα δεν θα μείνει ηνωμένος με την άμπελον, τον κορμόν, που είμαι Εγώ, τότε αυτός δεν αποφέρει καρπόν, αυτός ξηραίνεται και συνάγεται προς καύσιν, προς φωτιά».


Σημαίνει ότι πρέπει να είμαι οργανικά δεμένος, όπως είναι η κληματόβεργα με τον κορμόν της κληματαριάς, που αντλεί χυμούς. Έτσι κι εγώ πρέπει να είμαι ηνωμένος με τον Χριστόν, να είμαι σύμφυτος τω σώματι του Χριστού, να αντλώ από κει τους χυμούς της ζωής, το σώμα Του και το αίμα Του, που είναι για μένα εις ζωήν αιώνιον. Τότε μπορώ να πω ότι είμαι μέσα εις την Εκκλησία.


Αλλιώτικα δεν είμαι. Μην πλανάσθε. Αν προσπαθώ να κοροϊδέψω τον εαυτό μου ότι είμαι ψάλτης, ότι είμαι επίτροπος, ότι είμαι φροντιστής της Εκκλησίας, δηλαδή του ναού, αλλά δεν κοινωνώ, μην πλανώμαι, είμαι έξω από την Εκκλησία. Κι ας είμαι κάτω από τα κεραμίδια της Εκκλησίας. Είμαι έξω από την Κιβωτόν. Θα παρασυρθώ από τον κατακλυσμόν και δεν πρόκειται να σωθώ.


Αγαπητοί μου, κάμποσα χρόνια είμαι κληρικός. Σπάνια από τα πιο σπάνια έχω δει ψάλτες και επιτρόπους να κοινωνούν και να εξομολογούνται. Δεν ξέρω γιατί. Δεν είναι της στιγμής να σας πω το γιατί. Μόνο τούτο έχω βεβαιώσει και έχω διαπιστώσει. Οι ψάλται και οι επίτροποι δεν μετέχουν των μυστηρίων της Εκκλησίας.


Κάποτε στην κρίση, θα συμβεί με αυτούς εκείνο που ο Κύριος ήδη μας έχει πει: «Κύριε, εσύ δεν μίλησες στις πλατείες μας και στο σπίτι μας δεν ήρθες να φας;». Όπως θα πουν τότε οι επίτροποι και οι ψάλται και όποιοι άλλοι…: «Κύριε, δεν ήρθες στο πρόσωπο του ιερέως, του επισκόπου, να μας κηρύξεις στον ναό;


Δεν σε πήραμε στο σπίτι και σε φιλοξενήσαμε; Δεν σου κάναμε ένα ωραίο τραπέζι; Πώς λες ότι δεν μας γνωρίζεις;». «Σας βεβαιώνω», λέει ο Κύριος, «οὐκ οἶδα ὑμᾶς, ἐργάται τῆς ἀνομίας». Φύγετε από δω, δεν σας αναγνωρίζω». Ακούσατε; Είναι φοβερό. Ας βγάλομε τις αυταπάτες, αγαπητοί μου, ας βγάλομε τις ψευδαισθήσεις.


Μόνο εάν είμαι μετανοημένος άνθρωπος, μόνον εάν γίνομαι κοινωνός σώματος και αίματος Χριστού, κατά το ανθρώπινον, άξιος, όσο είναι δυνατόν, μόνο εάν τηρώ τις εντολές του Θεού, τότε μόνο μπορώ να λέγω ότι είμαι μέσα στην Εκκλησία. Και τότε μόνο μπορώ να διατηρώ την ελπίδα ότι μπορώ να σωθώ.


Μόνον τότε. Αλλά να το ξέρομε. Έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει η σωτηρία, όπως σαφώς το λέγει ο άγιος Κυπριανός αυτό. Έξω της Εκκλησίας σωτηρία δεν υπάρχει. Αγαπητοί μου, η Εκκλησία, είδαμε, ότι είναι το μεγάλο εργαστήρι της αγιότητος, το πανδοχείον που δέχεται την έλλογον και την άλογον κτίσιν, για να την αγιάσει, να την αφθαρτίσει, να την αθανατίσει, να την εισαγάγει εις την μακαριότητα του Θεού. Η Εκκλησία ακόμη είναι το θαυμάσιον θεραπευτήριον. Η Εκκλησία είναι η κιβωτός η αληθής που σώζει.


Αλλά ας κλείσομε με αυτά τα θαυμάσια λόγια του Ιερού Χρυσοστόμου: «Μή απέχου ἀπό Ἑκκλησίας. Οὐδέν γάρ Ἑκκλησίας ισχυρότερον (: Μην απομακρύνεσαι από την Εκκλησία. Δεν υπάρχει τίποτα ισχυρότερο από την Εκκλησία). Ἡ ἐλπίς σου; Ἡ Ἑκκλησία. Ἡ σωτηρία σου; Ἡ Ἑκκλησία. Ἡ καταφυγή σου; Ἡ Ἑκκλησία».



*Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του π. Αθανασίου Μυτιληναίου, που εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 15-11-1981. Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ. *Εκ του ιστολογίου <<Βάλσαμο Ψυχής>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF