ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2022

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟΝ ΩΚΕΑΝΟ




Κάπου στην άλλη μεριά του πλανήτη ταξίδευε το φορτηγό «Αργώ-Χίος» φορτωμένο καλαμπόκι από την δυτική ακτή της Αμερικής, με προορισμό κάποιο λιμάνι του Πακιστάν, τροφή για έναν από τους ποιο πεινασμένους λαούς του κόσμου. Μεγάλο και δύσκολο ταξίδι στην καρδιά του χειμώνα.


του Μιχάλη Καρπαθάκη


Όπου να ’ναι πλησιάζουν τα Νικολοβάρβαρα, εορτή του Αγίου Νικολάου, προστάτη και αφέντη όλων των ναυτικών. Η εικόνα του δεν λείπει από καμιά γέφυρα πλοίου. Είναι τοποθετημένη ακριβώς πίσω από το τιμόνι, κοιτάζει μπροστά τον ορίζοντα της θάλασσας, και ακούραστος εκεί στην θέση του, κάνει βάρδια με τους θαλασσινούς σ’ όλες τις θάλασσες του κόσμου.


Μα και οι θαλασσινοί τον τιμούν και τον ευλαβούνται. Σε κάθε κρεβάτι, σε κάθε κουκέτα, σε όλες ανεξαιρέτως τις καμπίνες, θα δεις το εικόνισμά του, κρεμασμένο στον μπουλμέ (τοίχο) λίγα εκατοστά πιο πάνω από το μαξιλάρι. Κατά κανόνα οι περισσότεροι ναυτικοί είναι βλάσφημοι. Χριστοί, Παναγίες και καντήλια αγίων, ακούς καθημερινά να βλαστημούνται, χωρίς κανένα λόγο. Τον Άγιο Νικόλαο όμως όχι.


Δεν άκουσα ποτέ κανένα να τον βλασφημά. Ίσως γιατί φοβούνται. Ίσως γιατί την ώρα της μεγάλης φουρτούνας, την ώρα που νομίζεις ότι το επόμενο κύμα θα σε πάρει στον βυθό, τη στιγμή που βλέπεις ότι όλα τελειώνουν, τότε γυρίζεις τα μάτια σου στον Άγιο και κουβεντιάζεις μαζί του. «Σώσε με» τον παρακαλείς. «Μην αφήσεις το κύμα να με σκεπάσει. Ο μόνος που μπορεί να το κάνει είσαι εσύ».


Η ημέρα εορτής του Αγίου Νικολάου σηματοδοτεί ότι και ο Χειμώνας έχει μπει για τα καλά, με ισχυρούς ανέμους, καταιγίδες και μεγάλες φουρτούνες, στα μεγάλα πλάτη του βόρειου ημισφαίριου. Όμως ο Άγιος ξημέρωσε την ημέρα του, με δώρο μια απίστευτη μπονάτσα. Κρύο αρκετό να μην μπορείς να ξεμυτίσεις στο κατάστρωμα.


Η θάλασσα όμως φιλική, ήμερη, και η πλώρη του «Αργώ-Χίος» την έσκιζε μαλακά καθώς προχωρούσε, λες και φοβόταν μην την πληγώσει και την πονέσει. Όλο το πλήρωμα με τα καθαρά ρούχα της σκάτζας μέσα στο σαλόνι και στο καπνιστήριο, προσπαθούσαν να περάσουν όσο πιο ευχάριστα μπορούσαν την ώρα τους.


Δυο μπουκάλια ουίσκι ανοιγμένα, οι ξηροί καρποί, η κάσα με τις κόκα-κόλες και τις μπύρες, υπενθύμιζαν ότι η σημερινή ημέρα δεν είναι όπως όλες οι άλλες, αλλά είναι η σημαντικότερη εορτή του ναυτικού κόσμου.


-Χρόνια πολλά παλικάρια! Ο Άγιος Νικόλαος πάντα στην πλώρη του καραβιού μας! Ευχές ο ένας στον άλλο, χειραψίες, πειράγματα, ιστορίες και περιγραφές πως εορτάζεται ο Άγιος σε κάθε νησί και τόπο.


-Παιδιά σε λίγες ημέρες θα είναι Χριστούγεννα. Είναι η τρίτη συνεχόμενη χρονιά που θα μας βρουν Χριστουγεννιάτικες εορτές στην μέση του Ωκεανού. Είναι η τρίτη φορά που τις άγιες ημέρες των Χριστουγέννων θα τις περάσομε χιλιάδες μίλια μακριά από την οικογένεια, τα παιδιά μας, τις γυναίκες μας και τις αδελφές, τους γέρους γονείς μας.


Πέρυσι δεν ξέρω σε πια θάλασσα αρμενίζαμε, αλλά θυμάμαι πολύ καλά ότι ούτε που το καταλάβαμε ότι ήλθαν και πέρασαν Χριστούγεννα. Βρεθήκαμε απροετοίμαστοι, λες και ήμασταν πρωτόμπαρκοι. Αυτή τη φορά όμως θέλω να εορτάσομε τις άγιες ημέρες σαν άνθρωποι και σαν τους χριστιανούς όλου του κόσμου.


Να φτιάξομε εορταστική Χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα σε όλους τους χώρους του πλοίου, να φανεί ότι ο Χριστός γεννήθηκε και για μας, που είμαστε μια μικρή κουκίδα στην απεραντοσύνη του κόσμου. Ο Υποπλοίαρχος ανέλαβε τον συντονισμό, και άρχισε αμέσως η κατανομή των απαραίτητων εργασιών στον κάθε ένα.


Ο μαραγκός με την βοήθεια δύο ναυτών θα κατασκευάσουν μια μεγάλη φάτνη, και θα την τοποθετήσουν πάνω στον μουσαμά του Νο 4 αμπαριού. Ο Γ’ μηχανικός με τον ηλεκτρολόγο θα φτιάξουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο για το κατάστρωμα κι ο Λοστρόμος με τους ναύτες θα αναλάβει το στόλισμα του πρυμνιού άλμπουρου. Σαλόνια-τραπεζαρίες θα στολιστούν από τον καμαρότο και τους βοηθούς του, ενώ ο μάγειρας κι ο παραμάγειρας θα κανονίσουν το χριστουγεννιάτικο τραπέζι.


Συμφωνήσαμε όλοι, και με όρεξη αρχίσαμε τις προετοιμασίες, μια και ο καιρός δεν μας εμπόδιζε να φτιάξουμε αυτά που θέλαμε. Περίπου σε μία εβδομάδα, ολοκληρώθηκε η κατασκευή της φάτνης επάνω στις μπουκαπόρτες του Νο 4 αμπαριού.


Μια φάτνη καταπληκτική, κατασκευασμένη από ξύλο και λινάτσα, με τον κατάλληλο φωτισμό και γερά στηριγμένη να μην την πάρει το κύμα αν τύχει και χαλάσει ο καιρός. Την άλλη μέρα ηλεκτροσυγκολήθηκε το χριστουγεννιάτικο δέντρο στην κόντρα γέφυρα. Υψηλό μέχρι τρία μέτρα, φωτισμός με πενήντα λάμπες, ήταν ορατό τουλάχιστον από πέντε μίλια μακριά και φυσικά απ’ όλο το πίσω μέρος του πλοίου.


Την ίδια μέρα ο καμαρότος βρήκε σε κάποια αποθήκη ένα κιβώτιο γεμάτο με χριστουγεννιάτικα στολίδια, χρωματιστές μπάλες, γιρλάντες, λαμπιόνια κι ένα πλαστικό χριστουγεννιάτικο δέντρο. Γνώριζε την ύπαρξή τους αλλά τα έκρυβε, γιατί το στόλισμα και ξεστόλισμα κάθε χρόνο ήταν μια παραπάνω δουλειά κι απέφευγε να την κάνει.


Αυτή την φορά όμως που είδε τις προσπάθειες των άλλων ντράπηκε, κι αποφάσισε να φανερώσει το κιβώτιο με τα στολίδια. Έτσι στολίστηκαν τα σαλόνια και οι τραπεζαρίες και στήθηκε κι ένα ωραιότατο εσωτερικό χριστουγεννιάτικο δέντρο. Κάθε μέρα όλο και κάτι καινούργιο φτιαχνόταν, και πολύ γρήγορα όλα τα μέρη του πλοίου είχαν στολιστεί, κι όλοι μας περιμέναμε την άγια νύχτα που δεν άργησε να έλθει.


Την παραμονή των Χριστουγέννων, αμέσως μετά την ώρα του καφέ, εμφανίστηκε μία τετραμελής ομάδα και άρχισαν να ψέλνουν τα κάλαντα. Ο Α’ Ανθυποπλοίαρχος με ακορντεόν, ο Γ’ Μηχανικός με μπουζούκι και δύο ναύτες με τρίγωνα που οι ίδιοι είχαν κατασκευάσει.


Άρχισαν από την γέφυρα, κατέβηκαν στο μηχανοστάσιο και μετά πήγαν σε όλες τις καμπίνες αξιωματικών και πληρώματος, αρχής γενομένης από του Πλοιάρχου. Κατέληξαν στο σαλόνι αξιωματικών, και μαζεύτηκε όλο το πλήρωμα. Ο χώρος ήταν στολισμένος τόσο ωραία, που θύμιζε πολυτελές ξενοδοχείο!


Στο πρώτο τραπέζι ήταν ακουμπισμένοι δύο τεράστιοι δίσκοι γεμάτοι με κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Άλλοι δίσκοι με ξηρούς καρπούς, αναψυκτικά, μπύρες και δύο μπουκάλια ουίσκι.



Τα κάλαντα του Τζόβενου…

«Πάλι Χριστούγεννα μας βρήκανε
καταμεσής τ’ ωκεανού
οι αναμνήσεις της πατρίδας
κι οι θύμισες κυρίευσαν το νου.

Ζηλιάρα θάλασσα μας κράτησες
πολύ μακριά απ’ τα νησιά μας
αλάργα απ’ τις μάνες, τις γυναίκες μας
τ’ αδέλφια, τα παιδιά μας

Χριστέ μου που γεννήθηκες για μας
την άγια νύχτα τούτη,
εμείς ποτέ μας δεν ζητήσαμε,
όλα της θάλασσας τα πλούτη.

Ένα σπιτάκι στο νησί,
παράθυρο να βλέπει στο γιαλό,
μικρό εκκλησάκι, κάτασπρο
με όμορφο καμπαναριό

Μικρή βαρκούλα άλμπουρο, πανί,
αρματωσιά με δίχτυα, παραγάδια
της πρώτης μου αγαπητικιάς, της θάλασσας,
να γεύομαι τα χάδια».


Ευχές ο ένας στον άλλο, με την κυριότερη ευχή «του χρόνου στα σπίτια μας». Ακούστηκαν κάλαντα τοπικά με ιδιωματισμούς και παραλλαγές του κάθε νησιού και τόπου, που με καμάρι για την ιδιαίτερη του πατρίδα τα έψαλε ο κάθε ναυτικός. Το απόγευμα σχηματίστηκε μια παρέα και άρχιζαν να παίζουν πόκα.


Η χαρτοπαιξία με χρήματα απαγορεύεται αυστηρώς στα πλοία. Εάν όμως ο Πλοίαρχος είναι λίγο ελαστικός, ή εάν συμμετέχει και ο ίδιος στο παιχνίδι, τότε αρκετοί από το πλήρωμα, παρέες – παρέες παίζουν καθημερινά τέτοια παιχνίδια. Χάνονται ολόκληροι μισθοί, αρχίζουν τα μίση, οι αντιζηλίες, δημιουργούνται πολλά προβλήματα, κλοπές, ακόμα και φόνοι έχουν σημειωθεί σε κάποιες περιπτώσεις. Ευτυχώς όμως ο δικός μας ο Πλοίαρχος δεν συμμετέχει, ούτε και ελαστικός είναι.


Απαγορεύει αυστηρά κάθε παιχνίδι με χρήματα κι έχει το κεφάλι του ήσυχο. Μόλις έμαθε ότι στο καπνιστήριο παίζουν χαρτιά με χρήματα, πήγε αμέσως και τους διέταξε να σταματήσουν.


-Δεν θα μου χαλάσετε εσείς τις χριστουγεννιάτικες ημέρες με τους καυγάδες και τις στεναχώριες σας. «Λόγω των ημερών κύριε Πλοίαρχε», του δικαιολογήθηκε ο ντουκουμάνης. «Κι εγώ λόγω των ημερών δεν σας τιμωρώ. Δεν θα παίξετε όμως. Θα σας το επιτρέψω για λίγες μόνο ώρες την παραμονή της πρωτοχρονιάς», είπε ο Πλοίαρχος. Ζήτησαν συγνώμη, τα χαρτιά εξαφανίστηκαν και το παιχνίδι σταμάτησε αμέσως.


Το ίδιο βράδυ μαζεύτηκαν στις τραπεζαρίες από νωρίς. Υπήρχαν άφθονα φαγητά και ποτά και πολύ γρήγορα εμφανίστηκαν και «πιάσανε δουλειά» το ακορντεόν και το μπουζούκι. Όρεξη για γλέντι όμως δεν υπήρχε. Άρχιζαν κάποιο τραγούδι, και μετά την πρώτη στροφή, ένας – ένας σταματούσε.


Άρχιζαν κάτι άλλο, αλλά οι περισσότεροι δεν ακολουθούσαν. Μερικοί συζητούσαν μεταξύ τους, άλλοι δεν μιλούσαν καθόλου, και άλλοι κρατούσαν με περισυλλογή το κεφάλι τους. Ήταν φανερό ότι οι σκέψεις τους ήταν αλλού. Τα σώματα, τα κορμιά των ναυτικών μπορεί να ήταν επάνω στο «ΑΡΓΩ-ΧΙΟΣ» καταμεσής του Ωκεανού, αλλά οι ψυχές τους, το πνεύμα και οι σκέψεις τους , ήταν στην γλυκιά πατρίδα, μέσα στα σπίτια τους, στο τραπέζι που ήταν καθισμένα τα αγαπημένα τους πρόσωπα.


Το ακορντεόν και το μπουζούκι σταμάτησαν αφού δεν υπήρχε συμμετοχή. Επεκράτησε απόλυτη περισυλλογή και μεγάλη συγκίνηση. Αρκετά μάτια κοκκίνισαν, βγήκαν μαντίλια και χαρτοπετσέτες για να σκουπίσουν διακριτικά κάποια δάκρυα και να κρύψουν αναφιλητά. Ο Μαστρο-Τίμος ο Β’ Μηχανικός, ένα παλικάρι 35 χρονών σηκώθηκε ξαφνικά από την καρέκλα του και τρέχοντας έφυγε για την καμπίνα του. Επέστρεψε σε δύο λεπτά με πλυμένο το πρόσωπό του, αλλά τα σημάδια των δακρύων ήταν ορατά.


Ντράπηκε να κλάψει μπροστά μας και πήγε και το έκανε στην καμπίνα του, μπροστά στη φωτογραφία της γυναίκας του και των δύο παιδιών του. Ο Πλοίαρχος αντιλήφθηκε την εκρηκτική κατάσταση που επικρατούσε και για να αλλάξει την ατμόσφαιρα, σηκώθηκε όρθιος και είπε:


«Ναύτες…. Χρόνια πολλά σε όλους, καλά Χριστούγεννα, ευτυχία και χαρά σε εσάς προσωπικά και στις οικογένειες σας. Είναι πράγματι σκληρό τις άγιες τούτες ημέρες να βρισκόμαστε στην άλλη άκρη της γης, χιλιάδες μίλια μακριά από τις οικογένειές μας. Σας συστήνω υπομονή και πάντα να σκέφτεστε το σκοπό που είσαστε πάνω σε τούτο το πλοίο, και τον λόγο που μόνοι σας διαλέξατε αυτό το επάγγελμα.


Το ταξίδι κάποια στιγμή θα τελειώσει, γρήγορα οι σκοποί σας θα ολοκληρωθούν και θα έλθει η ώρα της επιστροφής και της χαράς. Να θυμάστε πάντα ότι χωρίς την θυσία την δικιά σας τα πράγματα στο σπίτι θα ήταν δυσκολότερα από ότι είναι σήμερα. Τελειώνω με μια ευχή για όλους, του χρόνου το χριστουγεννιάτικο δέντρο να το στολίσομε στα σπίτια μας, μαζί με τις οικογένειές μας»!


Αυτά είπε ο Πλοίαρχος, καληνύχτισε και ανέβηκε στη γέφυρα να ρίξει την ματιά του. Κέφι για διασκέδαση δεν δημιουργήθηκε. Άρχισαν σιγά – σιγά να φεύγουν για τις καμπίνες τους. Πρώτοι οι βαρδιάνοι που έπρεπε να κοιμηθούν για την νυχτερινή τους βάρδια, μετά οι ντεϊμάνηδες, αν και την επομένη λόγω της μεγάλης εορτής ήταν ημέρα ανάπαυσης και ξεκούρασης.


Όλοι προτίμησαν να κλειστούν στις καμπίνες τους, να επικοινωνήσουν νοερά με τα αγαπημένα τους πρόσωπα, να ξαναδούν αγαπημένες φωτογραφίες, να γράψουν γράμματα, και να ξαναδιαβάσουν αυτά που έλαβαν στο προηγούμενο λιμάνι. Την επομένη, ημέρα των Χριστουγέννων, τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά.


Ο Μάγειρας είχε ετοιμάσει του κόσμου τα καλά! Παστίτσιο που αρέσει σε όλους, γαλοπούλα και χοιρινό με πατάτες στον φούρνο. Από ορεκτικά ότι μπορείς να φανταστείς. Η εντολή του Πλοιάρχου ήταν να διατεθούν τα πάντα και σε απεριόριστη ποσότητα. Στις 12:00 ακριβώς, μπήκε ο Πλοίαρχος στην τραπεζαρία ντυμένος με την επίσημη στολή του. 


Χαιρέτησε με χειραψία τον κάθε ένα χωριστά, και αμέσως αρχίσαμε το φαγητό. Επανήλθαν το ακορντεόν και το μπουζούκι και έπιασαν δουλειά. Αφού είπαμε τα κάλαντα όλοι μαζί, άρχισε μια πολύ ωραία διασκέδαση που κράτησε μέχρι αργά το βράδυ. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα το ακορντεόν σταμάτησε, διότι ο ανθυποπλοίαρχος έφυγε να προετοιμαστεί για την μεταμεσονύχτια βάρδια του.


Η όμορφη παρέα δεν μπόρεσε να κρατηθεί περισσότερο. Ένας – ένας άρχισαν να φεύγουν για τις καμπίνες τους, ενώ το «ΑΡΓΩ – ΧΙΟΣ» συνέχιζε το μακρινό του ταξίδι για το Πακιστάν…


*Ο Μιχάλης Καρπαθάκης είναι τέως πλοίαρχος Ε.Ν.

*Εκ του ιστολογίου <<Viannitika.gr>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF