ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΛΕΟΣ




ΠΟΣΟ γρήγορα, ἀγαπητοί μου, φεύγει ὁ χρόνος! Πότε ἦταν Χριστούγεννα; πότε πρωτοχρονιά; πότε Θεοφάνεια; Εὐτυχεῖς ἐκεῖ­νοι ποὺ ἐκμεταλλεύονται καὶ τὸ τελευταῖο λε­­πτὸ καὶ ἐργάζονται τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ. Πλησιάζει τώρα ν’ ἀνοίξῃ τὸ Τριῴδιο, ἡ πιὸ κατανυκτικὴ περίοδος τοῦ ἔτους.


Σήμερα, ΙΕ΄ Κυριακὴ τοῦ Λουκᾶ, ἡ Ἐκκλησία μᾶς παρουσιάζει ἕνα ἔξοχο παράδει­γμα μετανοίας. Εἶνε ὁ Ζακχαῖος. Τὸ ἐπάγγελμά του τελώνης. Ὄχι ἁπλῶς τελώνης, «ἀρχιτελώ­νης» (Λουκ. 19,2)· προϊστάμενος δηλαδὴ μιᾶς φορολογικῆς ὑπηρεσίας, ἢ μᾶλλον ἀρχηγὸς μιᾶς σπείρας λωποδυτῶν ποὺ κατέκλεβε τὸ λαό.


Κλέφτες ὄχι ὅπως αὐτοὶ πού ’νε στὰ βου­νά, ἀλλὰ κλέφτες ποὺ δροῦν νομίμως μέσα στὴν κοινωνία. Διότι ὑπάρχει λῃστεία ποὺ γίνεται παρὰ τὸ νόμο, καὶ λῃστεία μὲ τὸ νόμο καὶ τὴ σφραγῖδα τοῦ κράτους. Ὁ Ζακχαῖος ἦ­ταν μιὰ ἀράχνη ποὺ ἅ­πλωνε τὰ δίχτυα της καὶ ἀπομυζοῦσε τὸ αἷμα τοῦ λαοῦ. Ἅρπαγας, πλε­ονέκτης, μισητὸς ἀπὸ ὅλους, λύκος.


Καὶ ὅμως αὐτὸς ὁ λύκος ἔγινε ἀρνί! Εἶνε δυνατόν; Καὶ ὅμως. Ἦταν ἕνα θαῦμα ἠ­θικό, ὄ­χι φυσικό, ἀνώτερο ἀπὸ κάθε ἄλλο. Ἡ μετα­βολὴ ἑνὸς ἀνθρώπου ἀπὸ πλεονέκτη σὲ ἐλεήμονα καὶ δίκαιο εἶνε τὸ πιὸ μεγάλο θαῦμα.


Πῶς ἔγινε; Πίστεψε στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, μετανόησε, κι ἀπὸ τότε ἀκολού­θησε τὰ ἴχνη του. Εἶνε ὑπόδειγμα μετανοί­ας. Μακάρι, ἀγαπητοί μου, νὰ ἔχουμε κ’ ἐ­μεῖς τὴ μετάνοια τοῦ Ζακχαίου. Διότι κι ἂν δὲν εἴ­μεθα ἔνοχοι γιὰ ἁμαρτήματα σὰν αὐτὰ ποὺ ἔ­κανε αὐτός, εἴμεθα ὅμως ἔνοχοι σὲ ἄλ­λα· συνεπῶς εἴμεθα κ’ ἐμεῖς ἁμαρτωλοί. Ἂς ἀ­κολουθήσουμε λοιπὸν τὸ παράδειγμά του.


Θὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχή μας σὲ τρία σημεῖα τῆς μετανοίας τοῦ Ζακχαίου. 1. Τὸ πρῶτο ποὺ πρέπει νὰ τὸν μιμηθοῦμε γιὰ νὰ ἔχουμε πραγματικὴ μετάνοια, εἶνε τοῦ­το· ὁ Ζακχαῖος εἶχε ἐπιθυμία «ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν» (ἔ.ἀ. 19,3), ἐπιθυμία νὰ γνω­ρίσῃ τὸ Χριστό.


Κλεισμένος στὸ τελωνεῖο, ἐ­κεῖ ποὺ μετροῦσε τὰ τριάκοντα ἀργύρια, μὲ τὰ βιβλία καὶ τὰ κατά­στιχα, ἄκουσε τὸ ὄ­νομα τοῦ Χριστοῦ· ὅτι παρουσιάστη­κε ἕνας πάμπτωχος δι­­δάσκαλος ἀνώ­τερος ὅμως ἀπ’ ὅλους, ὅ­τι τὸν ἀκολου­θοῦν παιδιά, γυναῖ­κες, ἀ­γρότες, ψα­ρᾶ­δες, ὅτι ὁ λόγος του ἑλκύει σὰν μαγνή­της, ὅτι κάνει θαύματα καὶ μόνο ἀγγίζον­τας τοὺς ἀρρώστους. 


κουγε ὅλ’ αὐ­τά, καὶ ἀποροῦσε· Πῶς αὐτὸς ὁ Ναζωραῖος χωρὶς δραχμὴ στὴν τσέ­πη κατορθώνει νὰ εἶνε τόσο ἰσχυρός; πῶς ὁ ἀπέν­ταρος καὶ ἀκτήμων ἔχει στὰ χέρια του τέτοια ἐξ­ουσία; Θαύμαζε κ’ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν δῇ.


μεῖς, ἐρωτῶ, ἔχουμε τέτοια ἐπιθυμία; Πρέ­πει νὰ ἔχουμε. Καὶ ὁ μὲν Ζακχαῖος τὸν γνώρισε προσωπικῶς, ἐμεῖς μποροῦμε ἆ­ραγε νὰ τὸν γνωρίσουμε; Μποροῦμε. Διότι ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; Στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν ἁ­γία Γραφή· ἐκεῖ θὰ βλέπῃς τὸ γλυκύτατο πρόσωπό του καὶ θὰ δημιουργῇς πνευματικὴ σχέσι μαζί του.


2. Τὸ ἕνα λοιπόν, νὰ ἔχουμε ἐπιθυμία νὰ δοῦμε τὸν Ἰησοῦν. Τὸ δεύτερο σημεῖο· ὅταν ὁ Ζακχαῖος ἄκουσε ὅτι περνάει ὁ Χριστός, ἀ­μέσως ἔκλεισε τὰ κατάστιχα καὶ τοὺς λογαρι­ασμούς, καὶ πετάχτηκε ἔξω. Στοὺς δρόμους γινόταν συλλαλητήριο αὐθόρμητο, πλημμύρα. Αὐτός, κοντὸς στὸ ἀνάστημα, χανόταν μέσα στὸ πλῆθος· πῶς νὰ δῇ τὸ Χριστό;


λλὰ τί κάνει ὁ πόθος! Προϊστάμενος τόσων ὑπαλλήλων, ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ἀξι­ο­πρέπειά του. Εἶδε στὸ δρόμο μιὰ συκομουριά, καὶ σὰν γατὶ σκαρφάλωσε στὸ δέντρο. Τὸ ἔκανε σκοπιὰ καὶ παρατηρητήριο, κι ἀπὸ ’κεῖ, μέσ’ ἀπ’ τὰ φυλλώματα, παρατηροῦσε μὲ λαχτάρα νὰ δῇ τὸ Χριστό.


πως λοιπὸν ἐκεῖνος, ἔτσι κ’ ἐμεῖς ν’ ἀνεβοῦμε στὸ δέντρο. Παραβολικῶς ὁμιλῶ. Ποιό εἶνε τὸ δέντρο, ποὺ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀ­νεβαί­νει σ’ αὐτὸ δὲν πατάει πλέον τὴ γῆ ἀλ­λὰ ὑ­ψώνεται μέχρι τὸν οὐρανὸ καὶ γίνεται χερουβὶμ καὶ ἄγγελος; Πνευματικὸ δένδρο εἶνε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Ὅποιος μπαίνει στὴν ἐκ­κλησία μὲ φόβο καὶ συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός του, ἰδιαιτέρως ἐν ὥρᾳ θείας λειτουργίας, αἰσθάνεται τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, τὸν βλέπει καὶ συνομιλεῖ μαζί του.


3. Τὸ πρῶτο λοιπόν, νὰ γνωρίσουμε τὸν Ἰησοῦν· τὸ δεύτερο, νὰ ἐκκλησιαζώμεθα συχνὰ καὶ νὰ ἁγιαζώμεθα. Καὶ τὸ τρίτο, τὸ σπουδαιότερο, ποιό εἶνε; Ὁ Ζακχαῖος δὲν ἀρκέσθηκε μόνο σ’ αὐτά. Ἔκανε κάτι ἄλλο, ἕνα δύσκολο ἔργο· ἄνοιξε τὸ βαλάντιό του. Ὁ Χριστὸς τὸν εἶ­δε καὶ τοῦ λέει· «Ζακχαῖε…» (ἔ.ἀ. 19,5). Πρώτη φορὰ τὸν ἔβλεπε, καὶ τὸν φώναξε μὲ τὸ ὄ­νομά του. (Ὁ Χριστὸς γνωρίζει τὰ ὀνόματά μας.


­σο ταπεινὸς καὶ ἄσημος κι ἂν εἶσαι, τὸ ὄνομά σου εἶνε γνωστὸ στὸ Θεό). Ζακχαῖε παιδί μου, λέει, «κατέβα κάτω». Ἐκεῖνος ἀμέσως κατ­έ­βη­­κε καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε νὰ πᾶνε στὸ σπίτι του. Θὰ πήγαινε λοιπὸν ὁ Χριστὸς στὸ σπίτι τοῦ ἁ­μαρτωλοῦ; δὲν ὑπῆρχαν ἄλλα σπίτια, ἱερέων καὶ φαρισαίων; Ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ πάῃ στὸ σπίτι αὐτό, τὸ πιὸ ἁμαρτωλὸ σπίτι! Ὁ Ζακχαῖος, ἔμεινε ἔκπληκτος. Καθὼς πλησίαζαν στὸ σπίτι, συναισθανόταν ὅτι δὲν εἶνε ἄξι­ος νὰ φιλοξενήσῃ τὸ Χριστό.


Θὰ ἄνοιγαν οἱ πόρ­τες ἑνὸς σπιτιοῦ ποὺ κάθε πέτρα του ἔ­σταζε αἷμα, νὰ περάσῃ μέσα ὁ Χριστός; (Ἂν κατέβαινε κ’ ἐδῶ ἕνας ἄγγελος κ’ ἔπαιρνε τὰ σπίτια ὅλα, πολυκατοικίες καὶ μέγα­ρα, καὶ τὰ ἔ­σφιγγε, θὰ ἔσταζαν αἷμα! Λίγα σπίτια ἔχουν χτιστῆ μὲ τὸν τίμιο ἱδρῶτα. Τὰ μεγάλα σπίτια δὲν χτίζονται μὲ τὸ Εὐαγγέλιο· μὲ τὸ διάβολο χτίζονται, μὲ τὰ τριάκοντα ἀργύρια, μὲ κλοπές, κομπίνες, ἀπάτες καὶ πλαστογραφίες).


Τὴν ὥρα ἐκείνη λοιπὸν ὁ Ζακχαῖος εἶδε τὸ σπίτι του δι­αφορετικά, μὲ ἄλλα μάτια. Εἶδε, ὅτι τὸ σπίτι αὐτὸ τό ’χτισαν ἡ πλεονεξία καὶ ἡ ἀ­δικία, καὶ τί ἔκανε; Στάθηκε στὴν πόρτα. «Σὲ παρακαλῶ, Κύριε, στάσου μιὰ στιγμή», εἶπε. Καὶ προτοῦ νὰ μπῇ μέσα ὁ Χριστός, πῆ­ρε δυὸ μεγάλες ἀποφάσεις, ποὺ δείχνουν ὅτι ἡ μετά­νοιά του ἦταν εἰλικρινής. Ἐὰν ἔπαιρναν ὅλοι τέτοιες ἀποφάσεις, ὁ κόσμος θὰ ἦταν πολὺ διαφορετικός.


μία ἀπόφασις· «Τὰ μισά», λέει, «ἀπὸ τὰ ὑ­πάρχοντά μου τὰ δίνω στοὺς φτω­χούς». Δὲν ἔδωσε ὅμως μόνο τὰ μισά· ὅλη τὴν περιουσία του τὴν ἔδωσε. Γιατὶ κατόπιν, μὲ τὴν ἄλλη ἀ­πόφασι ποὺ πῆρε, εἶπε· «Καὶ ἂν κάποιον τὸν ἀ­δίκησα σὲ κάτι, εἶμαι πρόθυμος νὰ τοῦ δώσω τετραπλάσια». Ἕνα ἔκλεψα; τέσ­σερα θὰ δώσω. Δέκα ἔκλεψα; σαράντα θὰ δώσω. Ἑκατὸ ἔ­κλεψα; τετρακόσια θὰ δώσω. Ἕ­να ἀρνὶ ἔ­κλεψα; τέσσερα ἀρνιὰ θὰ δώσω. Αὐτὴ ἦταν ἡ μεγάλη ἀπόφασι. Τί τοῦ ἔμεινε ὕστερα ἀπὸ αὐτά; Τίποτα. Ἔμεινε κι αὐτὸς ὁ Ζακχαῖος φτωχὸς ὅ­πως ὁ Ναζωραῖος.


Συγ­κλονιστικὴ ἡ μετάνοια τοῦ Ζακχαίου. Τὴν χαρακτηρίζουν τὰ δύο μεγάλα αἰτήματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως· πρῶτον ἡ δικαιο­σύνη («Δικαιοσύνην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες ἐ­πὶ τῆς γῆς» Ἠσ. 26,9), καὶ δεύτερον τὸ ἔλεος.


Πρῶτα δικαιοσύνη καὶ ἔπειτα ἔλεος. Ἀποζημί­ωσε ὅσους ἀδίκησε. Δὲν πῆρε τὰ κλεμμένα νὰ κάνῃ μ’ αὐτὰ ἐλεημοσύνη, ὅπως κάνουν τώ­ρα μερικοὶ ἐφοπλισταί, ποὺ πήκτωσαν τὴ θάλασσα μὲ τὰ καράβια τους – εἶνε βέβαια αὐτὸ μία ἀπόδειξις τῆς δραστηριότητος καὶ τῆς εὐ­φυΐας τους, ὄχι ὅμως καὶ τῆς χριστιανοσύνης τους. Αὐτοί, ἀπὸ τὰ μεγάλα κέρδη ποὺ πραγμα­τοποιοῦν, κάνουν καὶ μερικὲς ἐλεημοσύνες.


Δικαιοσύνη καὶ ἔλεος. Καὶ δίκαιος καὶ ἐλεήμων ἀπεδείχθη ὁ Ζακχαῖος. Καὶ τότε ὁ Χριστὸς ὕψωσε τὰ χέρια καὶ εἶπε· «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο» (Λουκ. 19,9). Τὸ σπίτι αὐτὸ ἦταν ἕτοιμο νὰ καταστραφῇ· δὲν εἶ­χε σωτηρία. Διότι οἱ ἀδικίες εἶνε δυναμίτης. Ὅποιος δη­μιουργεῖ περιουσίες ἀπὸ χρήματα ἄδικα, τινάζει στὸν ἀέρα τὴν οἰκογένειά του.


Τὸ μεσημέρι στὸ σπίτι ἔχετε τὸ φαγητό σας. Σκεφθῆτε, ἀδέρφια μου, ὅτι ἑκατομμύρια ἄν­θρωποι πάνω στὴ γῆ δὲν ἔχουν ψωμὶ νὰ φᾶνε καὶ πεθαίνουν σὰν τὶς μῦγες ἀπὸ τὴν πεῖνα. Μπρός, Ζακχαῖοι τῶν ὀρέων καὶ τῶν πόλεων, Ζακχαῖοι μικροὶ καὶ μεγάλοι! Δύο τὰ αἰτήματα· δικαιοσύνη καὶ ἔλεος.


ταν τὰ δύο αὐ­τὰ πραγματοποιηθοῦν, τότε ὁ Χριστός, ὅπως στὸ Ζακχαῖο εἶπε «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τού­τῳ», τὰ ἴδια λόγια θὰ ἐπαναλάβῃ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Πάνω ἀπ’ τὸ σταυρὸ θὰ ὑψώσῃ τὰ ἄ­χραντά του χέρια σ’ ἀνατολὴ καὶ δύσι, βορᾶ καὶ νότο, καὶ θὰ πῇ· «Σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ».


Ζακχαῖος εἶνε ὑπόδειγμα μετανοίας. Ὅ­πως τὸν ἔχουμε μιμηθῆ στὸν βίο τῆς ἁμαρτί­ας, νὰ τὸν μιμηθοῦμε καὶ στὸν βίο τῆς μετανοίας. Μία γνωριμία ἀξίζει· νὰ γνωρίσουμε τὸ Χριστό. Ἂς ἀνεβαίνουμε στὸ δέντρο τῆς ἁγί­ας του Ἐκ­κλησίας.


Ας μετέχουμε στὴν θεία λειτουργία. Ἂς ἐκκλησιαζώμεθα τακτικά, ἂς ἀνοί­γουμε τὴν καρδιά μας, ἂς τὴν κάνουμε σαλόνι ὅπου θὰ ὑ­ποδεχώμεθα τὸ Χριστό. Καὶ τότε Ἐκεῖνος θὰ εὐλογήσῃ ἐμᾶς, τὰ ἔργα μας, τὶς οἰ­κογένειές μας, τὰ παιδιά μας, τὴ μαρτυρική μας πατρίδα, καὶ θὰ πῇ· «Σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ γέγονε», διότι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου «ἦλ­θε ζη­τῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός» (ἔ.ἀ. 19,10).



† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


*(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις τον ιερό ναὸ του Ἁγίου Ἀθανασίου Ἄνω Κυψέλης – Ἀθηνῶν 23-1-1977). *Εκ του ιστολογίου <<Αυγουστίνος Καντιώτης>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF