«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»
Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Έτος: 11ο (2013 - 2024)
Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης
Διαχειριστής:
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Έτος: 11ο (2013 - 2024)
Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης
Διαχειριστής:
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine
«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».
Κωστής Παλαμάς
Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ: Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΟΥ ΖΑΚΧΑΙΟΥ
Ο ουράνιος Ιατρός δεν ήρθε στον κόσμο για δική Του ικανοποίηση, αλλά για τη θεραπεία και τη σωτηρία των αρρώστων. Έτσι έτρεξε αμέσως σ’ εκείνον που είχε μολυνθεί περισσότερο. Γι’ αυτό το λόγο συνέτρωγε και συνέπινε με αμαρτωλούς, άφησε τους αμαρτωλούς να δακρύζουν στα πόδια Του και μπήκε στο σπίτι του Ζακχαίου.
Ο Ζακχαίος, τη στιγμή που ο Χριστός μπήκε στο σπίτι του, σίγουρα δεν ήταν ο πιο βαριά άρρωστος άνθρωπος στην Ιεριχώ. Η καρδιά του είχε αλλάξει σε μια στιγμή. Την ίδια αυτή στιγμή ο Ζακχαίος είχε μεταβληθεί σ’ έναν άνθρωπο απόλυτα υγιή, πιο δυνατό και πιο δίκαιο απ’ όλους εκείνους που διαμαρτύρονταν και γόγγυζαν, γιατί είχε μετανοήσει για όλες τις αμαρτίες του κι η καρδιά του είχε αλλοιωθεί. Κι η αλλοίωση αυτή της καρδιάς του φαίνεται από τα παρακάτω λόγια του:
Ο Θεός αποκαλύπτει άμεσα στο μετανοημένο αμαρτωλό αυτό που πρέπει να κάνει. Φτάνει ο άνθρωπος να μετανοήσει για τις αμαρτίες του με την καρδιά του. Κι αμέσως τότε ο Θεός θα τον σηκώσει με τη δύναμή Του για να παρουσιάσει καρπούς μετανοίας. Ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος έδειξε στους ανθρώπους ολόκληρο το δρόμο της αληθινής μετάνοιας: «Μετανοείτε!» Κι αμέσως συνέχισε: «ποιήσατε ουν καρπόν άξιον μετανοίας» (Ματθ. γ΄ 2,8). Μπροστά μας τώρα έχουμε έναν αμαρτωλό που βαδίζει γρήγορα το δρόμο αυτό κι εφαρμόζει την εντολή.
Με το που άκουσε για τον Κύριο Ιησού, ο Ζακχαίος αναστατώθηκε. Όταν τον είδε, μετανόησε ειλικρινά για τις αμαρτίες του. Κι έπειτα, όταν ο γλυκύς Ιατρός έδειξε τόση συμπάθεια και κατανόηση και μπήκε στο σπίτι του, έδειξε τους καρπούς της μετάνοιάς του. Αναγνώρισε κι ομολόγησε την αρρώστια του κι αμέσως πήρε το καλλίτερο φάρμακο εναντίον της.
Είναι μια φωτιά που καίει τόσο περισσότερο τον άνθρωπο, όσο πιο πολλά χρήματα μαζεύει. Δεν υπάρχει ποσότητα χρημάτων που θα ικανοποιήσει τον φιλάργυρο. Όπως η φωτιά δε θα πει ποτέ, «μη με ταΐζετε μ’ άλλα ξύλα, αρκετά είναι αυτά», έτσι και το πάθος της φιλαργυρίας δε θα πει ποτέ «φτάνει, αρκετά».
Και θα είχε πεθάνει περιφρονημένος, καταραμένος και ξεχασμένος. Το όνομά του δε θα το βρίσκαμε γραμμένο στο ευαγγέλιο στη γη, ούτε και στη Βίβλο της Ζωής στον ουρανό. Η παρουσία του Κυρίου όμως διέγειρε την ψυχή του, που ως τότε την είχε νεκρώσει το πάθος της φιλαργυρίας, και τον έκανε καινούργιο άνθρωπο, αναγεννημένο κι αναστημένο. Αυτό είναι ένα αθάνατο μάθημα για όλους τους ανθρώπους, πως κανένας θνητός δεν μπορεί να σωθεί από την αμαρτία χωρίς τη βοήθεια του Κυρίου Ιησού.
Δεν είναι μια καθαρή ομολογία αυτή πως είχε αποκτήσει τα πλούτη του με άδικο τρόπο; Δεν είπε πριν απ’ αυτό πως «είμαι αμαρτωλός, Κύριε, μετανοώ». Αυτό το ομολόγησε στον Κύριο μυστικά, με την καρδιά του. Κι ο Κύριος δέχτηκε μυστικά την εξομολόγηση και τη μετάνοιά του. Για τον Κύριο αξίζει περισσότερο ν’ αναγνωρίσει ο άνθρωπος και να εξομολογηθεί την αμαρτία του και να ζητήσει βοήθεια με την καρδιά του, παρά να το πει αυτό με τη γλώσσα του. Η γλώσσα μπορεί και να ξεγελάσει, ν’ απατήσει, η καρδιά όμως όχι.
Προσέξτε επίσης πώς απαρνήθηκε ο Ζακχαίος την αμαρτία του, τι προσπάθειες έκανε για να μετακινηθεί στο φως, από τη σκιά του ολέθριου πάθους της φιλαργυρίας. Μοίρασε αμέσως τη μισή περιουσία του στους φτωχούς. Ποιος; Εκείνος που αγαπούσε κάθε δεκάρα που μάζευε και την έκρυβε να μη την δουν οι άνθρωποι. Αυτός που δεν είχε νιώσει ποτέ την ηδονή της προσφοράς.
Εκείνος όμως στάθηκε πιο σκληρός στον εαυτό του απ’ ό,τι απαιτούσε ο Νόμος. Θέλησε να εφαρμόσει στον εαυτό του αυτό που προβλέπει ο Νόμος για τους κλέφτες και τους ληστές που δεν αναγνωρίζουν και δεν ομολογούν το έγκλημά τους, μ’ όλο που τους έπιασαν επ’ αυτοφόρω. Ήθελε ν’ αποδώσει στο τετραπλάσιο αυτά που είχε αφαιρέσει από τον καθένα (βλ. Έξ. κβ’ 1). Έτσι είναι όλοι όσοι μετανοούν. Εύσπλαχνοι προς τους άλλους κι αυστηροί με τον εαυτό τους.
Ενώ βάδιζαν το δρόμο προς το σπίτι του Ζακχαίου, ενώ γόγγυζαν και θρηνούσαν για την ακαταλληλότητα της επίσκεψης αυτής, ο Κύριος κρατούσε σιωπή, δε μιλούσε, απλά περίμενε. Τι περίμενε; Να δει τις καρδιές των ανθρώπων που γόγγιζαν και μεμψιμοιρούσαν με μίσος για τους ανθρώπους, καθώς και κείνην του μετανιωμένου Ζακχαίου, να εκτεθούν πλήρως στο φως της μέρας. Έδωσε τα ηνία στους δαίμονες της κακίας να φτάσουν στα όριά τους, ώστε η απώλειά τους να είναι καθαρή και προφανής.
Αυτός είναι ο δρόμος της νίκης του Θεού. Ο Θεός δε βιάζεται να δείξει την αδυναμία του πονηρού και τη δική Του δύναμη στην πρώτη αντίθεσή Του με τον πονηρό. Περιμένει να δει τον πονηρό να επαίρεται στους ουρανούς κι έπειτα να σκορπίζεται η δύναμή του στη στιγμή.
Τόσο αδύναμος είναι μπροστά στον παντοδύναμο ο πονηρός, ώστε αν ο Θεός δεν του επέτρεπε να ενεργεί σε κάποιο βαθμό κι έπειτα να περιορίζεται πάλι, οι άνθρωποι δε θ’ αποκτούσαν ποτέ καθαρή εικόνα για τη μεγαλοσύνη Του. Ο Θεός άφησε τις δυνάμεις της κόλασης και της γης να ενεργήσουν στο Γολγοθά, ώστε ν’ αποδείξει μετά και στις δυο αυτές δυνάμεις την ακατανίκητη δύναμή Του.
Οι θορυβοποιοί εξακολούθησαν να θορυβούν όλο και πιο δυνατά, οι γογγυστές να γογγύζουν κι οι περιπαίζοντες να περιπαίζουν. Ο θρίαμβος της κακίας έφτασε στο απόγαιό του. Όλοι οι εναντίοι είχαν πειστεί πως είχαν απόλυτα δικαιωθεί, πως ο Χριστός είχε νικηθεί. Εκείνοι γνώριζαν το Ζακχαίο, ενώ ο Χριστός δεν τον ήξερε. Εκείνοι τηρούσαν πιστά το Νόμο, ενώ ο Χριστός τον αθετούσε, αφού πέρασε το κατώφλι του σπιτιού του αμαρτωλού. Εκείνοι δεν μπορούσαν ν’ απατηθούν, ενώ ο Χριστός μπορούσε. Και απατήθηκε.
Οι εχθροί Του έφτασαν έτσι αβίαστα και λογικά στο συμπέρασμα, πως ο Χριστός ούτε αληθινός διδάσκαλος ήταν, ούτε προφήτης, ούτε Μεσσίας. Αν είχε όλες αυτές τις ιδιότητες, ή έστω μερικές απ’ αυτές, θα γνώριζε ποιος ήταν ο Ζακχαίος και δε θα έμπαινε στο σπίτι του. Επομένως εμείς, οι κάτοικοι της Ιεριχούς, παγιδέψαμε σήμερα το Χριστό κι έτσι θα σώσουμε τον κόσμο από τη μεγάλη αυταπάτη πως Αυτός είναι ο Μεσσίας, ο Υιός του Θεού. Αυτός είναι ένας θρίαμβος, μια μεγάλη νίκη.
Όταν η μοχθηρία είχε φτάσει στον ουρανό κι η σκληρή κρούστα της μούχλας είχε ξεφύγει από τις φθαρμένες καρδιές των αμαρτωλών, τότε ο Ζακχαίος άνοιξε το στόμα του κι είπε λόγια, που μόνο από το Χριστό θα περίμενε κανείς ν’ ακούσει: ιδού τα ημίση των υπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοις πτωχοίς. Αυτός ήταν ένας ξαφνικός κεραυνός που ξέσκισε τα σύννεφα. Γιατί γίνατε ξαφνικά σιωπηλοί, όλοι εσείς οι κάτοικοι της Ιεριχούς; Γιατί δεν εξακολουθείτε να θορυβείτε, να περιπαίζετε και να γογγύζετε; Γιατί τα λόγια σας πνίγηκαν στο λαιμό σας; Ποιος απατήθηκε, ο Χριστός ή εσείς; Ποιος γνώριζε καλύτερα το Ζακχαίο, εσείς ή ο Χριστός; Ποιος είναι πιο δίκαιος τώρα, εσείς ή ο Ζακχαίος;
Πόσο ταπεινός και πράος είναι ο Κύριος! Όπως σε προηγούμενες περιπτώσεις, έτσι και τώρα στέκεται σαν το άκακο αρνί μπροστά σε ανθρώπους που αόρατοι λύκοι τους έχουν κάνει πονηρούς. Πόσο σίγουρος, πόσο ήρεμος είναι στη νίκη Του, τώρα όπως και πάντα. Περιμένει πολύ ειρηνικά την κατάλληλη στιγμή. Κι όταν αυτή έρθει, στρέφεται στον άρρωστο άνθρωπο, που για χάρη του άλλαξε δρόμο και πήγε στο σπίτι του. Σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο.
Με τα λόγια αυτά ο ουράνιος Θεραπευτής βεβαιώνει τον άρρωστο πως η υγεία του αποκαταστάθηκε. Τώρα είναι έτοιμος να βγει από το νοσοκομείο και παίρνει τη θέση του ανάμεσα στους υγιείς. Η τυφλότητα εξαφανίστηκε από τα μάτια του, όπως κι από τα μάτια του Βαρτιμαίου. Τώρα μπορεί να βαδίζει ελεύθερα στο δρόμο της δικαιοσύνης και του ελέους. Για να πείσει καθαρότερα όμως και τους άλλους που παρευρίσκονταν εκεί, ο Κύριος πρόσθεσε: καθότι και αυτός υιός Αβραάμ εστιν. Αληθινός υιός Αβραάμ κατά πνεύμα και κατ’ αλήθεια, όχι μόνο στο όνομα και το αίμα, σαν τους άλλους που περηφανεύονταν ότι ήταν υιοί Αβραάμ μόνο κατ’ όνομα, επειδή προέρχονταν από εκείνον.
Ο Αβραάμ αγαπούσε το συνάνθρωπό του κι είχε φόβο Θεού. Ήταν φιλόξενος, πιστός, δεν ήταν φιλάργυρος, αναπαυόταν στο πνεύμα του Θεού. Κι ο Ζακχαίος έγινε ένας άλλος Αβραάμ. Με τα μεγάλα και καλά έργα του ο Αβραάμ, έγινε προπάτορας όλων των δικαίων. Με τη μετάνοιά του ο Ζακχαίος έγινε γνήσιος απόγονός του, πνευματικός γιός του. Αυτό το αποκάλυψε ο Κύριος για να παρηγορήσει το Ζακχαίο και να προβληματίσει τους εχθρούς του.
Ο Μεγάλος Ήρωας δεν κατέβηκε από τον ουρανό για να θεραπεύσει εκείνους που υποφέρουν από κάποιο κρυοματάκι, αλλά για να σώσει τους λεπρούς και τους τυφλούς, τους δαιμονισμένους και τους παράλυτους, ν’ αναστήσει νεκρούς από τους τάφους τους. Είχε πει σε μια άλλη περίπτωση ο Κύριος: «Ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. θ’ 13).
Ας σπεύσουμε λοιπόν, ας ανεβούμε ψηλά για να δούμε τον Κύριο. Τίποτ’ άλλο απ’ όσα έχουν υπάρξει ή υπάρχουν, δεν είναι άξια προσοχής. Ας σηκωθούμε από τη λάσπη του δρόμου που βαδίζαμε ως τώρα. Ας σκαρφαλώσουμε σ’ ένα ψηλό δέντρο. Εκείνος θα έρθει να μας συναντήσει. Μακάριος είναι αυτός που θα τον καλέσει η γλυκύτατη φωνή Του. Η φωνή που τη γλυκύτητά της απολαμβάνουν οι άγγελοι μέχρι πλησμονής.
Μπορείς να χτυπάς με το χέρι σου έναν τοίχο όσο θέλεις. Κανένας δε θ’ ακούσει για να σου ανοίξει. Χτύπα την πόρτα όμως και θα σου ανοίξει. Η μετάνοια είναι το χτύπημα όχι στον τοίχο, αλλά στην πόρτα που οδηγεί στο φως και στη σωτηρία. Αυτός που μετανοεί ειλικρινά και θέλει να μπει στο σπίτι του ουράνιου Πατέρα, έχει ήδη χτυπήσει μια από τις πόρτες που οδηγούν μέσα στο σπίτι.
Η φιλαργυρία τυφλώνει. Μόνο ο Χριστός δίνει το φως στους τυφλούς. Η φιλαργυρία απομονώνει τον άνθρωπο, τον δένει με τα δεσμά της δουλείας. Ο Χριστός τον βγάζει από την απομόνωση και τον βάζει στη συντροφιά των αγγέλων, ελευθερώνει τον δούλο. Σ’ όλους αυτούς που μετανοούν κι αγωνίζονται να δουν τον Κύριο, φανερώνεται. Και σ’ εκείνους που φανερώνεται, αποκαλύπτει όλα τα μυστήρια του ουρανού και της γης, όλες τις αμέτρητες και σταθερές ευλογίες που παρέχει ο Θεός, αυτές που έχει προετοιμάσει από καταβολής κόσμου γι’ αυτούς που τον αγαπούν.
Δόξα και αίνος στον Κύριο και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου