ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ: «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» (1962) - ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΜΕΡΟΣ




ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ:



«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»



Ένας επικός θρήνος, μια λυρική ελεγεία, μία ανείπωτη πραγματεία για τη ζωή των Ελλήνων Μικρασιατών και την καταστροφή της Σμύρνης. Για να θυμόμαστε αυτά, που ενδεχομένως να ζήσουμε! <<Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια>>; Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή. Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή. Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915. Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922. Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε: <<Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις>>. Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί: <<Θηρίο είν' ο άνθρωπος>>! Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας έγινε bestseller της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα τα <<Ματωμένα Χώματα>> έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετονικά. Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση.



ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ







ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
(1962)


Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που ο μικρασιατικός ελληνισμός ξεριζώθηκε από τις προγονικές εστίες του. Και είναι τούτος ο ξεριζωμός ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της νεότερης ιστορίας μας. Κείνοι που έζησαν μέσα στη θύελλα φεύγουν ένας ένας κι η ζωντανή μαρτυρία τους χάνεται. Χάνονται οι λαϊκοί θησαυροί ή μπλαλσαμώνονται στα ιστορικά αρχεία. <<Απ' του πεθαμένου το μάτι, μην περιμένεις δάκρυ>> λέει μια μικρασιατική παροιμία. Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αφτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμησες, όπως το κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα. Κάτω απ' το Μανώλη Αξιώτη, τον κεντρικό αφηγητή του βιβλίου, υπάρχει ο μικρασιάτης αγρότης, που έζησε τ' Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, που φόρεσε αργότερα τη στολή του Έλληνα φαντάρου, που είδε την καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας, έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας Αντίστασης. Ήρθε και με βρήκε και μου έδωσε ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του. Συνταξιούχος, κάθισε με υπομονή και κοπίασε να γράψει με τα λίγα γράμματάκια του, τα όσα είδαν τα μάτια του εξήντα τόσα χρόνια. Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα' να μην ξεχνούν οι παλιοί' να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.

Δ.Σ.




«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»




Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 134-138.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


Ο Ερυθρός ποταμός είχε παγώσει. Κάθε πρωί τον περνούσαμε, πηγαίναμε στην αντικρυνή όχθη, κόβαμε ξύλα και ζαλωνόμαστε σα μουλάρια. Τούτη την εποχή πάθαμε άλλη συφορά∙ πέφτανε τα δόντια μας όπως τα φύλλα το φθινόπωρο. Καλά που βρέθηκε κάποιος γιατρός κ' έδωκε διαταγή να ξεκουραστούμε και να μας αφήσουνε να μαζεύουμε και να τρώμε χόρτα, έστω και δίχως λάδι.
Κάναμε και κάτι πλύσες με ξύδι και το κακό σταμάτησε. Όλοι μας είχαμε καταντήσει αερικά∙ μόνο τα κόκκαλα ξεχωρίζανε μέσα απ' το πετσί μας. Όποιος μας αντίκρυζε καθώς δουλεύαμε, διπλωμένοι στα δυο, τρόμαζε∙ δε θυμίζαμε άνθρωπο. Ο στρατός είχε μεγάλη ανάγκη από καλάθια, γιατί με τον πόλεμο, τα τσουβάλια είχανε κανταντήσει δυσεύρετα και δεν είχανε με τι να κουβαλούνε τα τρόφιμα.
Ήρθε λοιπόν ένας γιούζμπασης, μια μέρα και ρώτησε ποιος από μας ξέρει να πλέκει καλάθια. Βγήκανε καμιά δεκαριά και γω από κοντά. Μας δώσανε να φτιάξουμε απόνα δείγμα ο καθένας για να βεβαιωθούνε πως δε λέγαμε ψέματα. Ποτέ μου δεν είχα φανταστεί πόσα μπορεί να καταφέρει ο άνθρωπος άμα αγωνίζεται να κρατηθεί στη ζωή. Ο κυρ Λευτέρης ήταν ο μόνος ανάμεσα στους δέκα που ήταν καλαθάς. Κάθησε λοιπόν και μας έδειξε το κολάι. Ο πόθος μας για λίγη λευτεριά ήτανε τόσος, που αρπούσαμε μέσα σε ώρες ό,τι θα χρειαζόμαστε μήνες και χρόνια για να το μάθουμε.
Ο αξιωματικός έδωσε διαταγή να ψάξουμε τις όχθες του Ερυθρού ποταμού, σε μιαν ακτίνα ίσαμε πέντε χιλιόμετρα και όπου βρούμε καλαμιές και βούρλα, να στήσουμε το τσαντήρι μας. Πετύχαμε ένα τέτοιο μέρος, μιαν ώρα μακριά απ' το τάγμα και ριχτήκαμε στη δουλειά. Κοντά στη θέση αυτήνα βρισκόταν ένα χωριό Ταχτατζήδων. Είπα να πάω, ν' ανταλλάξω καλάθια με τρόφιμα.
-Φοβούμαι, μου πε ο μάστρο Λευτέρης, μήπως σου πάρουνε τα καλάθια κι αντίς για τρόφιμα σου φυτέψουνε καμιά σφαίρα. -Μη φοβάσαι, του αποκρίθηκα. Τους ξέρω τους Ταχτατζήδες, είναι Γιουρούκοι ξυλοκόποι, συμπαθούνε τους χριστιανούς όπως οι Κούρδοι. Άμα πήγα στο χωριό κατάλαβα πως δεν είχα πέσει όξω. Τα καλάθια μου γίνηκαν ανάρπαστα. Ένας γέρος, μάλιστα, που άκουσε πως είμαι Ρωμιός με πήρε σπίτι του να κολατσίσω. Ήρθε κι ο γιος του στο τραπέζι, και το πιο περίεργο, ήρθανε κ' οι γυναίκες, δίχως φερετζέ και σερβίρανε κρασί αντίς για ρακί. Τέτοιες συνήθειες δεν τις έχουνε οι μουσουλμάνοι κι άρχισα να υποψιάζουμαι μήπως μ' έριξε η τύχη σε σπίτι κρυφοχριστιανών. Στο τάγμα μας είχαμε ένα χωρικό απ' το Κεστίν Μαντέν που τον λέγανε Χασάν Ογλού Γρηγόριο.
Αυτός μας μιλούσε συχνά για κρυφοχριστιανούς. Στα μέρη τους, έλεγε, πολλά χωριά είχαν εξισλαμιστεί με τη βία απ' τα παλιά τα χρόνια. Μέχρι και γλώσσες κόβανε για να πάψουνε οι Ρωμιοί να μιλούνε τα ελληνικά. Οι άνθρωποι πήραν όλοι τούρκικα ονόματα, όμως η καρδιά τους δεν άλλαξε. Διατηρούσανε κρυφά εκκλησιές και σχολειά. Σαν έγινε το Σύνταγμα, στα 1909, πιστέψανε στα όσα υπόσχονταν οι Νεότουρκοι για ελευτερίες και φανερωθήκανε.
Τις κουβέντες του Χασάν Ογλού Γρηγορίου, θυμόμουνα καθώς έβλεπα τη φαμελιά του γέρο Ταχτατζή με τις χριστιανικές συνήθειες. Ανοιξα με τρόπο κουβέντα. -Εμείς, μου πε ο αρχηγός της οικογένειας, είμαστε μουσουλμάνοι∙ μόνο που ανήκουμε στους Ταχτατζήδες. Δε σου κρύβω πως μισούμε τους Τούρκους. Μ' αν προτιμούμε τους χριστιανούς είναι γιατί κόβει το μυαλό τους κ' είναι δουλευτάδες. Δεν πολυπίστεψα την εξήγηση που μου δωκε, μα δεν επέμενα. Όταν σηκώθηκα να φύγω με φορτώσανε πεσκέσια. Τι παξιμάδια κριθαρένια, τι αυγά και τυριά! Μέχρι κ' ένα γαλόνι ρακί μου δώσανε.
-Να πιουν οι σύντροφοί σου, μου πανε, να ξεχάσουνε τα ντέρτια τους... Όταν γύρισα πίσω στο τσαντήρι ήμουνα μεθυσμένος, όχι τόσο απ' το κρασί των Ταχτατζήδων, όσο απ' τη χαρά που μου δωκε η καλοσύνη τους. Πολύ γρήγορα όμως πέσανε τα φτερά μου, γιατί βγήκε μπροστά μου ο Τούρκος λοχαγός που ήρθε για αιφνιδιασμό. Μόλις μ' αντίκρυσε φορτωμένο μ' όλα κείνα τα καλά έμεινε κατάπληχτος. Άρχισε την ανάκριση. Του είπα πολλές ψευτιές και μερικές αλήθειες.

Στο τέλος κατάλαβα πως το μόνο που τον ενδιέφερε ήτανε το ρακί. Δίχως να χάσω λοιπόν καιρό του λέω: -Επιτρέψτε μου, λοχαγέ, να σας προσφέρω τούτο το ρακί μια κ' είναι σπιτικό. Στην αρχή έκανε τσαλίμια. Ύστερα μου πε: -Αφού επιμένεις, θα το πάρω, μα θα δεχτείς να στο πλερώσω. -Τι λόγος είν' τούτος! Να πάρω παράδες από σας; Ήξερα πόσο κολακεύονται οι Τούρκοι με τα πεσκέσια∙ ο δικός μας γιούζμπασης δεν μπορούσε ν' αποτελεί εξαίρεση. Πριν φύγει, μου πε: -Από δω κι ομπρός τα καλάθια να τα φέρνεις ελόγου σου στο τάγμα. Και ζήτηξέ με σαν ξαναρθείς, θέλω να κουβεντιάσω μαζί σου. Σε δυο μέρες πήγα στο τάγμα και συναντήθηκα με το λοχαγό.
-Θα σου πω κάτι, μα τα μάτια σου εκατό, φουκαρά μου, μη λάχει και σου ξεφύγει λόγος. -Τάφος θα σταθώ για το μυστικό σας, εφέντη μου. -Άκουσε, λοιπόν. Ο σιτιστής θα σου παραδώσει έναν τενεκέ λάδι. Θα τόνε πας στο χωριό που σου δώκανε τα πεσκέσια και θα τον ανταλλάξεις με ρακί. Θα μου κάνεις χαμπέρι και θα στείλω εγώ να τόνε πάρω. Κατάλαβες; -Όλα θα γίνουν όπως τα διατάξετε... Από κείνη τη μέρα άρχισα μεγάλα πάρε δώσε με το λοχαγό, το σιτιστή, το μηχανικό και το γιατρό.
Μα η αναπάντεχη αυτή τύχη δε βάστηξε πολύ. Μας σηκώσανε και μας στείλανε πίσω στην Άγκυρα. Το Ικιντζί Αμελέ Ταμπουρού έπρεπε να βοηθήσει τους Τούρκους χτηματίες να μαζέψουνε τον καρπό, που κινδύνευε να χαθεί γιατί λείπανε τα χέρια. Μας πήγανε στο ξακουστό για τα ιαματικά νερά του Χαμάμκιοϊ. Μας αφήσανε δυο μέρες να ξεκουραστούμε, να καθαριστούμε κ' ύστερα μας μοιράσανε στα χωριά. Εμένα με στείλανε μαζί μ' άλλους πενήντα στο Γκιούλ Ντερέ.
Μαζευτήκανε κάμποσοι Τούρκοι νοικοκυραίοι που τα παιδιά τους ήτανε στο στρατό και μας ζυγιάζανε με το μάτι ν' αντιληφτούνε την αντοχήμας. -Αχαμνοί, κάνανε, ξεπνεμένοι. Πώς θα πιάσουνε τσάπα κι αλέτρι!


Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 134-138.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF