ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: ΠΕΡΝΑ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ!

 



Το σημερινό, αγαπητοί μου, το σημερινό ιερό Ευαγγέλιο περιγράφει ένα θαύμα του Χριστού. Καθώς ο Χριστός πλησίαζε στην Ιεριχώ, που βρίσκεται κοντά στα Ιεροσόλυμα, ένας τυφλός καθόταν στο άκρο του δρόμου και ζητούσε ελεημοσύνη από τους περαστικούς. Ακούγοντας κόσμο να περνά, ρώτησε να μάθη τι συμβαίνει. Αυτοί που ήταν κοντά του τού απήντησαν· «Ιησούς ο Ναζωραίος παρέρχεται», δηλαδή· Περνά ο Ιησούς ο Ναζωραίος. Τότε ο τυφλός άρχισε να φωνάζη δυνατά και να ζητά από το Χριστό να τον θεραπεύση. Αυτοί που προπορεύονταν τού έλεγαν να σωπάση. Αλλ’ αυτός, παρά τις συστάσεις τους, επέμενε να φωνάζη. Άκουσε ο Χριστός, στάθηκε και είπε να τον οδηγήσουν κοντά του. Ο πόθος και οι φωνές τού τυφλού δικαιώθηκαν. Ο Κύριος, βλέποντας την πίστι του, πραγματοποίησε το αίτημά του· του έδωσε αμέσως το φως του.


Περνά ο Χριστός! Ο τυφλός δεν τον βλέπει. Μόνο ακούει. Και μόλις πληροφορείται γι' αυτόν, δεν χάνει την ευκαιρία. Κάνει το λάρυγγά του σάλπιγγα και τη φωνή του κραυγή, που υπερισχύει και νικά όλους τους άλλους θορύβους και φθάνει στο Χριστό. Όπως ο ναυαγός αρπάζει το σχοινί ή το σωσίβιο που τού ρίχνουν, όπως ο φυλακισμένος μόλις βρη ευκαιρία να βγη από το σκοτεινό κελλί του δεν τη χάνει, έτσι κι αυτός. Θεωρεί το πέρασμα τού Χριστού ως την πιο μεγάλη ευκαιρία, τη χρυσή ευκαιρία της ζωής του.


Περνά ο Χριστός! Στη ζωή του Χριστού, όπως περιγράφεται στο Ευαγγέλιο, βλέπουμε τον Κύριο να περνά πολλές φορές από πόλεις και χωριά της αγίας γης, και άλλοτε μεν να γίνεται αντιληπτός, άλλοτε δε να μη γίνεται αντιληπτός· άλλοτε να καταλαβαίνουν οι άνθρωποι ποιος αληθινά είνε, κι άλλοτε να μην καταλαβαίνουν.


«Είς τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον», λέει ο ευαγγελιστής Ιωάννης (Ιαών. 1,11). Περνά στη Βηθλεέμ και οι κάτοικοί της δεν τον αναγνωρίζουν, αλλά τού κλείνουν τις πόρτες τους. Περνά νύχτα και φεύγει για την Αίγυπτο χωρίς να το αντιληφθή ο Ηρώδης, που τον καταζητεί για να τον θανατώση. Περνά έπειτα δωδεκαετής από το ναό των Ιεροσολύμων· συνομιλεί με τους νομοδιδασκάλους, κι αυτοί, ενώ τον θαυμάζουν, δεν φαντάζονται με ποιόν συνομιλούν. Τότε για τρείς ημέρες τον χάνει η συνοδία του και τον αναζητεί η Παναγία μητέρα του με τον γέροντα Ιωσήφ, που εκπλήσσονται όταν τους λέει, ότι ήταν φυσικό να βρίσκεται στο σπίτι του πατέρα του.


Περνά κατόπιν στη Ναζαρέτ όλα τα παιδικά και νεανικά χρόνια, αλλά οι κάτοικοί της δεν ξέρουν ποιος είνε αυτός που συναναστρέφεται μαζί τους· τον θεωρούν απλώς ως το παιδί του ξυλουργού και τίποτε περισσότερο. Περνά κατόπιν από τη Γαλιλαία, από την Καπερναούμ, από την Ιεριχώ… Μπαίνει τέλος στην Ιερουσαλήμ την ημέρα των βαΐων· και τον υποδέχονται μεν όλοι ως βασιλέα, χωρίς όμως να καταλάβουν ακριβώς το χαρακτήρα της βασιλείας του.


Περνά από το μέγα συνέδριο των Ιουδαίων, αλλ’ οι κριταί Του δεν υποψιάζονται ποιος είνε αυτός τον οποίον ανακρίνουν και καταδικάζουν. Φθάνει και στο βήμα του Πιλάτου, περνά από το λιθόστρωτο φορτωμένος το σταυρό, ανεβαίνει στο Γολγοθά, αλλά πόσοι και ποιοι απ’ όσους τον αντικρύζουν τον αναγνωρίζουν; Οι περισσότεροι δεν Τον αναγνώρισαν. Αν Τον αναγνώριζαν, δεν θα Τον σταύρωναν. «Ει γαρ έγνωσαν, ουκ αν τον Κύριον της δόξης εσταύρωσαν» (Α΄Κορ. 2, 8), απόστολος Παύλος. Έτσι πραγματοποιήθηκε η προφητεία· «Λίθον, όν απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες….», ότι δηλαδή ο Χριστός είνε σαν την πέτρα που την παραπέταξαν οι κτίστες (Ψαλμ. 117, 22).


Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που αναγνώρισαν το Χριστό όταν περνούσε από μπροστά τους. Μπορεί μερικές φορές να τον περικύκλωναν πλήθη, αλλ’ απ’ όλους αυτούς πόσοι συνειδητοποίησαν ποιος πράγματι είνε και πόσοι επωφελήθηκαν το πέρασμά του; Στη Βηθλεέμ μόνο οι απλοί ποιμένες και οι ταπεινοί μάγοι έτρεξαν να τον προσκυνήσουν. Στο ναό των Ιεροσολύμων την ημέρα της Υπαπαντής τον αντελήφθησαν μόνο η γερόντισσα Άννα και ο Συμεών ο θεοδόχος που είπε το «Νυν απολύεις τον δούλόν σου, δέσποτα….» (Λουκ. 2, 29-32).


Στον Ιορδάνη μόνο ο πρόδρομος Ιωάννης αισθάνθηκε το μεγαλείο του και τον έδειξε στον κόσμο. Στη Γαλιλαία μόνο δώδεκα ψαράδες έγιναν μαθηταί και ακόλουθοί του. Στην Ιεριχώ, απ’ όλο το πλήθος που τον περιστοιχίζει, μόνο ο τυφλός τού σημερινού Ευαγγελίου τον ένιωσε και πήρε από αυτόν εκείνο που είχε ανάγκη.


Απ’ την αρχή της δημοσίας δράσεώς του μέχρι το τέλος βλέπουμε, ένας εκατόνταρχος να Τον αναζητή, μια αμαρτωλή γυναίκα να Τον προσκυνή, ένας Ζακχαίος να ενδιαφέρεται να Τον δη και ν’ αναρριχάται σε μιά συκομορέα του δρόμου απ’ όπου «ήμελλε διέρχεσθαι» (Λουκ. 19,4), αιμορροούσα να τον πλησιάζη με μύριες προσπάθειες, ένας Νικόδημος να έρχεται νύχτα να Τον συναντήση, και ει τινές άλλοι. Όταν δε πλέον το πλήθος φωνάζει το «Άρον άρον, σταύρωσον αυτόν» (Ιωάν. 19,15) κ' εκείνος περνά φορτωμένος το σταυρό, μόνο ένας Σίμων Κυρηναίος Τον βοηθεί και μερικές εύσπλαχνες γυναίκες κλαίνε γι’ Αυτόν. Τέλος στο σταυρό μόνο ένας ληστής και ένας εκατόνταρχος αναγνωρίζουν τη θεότητά Του.


Περνά ο Χριστός! Όχι δε μόνο τότε, αλλά και τώρα και πάντοτε ο Χριστός εξακολουθεί να περνά μπροστά μας. Περνά με πολλούς τρόπους. Άρα γε εμείς αντιλαμβανόμαστε την παρουσία του και επωφελούμεθα το πέρασμά του;


Ακούγεται όμως η απορία· Ποιος είδε το Χριστό σήμερα; Που είδατε σεις να περνά σήμερα ο Χριστός; Απαντούμε. Το πέρασμα τού Χριστού σήμερα δεν είνε βεβαίως αισθητό σε όλους, όπως ήταν τότε, κατά την επί γης παρουσία του και ιδίως κατά το τριετές διάστημα της δημοσίας δράσεώς του. Είνε όμως πραγματικό. Τότε τον έβλεπαν ακόμη και οι εχθροί του, ο Άννας και ο Καϊάφας.


Από την ανάστασί του όμως και εξής ο Χριστός είνε μεν παρών, αλλά τον βλέπουν μόνο οι πιστοί μαθηταί του. Ο ίδιος υποσχέθηκε σ’ αυτούς· «Και ιδού εγω μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας τού αιώνος» (Ματθ. 28, 20). Παρών λοιπόν πραγματικά ο Χριστός, αλλά η παρουσία του γίνεται αισθητή κατ’ άλλο τρόπο. Τώρα η παρουσία του είνε αληθινή αλλά μυστική, δηλαδή εν μυστηρίω, και γίνεται αισθητή δια της πίστεως. Ας εξηγήσουμε τι εννοούμε.


Κάθε φορά, που γίνεται θεία λειτουργία και πηγαίνουμε με πίστι στο ναό, βλέπουμε να περνά ο Χριστός μπροστά μας. Η μικρά είσοδος, όταν περνά το Ευαγγέλιο, δείχνει την είσοδο τού Χριστού στον κόσμο και την έναρξι τού κηρύγματός του. Η μεγάλη είσοδος, όταν περνούν τα άγια, δείχνει την είσοδό του στα Ιεροσόλυμα για να θυσιασθή.


Κι όταν πλέον βγαίνει το άγιο ποτήριο για να κοινωνήσουν οι πιστοί, σας ερωτώ, δεν πιστεύουμε ότι εκείνη τη στιγμή ο Χριστός βρίσκεται ζωντανός μπροστά μας και κοινωνούμε το σώμα και το αίμα του; Κάθε φορά που ο πιστός χριστιανός έρχεται στη θεία λειτουργία, βρίσκεται στη Βηθλεέμ, στη Γαλιλαία, στην Ιερουσαλήμ, στο υπερώο του μυστικού δείπνου, στο Γολγοθά, στους Εμμαούς, στη Βηθανία· ακούει και βλέπει το Χριστό, τον αγγίζει και τον παίρνει πραγματικά μέσα του με τη θεία κοινωνία, όπως οι ποιμένες και οι μάγοι τον προσκύνησαν στο σπήλαιο και όπως οι μαθηταί τότε που τον είχαν ανάμεσά τους στο υπερώο τη νύκτα της Μεγάλης Πέμπτης.


Όταν τελήται το μυστήριο της εξομολογήσεως ή γενικώς κάποιο από τα μυστήρια και τις αγιαστικές ακολουθίες της Εκκλησίας, ο Χριστός είνε αοράτως παρών εκεί και παρέχει τη χάρι του. Αρκεί να υπάρχει πίστι. Αν υπάρχη πίστη, ο πιστός παίρνει τα δώρα του ουρανού, όπως η Χαναναία που του ζήτησε και θεράπευσε την κόρη της.


Η ώρα που ο χριστιανός προσεύχεται, είνε επίσης μια ώρα συναντήσεως με τον Κύριο. Την ώρα της προσευχής ο άνθρωπος έχει εμπρός του τον ίδιο το Θεό και συνομιλεί καθαρά μαζί του. Ακούει τη φωνή του και παίρνει απαντήσεις, όπως ο νέος εκείνος που τον ρωτούσε· «Τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ. 10, 25).


Θέλετε κι άλλη ευκαιρία; Κάθε φορά που ένας χριστιανός ανοίγει το θεόπνευστο και αλάνθαστο νόμο τού Θεού, την αγία Γραφή. Παλαιά και Καινή Διαθήκη, και μελετά, έχει εμπρός του το Θεό. Την ώρα εκείνη ακούει τις προσταγές του, τη φωνή του, όπως ο προφήτης Μωυσής στο Σινά κι όπως ο ευαγγελιστής Ιωάννης στην Πάτμο.


Υπάρχουν όμως κι άλλες ευκαιρίες που ο πιστός βλέπει το Χριστό και επικοινωνεί μαζί του. Σε κάθε περίπτωσι, που θα δείξουμε αγάπη και ευσπλαχνία σε φτωχούς και αδυνάτους συνανθρώπους, ο ίδιος ο Κύριος μας βεβαιώνει· «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. 25,40). Στο πρόσωπο κάθε γυμνού, κάθε πεινασμένου, κάθε ζητιάνου που κτυπά την πόρτα σου, κάθε ασθενούς που πλησιάζεις, κάθε φυλακισμένου που επισκέπτεσαι, στο πρόσωπο καθενός απ’ αυτούς, είνε, χριστιανοί μου, ο ίδιος ο Χριστός.


Αλλά μήπως κι όταν επισκέπτεσαι ένα προσκύνημα, όταν προσκυνάς μια θαυματουργή εικόνα, όταν ασπάζεσαι ένα γνήσιο ιερό λείψανο ή κειμήλιο της Εκκλησίας, δεν αισθάνεσαι ότι ήλθες σε επαφή με τη θεία χάρι και πήρες από τον Κύριο κάτι που είχες ανάγκη; Δεν υπήρξαν ακόμη για όλους μας αλησμόνητες στιγμές, μοναδικές στιγμές μεγάλων ευλογιών ή μεγάλων δοκιμασιών; Είνε οι περιπτώσεις που αισθανθήκαμε, ότι όντως μας επισκέφθηκε ο Κύριος. Σε τέτοιες στιγμές λέμε, ότι είδαμε φανερά το χέρι τού Θεού είτε να μας ευλογή είτε να μας λυτρώνη.


Αγαπητοί μου!


Ο Χριστός περνά! Ας τρέξουμε, όσο υπάρχει ακόμη καιρός, να τον συναντήσουμε εκεί απ’ όπου μυστικώς θα περάση. Και αν αργήση να περάση, εμείς μη αποκάμουμε και μην αμελήσουμε να τον περιμένουμε. Ας δείξουμε πίστι, υπομονή και επιμονή. Είνε μοναδικές και ανεπανάληπτες αυτές οι ευκαιρίες και δεν πρέπει να τις χάσουμε. Διότι αν χάσουμε αυτές τις συναντήσεις, η επόμενη συνάντησι με το Χριστό δεν θα είνε όπως αυτές. Θα υπάρξη πράγματι άλλη μιά φορά που θα δούμε το Χριστό να περνά μπροστά μας, ή μάλλον εμείς θα περάσουμε μπροστά του· όχι όμως για να ευεργετηθούμε με τα δώρα του, αλλά για να κριθούμε στο αδέκαστο βήμα του. Και τότε, «αμαρτωλοί, πού φύγωμεν;».


Γι’ αυτό ας μιμηθούμε τον ευγνώμονα ληστή. Εκείνος, πάνω στο σταυρό, δεν έχασε την ευκαιρία. Επωφελήθηκε τη συνάντησί του με το Χριστό. Το ίδιο ας κάνουμε κ’ εμείς φωνάζοντάς του τα λόγια εκείνου τού ληστού· «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. 23,42). *Από το βιβλίο: Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Μητροπολίτου Πρ. Φλωρίνης: Κυριακή. Σύντομα κηρύγματα επί των Ευαγγελικών περικοπών. Έκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός». Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη. *Εκ του ιστολογίου «orp. gr» 2.12.2018. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF