ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΑΥΤΟ;



Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε Ψυχοσάββατο. Τί θὰ πῇ Ψυχοσάββατο; Σάββατο τῶν ψυ­χῶν. Ἐπ᾽ αὐτοῦ ἂς ποῦμε λίγες λέξεις. Κατ᾽ ἀρχὴν ἡ λέξι Σάββατον δὲν εἶνε ἑλληνι­κή, εἶνε ἑ­βρα­ϊκή· Σάββατον στὰ ἑλληνικὰ σημαίνει ἀ­νάπαυσις ἢ «κατάπαυσις» (βλ. Ἑβρ. 4,4 κ.ἀ.). Ὅσοι διαβάζετε τὴν ἁγία Γραφή, θὰ γνωρί­ζετε ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸ ὑλικὸ σύμ­παν σὲ ἕξι ἡμέρες (βλ. Γέν. κεφ. 1). Ὅταν λέει ἡ ἁγία Γραφὴ ἕξι ἡμέρες, ἐννοεῖ μακρὲς χρονικὲς περι­όδους, στὶς ὁποῖες συνέβησαν γεγονότα κοσμογονικά. Ἡ γῆ, ὁ ἥλιος, τὰ ἀ­­στέρια, ὅλο τὸ σύμπαν ἀπὸ τὶς παμμέγιστες σφαῖρες μέχρι τὸ μικρὸ ἄτομο, ποὺ κι αὐτὸ εἶνε μιὰ μικρογραφία τοῦ σύμ­παν­­­τος, δημιουγήθηκαν σὲ ἕξι ἡμέρες.


Μετά, λέει ἡ ἁγία Γραφή, τὴν ἑβδόμη ἡμέ­ρα ὁ Θεὸς ἀναπαύθηκε, «κατέπαυσε ἀ­πὸ πάν­­των τῶν ἔργων» τῆς δημιουργίας (βλ. Γέν. 2,2). Δὲν λέει ὅ­τι σταμάτησε νὰ ἐπιβλέπῃ τὸ σύμπαν, ἀλλ᾽ ὅ­τι σταμά­τησε νὰ δημιουργῇ· στὸ ἑξῆς δὲν πρόκειται πλέον νὰ προσ­τεθοῦν νέα εἴδη σ᾽ αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν­. «Κατέ­παυ­σε» μὲν ἡ δημιουργία, ἀλ­λ᾽ ὄχι ἡ μέριμνα, ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ὑπ᾽ αὐτὴ τὴν ἔννοια, τῆς θεί­ας προνοίας, νοεῖται τὸ σπουδαῖο ἐκεῖνο θεολογικὸ ῥητὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός· «Ὁ πατήρ μου ἕως ἄρ­τι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι» (Ἰω. 5,17). Δὲν παύει ἡ φρον­τίδα, ἡ μέριμνα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν συντήρησι καὶ τὴν διακυβέρνησι τοῦ κόσμου.


πειδὴ λοιπὸν ὁ Θεὸς «κατέπαυσε» τὴν ἑ­βδόμη ἡμέρα, γι᾽ αὐτὸ ὥρισε καὶ γιὰ τὸν ἄνθρω­πο ὡς ἡ­μέρα ἀναπαύσεως τὴν ἑβδόμη ἡμέρα. Ἡ τετάρτη ἐντολὴ λέει· «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποι­ήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑ­­βδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ. 20,9-10. Δευτ. 5,13-14).


Καὶ πράγματι τὸ Σάββατο τηρεῖται μέχρι σή­μερα μὲ θρησκευτικὴ εὐλάβεια ἀπὸ τοὺς Ἑ­βραί­ους. Ἂν πᾶτε στὸ Ἰσραήλ, θὰ δῆτε ὅτι Σάββα­το στὶς ὁδικὲς ἀρτη­ρίες δὲν κινεῖται τίποτε, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ αὐτοκίνητα τῆς ἀστυνομίας καὶ τῶν πρώτων βοηθειῶν γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς. Αὐτὸ εἶνε ἔλεγχος γιὰ μᾶς τοὺς Χριστιανούς. Ἐμεῖς ἀντὶ τοῦ Σαββάτου ἔχουμε τὴν Κυριακή, πρῶτον εἰς ἀνάμνησιν τῆς καταπαύσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, δεύτερον γιὰ ν᾽ ἀναπαυώμεθα ἀπὸ τὴν ἐργασία, καὶ τρίτον γιὰ νὰ τιμοῦμε τὸ τρισμέγιστο γεγο­νὸς τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.


Τὸ σημερινὸ ὅμως Σάββατο εἶνε ἐξαιρετικό· ὀνομάζεται Ψυχοσάββατον. Γιατί ὀνομάζεται ἔτσι; Διότι σήμερα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε νὰ τελοῦμε γενικὸ μνημόσυνο τῶν νεκρῶν. Καὶ τοῦτο γιὰ τοὺς ἑξῆς τρεῖς λόγους.


Πρῶτος λόγος. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δὲν πεθαί­­νουν ὑπὸ ὁμαλὲς συνθῆκες· δὲν ἐκπνέουν στὸ σπίτι, ἔχοντας δίπλα τους τὰ προσ­φιλῆ πρόσω­πα· δὲν συνοδεύονται ὅλοι στὴν τε­λευταία κα­τοικία ἀπὸ συγγενεῖς καὶ φίλους· δὲν ψάλλεται σὲ ὅλους ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία· δὲν γεμίζει τὸ φτυάρι ὁ ἱερεὺς μὲ χῶμα καὶ νὰ πῇ «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γέν. 3,19 καὶ Ἐξόδ. ἀκολ.).


Πολλοὶ ἄνθρωποι «ἐξεμέτρησαν τὸ ζῆν» ὑπὸ συνθῆκες δραματικές. Ἄλλοι ταξίδευαν στοὺς ὠκεανούς, ναυάγησαν τὰ πλοῖα καὶ ἡ θάλασσα ἔγινε τάφος μυριάδων νεκρῶν. Ἄλλοι διέσχιζαν μεγάλες ἐρήμους, χάθηκαν μέσα σὲ δά­ση καὶ τοὺς κατέφαγαν θηρία. Ἄλλοι κατα­πλακώθηκαν ἀπὸ σεισμούς, ἄλλοι ἔγιναν κάρ­βουνο ἀπὸ κεραυνούς, ἄλλοι ἐγκλωβίσθηκαν στὰ βάθη μεταλλείων, ἄλλοι κάηκαν σὲ πυρκα­ϊὲς ἐργοστασίων, καὶ ἄλλοι ἀπὸ διάφορες ἄλλες αἰτίες τελείωσαν τὴ ζωή τους· χθὲς π.χ. ἐ­γράφη στὸν τύπο, ὅτι μία χιονοθύελλα στὴν Περσία σάρωσε κυριολεκτικῶς χιλιάδες ἀνθρώ­πους καὶ ἔγιναν ἄφαντοι. Τί εἶνε ὁ ἄνθρωπος! ἕνα ἄχυρο εἶνε, τίποτα δὲν εἶνε. Ὅλους λοι­πὸν αὐτοὺς μνημονεύει σήμερα ἡ Ἐκκλησία.


πάρχουν ἀκόμη καὶ τὰ λεγόμενα φτωχαδάκια· ἄνθρωποι ποὺ κηδεύονται χωρὶς νὰ τοὺς συνοδεύῃ καν­είς, ἢ ποὺ οἱ συγγενεῖς τους δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ τοὺς κάνουν μνημόσυνα. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ κάτι πλούσιοι –πῶς νὰ τοὺς περιγράψω;–, πού, ἐνῷ ἄ­φησαν τεράστι­ες περιουσίες (σπίτια, πολυκατοικίες, πλούτη), ἐν τούτοις τὰ παιδιά τους δὲν τοὺς θυμοῦν­ται, δὲν φέρνουν στὸν τάφο τους ἕνα λου­λούδι, ἕνα πιάτο κόλλυβα. Ἂν μπορούσαμε νὰ τοὺς ἀ­κούσουμε θὰ μᾶς ἔλεγαν·


Τί κάναμε οἱ ἀνό­ητοι! ἀντὶ νὰ μοιράσουμε τὰ ὑ­πάρχοντά μας σὲ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα καὶ ναούς, τ᾽ ἀφήσαμε σὲ ἄσπλαχνα τέρατα… Δι­ότι τέρας εἶνε πράγματι ὅποιος δὲν θυμᾶται τοὺς προγό­νους του. Λαὸς ποὺ δὲν θυμᾶται τοὺς νεκρούς του εἶνε ἀνάξιος νὰ ζῇ πάνω στὴ γῆ. Στὴν Ἰαπωνία τιμοῦν τοὺς νεκρούς· τοὺς τάφους ἐκεῖ τοὺς ἔχουν περιβόλια, κι ὅταν πρόκειται κάποιος νὰ στεφανωθῇ καὶ νὰ δημιουργήσῃ οἰ­κογένεια, θὰ πάῃ στοὺς τάφους τῶν παππούδων. Ἀντιθέτως ἐδῶ πολλὰ νεκροταφεῖα εἶνε ἐγκαταλελειμμένα. Δείκτης πολιτισμοῦ ἑνὸς ἔθνους εἶνε καὶ τὰ νεκροταφεῖα. Δεῖξτε μου τὸ νεκροταφεῖο σας καὶ θὰ καταλάβω.


Γι᾽ αὐτὸ λοιπὸν ὥρισε ἡ Ἐκκλησία νὰ τελοῦ­­με σήμερα γενικὸ μνημόσυνο, γιὰ νὰ περιλαμ­βάνῃ καὶ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ὁ κόσμος λησμο­νεῖ. Ἂν ὁ κόσμος καὶ οἱ δικοί τους τοὺς λησμο­νοῦν, ἡ Ἐκκλησία, ἡ «γλυκειὰ μάνα» ὅπως εἶ­πε ὁ ποιητὴς Κρυστάλλης, δὲν τοὺς λησμονεῖ. Κάθε φορὰ ποὺ τελεῖ τὴ θεία λειτουργία θυ­μᾶται τοὺς νεκρούς, κατ᾽ ἐξοχὴν δὲ σήμερα. Αὐτὸς εἶνε ὁ πρῶτος λόγος.


Ο δεύτερος λόγος ποὺ τελοῦμε γενικὸ μνη­μόσυ­νο εἶνε, ὅτι αὔριο ξημερώνει Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω, μιὰ ἡμέρα ποὺ ἀστράφτει καὶ βρον­τᾷ. Διαβάζεται τὸ φοβερώτερο εὐαγγέλιο, τὸ εὐ­αγγέλιο τῆς Κρίσεως· ἀ­νατριχιάζει ὁ ἄν­θρω­­πος ὅταν τ᾽ ἀκούει. Κατ᾽ ἐμὲ ἡ Κυριακὴ αὐτὴ ἀπὸ γαστρονομικῆς ἀπόψεως λέγεται «τῆς Ἀ­­πόκρεω», ἀπὸ πνευματικῆς ὅμως ἀπόψεως πρέπει νὰ λέγεται Κυριακὴ «τῆς Κρίσεως».


Τί λέει τὸ εὐαγγέλιο; Ἔτυχε κανεὶς ἀπὸ σᾶς νὰ εἶνε κατηγορούμενος, καὶ μάλιστα σὲ ἡμέρες δύσκολες, νὰ ὁδηγῆται στὸ δικαστήριο, ἡ καταδίκη νά ᾽νε σίγουρη, καὶ νὰ σκέπτεται πῶς θ᾽ ἀπολογηθῇ; Ὅπως λοιπὸν ὁ ὑπό­δικος περιμένει τὴν ἡμέρα τῆς δίκης, ἔτσι κ᾽ ἐ­μεῖς –νὰ εἶστε ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ βέβαιοι–, κ᾽ ἐγὼ ποὺ σᾶς μιλῶ κ᾽ ἐσεῖς ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε καὶ ὅ­λα τὰ δισεκατομμύρια τῶν ζώντων καὶ τῶν νε­κρῶν, θὰ παρουσιαστοῦμε ὑπόδικοι ἐνώπι­ον τοῦ Κυρίου. Κριτής μας θὰ εἶνε ὁ ἐσταυρω­μένος Λυτρωτής. Θὰ μᾶς κρίνῃ μὲ νόμο ὄχι ἀν­θρώπινο ἀλλὰ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶ­νε ζυ­γαριὰ φαρμακείου, ζυγίζει καὶ τὸ τελευταῖο γραμ­μάριο, καὶ τὸν τελευταῖο δηλαδὴ λο­γισμό· οἱ σκέ­ψεις, τὰ λόγια, τὰ ἔργα μας θὰ παρελάσουν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου σὰν κινηματογραφι­κὴ ταινία. Θὰ δικαστοῦμε. Καὶ πρέπει ν᾽ ἀνησυ­χοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, τί ἀπολογία θὰ δώσουμε.


Ν᾽ ἀνησυχοῦμε καὶ γιὰ τοὺς νεκρούς μας· ποῦ θὰ πᾶνε, στὴν κόλασι ἢ στὸν πα­ράδεισο; Ποῦ βρίσκονται ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, οἱ συγ­γενεῖς; Καὶ στὴ ζυγαριὰ ξέρετε ὅτι, καθὼς ἀμφιταλαν­τεύεται, λίγο βάρος τὴν κάνει νὰ γείρῃ πρὸς τὸ ἕνα μέρος. Λίγα γραμμάρια ἀπαιτοῦνται· μιὰ προσευχὴ δηλαδή, ἕνα μνημόσυνο, λίγες ἐλε­ημοσύνες εἶνε ἱκανὲς κατὰ τὴν ὀρθόδοξο πίστι νὰ κλείνουν τὴ ζυγαριὰ δεξιά – ἀλλοίμονο ἂν κλείνῃ ἀριστερά. Δεξιὰ εἶνε ὁ παράδεισος, ἡ ἀνέκφραστη μακαριότης· ἀριστερὰ κόλασις. Ἐπειδὴ λοιπὸν αὔριο σαλπίζει ἡ σάλπιγξ τοῦ ἀρχαγγέλου, γι᾽ αὐτὸ σήμερα, ἐν ἀναμομονῇ τῆς παγκοσμίου κρίσεως, κάνουμε μνημόσυνα γιὰ ν᾽ ἀνακουφίσουμε τοὺς νεκρούς.


Καὶ τρίτος λόγος εἶνε, ὅτι πρέπει νὰ θυμώμα­στε διαρκῶς τὸ θάνατο, ποὺ εἶνε μία πραγμα­τικότης. Ὅπως ἔλεγαν καὶ οἱ ἀρ­χαῖοι πρόγονοί μας, «ὅρος φιλοσοφίας μνήμη θανάτου»· ἂν θέλῃς νὰ βρῇς τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ζῇς σὰν ἄγγελος, νὰ θυμᾶσαι τὸ θάνατο· σὲ παίρνει καὶ σὲ ἀνεβάζει σὲ ἄλλη σφαῖρα. Πήγαινε στοὺς τάφους, στάσου ἐκεῖ λίγα λεπτὰ καὶ πές· Ἄχ μάνα, γιατί νὰ σὲ λυπήσω· ἄχ πατέρα, γιατί νὰ σὲ πικράνω· ἄχ ἄντρα, γιατί νὰ σὲ ἀτιμάσω· ἄχ γυναίκα, γιατί νὰ σὲ ἀπατήσω· ἄχ παιδί μου, γιατί νὰ σὲ ἀμελήσω. Ἐάν, ἀντὶ νὰ διανυκτερεύουμε στὰ κέντρα διασκεδάσεως, πηγαίναμε ἐκεῖ, κανένας δὲν θὰ ἁμάρτανε.


Εἴμαστε Χριστιανοί, ἀλλ᾽ ἂς διδαχθοῦμε ἀ­πὸ ἕνα πρόγονό μας πρὸ Χριστοῦ. Εἶνε ὁ Μακεδὼν Φίλιππος, ὁ πατέρας τοῦ Μεγάλου Ἀλε­ξάνδρου. Αὐτὸς εἶχε ὁρίσει, κάθε πρωί, μόλις ἀνατέλλει ὁ ἥλιος, ἕνας στρατιώτης νὰ παρου­σιάζεται ἐνώπιόν του καὶ νὰ τοῦ λέῃ· «Φίλιππε, μέμνησο ὅτι θνητὸς εἶ»· ἂν καὶ εἶσαι βασιλιᾶς κ᾽ ἐξουσιάζεις λαούς, πρόσεξε γιατὶ θὰ πεθά­νῃς. Αὐτὰ ὁ Φίλιππος. Ἐνῷ ἐμεῖς, ἀποφεύγον­τας μὲ κάθε τρόπο τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, καὶ τὰ γραφεῖα κηδειῶν τὰ μετωνομάσαμε «γραφεῖα τελε­τῶν», νὰ μὴ μᾶς τὸν θυμίζουν. Μνημονεύ­ετε τοῦ θανάτου! εἶνε ὁ καλύτερος δάσκαλος, χαρίζει τὰ μεγαλύτερα διδάγματα.


δελφοί μου, δὲν εἴμαστε ὑλισταὶ καὶ ἄπιστοι, ὥστε νὰ λέμε «Μετὰ θάνατον μηδέν». Ὄχι μηδέν! Οἱ νεκροὶ ζοῦν καὶ θ᾽ ἀναστηθοῦν. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη πραγματικότης ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν.



(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε πιθανῶς στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου πόλεως Φλωρίνης τὴν 12-2-1972. *Εκ του ιστολογίου «augoustinos-kantiotis.gr». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF