ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2024

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΙΤΙΔΗ: «ΜΕ ΤΑ ΠΑΝΙΑ» 1899 (ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΝ)

 



Συνεχόμενες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη:
Μετά Προλόγου Β. Γαβριηλίδου
«Διηγήματα: Τα βακούφικα, Με τα πανιά, Νεράϊδες, Ορφανούλα, Ο πτωχός και η μοίρα του»
εκδόσεις «Ιωάννη. Ν. Σιδέρη», Αθήνα 1921, «ΜΕ ΤΑ ΠΑΝΙΑ» σελ. 57-63.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»




ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗ



ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ:



«ΜΕ ΤΑ ΠΑΝΙΑ»



(1899)




Ο άνεμος έπνεεν από των Ερημονήσων και η σκούνα προήγε πάντοτε προς τα εμπρός, χρονιάρα νύμφη θαρρείς, και έβγαινεν εις τον κάβο του χορού με μανδήλι μεταξωτό, ασπρογάλαζο μανδήλι, τας γαλανάς νησίδας, τας οποίας, ιδού γελώσας, προσπαθεί να παρασύρη εις τον δρόμον της τον ταχύν, γαλανήν συντροφίαν.


Προχωρούσης της ημέρας όμως ο άνεμος εκόπασε. Και τέλος έσβυσεν ολοτελώς. Γαλήνη πλέον. Έπηξεν η θάλασσα το δειλινόν. Έπηξεν εκεί και η σκούνα εν μέσω του πελάγους, ακίνητος, καθηλωμένη, με τα πανιά κρεμάμενα ως εσθήτας να στεγνώσουν εις το καύμα του Ιουλιανού ηλίου. Οι γλάροι εκλαβόντες αυτήν ως νησίδα καταπρασίνην την περιτριγυρίζουν παίζοντες, διαγράφοντες εν τη ταχεία πτήσει των ποικίλους ακανονίστους κύκλους, βυθίζοντες τα ράμφη των εις την θάλασσαν, ως διά να δροσισθώσι κ' εξαίφνης ανυψούμενοι προς τας κόφας και τα χρυσά κορζέτα της σκούνας, και πάλιν επαναβυθιζόμενοι και κολυμβώντες ολίγας οργυιάς ως εκ χάρτου βαρκάκια με ανοικτά τα πτερά, με κλειστά τα πτερά, χιονώδεις, βαμβακεροί, ζωηροί, όλοι ομού, στολίσκος παίζοντος παιδίου, ένας- ένας, γύρω-γύρω, εις την γραμμήν, μακράν, εγγύς, ως να εργάζωνται, ως να θέλωσι να κτίσωσι τας φωλεάς εκεί, επί της λαμποκοπούσης επιφανείας.


Χορός δελφίνων παρέκει, ανακύψας αίφνης από του μαύρου βυθού, διαγράφει μελαψάς γραμμάς, αψιδωτάς γραμμάς, κατρακυλούντος ασκού γραμμάς. Του πελάγους δύται αμιλλώνται, θαρρείς, εις τας αναδύσεις και καταδύσεις· αροτήρες πελαγήσιοι οργώνουσι την μαλακήν επιφάνειαν. Θεωρών το κύμα από της κωπαστής διακρίνω τα ψαράκια πάλιν, τρία-τέσσαρα κοπαδάκια, ψαράκια μικρά, της πατρίδος μου ψαράκια, τα οποία μας παρηκολούθησαν από του λιμένος της Σκιάθου. Παιδάκια ορφανά, κυνηγούν την μητέρα των φεύγουσαν. Και πόσον αγάλλονται οπού την κατέφθασαν. Προσκολλώνται εις τα ύφαλα μη την χάσουν, αναπόσπαστα. Και την φιλούν και την τσιμπούν. Και παίζουν εις την ποδιάν της, θαρρείς, μαύρα ματάκια, από χανδρίτσαις ψεύτικα ματάκια.


Πυρίνη, κατακόκκινος ημικυκλική οπή, καίει τώρα προς δύσιν. Οπή καμίνου, ένδον της οποίας αναρριπίζονται δυσθεώρητοι φλόγες. Ούτω πυρίνους λάμψεις θα εξηκόντιζε και η φοβερά Βαβυλωνία κάμινος. Αφηρημένος προς το αιφνίδιον θέαμα, νομίζω πως διακρίνω ένδον της καιούσης καμίνου τους Τρεις Παίδας άδοντας και χορεύοντας: «Τον Κύριον υμνείτε πάντα τα έργα...». Στιγμάς τινας διαρκεί το φλογερόν θέαμα εν τη απλή κυανότητι ουρανού και θαλάσσης και είτα σβέννυται αυτοστιγμεί.


Ο ήλιος έδυσε πλέον. Και φλόγες και κάμινοι εξαφανίζονται και απομένει περί ημάς το πέλαγος σιωπηλόν, σκοτειδιαζόμενον. Χειρ άγνωστος ήπλωσε περί ημάς καταγάλανον αερώδη πέπλον, όστις ελαφρά- ελαφρά μας επεκάλυψε μετ' ολίγον ως νυξ. Κ' εχάσαμεν πλέον τους χρυσούς λοφίσκους του Άη-Στράτη με τα κλιμακωτά αγρίδια του και της εύμορφαις ακρογιαλιαίς του. Το παν εβυθίσθη μετ' ολίγον εις σκοτίαν. Σκοτίαν που την αισθάνεσαι γύρω σου συνθλίβουσάν σε ως οι όχλοι τον Κύριον. Σκοτίαν ζωντανήν, υγράν σκοτίαν, του πελάγους σκοτίαν. Λεπτή αρωματώδης δρόσος επιπλέει πανταχού της θαλάσσης, ης ο γλυκύς ψίθυρος συγχέεται προς τον μαλακόν θρουν της πλεούσης σκούνας.


Αλλά προχωρούσης της νυκτός ακούεται πέραν από του βάθους του αοράτου πόντου θορυβώδης αύρα, ως να σείωνται προς δυσμάς αθέατα δάση υπό στυγνού μαΐστρου, βοΐζοντος υποκώφως, λέγεις και κατέρχεται χείμαρρος αφανής από υψωμάτων. Προαγγέλλεται νυκτερινόν μελτέμι. Βίαιος άνεμος που παίρνει τα μεσάνυχτα. Υπό τας αστρολαμπάς διακρίνομεν τας ρυτιδώσεις του πελάγους ως πτυχάς ηπλωμένης οθόνης. Ο πλοίαρχος στηρίζει τας χείρας επί της οσφύος ως Αινήτικη λάγηνος, βλέπων σύννους προς τα ιστία, διατάσσει τους ναύτας, μόλις αποδειπνήσαντας να στερεώσωσιν αυτά τεζάροντες μανδάρια και μπράτσα, όπως ευρεθώμεν έτοιμοι εις υποδοχήν του επερχομένου ανέμου, αποστείλαντος ήδη τας προφυλακάς του, μερικά φουσκωμένα κύματα.


-Νέτα κάργο! -Άλλα μπρούλια! Και ιδού αιφνίδιαι ριπαί καταφθάσασαι προσπίπτουσιν επί των ιστίων, άτινα τινάσσονται κυματοειδώς εν ηχηροίς πλαταγισμοίς, ως να προσέκρουσαν επ' αυτών αγέλαι πτηνών νυκτοβίων και κτυπώσι τας πτέρυγάς των. Τέλος κολπούνται εν κραδασμοίς και παλμικαίς κινήσεσι του σκάφους, όπερ μετά στεναγμόν ισχυρόν ανεκινήθη αίφνης - εξηπλωμένον όλην την ημέραν 'ς την λιακάδα - και ως προσωθηθέν ερρίφθη ακούσιον εις την ανοιγείσαν οδόν.


-Τα φανάρια σου! Προστάσσει τον παίδα ο πλοίαρχος, επιβλέπων τους επί των πλευρών μεγάλους του πλου φανούς, εξέχοντας ένθεν και ένθεν ως δύο μεγάλα όμματα αλλοιθόρου τέρατος, πράσινον και ερυθρόν. Και ιδού θρήνοι αντηχούσιν από του ύψους και των κορζετών, θρήνοι άρπας και λύρας. Οδυρμοί και γόοι αυλού φρυγικού, το φρύγιον αυλούντος. Μέλος νεκρώσιμον αοράτων πνευμάτων, εν νυκτίαις φοβεραίς ώραις επικαθησάντων, θαρρείς, επί των ακροτάτων της νεώς και θρηνούντων εν ιαχή του ερήμου πελάγους.


Αθέατα τελώνια, κρεμάμενα από των πολυσχιδών σχοινίων των αρμένων, αρχίζουν να παίζουν τραγούδια τρελλά, τραγούδια μέθης, αποκρηάς τραγούδια, τραγούδια χορού, ζωής τραγούδια, θανάτου τραγούδια. Ανακατωμένα, σκοτεινά τραγούδια. Μοιρολογούν γυναίκες επί νεκρώ, κ' εξαίφνης αι ίδιαι καγχάζουν ως αι Βάκχαι. Τώρα αλαλάζουν τούρκοι εν εφόδω, τώρα ψαλμωδούν ψάλται κηδεύοντες. Από τα σκολιά εξάρτια, από τα υψηλά παταράτσα, από τα χιαστώς συμπλεκόμενα μαντάρια, πανταχόθεν αντηχούσιν οι θρήνοι και οι γέλωτες, ταχύπτεροι του μελτεμίου απόστολοι, το οποίον κατόπιν των να το, αφρίζει, ωρύεται, μυκάται. Ενίοτε κόρη καταμόναχη τραγουδεί, θαρρείς, επάνω εις τον υψηλόν κόντραν, κόρη τον ταξειδεύοντα μνηστήρα ονειροπολούσα.


Κατόπιν μήτηρ κλαίει τα παιδάκι της μέσα εις ταις γάμπιαις τυλιγμένη, αόρατος. Στιγμάς τινας εξέχει οξύτατος ο ήχος της γλυκυτάτης φλογέρας, επάνω εις το πανύψηλον φλέσι, ως νεαρού βοσκού κελάειδημα από του ύψους όρους. Μετά δέους επαίρω τους οφθαλμούς μου προς τα ισχία, όθεν ο άνεμος διά των ποικίλων οπών του εξαρτισμού εισχωρών βιαίως, συρίζει. Συρίζει πενθίμως, συρίζει οξέως, συρίζει γοερώς. Τώρα μεν ακούω τας στοναχάς του σφαζομένου Αγαμέμνονος· τώρα δε τον γόον του αυτοκτονούντος Αίαντος και αύθις τους ολολυγμούς της Ηλέκτρας· και νυν τον κλαυθμόν τον ακατάσχετον του Πέτρου, και πάλιν της Μαγδαληνής τους λυγμούς. Περιβαλλόμεθα πάντοθεν υπό της σκοτίας και κατευθυνόμεθα εις αδιόρατον σκότος. Η πυξίς μόνη μας οδηγεί, και των άστρων η τρέμουσα φεγγοβολή.


Ο κόντρας κτυπά, διπλούμενος εν εαυτώ, υπ' αντιθέτων ριπών συγκρουόμενος, ως αετός πληγωμένος θανασίμως. Το φλέσι κρούεται ως τύμπανον παρατάξεως. Η τρικυμία μυκάται ήδη, φωνάζει, ακούεται, βρυχάται μακράν ως βοή λεόντων και τίγρεων αμιλλωμένων εν διαύλω και δολίχω. Πυρκαϊά αθέατος, και φθάνουσιν οι κροταλισμοί των φλογών της. Τα κύματα πλακόνουν, επλάκωσαν. -Μάϊνα φλέσι! Μάϊνα κόντρα! Είνε τα λεπτοφυέστερα, ούτως ειπείν, των ιστίων, κ' εν τη εισβολή του ανέμου πρώτα-πρώτα καταβιβάζονται, τα μονάκριβα παιδάκια της σκούνας να μη πέσουν από τόσον ύψος.


Οι ναύται, παλαισταί έτοιμοι, ίστανται παρά τα μαντάρια με το τσιγάρο στο στόμα, ανασκουμπωμένοι. Η σκούνα τραντάζεται εγείρουσα υπερηφάνως την πρώραν της, λέων, ανατινάσσων βασιλικώς την χαίτην του, τίγρις, τρίζουσα τους οδόντας της, ως να λέγη: -Εδώ είμαι! Βρυχάται το πέλαγος, σφυρίζει η σκούνα, τρίζουν τάρμενα. Οι ναύται ανασκουμπόνονται ολοένα. Η μάχη αρχίζει. Κύμα έν, όγκος μολύβδινος, ακτινοβολών υπό την αστροφεγγιάν· αποτρόπαιον ακτινοβολίαν, θραύεται κατά της χυτής μάσκας εν πλαταγισμώ, περιλούει τ' ακροστόλια κ' εισβάλλει εις την πρώραν εν αφρώ διασυρίζον ως σβεννυμένη ανθρακιά. -Να κολυμπήση κομμάτι η Αλαφίνα! ακούεται από της πρύμνης ο πλοίαρχος, ενθαρρύνων μετά μειδιάματος τους ναύτας, βαρυθύμους, διότι θα έχωσιν αγρυπνίαν απόψε. Το κατάστρωμα μέχρι της υψηλής πρύμνης είνε διάβροχον.


Οι ναύται γυμνοκνήμιδες, ίστανται εις τας θέσεις των, βρεχόμενοι μέχρις αστραγάλων. Τα κύματα εισρέουσιν αδιακόπως ως ποταμός αφρίζων κ' εκρέουσιν από τ' ανοικτά πορτέλλα. Θαρρείς και το ήμισυ σκάφος πλέει υπό την θάλασσαν. Το πέλαγος εφούσκωσε πλέον, υψωθέν υπεράνω ημών επιφόβως, αλλ' η σκούνα, γυρμένη προς την δεξιάν πλευράν, -μούρα αριστερά - ως τυφλή εισχωρεί διαμελίζουσα εις δύο κραταιώς τους ατελευτήτους όγκους, τους οποίους το πέλαγος σωρεύει κατ' αυτής τον ένα μετά τον άλλον, θαλάσσιον τέρας η σκούνα, λυσσωδώς καταπατεί υπό την τρόπιν της τα ογκώδη κύματα, και του δίνει, μωρέ γέμου, λοξοδρομούσα προς ανατολάς, εν τριγμώ των ιστών και συριγμώ των καρχησίων, εν ώ όπισθέν μας αλαλαγμός και βοή και σύγχυσις και σκοτία και συμπλοκαί κυμάτων και ολοφυρμοί, εφ' ων πένθιμοι ακτίνες προσπίπτουσιν, ακτίνες πράσινοι και ερυθραί, το φως των φανών της γραμμής.


Τα κύματα διωκόμενα μας φθάνουν· και βλέπομεν τας θραυομένας κορυφάς των ως στόματα αφρίζοντα εκ της οργής, φαγκρίζοντα, με στίλβοντας λευκούς οδόντας. Έρχονται από το σκότος και χάνονται εις το σκότος. Λόχοι με πυκνάς αργυράς λόγχας απαστράπτουσας εις την φωτοβολίαν των οίστρων, λόχοι λευκάσπιδες, πίπτοντες γενναίως επί του υγρού πεδίου, πλην πάραυτα αντικαθιστάμενοι υπό των ετοίμων εφεδρειών. Τέρατα άγνωστα με αργυρόξανθον φαεινόν τρίχωμα εις την κυρτήν των ράχιν. -Να κολυμπήση κομμάτι η Αλαφίνα! Επαναλαμβάνει πάλιν, ενισχύων, ο πλοίαρχος· και στρεφόμενος προς τον έφηβον, ευρεθέντα πάλιν εις την πηδαλιουχίαν, νουθετεί ηρέμα: -Πρόσεχε, παιδί μου, πρόσεχε! Και ίσταται εκεί επάνω με τα ευρέως κολπούμενον υποκάμισόν του, αρχηγός, διευθύνων εκείθεν την συμπλοκήν.


Η σκούνα, παλαίουσα, σκιρτά μετά ρώμης επί των κυμάτων, αντιπαρερχομένη, αναβαίνουσα, καταβαίνουσα, υψούσα τεραστίως την πρώραν της, στάζουσαν από του ιδρώτος, θαρρείς, με το μπαστούνι της προτεταμένον ως δόρυ μέγα, βριθύ, Αθηναίης δόρυ, ενώ η πρύμνη της, με τα υψηλά δρύφακτα, κατέρχεται προς τον ανοιγόμενον πόντον, βαρεία, να ταφή, νομίζεις, εκεί, εις λάκκον απρόσιτον, ανοιγέντα ένθεν κ' ένθεν. Και πάλιν αίφνης ιδού, ω τεραστία απόλαυσις! η πρύμνη ανέρχεται υψηλά, μετέωρος, να πετάξη, θαρρείς, προς τάστρα, ενώ ήδη η πρώρα βυθίζεται κάτω κατά του κύματος εμπήγουσα ως φάσγανον μέγα τον αρειμάνιον θαλασσομάχον της εις την καρδίαν του πόντου, να τον φονεύση εκεί, και ανοίγουσα δρόμον προχωρεί, πολεμιστής αγαθός, με τα μούτρα ορμώσα, τυφλή θεότυφλη, αψηφούσα τον θάνατον.


Η μάχη είναι ατελείωτος. Αι αυταί κινήσεις επαναλαμβάνονται αδιακόπως, επάλληλοι, κανονικαί, ζαλίζουσαι. Ενώ ο ουρανός αστροβολών ανέρχεται και κατέρχεται και αυτός, κατά τας κινήσεις μας, ως δίσκος απέραντος, ως να σύρη αυτόν και απολύη, αόρατος χειρ δι' αοράτων ελατηρίων, από των ιστών της σκούνας αναρτηθέντων. Έρχονται στιγμαί που φοβείσαι μήπως όλον εκείνο το τεχνητόν πύργωμα αναρπαγή ως τι κούφον αερόστατον. Και όμως εκείνο, το οποίον μόλις, ως πτερόν θα διακρίνηται εν μέσω του πελάγους, παλαίει ακατάβλητον. Ίσταται μαχόμενον. Νικά και φεύγει. Φυλαττόμενον από τας απείρους ενέδρας διά της δεξιάς πηδαλιουχίας, θέτει την πρώραν του εις ωρισμένην διεύθυνσιν και προβαίνει εις το σκότος ως εν φωτί.



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Συνεχόμενες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη:
Μετά Προλόγου Β. Γαβριηλίδου
«Διηγήματα: Τα βακούφικα, Με τα πανιά, Νεράϊδες, Ορφανούλα, Ο πτωχός και η μοίρα του»
εκδόσεις «Ιωάννη. Ν. Σιδέρη», Αθήνα 1921, «ΜΕ ΤΑ ΠΑΝΙΑ» σελ. 57-63.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF